ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:B368
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.9/2021)
29 Ιουλίου 2021
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ,ΜΑΛΑΧΤΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΔ]
XXX ΝΕΟΦΥΤΟΥ
Εφεσείοντα
ΚΑΙ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
---------------
Θ. Αθανασίου, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Αβρααμίδου (κα), Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη.
--------------
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.
------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:Μετά από ακροαματική διαδικασία, ο Εφεσείων καταδικάστηκε ότι παράνομα επιτέθηκε εναντίον της παραπονούμενης και της προκάλεσε βαριά σωματική βλάβη. Του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 2 χρόνια και 3 μήνες.
Με τέσσερεις λόγους έφεσης προσβάλλει την καταδίκη του, ενώ με ένα περαιτέρω λόγο έφεσης την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην αναστείλει την ποινή φυλάκισης που του επέβαλε.
Με το λόγο έφεσης 1 προσβάλλεται ως εσφαλμένη, ανυπόστατη, παράλογη και προκύπτουσα μέσα από πλημμελή αξιολόγηση ουσιωδών περιστάσεων, η αξιολόγηση και αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας της παραπονούμενης. Με το λόγο έφεσης 2 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε αυθαίρετα, παράλογα και αβάσιμα ευρήματα και συμπεράσματα, ενώ με το λόγο έφεσης 3 ότι πάσχει η δομή και η αρχιτεκτονική της συγγραφής της πρωτόδικης απόφασης. Στο λόγο έφεσης 4 αναφέρεται ότι η καταδίκη του Εφεσείοντα ήταν εσφαλμένη, ακροσφαλής και ότι δεν αποδείχθηκε η ενοχή του πέραν από κάθε λογική αμφιβολία.
Σε σχέση με την έφεση κατά της ποινής καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι είχε εσφαλμένη αντίληψη ως προς τις αρχές που διέπουν το ζήτημα της αναστολής ποινής φυλάκισης και εσφαλμένα δεν την ανέστειλε.
Προέχει αναφορά στο λόγο έφεσης 3.Αυτό που κατ' ουσία εγείρεται δεν είναι ζήτημα δομής ή αρχιτεκτονικής, που δεν θα μπορούσε να επιδράσει στην εγκυρότητα της απόφασης (Τ. Ηλιάδης & Ν. Γ. Σάντης: «Το Δίκαιο της Απόδειξης, Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές», 2014, 148-150). Η επί του προκειμένου εισήγηση του δικηγόρου του Εφεσείοντα, όπως αναπτύσσεται στο διάγραμμα του, είναι ότι η πρωτόδικη απόφαση, όπως είναι διατυπωμένη, δεν επιδέχεται δικαστικό έλεγχο. Στην αιτιολογία του λόγου, γίνεται αναφορά σε απουσία αξιολόγησης ή ανάλυσης της μαρτυρίας των μαρτύρων κατηγορίας και ότι η καταδίκη βασίστηκε στη μαρτυρία της παραπονούμενης, χωρίς να αναλυθεί ότι αυτή ερχόταν σε αντίθεση με άλλη μαρτυρία στην υπόθεση η οποία είχε κριθεί αξιόπιστη. Η βασιμότητα ή όχι της εισήγησης θα προκύψει μέσα από την εξέταση των λοιπών λόγων έφεσης που αφορούν την καταδίκη. Προχωρούμε, συνεπώς, στην εξέταση τους.
Προς τούτο, παραθέτουμε το αναγκαίο υπόβαθρο προς καλύτερη αντίληψη των περιστάσεων κάτω από τις οποίες εξελίχθηκαν τα ουσιώδη για την κατηγορία γεγονότα. Ο Εφεσείων και η παραπονούμενη είχαν ερωτικό δεσμό για περίπου ένα με ενάμισι χρόνο και κάποιες μέρες της εβδομάδας διανυκτέρευαν μαζί. Την 25.12.2014, ημέρα των Χριστουγέννων, βρίσκονταν στο σπίτι της μητέρας της παραπονούμενης στην Λάρνακα και διασκέδαζαν, παρουσία και άλλων συγγενών της παραπονούμενης. Όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο ο Εφεσείων είχε καταναλώσει αλκοόλ και παρεκτραπεί, γι' αυτό και η παραπονούμενη εγκατέλειψε την συγκέντρωση, γύρω στις 19:00, μαζί με την αδελφή της. Κυκλοφόρησε στη συνέχεια με τον ετεροθαλή αδελφό της και τη συμβία του σε χώρους διασκέδασης στη Λάρνακα καταναλώνοντας αλκοόλ και την περιμάζεψαν ο Εφεσείων και ο αδελφός της από ένα παγκάκι στην περιοχή των Φοινικούδων, αργά το ίδιο βράδυ. Μετέβηκαν στη συνέχεια και οι τρείς στο σπίτι της στη Λάρνακα και μετά από κάποια ώρα ο αδελφός της αποχώρησε. Ο Εφεσείων και η παραπονούμενη δεν διανυκτέρευσαν εκεί, αλλά στο σπίτι του Εφεσείοντα στο xxx xxx xxx. Την επομένη η παραπονούμενη μεταφέρθηκε από τον Εφεσείοντα στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας τραυματισμένη.
Δεν έχει αμφισβητηθεί το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι βλάβες της παραπονούμενης, όπως διαπιστώθηκαν στο Νοσοκομείο, συνιστούσαν βαριά σωματική βλάβη αφού, σύμφωνα με την αναντίλεκτη ιατρική μαρτυρία, είχε αιμορραγικό ασκιτή σε όλα τα τεταρτημόρια της κοιλιάς και για να αποφευχθεί ο κίνδυνος θανάτου της, υποβλήθηκε επειγόντος σε χειρουργική επέμβαση, κατά την οποία διαπιστώθηκε και ρήξη ουροδόχου κύστης.
Ό,τι ο Εφεσείων υποστήριξε, αρνούμενος την εναντίον του κατηγορία, ήταν πως ο ίδιος δεν είχε κτυπήσει την παραπονούμενη, με την εισήγηση ότι αυτή ήταν ήδη τραυματισμένη όταν την περιμάζεψαν από τις Φοινικούδες. Δεν πρόσφερε προς τούτο μαρτυρία, επιλέγοντας, όπως ήταν δικαίωμα του, αφότου κλήθηκε σε απολογία, να προβεί σε ανώμοτη δήλωση. Ούτε και προσφέρθηκε από την υπεράσπιση οιαδήποτε άλλη μαρτυρία προς αυτή την κατεύθυνση, που βασίστηκε στις περιστάσεις κάτω από τις οποίες ανευρέθηκε και περιμαζεύτηκε η παραπονούμενη, για να εγείρει αμφιβολίες στο μυαλό του πρωτόδικου Δικαστηρίου που, διαφορετικά, θα μπορούσε να καταλήξει σε εύρημα ότι αυτός την είχε κτυπήσει, αφού καμιά άλλη επαφή δεν μαρτυρήθηκε να είχε η παραπονούμενη στο χρόνο που μεσολάβησε από την ώρα που έφυγε ο αδελφός της από το σπίτι της, μέχρι και τη μεταφορά της στο Νοσοκομείο από τον Εφεσείοντα το πρωί της επομένης ημέρας. Επιπλέον, υπήρχε και η άμεση μαρτυρία της παραπονούμενης για το ξυλοδαρμό της που, εφόσον γινόταν αποδεχτή, οδηγούσε χωρίς άλλο στην καταδίκη του Εφεσείοντα.
Επί του προκειμένου, η παραπονούμενη είχε μαρτυρήσει ότι όταν έφυγε ο αδελφός της και έμεινε μόνη στο σπίτι της με τον Εφεσείοντα, αυτός ξέσπασε βίαια εναντίον της, της πέταξε αντικείμενα και την κτύπησε επανειλημμένα. Τραβώντας την βίαια την ανάγκασε να επιβιβαστεί στο αυτοκίνητο του και την οδήγησε στο σπίτι του στο xxx xxx xxx. Κατά τη διαδρομή συνέχισε να την κτυπά με αποτέλεσμα να απωλέσει τις αισθήσεις της. Φτάνοντας στο σπίτι του, της έτριψε το πρόσωπο στα τσιακκίλια. Ξύπνησε την επομένη το πρωί στο σπίτι του με έντονους πόνους στην κοιλιά.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε τη μαρτυρία της παραπονούμενης σε σχέση με τα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης, παρά την διαπίστωση κάποιων αντιφάσεων μεταξύ της μαρτυρίας της και της μαρτυρίας άλλων μαρτύρων κατηγορίας οι οποίοι επίσης κρίθηκαν αξιόπιστοι. Στην αιτιολογία του λόγου έφεσης 1 παρατίθενται οι αντιφάσεις που, κατά τον Εφεσείοντα, θα έπρεπε να οδηγήσουν το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόρριψη της μαρτυρίας της.
Υποδείχθηκε ότι στην κατάθεση της στην Αστυνομία η παραπονούμενη είχε αναφέρει ότι είχε πει στους δικούς της ότι είχε αρραβωνιαστεί με τον Εφεσείοντα, ενώ κατά την αντεξέταση της αρνήθηκε ότι είχε καταθέσει κάτι τέτοιο. Στις περιστάσεις της υπόθεσης, το ζήτημα δεν ήταν σημασίας και ούτε θα μπορούσε να έχει βαρύτητα στην κρίση της αξιοπιστίας της παραπονούμενης. Επομένως, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν το σχολίασε ειδικά, βρίσκουμε ότι δεν συνιστά ουσιώδη παράλειψη ή αδυναμία της επιμέρους κατάληξης του όσον αφορά την αξιοπιστία της παραπονούμενης.
Αντεξεταζόμενη η παραπονούμενη σε σχέση με την αναφορά της στην κατάθεση της, ότι όταν θα ήταν καλύτερα θα έλεγε στην Αστυνομία τις λεπτομέρειες για το πώς την κτυπούσε ο Εφεσείων και γιατί όταν έγινε καλύτερα δεν έδωσε αυτές τις λεπτομέρειες, είπε: «Δεν καταλάβω που τούτα τα πράγματα, ούτε καν κλήση σπίτι μου δεν ήρθε, για να καταλάβεις». Με αναφορά στη μαρτυρία του αστυνομικού εξεταστή, που έγινε αποδεχτή, ότι επικοινώνησε τόσο με την ίδια, όσο και με τη μητέρα της και το δικηγόρο της σε διάφορα χρονικά στάδια «χωρίς ωστόσο να επιθυμεί να προσέλθει για νέα κατάθεση» ο δικηγόρος του Εφεσείοντα της υπόβαλε ότι δεν το έπραξε γιατί δεν ήξερε τι να πει, γιατί ο Εφεσείων ουδέποτε την κτύπησε. Ότι η παραπονούμενη δεν είχε δίκαιο να καταφέρεται κατά των αρχών είναι ένα ζήτημα και κατά πόσο είχε κτυπηθεί από τον Εφεσείοντα ή όχι άλλο. Ο Εφεσείων αναγάγει το ζήτημα σε κάτι που δεν είναι.
Στην κατάθεση της στην Αστυνομία η παραπονούμενη αναφέρθηκε σε ένα νυχτερινό κέντρο το οποίο είχε επισκεφθεί, ενώ κατά την αντεξέταση της αποκάλυψε ότι είχε επισκεφθεί και δεύτερο νυχτερινό κέντρο. Εκ μέρους του Εφεσείοντα προβλήθηκε, χωρίς καμιά βάση, η θέση ότι η παραπονούμενη εσκεμμένα δεν αναφέρθηκε στο δεύτερο κέντρο γιατί εκεί ήταν που είχε κτυπηθεί και το απόκρυψε από την Αστυνομία για να μην μπορέσει να προβεί σε σχετικές έρευνες. Η επιμέρους αναφορά δεν έτυχε σχολιασμού από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ωστόσο, εάν η παραπονούμενη ήθελε να αποκρύψει οτιδήποτε είχε γίνει στο δεύτερο νυχτερινό κέντρο και μάλιστα, αντιλαμβανόμενη τη σημασία του, σκόπιμα δεν το είχε αναφέρει στην κατάθεση της, τίποτα δεν την εμπόδιζε από του να το αποκρύψει και κατά την αντεξέταση της.
Η παραπονούμενη ανάφερε ακόμα αντεξεταζόμενη πως η ίδια είχε ειδοποιήσει για το πού βρισκόταν, ενώ, τόσο ο πατριός της, όσο και ο αδελφός της μαρτύρησαν ότι ήταν τρίτο πρόσωπο που τους πληροφόρησε για το πού βρισκόταν η παραπονούμενη. Γεγονός είναι πως, όπως μαρτύρησε ο πατριός της, είχε μια τηλεφωνική επαφή με την παραπονούμενη η οποία δεν του μίλησε καθόλου, παρά μόνο έκλαιγε με λυγμούς. Κατά τον Εφεσείοντα, θα έπρεπε να δημιουργηθούν ερωτηματικά στο πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς τους λόγους που η παραπονούμενη έκλαιγε με λυγμούς, με την εισήγηση ότι έκλαιγε γιατί είχε κτυπηθεί. Πρόκειται βέβαια για εικασία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε υπόψη του το περιστατικό που είχε προηγηθεί στο σπίτι της μητέρας της και το γεγονός ότι η παραπονούμενη είχε στη συνέχεια καταναλώσει αλκοόλ. Αυτές ήταν περιστάσεις που μπορούσαν να δικαιολογήσουν την κατάσταση της.
Περαιτέρω, διερωτάται ο Εφεσείων πώς η παραπονούμενη του καταλογίζει ότι φτάνοντας στο σπίτι του της έτριψε το πρόσωπο στα τσιακκίλια, αφού, σύμφωνα με τη δική της εκδοχή, είχε λιποθυμήσει καθ' οδόν από τα κτυπήματα του. Και ενώ ισχυρίστηκε πως κανένας δεν γνώριζε ότι ο Εφεσείων τη κτυπούσε, αποκάλυψε στη συνέχεια πως το είχε αναφέρει σε ένα πρώην φίλο της αλλά και στην αδελφή της.
Καταλυτικής σημασίας για την υπόθεση, με δεδομένη την εκδοχή του Εφεσείοντα στην κατάθεση του στην Αστυνομία και το περιεχόμενο της ανώμοτης του δήλωσης, ήταν η κατάσταση στην οποία περιμαζεύτηκε η παραπονούμενη από την περιοχή των Φοινικούδων αργά το βράδυ της 25.12.2014. Η εξωτερική της εμφάνιση, οι κινήσεις της και η εν γένει συμπεριφορά της.
Ήταν η θέση της παραπονούμενης ότι βασίστηκε πάνω στον Εφεσείοντα και περπάτησαν από το παγκάκι προς το αυτοκίνητο του. Ο Εφεσείων επικαλείται ότι η πραγματικότητα αποκαλύπτεται από τη μαρτυρία του αδελφού της ότι μεταφέρθηκε στους ώμους του Εφεσείοντα. Είπε, εισηγείται, ψέματα η παραπονούμενη, ενώ η πραγματικότητα αναδεικνύει ότι δεν μπορούσε να περπατήσει γιατί ήταν τραυματισμένη. Ο αδελφός της παραπονούμενης είχε σχετικά αναφέρει στην κατάθεση του ότι ο Εφεσείων την είχε πιάσει στους ώμους του. Κατά τη μαρτυρία του διευκρίνισε πως δεν εννοούσε «καβαλλούρι», αλλά αγκαλιά, «όππα», όπως πιάνουν ένα μωρό.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η παραπονούμενη ήταν επηρεασμένη από το αλκοόλ και χρειαζόταν βοήθεια στη μετακίνηση της. Ήταν η κατάληξη του ότι αν ήταν τραυματισμένη αυτό θα αναμενόταν να το διαπιστώσει ο αδελφός της.
Ο αδελφός της μαρτύρησε ότι στο χώρο από όπου την περιμάζεψαν ο φωτισμός ήταν καλός και μπορούσες να βλέπεις καλά τα χαρακτηριστικά κάποιου προσώπου. Στο δε σπίτι της, που μετέβηκαν στη συνέχεια, κάθισαν και οι τρεις στο χολ όπου υπήρχε κανονικός φωτισμός και δεν εμποδιζόταν από του να βλέπει την παραπονούμενη. Παρέμειναν εκεί συζητώντας για περίπου μισή ώρα. Η παραπονούμενη δεν ήταν κτυπημένη. Είχε μάλιστα αρχίσει να συνέρχεται από το ποτό και ο ίδιος θεώρησε ότι ήταν όλα καλά με τον Εφεσείοντα γι΄αυτό και έφυγε αφήνοντας τους μόνους.
Δεν έχει τόση σημασία κατά πόσο ο χώρος στην περιοχή των Φοινικούδων είχε επαρκή φωτισμό, δεδομένου ότι ο αδελφός της είχε την ευκαιρία να την παρατηρήσει καλύτερα στο σπίτι της όπου στη συνέχεια μετέβησαν. Ειδικά αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο στους τραυματισμούς στο πρόσωπο της παραπονούμενης, οι οποίοι θα γίνονταν αντιληπτοί, αν είχαν προκληθεί από προηγουμένως. Όπως έχουμε αναφέρει, ο δικηγόρος του Εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι η παραπονούμενη ψευδώς μαρτύρησε ότι όταν έφτασαν στο σπίτι του Εφεσείοντα ο τελευταίος της έτριψε το πρόσωπο στα τσιακκίλια, για να δικαιολογήσει τις εκδορές που είχε στο πρόσωπο της. Ουσιαστικότερο είναι το γεγονός ότι η παραπονούμενη είχε εκδορές στο πρόσωπο και στην περίπτωση που δεν είχαν προκληθεί από τον Εφεσείοντα αλλά από προηγουμένως, στους χώρους διασκέδασης όπου είχε κυκλοφορήσει, θα τις είχε διαπιστώσει ο αδελφός της, αν όχι όταν την εντόπισαν στις Φοινικούδες, σύντομα μετά στο σαλόνι του σπιτιού της.
Η εντύπωση του αδελφού και η εικόνα του για την παραπονούμενη όπως την είδε το βράδυ εκείνο, πρέπει να αντιπαραβληθεί με την εικόνα της όπως ο ίδιος την αντίκρυσε στο νοσοκομείο την επομένη. Βγήκε από το δωμάτιο του νοσοκομείου γιατί δεν μπορούσε να τη βλέπει. Δεν ξαναείδε, ανέφερε, ποτέ του έτσι γυναίκα να έφαγε έτσι ξύλο, να είχε έτσι ζημιά πάνω της, σαν να την κτύπησε φορτηγό. Ανάλογη εντύπωση έκαμε και στον πατριό της, που ανάφερε πως μόλις την είδε γονάτισε. Δεν επρόκειτο δηλαδή για κατάσταση που θα μπορούσε να διαλάθει της αντίληψης του αδελφού της το προηγούμενο βράδυ.
Σε σχέση με το ζήτημα της αξιολόγησης των μαρτύρων αναφέρεται στη Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd(1998) 1(Α) ΑΑΔ 300, 320-1, ότι:
«Στο δικό ΅ας σύστη΅α η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των ΅αρτύρων ανήκει κατ΄ εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους ΅άρτυρες και να παρακολουθήσει τη συ΅περιφορά τους στο εδώλιο του ΅άρτυρα. Κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επε΅βαίνει στο να αποφασίσει περί της αξιοπιστίας ενός ΅άρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισ΅ό ευρη΅άτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται ΅όνο όταν καταφαίνονται εξ αντικει΅ένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη ΅αρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κά΅ει τα ευρή΅ατα τα οποία έκα΅ε σε σχέση ΅ε την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επε΅βαίνει (Βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172, 176, Charalambides v. Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277, Γιαννή κ.α. ν. Χριστοφόρου,(1995) 1 Α.Α.Δ. 340, Σοφοκλή ν. Λεωνίδου, (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, Λοΐζου ν. Ρώσσου, Πολιτική Έφεση 8764/19.5.94, Αθανασίου κ.α. ν. Κουνούνη, (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614 και Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους, (1997) 1 (Α) Α.Α.Δ. 396).
Στην Αθανασίου (πιο πάνω) έγινε αναφορά σε απόσπασ΅α από την υπόθεση Whitehouse v. Jordan (1981) 1 W.L.R. 246 στο οποίο υπογρα΅΅ίζεται ότι το πλεονέκτη΅α που αποκτά το πρωτόδικο δικαστήριο ΅ε το να παρακολουθήσει και να ακούσει τους ΅άρτυρες πρέπει πάντοτε να γίνεται σεβαστό από το Εφετείο.
Εναπόκειται στο διάδικο ο οποίος α΅φισβητεί τα ευρή΅ατα του δικαστηρίου που σχετίζονται ΅ε την αξιοπιστία να πείσει το Εφετείο ότι αυτά είναι εσφαλ΅ένα (Βλ. Mylonas and Others v. Kaili (1967) 1 C.L.R. 77, Sakellarides v. Papa Savva and Another (1966) 1 C. L.R. 261, 262 καιImam v. Papacostas (1968) 1 C.L.R. 207, 208)».
Στη μεταγενέστερη BaloiseIns. Co. Ltdv. Κατωμονιάτη (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275, 1290-1, επεξηγήθηκε ότι:
«με βάση την καθιερωμένη νομολογία είναι αποδεκτό ότι το πρωτόδικο δικαστήριο βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι του Εφετείου να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων, που με τη ζώσα μαρτυρία τους προσφέρουν στο Δικαστήριο την αμεσότητα και την παραστατικότητα των εκατέρωθεν θέσεων τους και επομένως και τα ευρήματα που εξάγονται πρωτοδίκως, εμπεριέχουν κρίση που αφορά την εντύπωση που απεκόμισε το Δικαστήριο μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία της παρακολούθησης της δίκης και των αντιπαραβαλλόμενων θέσεων που εκεί εκφράστηκαν. Ταυτόχρονα, όμως, το Εφετείο βρίσκεται στην ίδια καλή θέση όπως και το πρωτόδικο και έχει την ίδια ευχέρεια να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα, με αποτέλεσμα την επέμβαση στην κατάληξη του Δικαστηρίου εκεί όπου διαπιστώνεται ότι αυτή η κατάληξη είτε δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη μαρτυρία και τα γεγονότα, είτε η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων που παρουσιάστηκαν κατά τη δίκη. (δέστε Bullows ν. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).»
Τόσο η Σολωμού, όσο και η Baloise, αναφέρονται με επιδοκιμασία σε πληθώρα μεταγενέστερων εφετειακών αποφάσεων.
Έχουμε εξετάσει όλα τα σημεία στα οποία μας παρέπεμψε ο δικηγόρος του Εφεσείοντα και που χαρακτήρισε ως αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής, που έπλητταν καίρια την αξιοπιστία της παραπονούμενης και φανέρωναν τη διάθεση της να καταφύγει στο ψεύδος. Έχουμε διέλθει τα όσα σχετικά με το κάθε επιμέρους ζήτημα ανάφερε η παραπονούμενη, στα πλαίσια του συνόλου της μαρτυρίας της και του τρόπου που εκφράστηκε σε κάθε περίπτωση. Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι οιονδήποτε επιμέρους ζήτημα ή όλα μαζί ήταν τέτοιας σημασίας για την υπόθεση ώστε να έπρεπε το πρωτόδικο Δικαστήριο να απορρίψει τη μαρτυρία της. Αντίθετα, καταλήγουμε ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης ήταν τέτοια που επέτρεπε στο πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας την, να κρίνει ότι τα σημεία ασυμφωνίας της με άλλη μαρτυρία ή με δική της προγενέστερη αναφορά δεν αφορούσαν ζητήματα ουσίας και δεν αναδείκνυαν, ούτε αναξιοπιστία, αλλά ούτε και πρόθεση καταφυγής στο ψεύδος. Η αξιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου έγινε μέσα στα ορθά πλαίσια. Δεν βρίσκουμε ότι υπάρχει περιθώριο για επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία της παραπονούμενης.
Στα πλαίσια του λόγου έφεσης 4, ο Εφεσείων επικαλέστηκε παραλείψεις κατά τη διερεύνηση της καταγγελίας της παραπονούμενης που τον έθεσαν σε μειονεκτική θέση. Το μόνο επιμέρους ζήτημα που αναφέρεται στην αιτιολογία του λόγου, αφορά δύο σημεία σε σχέση με τη μαρτυρία του αδελφού της παραπονούμενης. Το θεωρούμε ασύνδετο με το λόγο ο οποίος δεν προσβάλλει την πρωτόδικη κρίση για την αξιοπιστία του αδελφού.
Στην αγόρευση του δικηγόρου του Εφεσείοντα, ο λόγος προωθήθηκε ως αλληλένδετος με τον πρώτο, ότι δηλαδή, πέραν του ζητήματος της αξιοπιστίας της παραπονούμενης η υπόθεση της κατηγορίας είχε και άλλες αδυναμίες. Δεν ερευνήθηκε η κατοικία της για να εξακριβωθεί κατά πόσο υπήρχαν αντικείμενα με τα οποία να την είχε κτυπήσει. Ούτε το δικό του σπίτι για να διαπιστωθεί κατά πόσο υπήρχαν αίματα ή αν έχει στην αυλή του τσακκίλια. Ακόμη, ο ετεροθαλής αδελφός της παραπονούμενης και η συμβία του, με τους οποίους η παραπονούμενη βρισκόταν στα νυχτερινά κέντρα, δεν παρουσιάστηκαν ως μάρτυρες.
Η μαρτυρία εναντίον του Εφεσείοντα ήταν συντριπτική, όσο και αν ο ίδιος θέλει να παρουσιάσει την υπόθεση της κατηγορίας ως αδύνατη. Δεν βρίσκουμε ότι ο τρόπος διερεύνησης ή παρουσίασης της υπόθεσης, του έχει προκαλέσει οιαδήποτε βλάβη στην προώθηση της υπεράσπισης του.
Οι λόγοι έφεσης 1 και 4 απορρίπτονται.
Αναφορικά με το λόγο έφεσης 2, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε αυθαίρετα, παράλογα και αβάσιμα ευρήματα και συμπεράσματα, διαπιστώνουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση δεν αντιμετωπίζεται, με την αιτιολογία του λόγου, με τρόπο δίκαιο και οι συλλογισμοί του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν μεταφέρονται ολοκληρωμένοι.
Καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι κατέληξε σε αυθαίρετο συμπέρασμα ότι η παραπονούμενη δεν θα εγκατέλειπε χριστουγεννιάτικα τον Εφεσείοντα σύντροφο της, χωρίς κάποιο ουσιαστικό λόγο, στο σπίτι της μητέρας της. Ωστόσο, η κρίση του Δικαστηρίου ότι η παραπονούμενη έφυγε λόγω της συμπεριφοράς του Εφεσείοντα, βασιζόταν στη μαρτυρία που είχε αποδεχτεί, ότι ο Εφεσείων έχοντας καταναλώσει αλκοόλ την εξύβρισε και βρισκόμενος σε έξαλλη κατάσταση της επιτέθηκε. Για τη συμπεριφορά του μαρτύρησαν τόσο ο πατριός, όσο και ο αδελφός της παραπονούμενης, ότι επρόκειτο για σκηνή ζηλοτυπίας από τον Εφεσείοντα, που έσπασε ποτήρια στα χέρια του και έριξε ένα αντικείμενο προς την παραπονούμενη.
Σε σχέση με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην αποδεχτεί τη θέση του Εφεσείοντα ότι ήταν σε τέτοια κατάσταση μέθης ώστε να είχε έλλειψη θύμησης των γεγονότων, του καταλογίζεται ότι κατέληξε χωρίς να έχει μαρτυρία για την ποσότητα αλκοόλης στο αίμα του Εφεσείοντα και πως, ενώ αρχικά τον χαρακτήρισε μεθυσμένο, στη συνέχεια ανάφερε ότι ήταν μερικώς μεθυσμένος. Κάθε άλλο παρά αυθαίρετα βρίσκουμε ότι ήταν τα σχετικά ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που δικαιολόγησε την επιμέρους κρίση του με αναφορά σε σειρά αδιαμφισβήτητων γεγονότων. Αναφέρθηκε στη δυνατότητα του Εφεσείοντα να μεταβεί οδικώς στην περιοχή των Φοινικούδων και να εντοπίσει την παραπονούμενη και να την βοηθήσει να μεταβεί στο αυτοκίνητο, στηρίζοντας την. Αργότερα μάλιστα, να οδηγήσει από το σπίτι της στη Λάρνακα στο δικό του σπίτι στο xxx xxx. Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα δεν ήταν καθοριστικής σημασίας. Είτε δεν είχε θύμηση, είτε είχε και το απέκρυψε, γεγονός παραμένει ότι δεν αναφέρθηκε στη κρίσιμη περίοδο.
Τα άλλα επιμέρους ζητήματα που ο Εφεσείων εγείρει με την αιτιολογία του λόγου έφεσης 2, αφορούν στην κατάσταση στην οποία βρισκόταν η παραπονούμενη όταν την περιμάζεψαν από τις Φοινικούδες, εξετάστηκαν στα πλαίσια του λόγου έφεσης 1 και δεν θα τα επαναλάβουμε. Επομένως και ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.
Αβάσιμο, ως εκ του αποτελέσματος, κρίνουμε και το λόγο έφεσης 3, ο οποίος επίσης απορρίπτεται.
Παραμένει το ζήτημα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην αναστείλει την ποινή φυλάκισης που επέβαλε στον Εφεσείοντα.
Η θέση του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε εσφαλμένη αντίληψη ως προς τις αρχές που διέπουν το ζήτημα της αναστολής ποινής φυλάκισης, εδράζεται στην θέση του ότι η επιλογή της φυλάκισης εξυπηρέτησε τις παραμέτρους σοβαρότητα του αδικήματος και αποτροπή και πως στη συνέχεια η φυλάκιση μπορούσε να ανασταλεί, αφήνοντας ανεπηρέαστες τις παραμέτρους αυτές. Επικαλείται ο Εφεσείων έξι περιστάσεις που, κατά την εισήγηση του, θα έπρεπε να οδηγήσουν το πρωτόδικο Δικαστήριο στο να αναστείλει την εκτέλεση της ποινής που του επέβαλε. Το λευκό του ποινικό μητρώο, την άμεμπτη, όπως την χαρακτήρισε, διαγωγή του μετά «το συμβάν», ότι είχαν παρέλθει έξι χρόνια από «την διάπραξη του αδικήματος» μέχρι την επιβολή της ποινής, ότι υπήρξε καθυστέρηση στη διακρίβωση της ποινικής του ευθύνης για 13½ μήνες, ότι καθ' όλη την συνολική περίοδο ήταν υπό αγωνία, αντιμετωπίζοντας και την πιο σοβαρή κατηγορία κατά παράβαση του άρθρου 228 του Κεφ.154, στην οποία αθωώθηκε και απαλλάχτηκε. Επίσης, ότι δεν παρέμειναν κατάλοιπα στην παραπονούμενη. Όπως, αναφέρεται στην αιτιολογία του λόγου το πρωτόδικο Δικαστήριο άφησε να νοηθεί ότι σε κάθε τέτοιο αδίκημα, «ένεκα της σοβαρότητας του αδικήματος δεν παρέχεται η ευχέρεια για αναστολή, γεγονός ανεπίτρεπτο νομολογιακά».
Είναι ορθό ότι το Δικαστήριο δεν επιτρέπεται να αυτοπεριορίζεται ως προς τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη υπέρ της αναστολής, αλλά ούτε και να εκλαμβάνει ότι οιεσδήποτε περιστάσεις μπορούν να αποκλείσουν την δυνατότητα άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας υπέρ του καταδικασθέντα. Αναφέρεται στην Γεωργίου κ.ά. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ.27/2016, ημερ.19.7.2016, ότι με την τροποποίηση που επήλθε με το Ν.186(Ι)/2003,[1] η εν λόγω διακριτική ευχέρεια διευρύνθηκε και το Δικαστήριο εξετάζει το ενδεχόμενο αναστολής, αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης και τις προσωπικές συνθήκες ενός κατηγορούμενου.
Το ζήτημα αναπτύσσεται στην απόφαση του αδελφού Δικαστή Οικονόμου στην Αριστοδήμου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ.121/2017, ημερ.21.9.2017, ECLI:CY:AD:2017:D311, όπου αποτελώντας την πλειοψηφία πρόσθεσε τα εξής:
«Στην υπόθεση Αργυρίδης κ.α. ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 449, στην οποία ιδιαίτερα παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα σε συνδυασμό με την υπόθεση Γεωργίου κ.α. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 27/16, ημερ. 19.7.2016, το σφάλμα του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, όπως προσδιορίστηκε κατ΄έφεσιν, έγκειτο στο ότι το Δικαστήριο εξετάζοντας τη δυνατότητα αναστολής, περιόρισε εαυτόν στο αποτρεπτικό της ποινής. Τούτο διότι θεώρησε πως οι ελαφρυντικοί παράγοντες είχαν σημασία ως προς την έκταση της ποινής φυλάκισης, αλλά δεν μπορούσαν να αλλάξουν τα δεδομένα σε ότι αφορά τη δυνατότητα ή μη της αναστολής. Είναι σε αυτά τα πλαίσια που το Ανώτατο Δικαστήριο υπέδειξε ότι «το θέμα δεν είναι πλέον το αποτρεπτικό της ποινής, που αφορά το είδος και το ύψος της ποινής που επεβλήθη, αλλά το ίδιο το ερώτημα κατά πόσο δοθείσας της επιβληθείσας ποινής, η περίπτωση είναι κατάλληλη για αναστολή.» Τέτοια προσέγγιση υιοθετήθηκε και στην υπόθεση Γεωργίου όπου εν τέλει υποδείχθηκε ότι η ευχέρεια του Δικαστηρίου για αναστολή εξετάζεται μέσα από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών δεδομένων κάθε κατηγορουμένου.
Όντως, όπως αναφέρθηκε στην Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 930, η κάθε υπόθεση κρίνεται με βάση τα δικά της περιστατικά και η υιοθέτηση οποιουδήποτε γενικού κανόνα θα συνιστούσε σφάλμα αρχής. Υποδείχθηκε όμως παράλληλα ότι «κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας».
Το ερώτημα που τώρα τίθεται είναι κατά πόσο, υπό το φως των παραπάνω κατευθυντήριων αρχών, το Κακουργιοδικείο υπέπεσε σε αντικειμενικό σφάλμα αρχής ή κατά πόσο η ποινή, κρινόμενη εξ αντικειμένου, ήταν, ως προς τον τρόπο εκτέλεσης της, υπερβολική.
Εν προκειμένω, σε αντίθεση με την περίπτωση της υπόθεσης Αργυρίδης, το Κακουργιοδικείο δεν περιορίστηκε στο τέλος στο να λάβει υπόψη μόνο τον αποτρεπτικό χαρακτήρα που δεδηλωμένα επεδίωξε να προσδώσει στην ποινή, παραβλέποντας τους ελαφρυντικούς παράγοντες, ως παράγοντες, σ΄αυτό το στάδιο, υπέρ τυχόν αναστολής. Όπως προκύπτει από το σύνολο της απόφασης, προχώρησε σε προσεκτικό αντιστάθμισμα χωρίς να εκφύγει από τα πλαίσια που έχουν θέσει οι παραπάνω κατευθυντήριες αρχές περί επιμέτρησης της ποινής και τρόπου εκτέλεσής της. Το έργο δε του παρόντος Δικαστηρίου περιορίζεται σε περίπτωση που διαπιστώνονται σφάλματα αρχής και δεν είναι ο ρόλος του να υποκαταστήσει την κρίση του αρμοδίου Δικαστηρίου επί υποκειμενικής αντίληψης.»
Στην κύρια απόφαση της πλειοψηφίας, σημειώνεται με αναφορά στην Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930, ότι όλοι οι παράγοντες που λήφθηκαν υπόψη κατά την επιλογή της ποινής της φυλάκισης, είτε επιβαρυντικοί, είτε μετριαστικοί, μπορούν να προσμετρήσουν εκ νέου και να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της φυλάκισης. Αναφέρθηκε ότι κατά την εξέταση του ζητήματος της αναστολής, το δικαστήριο δεν περιοριζόταν στην ειδική αποτροπή με αναφορά στον ίδιο τον καταδικασθέντα και πως η αρχή της αποτρεπτικότητας, ως παράγοντας που αφορά την ποινή, έχει ευρύτερη υπόσταση της ειδικής αποτροπής και έχει σκοπό να αποτρέψει άλλους επίδοξους δράστες από τη διάπραξη των επιδίκων αδικημάτων. Θεωρήθηκε ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας, για να καταλήξει η πλειοψηφία ότι: «Προέχει - όπως ορθά αξιολογήθηκε το θέμα από το Κακουργιοδικείο - η αρχή της αποτρεπτικότητας και φυσικά η αναστολή της ποινής φυλάκισης θα εξουδετέρωνε σημαντικά την απαξία τέτοιων συμπεριφορών.»
Σημειώνεται ότι η μειοψηφία δεν υιοθέτησε διαφορετική νομική προσέγγιση. Απλά έκρινε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο είχε θεωρήσει τον εαυτό του δεσμευμένο, από τη σοβαρότητα και τη φύση των αδικημάτων που είχε διαπράξει ο εφεσείων, να του επιβάλει ποινή άμεσης φυλάκισης, για σκοπούς γενικής αποτροπής και «μηνύματος προς τα έξω» και επομένως, ότι είχε καθοδηγηθεί εσφαλμένα ως προς τις νομικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της αναστολής.
Στη προκειμένη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποφανθεί ότι λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων διάπραξης του αδικήματος, οι προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα δεν ήταν ικανές για να δικαιολογήσουν αναστολή της ποινής. Ανασταλείσα ποινή «δεν θα αντικατόπτριζε την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος» και «δεν θα εξυπηρετούσε τους πολλαπλούς σκοπούς της ποινής» για το υπόψη αδίκημα που βρισκόταν σε έξαρση και «θα εξέπεμπε λανθασμένα μηνύματα σε ότι αφορά τις συνέπειες από την διάπραξη του». Ιδιαίτερη σημασία δόθηκε στο στοιχείο της γενικής αποτροπής.
Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε εσφαλμένη αντίληψη ως προς τις αρχές που διέπουν το ζήτημα της αναστολής ποινής φυλάκισης. Ούτε ότι περιόρισε καθ' οιονδήποτε τρόπο την ευχέρεια του να ανάστελλε την φυλάκιση που επέβαλε. Αυτό που προκύπτει από την απόφαση του είναι πως στην πλάστιγγα των υπέρ και των κατά της αναστολής υπερνίκησαν τα τελευταία.
Σε πλήρη συμφωνία με την Αριστοδήμου προσθέτουμε ότι ποινή φυλάκισης, που θα μπορούσε να θεωρηθεί και αυστηρή λόγω του εύρους της, μπορεί να απωλέσει το στοιχείο της αποτροπής εφόσον ανασταλεί, ακόμα και να καταστεί ανεπαρκής για την τιμωρία του καταδικασθέντα. Το στοιχείο της γενικής αποτροπής γεννάται από την αντίδραση του κοινού, μέσα στο οποίο είναι και ο επίδοξος παραβάτης, στο άκουσμα της ποινής που επιβλήθηκε στον καταδικασθέντα. Η ποινή φυλάκισης με αναστολή είναι ποινή φυλάκισης για όλους τους σκοπούς, με τη δραματική όμως διαφορά ότι η εκτέλεση της αναστέλλεται υπό όρους. Την αποτροπή δημιουργεί η επίπτωση που είχε η συναφής καταδίκη, με έμφαση στο άμεσο αποτέλεσμα και εφόσον η ποινή φυλάκισης ανασταλεί, το στοιχείο της αποτροπής εξασθενεί σε μεγάλο βαθμό.
Πεδίο για επέμβαση από το εφετείο, στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αναστολή ή όχι ποινής φυλάκισης, παρέχεται μόνο όπου διαπιστώνεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε εσφαλμένα τη διακριτική του ευχέρεια ή υπερέβη τα ακραία όρια της εξουσίας του. (Γενικός Εισαγγελέας ν. Σατανά κ.ά. (1996) 2 Α.Α.Δ. 257, 261 και Δημοκρατία ν. Πέπη (1990) 2 Α.Α.Δ. 24, 27). Η αποτίμηση των σχετικών παραγόντων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην αναστείλει την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης ασκήθηκε κατά τρόπο λανθασμένο ή ότι αυτό υπερέβη τα ακραία όρια της εξουσίας του. Ενεργώντας μέσα σε αυτά τα όρια θεώρησε, στη βάση της σοβαρότητας της υπόθεσης και της έξαρσης στη διάπραξη τέτοιων αδικημάτων, ότι η παράμετρος γενική αποτροπή είχε τέτοια σημασία που αντιστάθμιζε εκείνες τις περιστάσεις της υπόθεσης και του Εφεσείοντα που, σε άλλο πλαίσιο, θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην αναστολή ποινής φυλάκισης που θα είχε επιβληθεί. Επομένως και ο λόγος έφεσης κατά της ποινής απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.
Κ. Σταματίου, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.
[1]Ο Ν.186(Ι)/2003 τροποποίησε τους περί της Υφ' Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμους του 1972 και 1997. Σήμερα το άρθρο 3(2) προνοεί ότι: «Το δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης, αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορούμενου».