ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:B244
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 216/2020)
9 Ιουνίου, 2021
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
XXX ΧΑΤΖΗΣΤΥΛΛΗΣ,
Εφεσείων,
ΚΑΙ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
_ _ _ _ _ _
Ο Εφεσείων εμφανίζεται προσωπικά.
Στ. Ναθαναήλ (κα), Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού
Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣTAMATIOY, Δ.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος στην κατηγορία της επίθεσης εναντίον αστυνομικού κατά την κανονική εκτέλεση του καθήκοντός του, κατά παράβαση του άρθρου 244(β) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, και στην κατηγορία της ανησυχίας, κατά παράβαση του άρθρου 95 του Κεφ. 154 και του επιβλήθηκαν ποινές προστίμου.
Η θέση που προώθησε κατά την ακρόαση η κατηγορούσα αρχή ήταν ότι το βράδυ της 27.6.2017 προς 28.6.2017, λίγα λεπτά πριν τα μεσάνυχτα, ο εφεσείων ανέμενε με το όχημά του στο οδόφραγμα Αγίου Δομετίου, με σκοπό να περάσει στις κατεχόμενες περιοχές. Ο λοχίας της Αστυνομίας (Λοχ. 4xx9) διενεργούσε έλεγχο σε όχημα που προπορευόταν του οχήματος του εφεσείοντα. Ο εφεσείων, θεωρώντας ότι καθυστερούσε η διαδικασία ελέγχου, κατέβηκε από το όχημα και εξέφρασε την αποδοκιμασία του στον Λοχ. 4xx9 και το παράπονό του φωνασκώντας, με αποτέλεσμα να προκληθεί ανησυχία στο χώρο. Περαιτέρω, ενώ ο Λοχ. 4xx9 προέβαινε σε έλεγχο των στοιχείων του εφεσείοντα εντός του γραφείου του στο χώρο του οδοφράγματος, ο εφεσείων του επιτέθηκε, αρπάζοντάς του το χέρι από τον καρπό και αποσπώντας από το χέρι του το δελτίο ταυτότητας του εφεσείοντα που εκείνος κρατούσε.
Ο εφεσείων, ο οποίος χειρίστηκε την υπόθεσή του, τόσο πρωτόδικα, όσο και ενώπιόν μας, χωρίς εκπροσώπηση από δικηγόρο, δέχθηκε ότι κατά την επίδικη ημέρα επεσυνέβη ένα περιστατικό στο οδόφραγμα, χωρίς να αποδέχεται ότι όταν εξήλθε του οχήματός του προκάλεσε ανησυχία στο χώρο. Η θέση που προώθησε ήταν ότι εξέφρασε κόσμια τη δυσαρέσκειά του και τα παράπονά του στον Λοχ. 4xx9 για τον τρόπο με τον οποίο διενεργούσε έλεγχο στο προπορευόμενο όχημα και για την καθυστέρηση που προκαλείτο ως αποτέλεσμα τούτου. Αποδέχθηκε ότι, εντός του γραφείου στο οδόφραγμα, άρπαξε από τον Λοχ. 4xx9 το δελτίο ταυτότητάς του που εκείνος κρατούσε, χωρίς να αποδέχεται ότι αυτό συνιστούσε επίθεση. Περαιτέρω, υποστήριξε πως ο τρόπος που τον χειρίστηκε η Αστυνομία μετά το περιστατικό, καθώς και η πλημμελής, ως ισχυρίστηκε, διερεύνηση της υπόθεσης, καταστρατήγησε το δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη. Αυτό το τελευταίο εδράζεται στον ισχυρισμό του εφεσείοντα περί πλημμελούς διερεύνησης της υπόθεσης από μέρους της Αστυνομίας, καθώς και ότι ενώ υπήρχε κλειστό σύστημα παρακολούθησης, εσκεμμένα η Αστυνομία επέτρεψε να χαθεί το αρχείο.
