ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2000) 3 ΑΑΔ 597

3 Noεμβρίου, 2000

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσείοντες-Καθ'ων η αίτηση,

v.

ΖΗΝΑΣ ΠΟΥΛΛΗ,

Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2572)

 

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Πρόσθεση μέχρι και πέντε μονάδων από την ΕΕΥ βάσει του Αρθρου 35(10)(β) του νόμου ― ΕΕΥ οφείλει να διεξέλθει εκ νέου τους φακέλους και να αποφασίσει αναφορικά με την προσθήκη των μονάδων ― Ανεξάρτητα αν τα ίδια κριτήρια (όπως βαθμολογίες) ήδη αποτιμήθηκαν κατά την αποτίμηση των κριτηρίων σε μονάδες ― Παράλειψη της ΕΕΥ, οδήγησε σε ακύρωση της απόφασής της.

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Προσθήκη μονάδων ― Πρόσθετα προσόντα ― Διακριτική ευχέρεια της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της ΕΕΥ ― Δικαστικός έλεγχος μόνο ως προς την υπέρβαση των ορίων της διακριτικής ευχέρειας.

Την μερική ακύρωση της επίδικης απόφασης της ΕΕΥ, ακολούθησε έφεση και αντέφεση με τις οποίες προσβάλλονταν αντίστοιχα τόσο το ακυρωτικό όσο και το απορριπτικό αποτέλεσμα.

Η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση και αποδεχόμενη την αντέφεση, αποφάσισε ότι:

1. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η «συγκεκριμένη υπεροχή της αιτήτριας στις συνήθεις εκθέσεις», στην οποία αναφέρεται ο πρωτόδικος Δικαστής, αφορά στοιχεία τα οποία δεν λήφθηκαν υπόψη ή δεν αντιπροσωπεύονται στην αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, όπως η συνεχής προσπάθεια επιμόρφωσης, η ανάπτυξη δραστηριότητας σε ποικίλους τομείς κλπ., ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν θα ευσταθούσε ακόμη και αν η αναφορά αφορούσε, όπως τίθεται με την έφεση, στοιχεία τα οποία λήφθηκαν υπόψη ή αντιπροσωπεύονταν στην αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Δημοκρατία ν. Μαρίας Λοΐζου (2000) 3 A.A.Δ. 283.

    Ο πρώτος λόγος αντέφεσης είναι ότι εσφαλμένα ο πρωτόδικος Δικαστής αποφάνθηκε πως βάσει του Άρθρου 35(10)(β) δεν μπορούσαν να ληφθούν ξανά υπόψη από την ΕΔΥ στοιχεία στους φακέλους, που ήδη λήφθηκαν υπόψη στην αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων.

    Ο λόγος αυτός ευσταθεί.  Σχετικό είναι και πάλι το ίδιο πιο πάνω απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι σε προγενέστερο στάδιο ορισμένα στοιχεία των φακέλων και των εκθέσεων των υποψηφίων αποτιμήθηκαν αριθμητικά από τη Συμβουλευτική Επιτροπή σε μονάδες αξίας, προσόντων και αρχαιότητας, αν η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, στο τελικό στάδιο, και προκειμένου να αυξήσει τις μονάδες των υποψηφίων, διεξήρχετο και η ίδια, εξ υπαρχής, όλους τους φακέλους και τις εκθέσεις των υποψηφίων, είναι ενδεχόμενο να ανατρεπόταν η σειρά των υποψηφίων στον τελικό κατάλογο, όπου η διαφορά ήταν μόνο δέκατα της μονάδας, με την προσθήκη μονάδων στην αντεφεσείουσα περισσότερων από τα ενδιαφερόμενα μέρη Χ. Παπαχριστοδούλου και Π. Μιχαήλ.

2. Ο δεύτερος λόγος αντέφεσης είναι ότι εσφαλμένα ο πρωτόδικος Δικαστής, και η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, δεν εξέτασαν και δεν δέχθηκαν το παράπονο της αντεφεσείουσας ότι δεν τις δόθηκαν δύο τουλάχιστον μονάδες, αντί μία, για τα πρόσθετα προσόντα της, και ότι υπήρξε δυσμενής διάκριση σε βάρος της αφού, σε υποψηφίους με λιγότερα πρόσθετα προσόντα, δόθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή επίσης μία μονάδα.

    Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Η εκτίμηση των πρόσθετων προσόντων των υποψηφίων και η χορήγηση ανάλογων μονάδων ήταν ζήτημα που ανήκε στη διακριτική εξουσία τόσο της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας. Το Δικαστήριο δεν έχει ικανοποιηθεί, ότι υπήρξε οποιαδήποτε υπέρβαση της διακριτικής αυτής εξουσίας.

Η έφεση απορρίπτεται, η αντέφεση επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Δημοκρατία ν. Λοΐζου (2000) 3 A.A.Δ. 283.

Έφεση.

Έφεση από τους καθ' ων η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Κραμβής, Δ.) στην Υπόθεση Αρ. 800/96, ημερ. 12/12/97, με την οποία αποδέχθηκε μερικώς προσφυγή της εφεσίβλητης και ακύρωσε την προαγωγή, από 1/9/96, των ενδιαφερομένων μερών Θ. Χειμωνίδου και Γ. Ζυμπουλάκη, στη μόνιμη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης, για την ειδικότητα καθηγητή Φυσικής και αντέφεση εναντίον της ίδιας απόφασης με την οποία απορρίφθηκε μερικώς η προσφυγή της εφεσίβλητης και επικυρώθηκε η προαγωγή, από την ίδια ημερομηνία δύο άλλων ενδιαφερομένων μερών, των Χ. Παπαχριστοδούλου και Π. Μιχαήλ, στην ίδια θέση.

Ελ. Λοϊζίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,. για τους Εφεσείοντες.

Α. Κωνσταντίνου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γαβριηλίδης.

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Η έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία αποδέχθηκε μερικώς προσφυγή της εφεσίβλητης και ακύρωσε την προαγωγή, από 1.9.1996, των ενδιαφερομένων μερών Θ. Χειμωνίδου και Γ. Ζυμπουλάκη, στη μόνιμη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης, για την ειδικότητα καθηγητή Φυσικής. Η αντέφεση στρέφεται εναντίον της ίδιας απόφασης με την οποία απορρίφθηκε μερικώς η προσφυγή της εφεσίβλητης και επικυρώθηκε η προαγωγή, από την ίδια ημερομηνία, δύο άλλων ενδιαφερομένων μερών, των Χ. Παπαχριστοδούλου και Π. Μιχαήλ, στην ίδια θέση.

Η έφεση.

Ο πρωτόδικος Δικαστής αποδέχθηκε την προσφυγή της εφεσίβλητης και ακύρωσε την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών Θ. Χειμωνίδου και Γ. Ζυμπουλάκη με το ακόλουθο σκεπτικό:

«Όταν η ΕΕΥ αποφάσισε εν προκειμένω να αυξήσει τις μονάδες των υποψηφίων με βάση το άρθρ. 35Β(10)(β) δεν έλαβε υπόψη τη συγκεκριμένη υπεροχή της αιτήτριας [έναντι των ενδιαφερομένων μερών Θ. Χειμωνίδου και Γ. Ζυμπουλάκη] στις συνήθεις εκθέσεις. Αυτή η παράλειψη συνιστά πλάνη και μάλιστα ουσιώδη γιατί η αιτήτρια ζημιώθηκε επειδή η σειρά των υποψηφίων ανατράπηκε με τη μη προσθήκη μονάδων στην αιτήτρια η οποία στο σημείο αυτό υπερείχε των ενδ. μερών. Συνακόλουθα η αιτήτρια επιτυγχάνει την ακύρωση της επίδικης απόφασης μόνο σε σχέση με τα ενδ. μέρη Θ. Χειμωνίδου και Γ. Ζυμπουλάκη.»

