ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1992) 3 ΑΑΔ 327
22 Ιουλίου, 1992
[Α. ΛΟΪΖΟΥ. Π., ΚΟΥΡΡΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΜΟΝΑ ΣΩΤΗΡΙΑΔΟΥ , ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΑΝΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑΔΗ,
Εφεσείουσα,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 558)
Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος — Έννομο Συμφέρον — Θάνατος του προσφεύγοντος — Η δίκη συνεχίζεται αν το συμφέρον του αιτητή ήταν πραγματοπαγές και όχι προσωποπαγές — Επαφίεται στο Δικαστήριο να κρίνει αν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που προβλέπει ο νόμος είναι πραγματοπαγή η προσωποπαγή.
Οι περί Εξωτερικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας Κανονισμοί βάσει του Νόμου 41/75 — Κανονισμός 14(1)(α) — Πρόβλεψη καταβολής ειδικού επιδόματος που προορίζει να καλύψει την διαφορά του τιμαρίθμου μεταξύ Κύπρου και χώρας στην οποία ο υπάλληλος υπηρετεί — Προσβολή τον νέον σχεδίου επιδόματος — Δεν είναι ultra vires του Νόμου ή των Κανονισμών — Αιτιολογία.
Με την έφεση αυτή προσβλήθηκε η πρωτόδικη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του αιτητή Άντη Σωτηριάδη με την οποία είχε προβληθεί η εγκυρότητα του σχεδίου επιδομάτων εξωτερικού, που τέθηκε σε εφαρμογή το 1980.
Πριν την εκδίκαση της έφεσης ο αιτητής απεβίωσε και τέθηκε θέμα κατά πόσο ο θάνατος του είχε ως συνέπεια την κατάργηση της δίκης.
Αναφορικά με την ουσία της υπόθεσης ο δικηγόρος του εφεσείοντα ισχυρίστηκε πως το επίδικο σχέδιο επιδομάτων ήταν ultra vires των Κανονισμών γιατί στηρίζεται σε εξωγενείς παράγοντες δηλαδή στους δείκτες που χρησιμοποιούνται στην καταβολή των απολαβών των αξιωματούχων των Ηνωμένων Εθνών στις διάφο ρες χώρες του εξωτερικού, με σταθερό γνώμονα τις απολαβές του πρεσβευτή της Κύπρου στη Νέα Υόρκη.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1) Αν το συμφέρον του αιτητή στην προσφυγή είναι προσωποπαγές, επερχομένου του θανάτου του, οι κληρονόμοι του δεν νομιμοποιούνται στην προώθηση της δίκης ενώ το αντίθετο συμβαίνει όπου το συμφέρον είναι πραγματοπαγές. Επειδή στην συγκεκριμένη υπόθεση, το αντικείμενο της προσφυγής είναι το επίδομα, είμαστε της γνώμης πως η δίκη δεν καταργήθηκε και η σύζυγος και τα τέκνα του έχουν άμεσο και προσωπικό έννομο συμφέρον στη συνέχισή της.
2) Το υπό κρίση σχέδιο έγινε από τη διοίκηση με σκοπό να εφαρμοστεί ο Νόμος και οι σχετικοί Κανονισμοί. Οι πρόνοιές του βασίζονται σε αναγνωρισμένη μέθοδο που εφαρμόζει ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών για τις απολαβές λειτουργών του που υπηρετούν σε όλες τις χώρες του κόσμου. Το σχέδιο δεν είναι ultra vires του Νόμου ή των Κανονισμών. Αντίθετα διαπιστώνουμε πως έγινε για να εφαρμοστούν οι πρόνοιες του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Χρυσοστομίδη ν. Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης (1964) AAΔ.397·
Κοντογιάννης ν. Δημοκρατίας (1966) 3 AAΔ 313·
Πλουσίου ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου προσφ. αρ. 457/84, απόφαση ημερ. 21/1/89.
Έφεση.
Έφεση εναντίον της απόφασης του Δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου Κύπρου (Πικής, Δ) που δόθηκε την 25ην Ιανουαρίου, 1986 (Αριθμός Προσφυγής 644/84) (1986) 3 Α.Α.Δ. 256 με την οποία απερρίφθη η προσφυγή του εφεσείοντα - αιτητή, με την οποία προσβάλλεται η εγκυρότητα του σχεδίου επιδομάτων εξωτερικού, που τέθηκε σε εφαρμογή στις 4.10.80.
Γ. Τριανταφυλλίδης, για την εφεσείουσα
Στ. Θεοδούλου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΛΟΪΖΟΥ, Πρ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής κ. Χρ. Αρτεμίδης.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Στην υπό κρίση έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης συναδέλφου μας, που απέρριψε την προσφυγή του αιτητή Άντη Σωτηριάδη, με την οποία προσβάλλεται η εγκυρότητα του σχεδίου επιδομάτων εξωτερικού, που τέθηκε σε εφαρμογή στις 4.10.80. Η εισήγηση είναι πως το επίδικο σχέδιο είναι ultra vires του Κανονισμού 14(1)(α) των περί Εξωτερικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας Κανονισμών, που εκδόθηκαν σύμφωνα με τον ομώνυμο Νόμο 41/75. Το σχετικό άρθρο (2) του Νόμου, που τροποποιεί τον βασικό Νόμο 10/60, έχει ως εξής:
"Νοείται ότι επί πλέον των τοιούτων μισθών θα καταβάλληται εις τα μέλη της Υπηρεσίας Εξωτερικού επιχορήγησις καθοριζομένη συμφώνως προς τους δυνάμει του παρόντος Νόμου εκδιδομένους Κανονισμούς.."
Ο δε κρινόμενος Κανονισμός προβλέπει τα παρακάτω:
14.-(1) Η δυνάμει του άρθρου 4(2) του Νόμου πληρωτέα επιχορήγησις καθορίζεται από καιρού εις καιρόν υπό των Υπουργών Εξωτερικών και Οικονομικών, συμπεριλαμβάνει δε τα εξής:
(α) ειδικόν επίδομα, προοριζόμενον να καλύψη:
(1) τυχόν διαφοράν του τιμαρίθμου μεταξύ Κύπρου και της χώρας εις την οποίαν ο υπάλληλος υπηρετεί.
Ο αιτητής κατά το χρόνο της πρωτόδικης διαδικασίας στην προσφυγή υπηρετούσε ως πρέσβης της Κυπριακής Δημοκρατίας στη Γιουγκοσλαβία. Η απόφαση εκδόθηκε στις 25.1.86 και τον ίδιο μήνα καταχωρίστηκε η παρούσα έφεση. Ο αιτητής όμως στο μεταξύ απεβίωσε, τον Μάιο 1988.
Μόλις άρχισε η συζήτηση της έφεσης, ηγέρθη από το Δικαστήριο θέμα κατά πόσο ο θάνατος του αιτητή, που μεσολάβησε, έχει ως συνέπεια την κατάργηση της δίκης. Το ζήτημα οδηγεί στο νομικό ερώτημα αν οι διαχειριστές της περιουσίας του αιτητή έχουν ίδιο έννομο συμφέρον που πλήττεται ευθέως με την προσβαλλόμενη απόφαση, απαραίτητες προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματος προσφυγής, σύμφωνα με το άρθρο 146(2) του Συντάγματος. Σχετικά με τα ζητήματα αυτά έγινε αναφορά σε 3 πρωτόδικες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου: Χρυσοστομίδη ν. Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης (1964) Α.Α.Δ. 397, που υιοθετήθηκε στην Κοντογιάννης ν. Δημοκρατίας (1966) 3 Α.Α.Δ. 313 και πρόσφατα στην Πλουσίου ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, προσφυγή 457/84, στην οποία η απόφαση εκδόθηκε στις 21.1.89. Στην πρώτη υπόθεση, που είναι και η βασική, γίνεται από τον τέως πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Τριανταφυλλίδη, εκτενής συζήτηση του θέματος με ιδιαίτερη αναφορά στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας της Ελλάδας. Η αρχή που υιοθετείται στη νομολογία του Σ.τ.Ε. είναι πως, αν το συμφέρον του αιτητή στην προσφυγή είναι προσωποπαγές, επερχομένου του θανάτου του οι κληρονόμοι του δεν νομιμοποιούνται στην προώθηση της δίκης. Το αντίθετο συμβαίνει όπου το συμφέρον είναι πραγματοπαγές. Στην Ελλάδα όμως, εξ' όσων διαπιστώνουμε, δεν προκύπτουν σοβαρά προβλήματα από την εφαρμογή της αρχής αυτής, γιατί στο νόμο συνήθως ορίζεται το είδος του συμφέροντος και της υποχρεώσεως που αποδίδεται ή επιβάλλεται με τις πρόνοιές του στον πολίτη: (Δες: Δαγτόγλου, "Γενικό Διοικητικό Δίκαιο", β' έκδοση, παρ.469 και θεμ. Τσάτσου, " Η αίτησης ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας", έκδοση τρίτη, σελ.369). Το ίδιο όμως δεν συμβαίνει με τη νομοθεσία της χώρας μας, όπου πολλές φορές επαφίεται στην κρίση του Δικαστηρίου να αποφανθεί αν δικαιώματα ή υποχρεώσεις που προβλέπει ο νόμος είναι πραγματοπαγή ή προσωποπαγή.
Στην υπό κρίση υπόθεση η διαχειρίστρια της περιουσίας του αιτητή στην προσφυγή προχωρεί στην τελεσιδικία εκ μέρους της ιδίας, ως συζύγου του, και των δύο τέκνων τους. Επειδή δε το αντικείμενο της προσφυγής είναι το επίδομα, που κατ' ισχυρισμό εδικαιούτο ο αιτητής για την ικανοποίηση των προσωπικών του αναγκών, και αυτών των μελών της οικογενείας του, είμαστε της γνώμης πως η δίκη δεν κατηργήθη και η σύζυγος και τα τέκνα του έχουν άμεσο και προσωπικό έννομο συμφέρον στη συνέχισή της.
Το παράπονο του αιτητή επικεντρώνεται στις πρόνοιες του σχεδίου επιδομάτων εξωτερικού, που υιοθετήθηκε, όπως είπαμε πιο πριν, στις 4.10.80, αντικαθιστώντας προηγούμενο. Σύμφωνα με το νέο σχέδιο το επίδομα εξωτερικού προς τον αιτητή ελαττώθηκε σημαντικά με αποτέλεσμα να προβαίνει ο ίδιος σε συχνές παραστάσεις προς την αρμόδια αρχή και εφόσον δεν ικανοποιήθηκε τελικά η αξίωσή του για επαναφορά του προηγούμενου σχεδίου επιδομάτων, καταχώρησε την υπό κρίση προσφυγή.
Όπως έχουμε ήδη επισημάνει η μοναδική εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή είναι πως το επίμαχο σχέδιο είναι ultra vires των Κανονισμών, εφόσον με αυτό δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κανονισμού 14(1)(α), που παραθέτουμε πιο πάνω, και που προβλέπουν πως το ειδικό επίδομα προορίζεται να καλύψει την τυχόν διαφορά του τιμαρίθμου μεταξύ Κύπρου και της χώρας στην οποία ο υπάλληλος υπηρετεί.
Το σημείο αυτό είναι κατάλληλο για να παραθέσουμε, σε συντομία, τις πρόνοιες του νέου σχεδίου επιδομάτων εξωτερικού, όπως αυτές επεξηγούνται σε έγγραφο ειδήμονα λειτουργού της διοίκησης που έστειλε στο Γενικό Εισαγγελέα. Σύμφωνα με αυτό, η πιο ακριβής μέθοδος για να καταστεί δυνατή η σύγκριση του τιμαρίθμου (κόστους ζωής) μιας χώρας με μια άλλη, είναι η επιτόπια έρευνα στις δυο χώρες με σκοπό να καλυφθεί ένα κοινό "καλάθι" αριθμού αγαθών και υπηρεσιών συγκεκριμένης ποιότητας. Η έρευνα όμως αυτή, κατά τον ειδήμονα, είναι αδύνατο να διεξαχθεί από τις υπηρεσίες της Κύπρου για όλες τις χώρες στις οποίες έχουμε διπλωματικές αποστολές γιατί, εκτός από τις εγγενείς και φανερές πρακτικές δυσκολίες που παρουσιάζει, αυτή θα πρέπει να καλύψει αγαθά και υπηρεσίες προσαρμοσμένα στις συνήθειες και τρόπο ζωής του πολίτη της Κύπρου σε σύγκριση με αυτές του πολίτη της αλλοδαπής. Ενόψει της ανυπέρβλητης αυτής δυσκολίας, έγινε το υπό κρίση σχέδιο στο οποίο υιοθετούνται οι στατιστικοί δείκτες που εκδίδουν κατά καιρούς τα Ηνωμένα Έθνη και που βασίζονται στη σωστή μέθοδο της επιτόπιας έρευνας που ο διεθνής οργανισμός έχει τη δυνατότητα και μηχανισμούς να κάμει. Οι δείκτες αυτοί χρησιμοποιούνται στην καταβολή των απολαβών των αξιωματούχων των Ηνωμένων Εθνών στις διάφορες χώρες του εξωτερικού με σταθερό γνώμονα το δολλάριο Ηνωμένων Πολιτειών, όπου η έδρα του Διεθνούς Οργανισμού. Με βάση τους δείκτες αυτούς καθορίζεται κατά καιρούς στο επίδικο σχέδιο το βασικό και απαραίτητο καθαρό εισόδημα που πρέπει να έχει ο πρέσβης της Κυπριακής Δημοκρατίας στη Νέα Υόρκη για να αντιμετωπίζει τις βιοτικές του ανάγκες. Έχοντας δε υπόψη τους ίδιους δείκτες, και με σταθερό γνώμονα τις απολαβές του πρεσβευτή της Κύπρου στη Νέα Υόρκη, ορίζονται στη συνέχεια οι αντίστοιχες ολικές απολαβές των πρεσβευτών μας στις υπόλοιπες χώρες. Η πληρωμή γίνεται στο νόμισμα της αλλοδαπής ανάλογα με την ισοτιμία του προς το δολλάριο Ηνωμένων Πολιτειών.
Η ουσία του επιχειρήματος του δικηγόρου του αιτητή είναι πως με το σχέδιο αυτό δεν εφαρμόζεται ο επίδικος Κανονισμός, γιατί δεν προνοεί για την απευθείας ανεύρεση της διαφοράς του τιμαρίθμου μεταξύ Κύπρου και της χώρας στην οποία υπηρετεί ο υπάλληλος, αλλά χρησιμοποιούνται εξωγενείς και άσχετοι παράγοντες, οι δείκτες δηλαδή των Ηνωμένων Εθνών και ο μισθός του πρέσβη της Κύπρου στη Νέα Υόρκη. Παράγοντες που δεν απολήγουν στην εκπλήρωση των προνοιών του Κανονισμού.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με το οποίο και συμφωνούμε, απέρριψε την εισήγηση, αναφέροντας πως με το νέο σχέδιο σκοπείται η εφαρμογή των διατάξεων του Κανονισμού 14(1) (α). Το επίμαχο σχέδιο σε αυτό ακριβώς αποβλέπει, στην διαπίστωση δηλαδή της τυχόν διαφοράς του τιμαρίθμου, κόστους ζωής, μεταξύ Κύπρου και της χώρας στην οποία ο υπάλληλος υπηρετεί.
Στη συζήτηση της έφεσης ο δικηγόρος του αιτητή χρησιμοποίησε παραδείγματα για να μας υποδείξει πως αν ληφθεί υπόψη η κατά καιρούς διακύμανση της ισοτιμίας της λίρας μας έναντι του ξένου νομίσματος, δυνατό να μην καταβληθεί οποιοδήποτε επίδομα σε υπάλληλο στο εξωτερικό. Τα παραδείγματα όμως αυτά καταδεικνύουν ακριβώς την εσφαλμένη βάση της εισήγησης του δικηγόρου του αιτητή, που μας άφησε με την εντύπωση πως παρεξηγεί το επίδικο σχέδιο θεωρώντας το ως μέσο για την αύξηση των απολαβών των υπαλλήλων της Δημοκρατίας στο εξωτερικό. Το ειδικό όμως επίδομα εξωτερικού προορίζεται να καλύψει τη διαφορά του κόστους ζωής μεταξύ Κύπρου και της χώρας στην οποία ο υπάλληλος υπηρετεί. Αν δεν υπάρχει οποιαδήποτε διαφορά ασφαλώς και δεν καταβάλλεται επίδομα. Η διακύμανση της ισοτιμίας της Κυπριακής λίρας έναντι του ξένου νομίσματος δεν έχει σχέση με τη σύγκριση του κόστους ζωής της Κύπρου και της ξένης χώρας.
Το υπό κρίση σχέδιο έγινε από τη διοίκηση με σκοπό να εφαρμοστεί ο Νόμος και οι σχετικοί Κανονισμοί. Οι πρόνοιες του βασίζονται σε αναγνωρισμένη μέθοδο που εφαρμόζει ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών για τις απολαβές λειτουργών του, που υπηρετούν σε όλες τις χώρες του κόσμου. Το σχέδιο δεν είναι ultra vires του Νόμου ή των Κανονισμών. Αντίθετα διαπιστώνουμε πως έγινε για να εφαρμοστούν οι πρόνοιές του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Η έφεση απορρίπτεται χωρίς οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.
Έφεση απορρίπτεται.