ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 3 ΑΑΔ 763
12 Δεκεμβρίου, 2000
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΛΕΙΤΟΥ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2844)
Αναθεωρητική Έφεση ― Αίτηση για επαναφορά απορριφθείσας έφεσης στο στάδιο της προδικασίας ― Εξουσία Δικαστηρίου βάσει της Δ.35, θ.13 των θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ― Ειδοποίηση μετατόπισης της ημέρας της Προδικασίας θεωρήθηκε ότι δεν επιδόθηκε στην διεύθυνση επιδόσεως του εφεσείοντος, παρά το γεγονός ότι στάλθηκε στο γραφείο του δικηγόρου του μέσω τηλεομοιότυπου, εφόσον το μέσο αυτό δεν είχε δηλωθεί από τον ίδιο ως αποδεκτό μέσο επίδοσης ― Διαταγή 51, θ.1. και θ.1Β - Ελλείψει τεκμηρίου γνώσεως, ως προς τη νέα ημερομηνία, η αίτηση έγινε δεκτή.
[Πέραν των ανωτέρω τίτλων, η δικαστική απόφαση διαβάζεται ως σύνολο.]
Διάταγμα επαναφοράς της έφεσης.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Τουβλοπ. Γίγας Λτδ. ν. Ουστά (Αρ. 1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 109,
Ρουβανιάς Λτδ. κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2000) 3 A.A.Δ. 191.
Αίτηση.
Αίτηση από τον αιτητή για επαναφορά της έφεσης του από το Εφετείο, η οποία είχε απορριφθεί λόγω παράλειψης εμφάνισης του συνηγόρου του στην προδικασία.
Π. Μιχαήλ για A. Παπαχαραλάμπους, για τον Εφεσείοντα- Αιτητή.
Μ. Ραφτόπουλος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσίβλητους - Καθ' ων η αίτηση.
Α.Σ. Αγγελίδης με Α. Πισιάρα, για το Ενδιαφερόμενο μέρος.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Η Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2844 ήταν ορισμένη για προδικασία στις 15 Μαΐου, 2000. Στις 8 Μαΐου, 2000, το Εφετείο διέταξε τη μετατόπιση της υπόθεσης στις 19 Σεπτεμβρίου, 2000, με οδηγίες όπως η νέα ημερομηνία γνωστοποιηθεί στα μέρη. Ο εφεσείων παρέλειψε να εμφανιστεί στην προδικασία. Το Δικαστήριο απέρριψε την έφεση:-
«Ενόψει του γεγονότος ότι δεν εμφανίζεται ο συνήγορος να προωθήσει την έφεση, η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.»
Ενυπάρχει (σύμφυτη) εξουσία στο δικαστήριο να απορρίψει έφεση, λόγω παράλειψης εμφάνισης του εφεσείοντος να την προωθήσει. Η εξουσία αυτή έχει θεσμοθετηθεί με τον Κ.11(β) του περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996, Αρ. 4, (ο «Διαδικαστικός Κανονισμός»), σε σχέση με παράλειψη εμφάνισης κατά την προδικασία.
Ο εφεσείων αξιώνει την επαναφορά της απορριφθείσας έφεσής του. Το αίτημα θεμελιώνεται στο ακόλουθο γεγονός, το οποίο μνημονεύεται σε ένορκη ομολογία της κ. Σόφης Νικολάου, δικηγόρου στο γραφείο των δικηγόρων του εφεσείοντος:-
«Η εν λόγω ειδοποίηση στάληκε με τηλεμήνυμα (φαξ) και δεν παρελήφθη από το αρμόδιο άτομο του αρχείου στο γραφείο μας για να προβεί στην καταχώρηση της ημερομηνίας με αποτέλεσμα στις 19.9.2000 να μην εμφανιστεί δικηγόρος και να απορριφθεί.»
Ούτε οι εφεσίβλητοι ούτε το ενδιαφερόμενο μέρος αμφισβήτησαν τους ισχυρισμούς, οι οποίοι προβάλλονται προς υποστήριξη του αιτήματος. Πέραν τούτου, συναινούν στην έγκρισή του.
Η Δ.35, θ.13, των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, όπως τροποποιήθηκε από τον περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 5) Διαδικαστικό Κανονισμό του 1998, προβλέπει:-
«Νοείται ότι έφεση που απορρίπτεται, δυνάμει του παρόντος Κανονισμού, επαναφέρεται όταν αποδεικνύεται ότι η μη εμφάνιση του εφεσείοντα οφείλεται σε λόγο πέραν των δυνάμεών του, με αποτέλεσμα η μη επαναφορά της να ισοδυναμεί με αποστέρηση του δικαιώματος να ακουστεί.»
Η τροποποίηση ενσωματώνει τα πορίσματα της νομολογίας, αρχής γενομένης από την απόφαση στην Τουβλ. Γίγας Λτδ. ν. Ουστά (Αρ. 1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 109, όπου υπογραμμίστηκε ότι η δικαιοδοσία για επαναφορά απορριφθείσας έφεσης «... έχει ως λόγο τη διασφάλιση του δικαιώματος του διαδίκου που κατοχυρώνει το Άρθρο 30.3(β) του Συντάγματος.».
Ακολούθησε σειρά αποφάσεων επί του θέματος, στις οποίες γίνεται αναφορά στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Ρουβανιάς Λτδ. κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2000) 3 A.A.Δ. 191. Από το ίδιο πνεύμα διαπνέεται* και η επιφύλαξη του Κ.13(ε) του Διαδικαστικού Κανονισμού, η οποία διέπει την επαναφορά εφέσεων, οι οποίες απορρίπτονται κατ' επίκληση των διατάξεών του (παράλειψη καταχώρισης περιγράμματος εφεσείοντος), ως υποδεικνύεται στην απόφαση της Ολομέλειας.
Τα γεγονότα τα οποία διαπιστώνονται, κρίσιμα για την έκβαση του αιτήματος του εφεσείοντος, είναι:-
(α) Αποστολή ειδοποίησης από το Πρωτοκολλητείο της νέας ημερομηνίας προδικασίας, μέσω τηλεμηνύματος στη συσκευή (μηχανή) τηλεομοιότυπου, που είναι εγκατεστημένη στο γραφείο του δικηγόρου του εφεσείοντος.
(β) Παραλαβή του τηλεμηνύματος στο γραφείο του δικηγόρου του εφεσείοντος, χωρίς όμως τούτο να τεθεί υπόψη του ιδίου ή λειτουργού του γραφείου του, ο οποίος επιλαμβάνεται θεμάτων ορισμού υποθέσεων.
Κατά την ακρόαση, ο δικηγόρος του αιτητή υποστήριξε ότι ειδοποίηση μέσω τηλεομοιότυπου δεν προβλέπεται. Τέθηκε υπόψη του από το Δικαστήριο ο περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 5) Διαδικαστικός Κανονισμός του 1997, βάσει του οποίου τροποποιήθηκε η Δ.50, θ.1, με την προσθήκη των ακόλουθων δύο παραγράφων:-
«(3) Η διεύθυνση επίδοσης η οποία καθορίζεται στο κλητήριο ένταλμα, εναρκτήρια κλήση, δικόγραφο ή οποιοδήποτε άλλο δικαστικό έγγραφο, μπορεί να περιλαμβάνει, εφόσον το επιλέξει ο διάδικος ή οποιοδήποτε μέρος στη διαδικασία, και επίδοση ή παράδοση μέσω καθοριζόμενου τηλεομοιοτύπου (FAX).
(4) Η τηλεομοιοτυπική διεύθυνση μπορεί να είναι άλλη από τη διεύθυνση επίδοσης εντός της επαρχίας που εκκρεμεί η υπόθεση και μπορεί να ευρίσκεται σε οποιοδήποτε μέρος της Κύπρου».
Με τον ίδιο Τροποποιητικό Διαδικαστικό Κανονισμό προστέθηκε ο Θεσμός 1Β στη Δ.51, θ.1:-
«1Β. Εφόσον η διεύθυνση επίδοσης περιλαμβάνει και τηλεομοιότυπο καθίσταται αποδεκτή η επίδοση ή παράδοση δικαστικού εγγράφου, μέσω τηλεομοιοτυπικής επικοινωνίας.»
Η Δ.50 καθιερώνει και ρυθμίζει τα του προσδιορισμού διεύθυνσης, στην οποία μπορεί να επιδίδονται δικαστικά έγγραφα στους διαδίκους πρωτοδίκως - (Δ.50, θ.1) - και κατ' έφεση - (Δ.50, θ.2).
Η Δ.51 προβλέπει ότι επίδοση δικαστικών εγγράφων μπορεί να διενεργηθεί με τον τρόπο ο οποίος προβλέπεται, στη διεύθυνση η οποία καθορίζεται από το διάδικο ως η διεύθυνση επιδόσεως. Εφόσον συντελείται επίδοση κατά τον προβλεπόμενο από τους Θεσμούς τρόπο στη διεύθυνση επιδόσεως, τεκμαίρεται η παραλαβή του εγγράφου από το διάδικο ή το δικηγόρο, ο οποίος τον εκπροσωπεί.
Σύμφωνα με τα αναμφισβήτητα γεγονότα, πρέπει να δεχθούμε ότι η γνωστοποίηση του Δικαστηρίου για τη νέα ημερομηνία προδικασίας δεν ήλθε σε γνώση του δικηγόρου του εφεσείοντος. Γνωστοποίηση τεκμαίρεται, εφόσον η ειδοποίηση επιδοθεί στη διεύθυνση επιδόσεως του διαδίκου.
Επίδοση στην τηλεομοιοτυπική διεύθυνση τεκμηριώνει επίδοση, εφόσον η διεύθυνση αυτή υιοθετείται, βάσει της Δ.50, θ.3, ως διεύθυνση επιδόσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, διευκρινίστηκε από το Πρωτοκολλητείο ότι η τηλεομοιοτυπική διεύθυνση του δικηγόρου του εφεσείοντος δεν αποτελεί διεύθυνση επιδόσεως του διαδίκου. Κατά συνέπεια, δεν τεκμηριώνεται επίδοση στη διεύθυνση επιδόσεως του εφεσείοντος. Το γεγονός ότι η επίδοση δεν έγινε στη διεύθυνση επιδόσεως του διαδίκου, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η ειδοποίηση δεν περιήλθε σε γνώση του δικηγόρου του εφεσείοντος, δικαιολογούν την επαναφορά της έφεσης· αντίθετη απόφαση θα απέληγε σε στέρηση του δικαιώματός του να ακουστεί.
Κρίνουμε, επομένως, το αίτημα για την επαναφορά της έφεσης στο πινάκιο των εκκρεμουσών εφέσεων ότι είναι δικαιολογημένο και γίνεται αποδεκτό.
Η έφεση επανορίζεται για προδικασία την 1/2/2001.
Διάταγμα επαναφοράς της έφεσης.