Η έφεση στηρίζεται σε ένα μόνο λόγο ο οποίος έχει ως εξής:

«Ο πρωτόδικος δικαστής εσφαλμένα αποφάσισε ότι η παράλειψη της Επιτροπής να δώσει μονάδες στην αιτήτρια για τις συνήθεις εκθέσεις της των ετών 94-95, 92-93, 90-91, 88-89, 86-87, στις οποίες υπερείχε των ενδιαφερομένων μερών Θεοφανώ Χειμωνίδου και Γεώργιου Ζυμπουλάκη, συνιστά ουσιώδη πλάνη που δικαιολογεί την ακύρωση των προαγωγών τους καθότι οι πιο πάνω συνήθεις εκθέσεις λήφθηκαν ήδη, σύμφωνα με τον Κανονισμό 18(δ) των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Επιθεώρησις και Αξιολόγησις) Κανονισμών του 1976 Κ.Δ.Π. 223/96 κατά τη σύνταξη των ειδικών εκθέσεων της περιόδου 1985-1995, αντιπροσωπεύονταν στην αριθμητική αποτίμηση της αξίας της αιτήτριας και, ως εκ τούτου, σύμφωνα με την ίδια απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν μπορούσαν να ληφθούν ξανά υπόψη από την Ε.Ε.Υ. και να δοθούν πρόσθετες μονάδες.»

Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η «συγκεκριμένη υπεροχή της αιτήτριας στις συνήθεις εκθέσεις», στην οποία αναφέρεται ο πρωτόδικος Δικαστής, αφορά στοιχεία τα οποία δεν λήφθηκαν υπόψη ή δεν αντιπροσωπεύονται στην αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, όπως η συνεχής προσπάθεια επιμόρφωσης, η ανάπτυξη δραστηριότητας σε ποικίλους τομείς κλπ., ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν θα ευσταθούσε ακόμη και αν η αναφορά αφορούσε, όπως τίθεται με την έφεση, στοιχεία τα οποία λήφθηκαν υπόψη ή αντιπροσωπεύονταν στην αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Δημοκρατία ν. Μαρίας Λοΐζου (2000) 3 A.A.Δ. 283:

«Ο πρωτόδικος Δικαστής δεν κατέληξε ότι η Επιτροπή «αγνόησε πλήρως το περιεχόμενο των φακέλων και ως εκ τούτου παραβίασε τις πρόνοιες του άρθρου 35Β(10)(β) του νόμου». Η κατάληξή του ήταν ότι η Επιτροπή ενήργησε υπό το κράτος νομικής πλάνης γιατί «αγνόησε ότι ο Νομοθέτης επιβάλλει να λαμβάνεται ξανά υπόψη το περιεχόμενο των φακέλων και των εκθέσεων των υποψηφίων» υπό την έννοια, θέση που θεωρούμε απόλυτα ορθή, ότι, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι σε προηγούμενο στάδιο ορισμένα στοιχεία των φακέλων αποτιμήθηκαν αριθμητικά από τη Συμβουλευτική Επιτροπή σε μονάδες αξίας, προσόντων και αρχαιότητας, στο τελικό στάδιο, η Επιτροπή, προκειμένου να αυξήσει τις μονάδες των υποψηφίων, οφείλει να διεξέλθει και η ίδια τους φακέλους, και έχει εξουσία να λάβει υπόψη οποιοδήποτε στοιχείο που δυνατόν να συντείνει στην αύξηση των μονάδων των υποψηφίων, το δε γεγονός ότι προηγήθηκε αριθμητική αποτίμηση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή δεν αποτελεί κώλυμα για την άσκηση της εξουσίας της δυνάμει του άρθρου 35Β(10)(β).»

Και πιο κάτω:

«Το γεγονός ότι κατά τη σύνταξη των ειδικών εκθέσεων, σύμφωνα με τον Κανονισμό 18 των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Επιθεώρησις και Αξιολόγησις) Κανονισμών του 1976, οι οικείοι επιθεωρητές ή ομάδες επιθεωρητών έλαβαν υπόψη τις συνήθεις εκθέσεις που έγιναν από το 1984 μέχρι το 1995, όπως επίσης και το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων εκθέσεων και επιθεωρήσεων των υποψηφίων, δεν εξυπακούει κατ' ανάγκη ότι στην αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή αντιπροσωπεύθηκαν επαρκώς όλα τα στοιχεία των συνήθων εκθέσεων και των φακέλων, κατά τρόπο, μάλιστα, που να απαλλάττει την Επιτροπή από την υποχρέωση να διεξέλθει εξ υπαρχής όλες τις συνήθεις εκθέσεις και όλους τους φακέλους προκειμένου να διαμορφώσει πλήρη και ολοκληρωμένη εικόνα για τον κάθε υποψήφιο.»

Η αντέφεση.

Ο πρώτος λόγος αντέφεσης είναι ότι εσφαλμένα ο πρωτόδικος Δικαστής αποφάνθηκε ως ακολούθως:

«Το άρθρο 35Β(10)(β) του Νόμου παρέχει τη δυνατότητα στην ΕΕΥ εφόσον τούτο δικαιολογείται, να παρέχει μονάδες για στοιχεία τα οποία είτε δεν λήφθηκαν υπόψη είτε δεν αντιπροσωπεύονται στην αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων.  Είναι αυτονόητο πως στην περίπτωση που λήφθηκαν υπόψη όλα τα στοιχεία τα οποία περιέχονται στους προσωπικούς φακέλους και υπηρεσιακούς φακέλους ή στην περίπτωση που αυτά αντιπροσωπεύονται στην αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων δεν μπορούν να ληφθούν ξανά υπόψη από την ΕΕΥ και να δοθούν πρόσθετες μονάδες. Είναι επίσης ξεκάθαρο ότι η ΕΕΥ έχει με βάση το άρθρο 35Β(10)(β) του Νόμου τη διακριτική ευχέρεια να αυξάνει μέχρι πέντε τις μονάδες των εκπαιδευτικών».

Ο λόγος αυτός ευσταθεί. Σχετικό είναι και πάλι το ίδιο πιο πάνω απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας.  Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι σε προγενέστερο στάδιο ορισμένα στοιχεία των φακέλων και των εκθέσεων των υποψηφίων αποτιμήθηκαν αριθμητικά από τη Συμβουλευτική Επιτροπή σε μονάδες αξίας, προσόντων και αρχαιότητας, αν η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, στο τελικό στάδιο, και προκειμένου να αυξήσει τις μονάδες των υποψηφίων, διεξήρχετο και η ίδια, εξ υπαρχής, όλους τους φακέλους και τις εκθέσεις των υποψηφίων, είναι ενδεχόμενο να ανατρεπόταν η σειρά των υποψηφίων στον τελικό κατάλογο, όπου η διαφορά ήταν μόνο δέκατα της μονάδας, με την προσθήκη μονάδων στην αντεφεσείουσα περισσότερων από τα ενδιαφερόμενα μέρη Χ. Παπαχριστοδούλου και Π. Μιχαήλ.

Ο δεύτερος λόγος αντέφεσης είναι ότι εσφαλμένα ο πρωτόδικος Δικαστής, και η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, δεν εξέτασαν και δεν δέχθηκαν το παράπονο της αντεφεσείουσας ότι δεν τις δόθηκαν δύο τουλάχιστον μονάδες, αντί μία, για τα πρόσθετα προσόντα της, και ότι υπήρξε δυσμενής διάκριση σε βάρος της αφού, σε υποψηφίους με λιγότερα πρόσθετα προσόντα, δόθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή επίσης μία μονάδα.

Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Η εκτίμηση των πρόσθετων προσόντων των υποψηφίων και η χορήγηση ανάλογων μονάδων ήταν ζήτημα που ανήκε στη διακριτική εξουσία τόσο της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας. Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι υπήρξε οποιαδήποτε υπέρβαση της διακριτικής αυτής εξουσίας.

Η έφεση απορρίπτεται. Η αντέφεση επιτυγχάνει με αποτέλεσμα την ακύρωση της προαγωγής και των ενδιαφερομένων μερών Χ. Παπαχριστοδούλου και Π. Μιχαήλ.

Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης, πρωτόδικα και κατ' έφεση.

Η έφεση απορρίπτεται, η αντέφεση επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο