ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 3 ΑΑΔ 279
29 Απριλίου, 1999
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΣΤΑΥΡΟΣ ΓΙΩΡΓΑΛΛΑΣ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΔΙΟΙΚΗΤΗ 9ΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΠΕΖΙΚΟΥ,
2. ΔΙΟΙΚΗΤΗ IV ΤΑΞΙΑΡΧΙΑΣ ΠΕΖΙΚΟΥ,
3. ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 2313)
Στρατός της Δημοκρατίας — Πειθαρχικές ποινές για παραπτώματα — Ταγματάρχης — Αναφορές παραπόνων ως προς τις ποινές — Μόνο η απόφαση του Διοικητή της Εθνικής Φρουράς με την οποία απορρίφθηκε η τελευταία από τις αναφορές παραπόνου του είναι εκτελεστή διοικητική πράξη — Οι λοιπές αποφάσεις επί των αναφορών, είναι ενδιάμεσες πράξεις — Πλήρως αιτιολογημένες ενόψει και του περιεχομένου του ανακριτικού φακέλου.
Ο εφεσείων επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία η προσφυγή του κατά της απόρριψης της αναφοράς παραπόνου που υπέβαλε στο Διοικητή της Εθνικής Φρουράς, είχε απορριφθεί.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Ο εφεσείων εγείρει ένα μόνο σημείο. Εισηγείται πως παρά το γεγονός ότι η πρώτη απόφαση, εκείνη του Διοικητή του 9ου Συντάγματος, δεν ήταν εκτελεστή αφού ενσωματώθηκε στην επόμενη και στη συνέχεια στην τελική με την οποία απορρίφθηκε το παράπονό του από το Διοικητή της Εθνικής Φρουράς, θα έπρεπε να είχε ελεχθεί αυτοτελώς. Ήταν ενδιάμεση, αναπόσπαστο μέρος της σύνθετης διοικητικής ενέργειας που απέληξε στην τελική εκτελεστή και η ενδεχόμενη διαπίστωση λόγου ακυρότητας ως προς αυτή, θα αφαιρούσε το υπόβαθρο όλων όσων ακολούθησαν. Τέτοιος λόγος ακυρότητας θα προεκτεινόταν στην τελική και θα τη συμπαρέσυρε. Εντοπίζει λοιπόν ως σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου παράλειψή τους να εξετάσει τους λόγους ακυρότητας που προτάθηκαν σε σχέση με την αρχική απόφαση του Διοικητή του 9ου Συντάγματος.
Οι ισχυρισμοί για λόγους ακυρότητας αναγόμενοι στις μερικώτερες συγχωνευθείσες πράξεις, πράγματι εξετάζονται. Εκεί που πάσχει η εισήγηση του εφεσείοντα είναι στην αντίληψή του ως προς την εμβέλεια του ουσιαστικού μέρους της πρωτόδικης απόφασης.
Πρωτοδίκως ο εφεσείων εντόπισε ως πλημμέλεια της απόφασης του Διοικητή του 9ου Συντάγματος την, κατά τον ισχυρισμό του, ασαφή, αόριστη, γενική, αβάσιμη και ατεκμηρίωτη αιτιολογία της. Αυτό όμως αποτέλεσε και το βασικό παράπονό του στις αναφορές που είχε υποβάλει. Άχθηκαν ενώπιον του Διοικητή της Εθνικής Φρουράς όσα τέθηκαν ενώπιον του Διοικητή του 9ου Συντάγματος, εξετάστηκαν όπως αναφέρεται στην απόφασή του ημερομηνίας 3 Αυγούστου, 1994 με προσοχή και τα παράπονα που υποβλήθηκαν απορρίφθηκαν ως αβάσιμα. Προστίθεται σ' αυτή πως η ποινή του επιβλήθηκε για διοικητικές ευθύνες που του καταλογίστηκαν σύμφωνα με το πόρισμα της σχετικής ανάκρισης που διενεργήθηκε προς εξακρίβωση των πραγματικών γεγονότων, συνθηκών και αιτιών κάτω από τα οποία κλάπηκαν πυρομαχικά και άλλα στρατιωτικά είδη από τις αποθήκες της μονάδας του.
Στην πρωτόδικη απόφαση γίνεται ρητή αναφορά στην αιτιολογία της απόφασης του Διοικητική της Εθνικής Φρουράς. Αυτό σαφώς εκτείνεται σε όσα προβλήθηκαν σε σχέση με την αιτιολογία της απόφασης του Διοικητή του 9ου Συντάγματος. Η απόφαση του Διοικητική της Εθνικής Φρουράς λήφθηκε στη βάση των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Διοικητή του 9ου Συντάγματος και το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς για πλημμέλειες στην αιτιολογία της, όπως τη συμπλήρωναν τα σαράντα περίπου έγγραφα που συνέθεταν το φάκελο της ανάκρισης που προηγήθηκε.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Δημοκρατία ν. Κυριάκου (1998) 3 Α.Α.Δ. 261,
Αγαθαγγέλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 120,
Έφεση.
Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Kύπρου (Δημητριάδης, Δ.) που δόθηκε στις 28 Ιουνίου, 1996 (Προσφυγή Αρ. 727/94) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του εφεσίβλητου 3 να απορρίψει την τελευταία από τις αναφορές παραπόνου που είχε υποβάλει καθώς και εναντίον της απόφασης του εφεσίβλητου 1 να του επιβάλει την πειθαρχική ποινή της επίπληξης και ταυτόχρονα εναντίον των δύο αποφάσεων (του εφεσίβλητου 2 και 3) με τις οποίες αυτή επαυξήθηκε.
Σ. Οικονομίδης, για τον Εφεσείοντα.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κωνσταντινίδης, Δ.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων είναι Ταγματάρχης στο Στρατό της Δημοκρατίας και υπηρετεί με απόσπαση στην Εθνική Φρουρά. Στις 14 Μαΐου 1994, ο Διοικητής του 9ου Συντάγματος Πεζικού του επέβαλε την πειθαρχική ποινή της επίπληξης για πειθαρχικά παραπτώματα που έκρινε ότι διέπραξε.Στο πλαίσιο των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς ακολουθήθηκαν δύο παράλληλες πορείες.Ο εφεσείων υπέβαλε διαδοχικές αναφορές παραπόνων που απορρίφθηκαν από τους Διοικητές του 9ου Συντάγματος Πεζικού, της IV Ταξιαρχίας Πεζικού και της Εθνικής Φρουράς. Ενώ, στο μεταξύ, ο Διοικητής της IV Ταξιαρχίας Πεζικού και ο Διοικητής της Εθνικής Φρουράς επαύξησαν διαδοχικά την ποινή της επίπληξης, ο πρώτος σε πενθήμερη κράτηση και ο δεύτερος σε πενθήμερη φυλάκιση.
Ο εφεσείων άσκησε προσφυγή με δύο χωριστά αιτήματα. Με το πρώτο στράφηκε κατά της απόφασης του Διοικητή της Εθνικής Φρουράς, ημερομηνίας 3 Αυγούστου 1994, με την οποία απορρίφθηκε η τελευταία από τις αναφορές παραπόνου που είχε υποβάλει. Με το δεύτερο στράφηκε κατευθείαν κατά της πρώτης απόφασης του Διοικητή του 9ου Συντάγματος Πεζικού με την οποία του επιβλήθηκε η ποινή της επίπληξης και, ταυτόχρονα, κατά των δύο αποφάσεων με τις οποίες αυτή επαυξήθηκε.
Κρίθηκε πρωτοδίκως πως η προσφυγή, στην έκταση που αφορούσε στο δεύτερο αίτημα ήταν εκπρόθεσμη. Η τελευταία από τις αποφάσεις για επαύξηση λήφθηκε στις 2 Ιουνίου 1994, και η προσφυγή καταχωρίστηκε στις 26 Αυγούστου 1994. Αναθεωρήθηκε η απόφαση που προσβλήθηκε με το πρώτο αίτημα, δεν διαπιστώθηκε λόγος ακυρότητάς της και η προσφυγή απορρίφθηκε.
Ο εφεσείων αναγνωρίζει πως μόνο η απόφαση του Διοικητή της Εθνικής Φρουράς που αποτέλεσε το αντικείμενο του πρώτου αιτήματος ήταν δυνατό να αναθεωρηθεί. Αναφέρθηκε στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία ν. Γεωργίου Κυριάκου (1998) 3 Α.Α.Δ. 261 και δέχτηκε, όπως και πρωτοδίκως πρέπει να σημειώσουμε, πως η κάθε μια από τις αποφάσεις με τις οποίες απορρίφθηκαν οι αναφορές παραπόνου που υπέβαλε, όσο και αν ήταν εκτελεστές κατά την έκδοσή τους, ενσωματώθηκαν στην τελική, εκείνη του Διοικητή της Εθνικής Φρουράς, η οποία πλέον, ως προς αυτό το θέμα, ήταν η μόνη προσβλητή. Πρόσθεσε ενώπιόν μας ο ευπαίδευτος συνήγορός του πως εγκαταλείπει τη θέση που είχε υποστηρίξει σε σχέση με τις αποφάσεις με τις οποίες επαυξήθηκε η αρχική ποινή. Σύμφωνα με τη δήλωσή του, αυτές ήταν αυτοτελείς εκτελεστές διοικητικές πράξεις. Αντιλαμβανόμαστε πως με αυτό δέχεται την ορθότητα της απόρριψης του δεύτερου αιτήματος ως εκπρόθεσμου.
Δεν θα χρειαστεί να ασχοληθούμε με τη διασύνδεση των διαφόρων αποφάσεων. Ούτε με το ζήτημα της προθεσμίας. Ο εφεσείων εγείρει ένα μόνο σημείο και θα περιοριστούμε σ' αυτό. Εισηγείται πως παρά το γεγονός ότι η πρώτη απόφαση, εκείνη του Διοικητή του 9ου Συντάγματος, δεν ήταν εκτελεστή αφού ενσωματώθηκε στην επόμενη και στη συνέχεια στην τελική με την οποία απορρίφθηκε το παράπονό του από το Διοικητή της Εθνικής Φρουράς, θα έπρεπε να είχε ελεχθεί αυτοτελώς. Ήταν ενδιάμεση, αναπόσπαστο μέρος της σύνθετης διοικητικήςενέργειας που απέληξε στην τελική εκτελεστή και η ενδεχόμενη διαπίστωση λόγου ακυρότητας ως προς αυτή,θα αφαιρούσε το υπόβαθρο όλων όσων ακολούθησαν. Τέτοιος λόγος ακυρότητας θα προεκτεινόταν στην τελική και θα τη συμπαρέσυρε. Εντοπίζει λοιπόν ως σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου παράλειψή του να εξετάσει τους λόγους ακυρότητας που προτάθηκαν σε σχέση με την αρχική απόφαση του Διοικητή του 9ου Συντάγματος.
Η πιο πάνω απόφαση της Ολομέλειας, και επίσης, η απόφασή της στη Νεοκλής Αγαθαγγέλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 120, που αναφέρεται σ' αυτή, επιβεβαιώνουν πως ισχυρισμοί για λόγους ακυρότητας αναγόμενοι στις μερικώτερες συγχωνευθείσες πράξεις, πράγματι εξετάζονται. Εκεί που πάσχει η εισήγηση του εφεσείοντα είναι στην αντίληψή του ως προς την εμβέλεια του ουσιαστικού μέρους της πρωτόδικης απόφασης.
Πρωτοδίκως ο εφεσείων εντόπισε ως πλημμέλεια της απόφασης του Διοικητή του 9ου Συντάγματος την, κατά τον ισχυρισμό του, ασαφή, αόριστη, γενική, αβάσιμη και ατεκμηρίωτη αιτιολογία της.Αυτό όμως αποτέλεσε καιτο βασικό παράπονό του στις αναφορές που είχε υποβάλει.Άχθηκαν ενώπιον του Διοικητή της Εθνικής Φρουράς όσα τέθηκαν ενώπιον του Διοικητή του 9ου Συντάγματος, εξετάστηκαν όπως αναφέρεται στην απόφασή του ημερομηνίας 3 Αυγούστου 1994 με προσοχή και τα παράπονα που υποβλήθηκαν απορρίφθηκαν ως αβάσιμα. Προστίθεται σ' αυτή πως η ποινή του επιβλήθηκε για διοικητικές ευθύνες που του καταλογίστηκαν σύμφωνα με το πόρισμα της σχετικής ανάκρισης που διενεργήθηκε προς εξακρίβωση των πραγματικών γεγονότων, συνθηκών και αιτιών κάτω από τα οποία κλάπηκαν πυρομαχικά και άλλα στρατιωτικά είδη από τις αποθήκες της μονάδας του.
Στην πρωτόδικη απόφαση γίνεται ρητή αναφορά στην αιτιολογία της απόφασης του Διοικητή της Εθνικής Φρουράς.Αυτό σαφώς εκτείνεται σε όσα προβλήθηκαν σε σχέση με την αιτιολογία της απόφασης του Διοικητή του 9ου Συντάγματος. Η απόφαση του Διοικητή της Εθνικής Φρουράς λήφθηκε στη βάση των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Διοικητή του 9ου Συντάγματος και το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς για πλημμέλειες στην αιτιολογία της, όπως τη συμπλήρωναν τα σαράντα περίπου έγγραφα που συνέθεταν το φάκελο της ανάκρισης που προηγήθηκε. Στην πραγματικότητα εξετάστηκαν οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν και ο μόνος λόγος έφεσης που προβλήθηκε, δεν ευσταθεί. Αντικείμενο της αναθεώρησης ήταν η τελική απόφαση του Διοικητή της Εθνικής Φρουράς και η αναφορά σ' αυτή περιλάμβανε και όσα προβλήθηκαν ως προς το εν γένει αιτιολογικό υπόβαθροτης καταδίκης και της τιμωρίας του εφεσείοντα.
Λόγοι έφεσης αναφορικά με την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, δεν προβλήθηκαν. Συνεπώς, η έφεση πρέπει να απορριφθεί.Απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.