Με δύο λόγους έφεσης που άπτονται της αξιοπιστίας των μαρτύρων αμφισβητεί την ορθότητα της καταδικαστικής απόφασης. Συγκεκριμένα, με τον πρώτο λόγο προβάλλει ως λανθασμένη την αξιολόγηση των τριών μαρτύρων που κλήθηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή, ενώ με τον δεύτερο λόγο προβάλλει πως το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο ίδιος ήταν αναξιόπιστος είναι αυθαίρετο και λανθασμένο.
Η νομολογία επί του θέματος της δυνατότητας επέμβασης του Εφετείου στην αξιολόγηση των μαρτύρων από πρωτόδικο δικαστήριο είναι ευθυγραμμισμένη. Λέχθηκαν, σχετικά, τα ακόλουθα στην απόφαση xxx Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 45/2014, ημερομηνίας 5.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:B470:
«Με δεδομένο ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου βασίζονται κυρίως πάνω στην αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας που παρουσιάζεται, μπορεί να αποτυπωθεί ως απόσταγμα της όλης σχετικής νομολογίας, ότι το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και συνακόλουθα της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει, στα πλαίσια της ενώπιόν του ζωντανής διαδικασίας την όλη συμπεριφορά των μαρτύρων. Η εξουσία του Εφετείου για επέμβαση στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, θα πρέπει πάντοτε να ασκείται με μεγάλη προσοχή, ακριβώς ώστε να μην εξουδετερώνεται το μεγάλο πλεονέκτημα που έχει το πρωτόδικο δικαστήριο της άμεσης επαφής με τους μάρτυρες. Ως εκ τούτου, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Σε σχέση με ζητήματα αντιφάσεων στη μαρτυρία, επέμβαση του Εφετείου χωρεί στην περίπτωση και μόνο όπου αυτές είναι τέτοιας μορφής που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Ως τέτοιες μπορούν να καθορισθούν οι αντιφάσεις οι οποίες, υπό το φως της φύσης της υπόθεσης και του ζητήματος που καλύπτουν, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή φανερώνουν διάθεση καταφυγής στο ψεύδος.»
Ως προς την αξιοπιστία του Αστ. 3xx7, ΜΚ1, η εισήγηση του εφεσείοντα ουσιαστικά εδράζεται στην απώλεια του βίντεο που λήφθηκε από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης στον εξωτερικό χώρο του οδοφράγματος. Το ζήτημα της απώλειας του εν λόγω βίντεο απασχόλησε την Ανεξάρτητη Αρχή Διερεύνησης Ισχυρισμών και Παραπόνων κατά της Αστυνομίας, μετά από καταγγελία του εφεσείοντα, το πόρισμα της οποίας κατατέθηκε ως Τεκμήριο 7 στην υπόθεση. Στο εν λόγω πόρισμα αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
«.η διερεύνηση του παραπόνου σας έχει ολοκληρωθεί και ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας κατέληξε ότι δεν στοιχειοθετείται η διάπραξη οποιωνδήποτε αδικημάτων αναφορικά με τους ισχυρισμούς σας για παράνομη σύλληψη υπέρμετρη χρήση βίας και εξευτελιστική συμπεριφορά. Επεσήμανε όμως ότι, θα πρέπει να ενημερωθεί ο Αρχηγός Αστυνομίας ώστε να δοθούν οδηγίες και/ή να γίνουν οι δέουσες συστάσεις στον Λοχ. 4xx9 xxx Ξενοφώντος, σε σχέση με το χώρο που σας τοποθέτησε μετά τη σύλληψη σας. Παράλληλα ο Γενικός Εισαγγελέας έδωσε οδηγίες για ποινική δίωξη του Υπ/μου xxx Οικονομίδη για το αδίκημα της Παραμέλησης Υπηρεσιακού Καθήκοντος, άρθρο 134 του Κεφ. 154, επειδή δεν μερίμνησε για τη διαφύλαξη των δεδομένων που καταγράφηκαν από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης του Οδοφράγματος Αγίου Δομετίου, σχετικά με το επίμαχο επεισόδιο».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως προς τη θέση του εφεσείοντα για παραβίαση των δικαιωμάτων του, ανέφερε τα ακόλουθα:
«Παραμένει να εξεταστεί εάν η θέση του κατηγορούμενου για παραβίαση των δικαιωμάτων του ευσταθεί. Επεξηγώντας τη θέση, ο κατηγορούμενος υποστήριξε ότι η Αστυνομία ήταν πλημμελής στη διερεύνηση της υπόθεσης και ότι εσκεμμένα επέτρεψε να χαθεί το αρχείο από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης του οδοφράγματος.
