ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:D575
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 33/2021)
21 Δεκεμβρίου, 2021
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Πρόεδρος]
[Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
xxx GAGLOSHVILI,
Εφεσείων
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης
_________________________
Δ. Λοχίας, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Αβρααμίδου (κα), Δημόσιος Κατήγορος, για την Εφεσίβλητη.
__________________________
ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ..
__________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο Εφεσείων (κατηγορούμενος 2) μαζί με τον συγκατηγορούμενο του (κατηγορούμενο 1), τον Νοέμβριο του 2020 είχαν επιδοθεί σε σωρεία διαρρήξεων, κλοπών και άλλων αδικημάτων, ως λεπτομερώς παρατίθενται στο Κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Και οι δύο παραδέχθηκαν ενοχή σε κοινές κατηγορίες που αντιμετώπισαν, σε σχέση με την πιο πάνω εγκληματική τους δράση. Ο συγκατηγορούμενος παραδέχθηκε ενοχή και σε άλλες κατηγορίες που αφορούσαν σε άλλες διαρρήξεις και άλλα αδικήματα που είχε διαπράξει χωρίς τη συμμετοχή του Εφεσείοντα. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε και στους δύο συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, οι αυστηρότερες εκ των οποίων ορθά είχαν επιβληθεί στις κατηγορίες διάρρηξης κατοικιών με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος, δηλαδή κλοπής, κατά παράβαση των άρθρων 4, 20, 29, 291 και 292(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, ως τροποποιήθηκε. Πρόκειται για σοβαρά αδικήματα, τα οποία, δυστυχώς, συνεχίζουν να παρουσιάζουν ανησυχητική έξαρση, κάτι που ορθά σημειώνει και αναλύει στην απόφαση του το Πρωτόδικο Δικαστήριο.
Στις κοινές κατηγορίες που αφορούσαν σε διάρρηξη κατοικίας με σκοπό την κλοπή (34η, 38η, 42η, 47η και 66η), το Πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε και στους δύο Κατηγορουμένους ποινές φυλάκισης 2 ετών και 3 μηνών σε κάθε κατηγορία (την ίδια ποινή επέβαλε στον συγκατηγορούμενο και για τις πρόσθετες 7 διαρρήξεις που αυτός διέπραξε χωρίς τη συμμετοχή του Εφεσείοντα). Στις υπόλοιπες κοινές κατηγορίες (ανάμεσα σ΄ αυτές περιλαμβάνονταν και κατηγορίες κλοπών), ο Εφεσείων έτυχε κάποιας έκπτωσης στην ποινή, αφού του επιβλήθηκαν επιεικέστερες ποινές από αυτές που είχαν επιβληθεί στον συγκατηγορούμενο του. Στην πρωτόδικη απόφαση, δεν αποκαλύπτονται οι λόγοι για τους οποίους το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν διαφοροποίησε τις ποινές φυλάκισης και στις κοινές κατηγορίες που αφορούσαν σε διάρρηξη κατοικίας με σκοπό την κλοπή, και κατ΄ επέκταση ούτε οι λόγοι για τους οποίους επιβλήθηκε η ίδια ποινή στις εν λόγω κατηγορίες. Να σημειώσουμε ότι τα αδικήματα των κλοπών, στα οποία ο Εφεσείων έτυχε επιεικέστερης αντιμετώπισης, είχαν σχέση με τα αδικήματα των διαρρήξεων, αφού και οι δύο Κατηγορούμενοι διέρρηξαν κατοικίες για να κλέψουν από αυτές, και τελικά έκλεψαν.
Ο Εφεσείων θεωρεί πως οι επιβληθείσες σ΄ αυτόν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης των 2 ετών και 3 μηνών, προσκρούουν στην αρχή της ισότητας, αφού είναι η θέση του ότι μεταξύ του ιδίου και του συγκατηγορουμένου του υπήρχαν ουσιώδεις διαφορές, οι οποίες δεν θα έπρεπε να οδηγήσουν στην επιβολή της ίδιας ποινής. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα με το διάγραμμα αγόρευσης του, κάνει ειδική αναφορά σε αυτές τις διαφορές, μερικές εκ των οποίων παρατίθενται αυτολεξεί, αμέσως πιο κάτω:
«1. Ο Εφεσείοντας ήταν λευκού ποινικού μητρώου, ενώ ο συγκατηγορούμενος του βαρυνόταν με δύο προηγούμενες καταδίκες, η μια εξ αυτών για το ίδιο ακριβώς αδίκημα μερικούς μήνες πριν από τη διάπραξη των υπό κρίση αδικημάτων.
2. Ο συγκατηγορούμενος του Εφεσείοντα είχε διαπράξει πέραν των διπλάσιων διαρρήξεων από τον τελευταίο.
3. Τονίστηκε και «λήφθηκε» σχετικά υπόψη λεκτικά και μόνο προφανώς, το γεγονός ότι ο Εφεσείοντας είχε πιο περιορισμένο ρόλο στη διάπραξη των αδικημάτων.»
Το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος καθιερώνει ως θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου την ισότητα ενώπιον της Δικαιοσύνης. Δεν είναι ανεκτή η άνιση μεταχείριση των ίσων ούτε η ίση μεταχείριση των ανίσων. Δεν θα επαναλάβουμε τα χιλιοειπωμένα από τα Δικαστήρια μας για την αρχή της ισότητας, για την οποία ο Πικής, Δ. όπως ήταν τότε, στην Σαββίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Β) ΑΑΔ, 127, είχε σημειώσει πως το Άρθρο 28 του Συντάγματος μας, εισάγει την Αριστοτελική έννοια της ισότητας, που συναρτά τον ορισμό και εφαρμογή της με την ουσιαστική ομοιογένεια μεταξύ προσώπων και πραγμάτων. Επιβάλλεται η ίση μεταχείριση προσώπων που βρίσκονται στην ίδια ουσιαστικά θέση, και απαγορεύεται η εξομοίωση ανομοιογενών υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου. Για να δικαιολογείται η όμοια μεταχείριση ή η διάκριση μεταξύ των υποκειμένων του δικαίου, η ομοιογένεια ή ανομοιογένεια πρέπει να είναι ουσιαστική (Νικολαϊδου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ, 7). Στη Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας (2015) 2(Β) ΑΑΔ, 833, επαναλαμβάνονται τα πιο πάνω, με αναφορά στην επιβολή ποινών σε αδικοπραγούντες.
Εδώ, το Πρωτόδικο Δικαστήριο, στο στάδιο επιβολής της ποινής, απευθυνόμενο και προς τους δύο Κατηγορουμένους ανέφερε τα εξής: «Μετριάζει την ποινή σας σαφώς, το γεγονός ότι - εσύ Κατηγορούμενε 2, είσαι λευκού ποινικού μητρώου. Σε αντίθεση φυσικά, με εσένα Κατηγορούμενε 1 που έχεις προηγούμενες καταδίκες στις οποίες αναφέρομαι αμέσως μετά, γεγονός που μειώνει το περιθώριο της επιείκειας που το Δικαστήριο μπορεί να επιδείξει στην περίπτωση σου». Λίγο πιο κάτω στην απόφαση του, το Πρωτόδικο Δικαστήριο απευθυνόμενο, αυτή τη φορά μόνο προς τον Κατηγορούμενο 1, ανέφερε τα ακόλουθα: «Και επανέρχομαι σε εσένα Κατηγορούμενε 1 και το ποινικό σου μητρώο. Το δεδομένο αυτό, ως προελέχθη, επηρεάζει σαφώς την επιείκεια που μπορεί να σου επιδειχθεί από το Δικαστήριο σχετικά με την ποινή που πρέπει να σου επιβληθεί σε αυτή την υπόθεση. Βαρύνεσαι, που παρουσιάστηκε, με δύο προηγούμενες καταδίκες: .......».
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αφού παραθέτει λεπτομέρειες των προηγούμενων καταδικών του συγκατηγορουμένου του Εφεσείοντα, σημειώνει και τα ακόλουθα: «Κατ΄ αρχάς αφορούν και αδικήματα της ίδιας φύσης και σοβαρότητας με αυτά του κατηγορητηρίου σου αυτής της υπόθεσης. Παρά το γεγονός ότι οι καταδίκες σου στα πλαίσια των προαναφερόμενων υποθέσεων, είναι πολύ πρόσφατες, παρά τον εγκλεισμό σου και στη φυλακή, δεν έχεις φαίνεται αναμορφωθεί και εξακολουθείς να διαπράττεις σοβαρά αδικήματα, με μεγαλύτερη ένταση και σε ευρύτερη κλίμακα».
Στη συνέχεια απευθυνόμενο προς τον Εφεσείοντα, φαίνεται να λαμβάνει προς όφελος του και την προσπάθεια του για απεξάρτηση από ναρκωτικές ουσίες. Όπως χαρακτηριστικά καταγράφεται στην απόφαση του: «Πάραυτα, η προσπάθεια σου στο παρόν στάδιο για απεξάρτηση, μετριάζει την ποινή σου, εφόσον στόχος, μέσω της τιμωρίας, είναι και η αναμόρφωσης και επανένταξης σου με την αποφυλάκιση σου στο κοινωνικό σύνολο».
Όσον αφορά στο ρόλο που διαδραμάτισαν, Εφεσείων και συγκατηγορούμενος του, στη διάπραξη των κοινών αδικημάτων, το Πρωτόδικο Δικαστήριο καταγράφει τα ακόλουθα στην απόφαση του: «Όπως διαπιστώνεται μέσα από την τοποθέτηση του συνηγόρου υπεράσπισης σας, ηγετικό ρόλο στην προαναφερόμενη παράνομη δράση σας είχες εσύ Κατηγορούμενε 1, και αυτό, ποινολογικά, έχει σημασία, εφόσον άπτεται της αρχής της κοινής προσέγγισης των παραβατών έναντι του Νόμου. Ο Κατηγορούμενος 2, μου αναφέρθηκε, είχε, λόγω της ουσιοεξάρτησης του, υποδεέστερο ρόλο από εσένα. Μου αναφέρθηκε χαρακτηριστικά, ότι ο ρόλος του Κατηγορούμενου 2, ήταν περιθωριακός». Να σημειώσουμε ότι πρωτόδικα, ο Εφεσείων και ο συγκατηγορούμενος του εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο συνήγορο. Τέλος, όσον αφορά στη μεγαλύτερη εγκληματική δράση του συγκατηγορουμένου, το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει τα ακόλουθα: «Το γεγονός ότι, εσύ Κατηγορούμενε 1, κατά την προαναφερόμενη χρονική περίοδο, έδρασες και μόνος, διαπράττοντας τα αδικήματα ... επιβαρύνει περισσότερο τη θέση σου .».
Σε συμφωνία με τα όσα ανέφερε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα, βρίσκουμε ότι η Έφεση είναι βάσιμη.
Με δεδομένο ότι το ποινικό μητρώο του Εφεσείοντα, εν αντιθέσει με αυτό του συγκατηγορουμένου του, ήταν λευκό, με δεδομένο ότι ο ρόλος του Εφεσείοντα στη διάπραξη των αδικημάτων, ως καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση, ήταν περιθωριακός-υποδεέστερος από αυτόν του συγκατηγορουμένου του (ο οποίος μάλιστα είχε διαπράξει και άλλες διαρρήξεις), και με δεδομένο ότι τα υπόλοιπα στοιχεία των δύο αδικοπραγούντων ήταν περίπου τα ίδια, αδικαιολόγητα το Πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε την ίδια ποινή και στους δύο Κατηγορουμένους στις κατηγορίες που αφορούσαν σε διάρρηξη κατοικίας με σκοπό την κλοπή.
Στη Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ, 28, εξετάστηκε θέμα ανισότητας στη μεταχείριση των δύο αδικοπραγούντων. Εκεί, ο συγκατηγορούμενος του Εφεσείοντα είχε μια παλαιά προηγούμενη καταδίκη που αφορούσε σε εντελώς διαφορετικά αδικήματα. Παρόλο που το Εφετείο βρήκε ότι ο συγκατηγορούμενος ορθά κρίθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ως «λευκού ποινικού μητρώου», εντούτοις, συγκρινόμενα τα δύο ποινικά μητρώα, ο Εφεσείων υπερτερούσε, εφόσον το δικό του ποινικό μητρώο, εν αντιθέσει με αυτό του συγκατηγορουμένου του, ήταν ακηλίδωτο. Εδώ, ως ελέχθη, ο συγκατηγορούμενος του Εφεσείοντα, εν αντιθέσει με τον τελευταίο, είχε δύο πολύ πρόσφατες καταδίκες, με την τελευταία μάλιστα να αφορά και πάλι σε διάρρηξη κατοικίας.
Στην Κυπριανίδης κ.α. ν. Αστυνομίας (1994) 2 ΑΑΔ, 246, κρίθηκε ότι δικαιολογημένα διαφοροποιήθηκαν οι ποινές που είχαν επιβληθεί στους δύο κατηγορουμένους, αφού ο ένας εκ των δύο είχε προηγούμενη καταδίκη για παρόμοιας φύσεως αδικήματα, εν αντιθέσει με τον άλλο, ο οποίος ήταν λευκού ποινικού μητρώου.
Στην Κυριάκου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 12/2019 και 13/2019, απόφαση ημερ. 7/9/2020, το μόνο διαφοροποιητικό στοιχείο ήταν το λευκό ποινικό μητρώο των Εφεσειόντων εν αντιθέσει με αυτό του συγκατηγορουμένου τους, αφού αυτός είχε μια προηγούμενη καταδίκη. Τονίστηκε πως στη βάση του πιο πάνω στοιχείου, θα αναμενόταν η πρόσδοση κάποιας βαρύτητας με αντίστοιχη επίταση της ποινής που θα επιβαλλόταν στο συγκατηγορούμενο. Κρίθηκε ότι οι επιβληθείσες στους Εφεσείοντες ποινές, δικαιολογημένα δημιουργούσαν αίσθημα αδικίας και άνισης μεταχείρισης.
Για ό,τι αξίζει να σημειώσουμε ότι εδώ το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού επέβαλε στο συγκατηγορούμενο του Εφεσείοντα τις ποινές φυλάκισης για τις οποίες έγινε αναφορά πιο πάνω, αποφάσισε να ενεργοποιήσει την ποινή φυλάκισης των 9 μηνών που του είχε επιβληθεί στα πλαίσια της δεύτερης προηγούμενης καταδίκης που έλαβε υπόψη του. Απευθυνόμενος προς το συγκατηγορούμενο ανέφερε τα εξής: «. Αυτό το δεδομένο, σημειώνω, ήταν υπόψη μου κατά την επιμέτρηση, ως ανωτέρω, της ποινής φυλάκισης που σου επέβαλα στην υπόθεση αυτή, εφαρμόζοντας ως όφειλα και έχω προαναφέρει, την αρχή της συνολικότητας στην ποινή». Είναι βεβαίως ένα θέμα κατά πόσο η συνολική ποινή που θα εξέτιε ο συγκατηγορούμενος δεν θα έπρεπε να ήταν υπερβολική, και άλλο θέμα η παραβίαση της αρχής της ισότητας, όπου εδώ συγκρίνονται οι ποινές που επιβλήθηκαν στους δύο αδικοπραγούντες για τις κοινές κατηγορίες. Εν πάση περιπτώσει, δεν χρειάζεται να επεκταθούμε, αφού το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξηγεί γιατί ενώ στις σοβαρές κοινές κατηγορίες επέβαλε τόσο στον Εφεσείοντα όσο και στο συγκατηγορούμενο του τις ίδιες ποινές, στις άλλες κοινές κατηγορίες, ο Εφεσείων έτυχε έκπτωσης στην ποινή.
Εν κατακλείδι, διαπιστώνουμε σφάλμα αρχής που αφορά στην παραβίαση της αρχής της ισότητας. Επιβάλλεται η μείωση της ποινής ώστε να αρθεί το αίσθημα αδικίας που δικαιολογημένα διακατέχει τον Εφεσείοντα στον οποίο επιβλήθηκε η ίδια ποινή με αυτή που επιβλήθηκε στον συγκατηγορούμενο του για τα αδικήματα της διάρρηξης κατοικιών με σκοπό την κλοπή. Καθίσταται όμως σαφές, πως η επιβληθείσα στον Εφεσείοντα συγκεκριμένη ποινή φυλάκισης, λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών παραγόντων, δεν θα μπορούσε, σε περίπτωση που δεν υπήρχε το σφάλμα αρχής, να κρινόταν ως έκδηλα υπερβολική που να δικαιολογούσε παρέμβαση του Εφετείου.
Η ποινή φυλάκισης των 2 ετών και 3 μηνών, που επιβλήθηκε στον Εφεσείοντα στις κατηγορίες 34, 38, 42, 47 και 66, μειώνεται σε 16 μήνες. Υπό το φως της πιο πάνω κατάληξης μας, δεν χρειάζεται να μειώσουμε και τις άλλες χαμηλότερες ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν για τα άλλα αδικήματα που ο Εφεσείων διέπραξε.
Και κάτι τελευταίο. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αποφάσισε να ενεργοποιήσει την ποινή φυλάκισης που είχε επιβληθεί στο συγκατηγορούμενο του Εφεσείοντα στα πλαίσια άλλης ποινικής υπόθεσης, στη συνέχεια εξέτασε κατά πόσο θα μπορούσε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της αναστολής των ποινών φυλάκισης που το ίδιο επέβαλε και στους δύο Κατηγορουμένους. Το ορθό όμως θα ήταν να εξέταζε πρώτα αν θα έπρεπε να ανασταλούν οι ποινές φυλάκισης που το ίδιο επέβαλε, και ακολούθως να έπραττε αναλόγως.
Η Έφεση γίνεται δεκτή ως ανωτέρω.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
/ΕΑΠ.