Φαίνεται ότι πράγματι, υπήρχε κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης που κάλυπτε τον εξωτερικό χώρο του οδοφράγματος. Επομένως, θα μπορούσε ενδεχομένως να υπάρχει αρχείο που να καλύπτει μέρος του περιστατικού. Τα όσα εξελίχθηκαν εντός του γραφείου δεν καλύπτονταν από το κύκλωμα παρακολούθησης. Το ζήτημα της απώλειας του βίντεο έτυχε χειρισμού και ελέγχου από την Ανεξάρτητη Αρχή.
Η απώλεια του βίντεο δεν αναιρεί και δεν επηρεάζει την αξιολόγηση της μαρτυρίας στην παρούσα περίπτωση. Η κατάληξη μου αναφορικά με την αξιοπιστία των ΜΚ2, ΜΚ3 και του κατηγορούμενου καταγράφεται πιο πάνω και αυτή έχει καθορίσει το αποτέλεσμα της υπόθεσης.
Το παρόν Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εξετάσει και να αποφασίσει εάν ο ΜΚ2 ή άλλοι αστυνομικοί έχουν διαπράξει πειθαρχικά αδικήματα στην εξέλιξη του επεισοδίου.
Ενόψει των πιο πάνω κρίνω το όλο επιχείρημα, ότι καταπατήθηκε το δικαίωμα του κατηγορούμενου σε δίκαιη δίκη, ως ανεδαφικό. Δεν έχω εντοπίσει ελλείψεις, παραλείψεις ή κακή πίστη κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης που να καθιστούν την όλη διαδικασία καταπιεστική για τον κατηγορούμενο.»
Δε διαπιστώνουμε σφάλμα στην προσέγγιση του Δικαστηρίου. Δεν έχει υποδειχθεί και δε διαπιστώνουμε από τη μαρτυρία οποιαδήποτε διασύνδεση του ΜΚ1 με την απώλεια του βίντεο. Σημειώνεται ότι η εμπλοκή του εν λόγω μάρτυρα στην υπόθεση περιοριζόταν μόνο στο να παραδώσει στον εφεσείοντα τα δικαιώματά του (Τεκμήριο 3) και να τον κατηγορήσει γραπτώς. Το γεγονός ότι κατά την αντεξέταση ερωτήθηκε για την απώλεια του βίντεο και απάντησε ότι δεν ασχολήθηκε με το θέμα περαιτέρω, εφόσον ο εφεσείων προέβη σε παράπονο στην Ανεξάρτητη Αρχή Παραπόνων εναντίον της Αστυνομίας, δε θεωρούμε ότι επηρεάζει καθ΄ οιονδήποτε την αξιοπιστία του.
Ο εφεσείων προσβάλλει, επίσης, τα ευρήματα αξιοπιστίας του Λοχ. 4xx9, ΜΚ2, καθώς και του Α/Αστ.8x5, ΜΚ3, ο οποίος κατά τον επίδικο χρόνο βρισκόταν στο οδόφραγμα του Αγίου Δομετίου και έλεγχε τα οχήματα που εισέρχονταν από τις κατεχόμενες προς τις ελεύθερες περιοχές, παραπέμποντας σε αποσπάσματα από τα πρακτικά, με στόχο να καταδείξει την ύπαρξη αντιφάσεων στη μαρτυρία των δύο αυτών μαρτύρων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του αναφέρεται, με περισσή λεπτομέρεια, στη μαρτυρία των δύο αυτών μαρτύρων και στη συνέχεια αξιολογεί τους μάρτυρες. Παραθέτουμε αυτούσιο το απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης, στο οποίο παρατίθεται η αξιολόγηση των δύο αυτών μαρτύρων:
«ΜΚ2. Προχωρώ στη μαρτυρία του ΜΚ2. Έχοντας τον παρακολουθήσει στο εδώλιο του μάρτυρα, ήταν μάρτυρας σταθερός, σαφής στις θέσεις του, απαντούσε αυθόρμητα και με αμεσότητα. Δεν περιέπεσε σε οποιεσδήποτε αντιφάσεις. Παρέμεινε σταθερός στον τρόπο που παρουσίασε τα γεγονότα.
Κατά την αντεξέταση δεν πλήγηκε η αξιοπιστία του. Δεν κλονίστηκε. Απαντούσε με την ίδια σταθερότητα και αμεσότητα.
Η μαρτυρία του είχε λογική, συνέχεια και συνέπεια.
Παρά τους ισχυρισμούς του κατηγορούμενου περί προσωπικής αντιπάθειας του ΜΚ2 προς το πρόσωπο του, δεν μπορώ να καταλήξω σε τέτοιο συμπέρασμα. Δεν γνωρίζονταν από προηγουμένως. Συναντήθηκαν για πρώτη φορά την επίδικη νύχτα. Δεν έχει καταδειχτεί τίποτα που να δικαιολογεί συμπέρασμα για αρνητική προδιάθεση του ΜΚ2 προς τον κατηγορούμενο η οποία να προκαλέσει το περιστατικό. Ο ΜΚ2 είχε δώσει την κατάθεση του για την παρούσα υπόθεση (Τεκμήριο 4), πριν ο κατηγορούμενος υποβάλει την καταγγελία του στην Ανεξάρτητη Αρχή (Τεκμήριο 6).
Καταληκτικά, δεν έχω διακρίνει σημεία στη μαρτυρία του που να μου δημιουργούν αμφιβολίες για την αλήθεια ή την αξιοπιστία του. Συνεπώς, αποδέχομαι τη μαρτυρία του στο σύνολο της.
ΜΚ3. Θετική ήταν και η εικόνα του ΜΚ3 στο εδώλιο του μάρτυρα. Η εμπλοκή του στο περιστατικό ήταν διαφορετική. Εντούτοις παρουσίασε τα γεγονότα με αντίστοιχο τρόπο ως ο ΜΚ2, από τη δική του οπτική γωνία, όπως και στο βαθμό που τα είχε αντιληφθεί. Δεν διέκρινα να υπήρχε προ-συνεννόηση μεταξύ του ΜΚ3 και του ΜΚ2, ούτε διέκρινα κοινή πρόθεση για ενοχοποίηση του κατηγορούμενου προβάλλοντας ψευδείς ισχυρισμούς ή αναλήθειες.
Επομένως, θεωρώ ότι ήταν επίσης μάρτυρας της αλήθειας και αποδέχομαι τη μαρτυρία του. Υπάρχουν επουσιώδεις διαφορές μεταξύ της μαρτυρίας του και της μαρτυρίας του ΜΚ2 για την εξέλιξη των γεγονότων. Αυτές μάλλον ενισχύουν την εντύπωση ότι οι μάρτυρες αυτοί δεν είχαν προ-συμφωνήσει το περιεχόμενο της κατάθεσης τους στο Δικαστήριο. Επί των ουσιωδών στοιχείων οι μαρτυρίες τους αλληλοσυμπληρώνονται..»
Εξετάσαμε τη μαρτυρία όπως προκύπτει από τα πρακτικά, υπό το φως των αιτιάσεων που προβάλλει ο εφεσείων, και δε διαπιστώνουμε σφάλμα στην αξιολόγηση που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Οι επικαλούμενες από τον εφεσείοντα αντιφάσεις δε συνιστούν κατά την κρίση μας αντιφάσεις. Από δε τα πρακτικά προκύπτει ότι οι ερωτήσεις που υποβάλλονταν στους μάρτυρες κατά την αντεξέτασή τους από τον εφεσείοντα ήταν μακροσκελέστατες και υπό τύπο παράθεσης των δικών του θέσεων κάτι που σημειώνεται στην απόφαση εκεί όπου γίνεται παράθεση της μαρτυρίας. Εν πάση περιπτώσει, καμία ουσιαστική αντίφαση δε διαπιστώνεται στη μαρτυρία των δύο αυτών μαρτύρων.
Το ζήτημα της απώλειας του βίντεο από το κλειστό σύστημα παρακολούθησης στον εξωτερικό χώρο του οδοφράγματος εγείρεται και σε συνάρτηση με την αξιολόγηση του Λοχ. 4xx9. Πέραν των όσων έχουμε αναφέρει πιο πάνω σε σχέση με το θέμα, θα προσθέταμε ότι τα γεγονότα που έλαβαν χώρα εντός του γραφείου, δεν καλύπτονταν από το κλειστό σύστημα παρακολούθησης και είναι επ΄ αυτών που εδράζεται η πρώτη κατηγορία που είναι η σοβαρότερη εκ των δύο. Ακόμα, όμως, και σε συνάρτηση με τη δεύτερη κατηγορία, η απώλεια του βίντεο δεν μπορεί να αναιρέσει την αξιολόγηση της μαρτυρίας από το Δικαστήριο, η οποία έγινε στα πλαίσια της δίκης, όπου το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει τους μάρτυρες, τον τρόπο που απαντούσαν, τις αντιδράσεις και την εν γένει συμπεριφορά τους.
Δεν υπάρχει ο,τιδήποτε στην αξιολόγηση που να δικαιολογούσε την παρέμβασή μας. Συνακόλουθα, ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός και απορρίπτεται.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης ο εφεσείων προσβάλλει την αξιολόγηση που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στη δική του μαρτυρία. Ως αιτιολογία προβάλλει πως απαντούσε ευθέως στις ερωτήσεις που του υποβάλλοντο και επικαλέστηκε το βίντεο που κάλυπτε το επίδικο συμβάν, το οποίο εσκεμμένα, κατά την εισήγησή του, παρέλειψε να αποκαλύψει η Κατηγορούσα Αρχή. Εισηγείται, περαιτέρω, ότι, μέσα από τη μαρτυρία των τριών μαρτύρων κατηγορίας και τα ευρήματα του Δικαστηρίου, δικαιώνεται πλήρως, διότι αυτά ευθυγραμμίζονται με τις θέσεις του. Και σε αυτό το λόγο έφεσης κεντρικός άξονας της επιχειρηματολογίας είναι το βίντεο και η απώλειά του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας τον εφεσείοντα, ανάφερε τα ακόλουθα:
«Κατηγορούμενος. Προχωρώ στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του κατηγορούμενου. Έλαβα υπόψη τη συνολική εικόνα της μαρτυρίας του, τη συμπεριφορά του στο εδώλιο του μάρτυρα, τον τρόπο που απαντούσε στις ερωτήσεις που του τέθηκαν, την εσωτερική συνοχή και συνέπεια της μαρτυρίας του, την πειστικότητα της και το εύλογο των θέσεων του.
Σημειώνω ότι υπάρχει κοινό έδαφος μεταξύ της μαρτυρίας του και της μαρτυρίας των ΜΚ2 και ΜΚ3 για τα επίδικα γεγονότα. Παράλληλα όμως, θεωρώ ότι ο κατηγορούμενος, με έρεισμα τα όσα είχαν στην πραγματικότητα συμβεί, προσπάθησε να προσδώσει διαφορετική χροιά στα γεγονότα. Σε πολλά σημεία υπήρχαν πλατειασμοί σε μια προσπάθεια του να δημιουργήσει εντυπώσεις.
Από ότι το σύνολο των αντιδράσεων του κατηγορούμενου στο εδώλιο διαφάνηκε ότι πρόκειται για άτομο ευέξαπτο, που εκφράζεται με έντονο και θορυβώδη τρόπο.
Δεν στέκει στη λογική η γενική εικόνα και εντύπωση που προσπάθησε ο κατηγορούμενος να δημιουργήσει για το τι είχε συμβεί το επίδικο βράδυ. Σκιαγράφησε ένα ταπεινωτικό και προσβλητικό συμβάν για τον ίδιο, παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως θύμα ανάρμοστης συμπεριφοράς από τον ΜΚ2.
Δέχεται ότι ήταν αυστηρός στις παρατηρήσεις που έκανε στον ΜΚ2 όταν κατέβηκε από το αυτοκίνητο του για να παραπονεθεί για την καθυστέρηση στη διέλευση. Επέμενε όμως ότι δεν είχε προκαλέσει ανησυχία. Δεν μπορώ όμως να δεχτώ αυτή τη θέση. Ακόμα και κατά την εξιστόρηση του περιστατικού στο Δικαστήριο ήταν έντονος και ύψωνε τον τόνο της φωνής του. Παρά τις παραινέσεις που έγιναν, δυσκολευόταν να ελέγξει την ένταση της φωνής του και να εκφραστεί με ηρεμία. Αυτό στην ελεγχόμενη ατμόσφαιρα της δίκης. Θεωρώ ότι είναι απίθανο να ήταν λιγότερο έντονος και θορυβώδης κατά την εξέλιξη του περιστατικού.
Το ίδιο ισχύει και για τα όσα είχαν συμβεί στο γραφείο του οδοφράγματος. Θεωρώ απίθανο να είχε διατηρήσει την ηρεμία του στο βαθμό που ισχυρίστηκε. Ακόμα και κατά την αναπαράσταση που έκανε στο Δικαστήριο της κίνησης του να πάρει την ταυτότητα, από τον ΜΚ2, ήταν απότομος. «Άρπαξε», όπως είπε και ο ίδιος, την ταυτότητα από το χέρι του ΜΚ2. Ο χώρος του γραφείου ήταν μικρός. Στεκόταν «πάνω» από τον ΜΚ2, όπως ο ίδιος ανέφερε. Θεωρώ ότι στην πραγματικότητα η ένταση που επικρατούσε στον εξωτερικό χώρο του οδοφράγματος μεταξύ αυτού και του ΜΚ2, μεταφέρθηκε και εντός του γραφείου.
Κρίνω ότι κατά τη μαρτυρία του συνειδητά προσπάθησε να παρουσιάσει τα συμβάντα της επίδικης νύχτας με τρόπο που θεωρούσε ότι ήταν επιβαρυντικός και ενοχοποιητικός για τον ΜΚ2 και που απενεχοποιούσε τον εαυτό του. Όμως θεωρώ ότι η εικόνα που προσπάθησε να προβάλλει για τον τρόπο που εξελίχθηκαν τα γεγονότα δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Δεν ήταν θύμα. Προκάλεσε το περιστατικό. Η πρόθεση του κατεβαίνοντας από το όχημα του ήταν να προσβάλει και να επιπλήξει τον ΜΚ2 και η κατάσταση εξελίχθηκε από εκεί.
Συνεπώς, καταλήγω ότι υπάρχουν στοιχεία αλήθειας στη μαρτυρία του. Όμως τα κίνητρα που αποδίδει στον ΜΚ2, το ύφος και προθέσεις του ΜΚ2 και του ιδίου, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.»
Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Επαναλαμβάνουμε δε ότι, τα όσα συνέβησαν εντός του γραφείου, δεν καλύπτονταν από το κλειστό σύστημα παρακολούθησης και, συνεπώς, ουδεμία επίπτωση είχε στην αξιολόγηση επί τούτου η απώλεια του βίντεο.
Το Δικαστήριο, κατά την κρίση μας, ανέλυσε κάθε πτυχή της μαρτυρίας ενδελεχώς και την αξιολόγησε με βάση τα ορθά νομολογιακά κριτήρια. Δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα, έτσι ώστε να απαιτείται η παρέμβασή μας.
Η έφεση απορρίπτεται.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