ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:B260
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 132/2017
(σχ. με 136/2017)
26 Ιουνίου, 2019
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσείοντας
ν.
xxx (xxx) ΘΩΜΑ
Εφεσίβλητου
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 136/2017
(σχ. με 132/2017)
xxx ΘΩΜΑ
Εφεσείοντας
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
*******************************
Ανδρέας Αριστείδης για τον Εφεσείοντα - Γενικό Εισαγγελέα στην 132/2017 και Εφεσίβλητη - Δημοκρατία στην 136/2017
Ροβέρτος Βραχίμης, για τον Εφεσείοντα στην 136/2017 και Εφεσίβλητο στην 132/2017
Εφεσείων παρών
*********************************
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Α. Πούγιουρου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ: Ο εφεσίβλητος καταδικάστηκε στις 28/4/2017 από το Κακουργιοδικείο Λεμεσού σε τρεις κατηγορίες για ανθρωποκτονία, αδικήματα που διαπράχθηκαν στις 24/11/2015 στη Λεμεσό, και του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 35 χρόνων στην κάθε κατηγορία. Το Κακουργιοδικείο στην εμπεριστατωμένη απόφαση του απέρριψε τις κατηγορίες που είχε διατυπώσει αρχικά η Κατηγορούσα Αρχή για φόνο εκ προμελέτης.
Με την έφεση Αρ. 132/2017 ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας προσβάλλει την ορθότητα της απόφασης του Κακουργιοδικείου με τρεις λόγους έφεσης που έχουν ως κεντρικό άξονα τη διαπίστωση του ότι δεν αποδείχθηκε το στοιχείο της προμελέτης εξού και απέρριψε τις κατηγορίες για φόνο εκ προμελέτης. Συγκεκριμένα με το λόγο έφεσης 1 εισηγείται ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα κατέληξε σε εύρημα ότι ο εφεσίβλητος τελούσε κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων υπό καθεστώς συναισθηματικής φόρτισης εξ αιτίας του επεισοδίου που προηγήθηκε έξω από τη ταβέρνα του πατέρα του που τον κατέστησε εκτός ελέγχου, χωρίς πρώτα να εφαρμόσει και/ή να εξετάσει τις πρόνοιες του άρθρου 208 του ΚΕΦ. 154 που ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με το άρθρο 205 του Ποινικού Κώδικα. Με το λόγο έφεσης 2 προσβάλλεται η παράλειψη του Κακουργιοδικείου να συμπεριλάβει στα ευρήματα του στοιχεία της μαρτυρίας των ΜΚ9, ΜΚ10 και ΜΚ13, αυτόπτων μαρτύρων, και του ΜΚ7, ιατροδικαστή, που καταδείκνυαν ότι ο εφεσίβλητος δεν ήταν εκτός ελέγχου κατά τη διάπραξη των αδικημάτων.
Τέλος με το λόγο έφεσης 3 προσβάλλεται η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου ως προς τις ενέργειες του εφεσίβλητου μετά τη διάπραξη των αδικημάτων που θεώρησε ότι συνήδαν με την κατάσταση στην οποίαν βρισκόταν ότι δηλ. δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί και να σκεφτεί ψύχραιμα.
Κύρια επιχειρηματολογία του εφεσείοντα είναι η απουσία οποιασδήποτε μαρτυρίας που να δικαιολογούσε τη διαπίστωση του Κακουργιοδικείου ότι η θανάτωση των θυμάτων από πλευράς εφεσίβλητου ήταν απόρροια της έντονης συναισθηματικής φόρτισης του λόγω των γεγονότων που προηγήθηκαν έξω από την ταβέρνα που είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια του αυτοελέγχου του. Σημειώνεται ότι από πλευράς εφεσίβλητου δεν αμφισβητήθηκε πρωτόδικα ότι πράγματι είχε προκαλέσει το θάνατο των τριών προσώπων δηλ. του Παράσχου Ντορζή, του Κωνσταντίνου Ντορζή και του Αιμιλίου Μιλτιάδους καταφέροντας τους κτυπήματα με μαχαίρι, που αφορούσαν οι κατηγορίες 1, 2 και 3 αντίστοιχα. Η υπεράσπιση του περιορίστηκε στο ότι οι ενέργειες του που προκάλεσαν τον θάνατο των θυμάτων δεν ήταν προσχεδιασμένες και προμελετημένες.
Κατέθεσαν πρωτόδικα συνολικά δεκαπέντε μάρτυρες κατηγορίας και ο εφεσίβλητος, από πλευράς υπεράσπισης, ο οποίος δεν κάλεσε οποιονδήποτε μάρτυρα. Κατατέθηκαν επίσης τα εξής παραδεκτά γεγονότα:
«Την 24.11.15 και περί ώρα 1929 ο Λοχ. 4xx2 Δ. Δ. εντόπισε τον Κωνσταντίνο Ντορζή να κείται στο έδαφος σε σημείο του πεζοδρομίου στην οδό Βραγαδίνου και τον Αιμίλιο Μιλτιάδους να κείται σε σημείο στην οδό Ανδρέα Βλάμη. Περί ώρα 19:37 της ίδιας ημέρας διαπιστώθηκε ο θάνατος των πιο πάνω προσώπων από τον νοσηλευτή Γ. Χ.. Λίγη ώρα αργότερα και περί ώρα 2035, ο Α/Αστ. xxx Γ. Γ εντόπισε στην οδό Ανδρέα Βλάμη, σε ανοικτό χώρο που εφάπτετο οικίας, τον Παράσχο Ντορζή, να κείται στο έδαφος, μεταξύ του τοίχου της παρακείμενης οικίας και του μπροστινού μέρους σταθμευμένου οχήματος. Ο νοσηλευτής Γ.Χ. διαπίστωσε το θάνατό του πιο πάνω προσώπου.
Οι σοροί των τριών θυμάτων μεταφέρθηκαν στη συνέχεια στο νεκροτομείο του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, όπου έλαβαν χώρα νεκροψίες από τους ιατροδικαστές Δρ. Ν.Χ. και Δρ. Α.Π. Τα τραύματα των θυμάτων καθώς και τα ευρήματα των νεκροψιών αναφέρονται με λεπτομέρεια στις εκθέσεις των ιατροδικαστών, Ενδείξεις Β, Γ και Δ. Σύμφωνα με τις πιο πάνω εκθέσεις, ο θάνατος και των τριών θυμάτων οφειλόταν σε εσωτερική αιμορραγία προκληθείσα από νύσσον και τέμνον όργανο.
Ο κατηγορούμενος συνελήφθη το βράδυ της 26.11.15 ενώ αυτός βρισκόταν σε σημείο του δρόμου Λεμεσού - Τροόδους παρά το χωριό Άλασσα, δυνάμει δικαστικού εντάλματος σύλληψης.
Ενώπιον του Δικαστηρίου κατατέθηκε χάρτης στον οποίο αποτυπώνεται η ευρύτερη περιοχή της πλατείας Ηρώων και μεταξύ άλλων οι οδοί Ηπείρου, Ανεξαρτησίας, Ανδρέα Βλάμη και Βραγαδίνου (Τεκμήριο 6) και χάρτης της ευρύτερης περιοχής της σκηνής των αδικημάτων στον οποίο αποτυπώνονται, μεταξύ άλλων, τα σημεία στα οποία εντοπίστηκαν οι σοροί των θυμάτων (Τεκμήριο 7). Κατατέθηκαν επίσης φωτογραφίες της σκηνής που λήφθηκαν από τον Αστ.3xx6 Π.Ε., την 24.11.15 και την 25.11.15 πρόκειται για τα τεκμήρια 1 και 5.
Η όλη πορεία που ακολούθησε ο κατηγορούμενος και τα θύματα έχει σημειωθεί από το ΜΚ1 επί του Τεκμηρίου 10. Τα θύματα και ο κατηγορούμενος ξεκίνησαν πεζοί από την πλατεία Ηρώων, τη διέσχισαν, έφθασαν στην οδό Ανδρέα Δρουσιώτη, στη συνέχεια κινήθηκαν κατά μήκος της οδού Γεώργιου Μαλικίδη και πριν το τέλος της έστριψαν αριστερά στην οδό Παστέρ, (Κυριάκου Οικονόμου) και στη συνέχεια κατευθύνθηκαν δεξιά στην οδό Ηπείρου. Ακολούθως πέρασαν από το στενό πέρασμα του "Κούρου", διασταύρωσαν την οδό Ανεξαρτησίας και εισήλθαν στο στενό που είναι το «Ταβερνάκι του Μπέη» που βρίσκεται στο τέλος του δρόμου. Κατευθύνθηκαν στη συνέχεια στην οδό Ανδρέα Βλάμη όπου ο κατηγορούμενος μαχαίρωσε το πρώτο θύμα, τον Παράσχο Ντορζή. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος πορεύθη νότια της οδού. Το σημείο 2 επί του τεκμηρίου 10 είναι το σημείο όπου εντοπίστηκε το δεύτερο θύμα, ο Αιμίλιος Μιλτιάδους. Στη συνέχεια προχώρησε στην οδό Βραγαδίνου. Στη συμβολή της οδού Βραγαδίνου με την οδό Ανδρέα Βλάμη μαχαίρωσε το τρίτο θύμα, τον Κωνσταντίνο Ντορζή. Ακολούθως ο κατηγορούμενος κατευθύνθηκε ανατολικά, κινήθηκε νότια επί της οδού Ανεξαρτησίας, τη διασταύρωσε και κινούμενος ανατολικά εισήλθε στην οδό Ανδρέα Δρουσιώτη και κατέληξε στην οδό xxx xxx όπου βρισκόταν το υποστατικό του πατέρα του.
Κατατέθηκαν επίσης από κοινού και ως προς την αλήθεια του περιεχομένου τους η γραπτή κατάθεση του Αστ. 2xx4 Κ.Σ. και η γραπτή κατάθεση του Λοχ. 4xx2 Δ. Δ., Ενδείξεις Κ και Λ αντίστοιχα. Ο Αστ. 2xx4, Κ. Σ. μετά από μήνυμα που έλαβε, η ώρα 19:30, ότι υπήρχε αναίσθητο άτομο στην οδό Ανδρέα Βλάμη, πήγε στη σκηνή. Στη σκηνή εντόπισε πέραν του πιο πάνω προσώπου και ένα δεύτερο πρόσωπο σε χώρο στάθμευσης πλησίον. Στην πιο πάνω σκηνή πήγε και ο Λοχ. 4xx2 Δ. Δ. μετά από μήνυμα που έλαβε η ώρα 19:25. Και ο πιο πάνω μάρτυρας εντόπισε τα δύο πιο πάνω πρόσωπα να κείτονται αναίσθητα στο έδαφος.»
Το Κακουργιοδικείο εκδίδοντας την απόφαση του ασχολήθηκε κατ' αρχάς με τη συνοπτική καταγραφή της προφορικής μαρτυρίας από πλευράς Κατηγορούσας Αρχής και στη συνέχεια εκείνης του εφεσίβλητου. Πυρήνας της υπερασπιστικής γραμμής του εφεσίβλητου πρωτόδικα ήταν ότι κατά το χρόνο που επέφερε τα πλήγματα στα θύματα με το μαχαίρι δεν αντιλαμβάνετο τι συνέβαινε και ούτε είχε πρόθεση να τα σκοτώσει.
Το Κακουργιοδικείο αξιολογώντας την ενώπιον του μαρτυρία, περιοριζόμενο στα αμφισβητούμενα σημεία, εφόσον το μεγαλύτερο μέρος της ήταν παραδεκτό από την Υπεράσπιση, αποδέχθηκε τη μαρτυρία των αστυνομικών δηλ. του ΜΚ1, του ΜΚ3 και του ΜΚ5 την οποίαν θεώρησε ως τυπική και μη αμφισβητούμενη. Αποδέχθηκε επίσης τη μαρτυρία των ΜΚ2, ΜΚ4, ΜΚ9, ΜΚ10 και ΜΚ13 που ήσαν αυτόπτες μάρτυρες, εκτός από ορισμένα σημεία που κατέγραψε στην απόφαση του, σημειώνοντας όμως ότι κατ' ουδένα λόγο αυτά δεν έπλητταν την αξιοπιστία τους.
Έκρινε επίσης τη μαρτυρία του ΜΚ6, επίσης αυτόπτη μάρτυρα, ως καθόλα αποδεκτή, εκτός του σημείου που αναφέρετο στη διάρκεια του επεισοδίου που ο μάρτυρας αυτός το καθόρισε σε 20΄ενώ από τη μαρτυρία των ΜΚ10, ΜΚ13, ΜΚ15 και τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα που παρουσίασε ο αστυφύλακας, ΜΚ3, προέκυπτε ότι διήρκεσε λιγότερο από 15΄. Αυτόπτη μάρτυρα θεώρησε επίσης και το ΜΚ15, τη μαρτυρία του οποίου αποδέχθηκε ως θετική και με συνοχή και ότι περιέγραψε το επεισόδιο από την ώρα που ξεκίνησε μέχρι το τέλος του. Αποδέχθηκε επίσης τη μαρτυρία του ΜΚ14 καθώς και των ιατροδικαστών Ν.X. (ΜΚ7) και της Α.Π. (ΜΚ8), τους οποίους έκρινε εμπειρογνώμονες σε θέματα της ειδικότητας τους, σημειώνοντας ότι η μαρτυρία τους δεν είχε αμφισβητηθεί. Από τη μαρτυρία της ΜΚ12, συμβίας ενός εκ των θυμάτων, του Παράσχου Ντορζή, απέρριψε μόνο το μέρος εκείνο που αναφέρετο στο ότι ο εφεσίβλητος της είχε κάμει αίτημα φιλίας στο facebook. Από τη μαρτυρία της ΜΚ11 το Κακουργιοδικείο δέχθηκε μόνο ότι διατηρούσε δεσμό με τον εφεσίβλητο που περιορίζετο μόνο σε ερωτικές επαφές χωρίς τη συνύπαρξη αισθημάτων αγάπης και αλληλοεκτίμησης και ότι επικοινωνούσε με τα αδέλφια Ντορζή μέσω facebook και τηλεφωνικώς.
Σ' ό,τι αφορά τη μαρτυρία του εφεσίβλητου, ο οποίος υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασης του τις δύο γραπτές καταθέσεις του στην Αστυνομία, που κρίθηκε ότι περιείχαν στοιχεία ενοχοποιητικά αλλά και άλλα που έτειναν να δικαιολογήσουν τις πράξεις του, το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε ότι ουσιαστικά το περιεχόμενο τους δεν είχε αμφισβητηθεί από πλευράς Κατηγορούσας Αρχής παρά μόνο κάποιοι ισχυρισμοί του εφεσίβλητου που αφορούσαν σε γεγονότα που διαδραματίστηκαν στις 25/11/2015 και στο ότι δεν ζήλευε τη ΜΚ11 με την οποίαν διατηρούσε ερωτικό δεσμό. Απέρριψε επίσης την εκδοχή του ότι όταν έφτασαν τα αδέλφια Ντορζή στην ταβέρνα του πατέρα του, ο ίδιος ήδη κρατούσε στα χέρια του το μαχαίρι και έκοβε κρέας. Την ίδια, απορριπτική, αντιμετώπιση έτυχαν και άλλοι ισχυρισμοί του, όπως ότι κατά το χρόνο που βρισκόταν στο χώρο στάθμευσης μαζί με τα θύματα οι τελευταίοι του έριχναν «κούκους», ότι ο Παράσχος Ντορζής του έριξε ένα «stool», ότι στη συνέχεια τον κτυπούσαν και τα άλλα δύο θύματα και ότι το θύμα, Αιμίλιος Μιλτιάδους, λίγο πριν μαχαιρωθεί του έριξε ένα κώνο.
Το Κακουργιοδικείο παρέθεσε στη συνέχεια το περιεχόμενο της έκθεσης του Ψυχίατρου Δρ. Λ.Σ. (Τεκμήριο 15), που κατατέθηκε ως παραδεκτό γεγονός και αναφέρετο στην περιγραφή της εξωτερικής κατάστασης του εφεσιβλήτου καθώς και της εσωτερικής του ψυχοσύνθεσης, που παραθέτουμε κατωτέρω αυτούσιο:
«Πρόκειται για νέο άνδρα, ψηλό, γυμνασμένο, με φυσιολογική εξωτερική εμφάνιση και καλή αυτοφροντίδα. Ήρεμος και συνεργάσιμος κατά την εξέταση. Αντιλαμβάνεται πλήρως και απαντά με ακρίβεια και σαφήνεια στις ερωτήσεις. Είναι πλήρως προσανατολισμένος σε χώρο, χρόνο, πρόσωπα, εαυτό. Δεν παρουσιάζει στοιχεία ψυχωσικής διαταραχής, όπως παραισθήσεις, ψευδαισθήσεις, παρανοϊκή σκέψη. Χωρίς διαταραχή του συναισθήματος. Δεν διαπιστώνεται κλινικά σημαντική ψυχική διαταραχή. Ακέραιη κριτική ικανότητα. Νοημοσύνη μέσα στα πλαίσια του φυσιολογικού. Καπνίζει πολύ, Δεν πίνει αλκοόλ. Χωρίς χρήση ναρκωτικών ουσιών, εκτός από σποραδική χρήση χόρτου, όπως αναφέρει. Χωρίς σοβαρά προβλήματα με το νόμο πριν το τριπλό φονικό. Αναφέρει ότι τα μοναδικά προβλήματα με την αστυνομία ήταν για απλούς καβγάδες στα πλαίσια της δουλειάς του στην ταβέρνα. Δεν προκύπτουν στοιχεία σοβαρής ψυχικής διαταραχής. Να σημειωθεί ότι, στα πλαίσια της εντατικής ενασχόλησής του με τη γυμναστική μέσα σε γυμναστήρια, ο ίδιος αναφέρει συστηματική λήψη αναβολικών με ενδομυικές ενέσεις. Ειδικότερα, αναφέρει ότι λάμβανε τις αναβολικές ουσίες Drostanolone Enanthate και Winstrol (Stanozolol) με σκοπό την αύξηση των αθλητικών επιδόσεων. Προσωπικότητα με στοιχεία αντικοινωνικά και ναρκισσιστικά, χωρίς όμως να φτάνουν σε σημείο που να επηρεάζουν τη λειτουργικότητα του και χωρίς να χρήζουν κλινικής παρέμβασης. Χωρίς ψυχιατρικό ιστορικό, χωρίς λήψη ψυχοφαρμάκων, χωρίς ιστορικό νοσηλείας σε ψυχιατρική κλινική.»
Ενόψει της πιο πάνω αξιολόγησης, το Κακουργιοδικείο προέβη στα εξής ευρήματα τα οποία, παρά τη μεγάλη έκταση που καταλαμβάνουν στην απόφαση, κρίνουμε σκόπιμο να τα παραθέσουμε αυτούσια για σκοπούς καλύτερης κατανόησης του τι προηγήθηκε της φόνευσης των θυμάτων και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτή διαπράχθηκε:
«Η Μ.Κ., ΜΚ11, γνωρίστηκε με τον κατηγορούμενο τον Αύγουστο του 2015 μέσω του facebook. Μετά από λίγες μέρες συναντήθηκαν στη Λάρνακα και το ίδιο βράδυ είχαν ολοκληρωμένες σεξουαλικές σχέσεις. Έκτοτε συναντιόντουσαν είτε στη Λάρνακα, είτε στη Λεμεσό. Μερικές εβδομάδες πριν το επίδικο επεισόδιο η ΜΚ11 έστειλε μέσω facebook κάποιες φωτογραφίες της στον Κωνσταντίνο Ντορζή. Μέσω του facebook ανέφερε στον τελευταίο ότι τα σημάδια που φαίνονταν στις φωτογραφίες ήταν σημάδια από τα κτυπήματα που δέχθηκε από τον κατηγορούμενο. Μετά την αποστολή των πιο πάνω μηνυμάτων η μάρτυρας τηλεφώνησε στον Κωνσταντίνο Ντορζή, αυτός όμως δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί τι του έλεγε. Μίλησε στη συνέχεια με τον αδελφό του Κωνσταντίνου, τον Παράσχο και κατήγγειλε σε αυτόν ότι ο κατηγορούμενος την είχε κτυπήσει, τον προειδοποίησε παράλληλα ότι ο κατηγορούμενος απειλούσε συνεχώς ότι θα έκανε κακό στον ίδιο και στα αδέλφια του. Ο Παράσχος Ντορζής της είπε τότε "Tώρα να έρτει τζιαι σάζω τον. Εν να τον σπάσω που το ξύλο". Στη συνέχεια η μάρτυρας τηλεφώνησε στον κατηγορούμενο και τον πληροφόρησε για την επικοινωνία που είχε με τον Κωνσταντίνο και τον Παράσχο.
Ο κατηγορούμενος γνώριζε τον Κωνσταντίνο Ντορζή μόνο εξ όψεως, ήταν φίλος του στο facebook, δεν είχαν όμως μεταξύ τους οποιαδήποτε άλλη σχέση. Με τα άλλα δύο θύματα, ήτοι τον Παράσχο Ντορζή και τον Αιμίλιο Μιλτιάδους δεν είχε οποιαδήποτε σχέση, δεν τους γνώριζε καν εξ όψεως.
Ο κατηγορούμενος και ο Κωνσταντίνος Ντορζής μίλησαν στο τηλέφωνο τηλεφωνικώς. Κατά την τηλεφωνική τους επικοινωνία ο Κωνσταντίνος ανέφερε στον κατηγορούμενο ότι η ΜΚ11 του είχε παραπονεθεί ότι αυτός, ήτοι ο κατηγορούμενος, την κτυπούσε. Του είπε επίσης ότι η ΜΚ11 του είχε στείλει και φωτογραφία στην οποία φαινόταν ότι ήταν κτυπημένη και στη συνέχεια του ζήτησε να σταματήσει να την κτυπά. Κατά την τηλεφωνική τους επικοινωνία συζήτησαν έντονα, ο Κωνσταντίνος Ντορζής απείλησε τον κατηγορούμενο ότι θα τον έδερναν. Η ένταση που δημιουργήθηκε καταλάγιασε όταν επενέβη ο πατέρας του κατηγορουμένου, ο οποίος μίλησε στον πατέρα του Κωνσταντίνου.
Την 24.11.2015, ημέρα που έγινε το επεισόδιο ο Κωνσταντίνος Ντορζής επικοινώνησε εκ νέου με τον κατηγορούμενο και του ζήτησε εξηγήσεις γιατί είχε στείλει στη συμβία του αδελφού του, του Παράσχου, ήτοι στη ΜΚ12, μήνυμα με το οποίο της ζητούσε να γίνουν φίλοι στο facebook. Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε ότι είχε αποστείλει το πιο πάνω μήνυμα. Κατά την τηλεφωνική επικοινωνία που είχαν ο Κωνσταντίνος είπε, μεταξύ άλλων, στον κατηγορούμενο "εν αντρέπεσαι ρε στέλλεις μηνύματα φιλίας στη γυναίκα του αρφού μου;" και "ποια θα γαμήσεις, την κοπελλούα του αρφού μου ρε;". Στη συνέχεια ο Κωνσταντίνος ενημέρωσε τον αδελφό του, Παράσχο, για τη συνομιλία που είχε στο τηλέφωνο με τον κατηγορούμενο και του ζήτησε να πάνε να τον βρουν. Όταν ο Παράσχος και ο Κωνσταντίνος έφευγαν από το σπίτι ήταν εκνευρισμένοι. Τόσο η μητέρα των δύο νεαρών όσο και η συμβία του Παράσχου, ΜΚ12, τους ζήτησαν να μην πάνε αλλά οι εκκλήσεις τους δεν εισακούστηκαν.
Λίγη ώρα αργότερα ο Παράσχος Ντορζής τηλεφώνησε του κατηγορουμένου και του ζήτησε οδηγίες πώς να πάει στην ταβέρνα του πατέρα του. Ενώ μιλούσαν στο τηλέφωνο ο κατηγορούμενος είδε τα τρία θύματα, ήτοι τον Παράσχο Ντορζή, τον Κωνσταντίνο Ντορζή και τον Αιμίλιο Μιλτιάδους, βρισκόντουσαν κοντά σε κάποιο "άγαλμα" που ήταν στην περιοχή και τους "ένεψε" να πλησιάσουν. Με βάση τη μαρτυρία του ΜΚ3, Αστ. 3xx4 Α. Κ., που κατέθεσε σε σχέση με τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα το τηλεφώνημα έγινε η ώρα 19:16 και διήρκησε 56 δευτερόλεπτα.
Τα τρία θύματα, ήτοι ο Κωνσταντίνος και ο Παράσχος Ντορζής μαζί με τον Αιμίλιο Μιλτιάδους διέσχισαν το κεντρικό μέρος της πλατείας και κατέληξαν έξω από την ταβέρνα του πατέρα του κατηγορουμένου, Α. Κ.. Στην ταβέρνα τη δεδομένη στιγμή υπήρχαν πελάτες. Δύο εκ των τριών νεαρών πήραν χαμηλά μεταλλικά καθίσματα που βρισκόντουσαν έξω από κάποιο εστιατόριο και άρχισαν να φωνάζουν. Ταυτόχρονα ακούστηκε θόρυβος από σπασίματα γυαλιών. Η φασαρία αυτή κράτησε μισό λεπτό περίπου. Αμέσως μετά ο Α.Κ., πατέρας του κατηγορουμένου, φώναξε "Εν να μου σπάσετε το μαγαζί". Σημειώνουμε ότι ο Α.Κ. και ο Α.Λ. είναι το ίδιο πρόσωπο. Οι τρεις νεαροί συνέχισαν να φωνάζουν, έβριζαν και απειλούσαν ότι θα έσπαζαν τη συγκεκριμένη ταβέρνα . Ο Α.Κ. στεκόταν εκεί και τους άκουγε, σε απόσταση 3-4 μέτρων. Ξαφνικά εμφανίστηκε μέσα από την ταβέρνα ο κατηγορούμενος ο οποίος τους προκαλούσε να πάνε κοντά του, λέγοντας τους "εάν είχαν κότσια" και "ελάτε πούτοι". Σε κάποια στιγμή ο κατηγορούμενος κτύπησε τον Παράσχο Ντορζή, του έδωσε μια μπουνιά στο πρόσωπο και αυτός έπεσε κάτω. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος πήγε να πάρει μια παραγγελία από κάποιους πελάτες, οι τρεις νεαροί παρέμειναν στο χώρο και του φώναζαν, "έλα έξω" και "μπασταρτόπαιδο γαμώ τη μάνα που σε έσπειρε".
Ο κατηγορούμενος πήρε τότε ένα μαχαίρι και έτρεξε προς τα έξω. Αμέσως οι τρεις νεαροί άρχισαν να υποχωρούν και φώναζαν στον κατηγορούμενο "άηστο μαχαίρι". Ο κατηγορούμενος τους είπε τότε "αφήστε τις καρέκλες και να συζητήσουμε". Οι τρεις νεαροί περπατώντας πίσω-πίσω κατευθύνθηκαν προς το δρόμο που βρίσκεται παραπλεύρως του μπαρ "MIPO". Εκεί ο Π.Α., ΜΚ15, είπε στον κατηγορούμενο "ασ' τους μαλάκες" και του έγνεψε να αφήσει το μαχαίρι. Αυτός του απάντησε "ξέρω το" συνέχισε όμως να ακολουθεί τους τρεις νεαρούς, κρατώντας το μαχαίρι. Οι τρεις νεαροί συνέχισαν να φωνάζουν και ο κατηγορούμενος τους έλεγε "είστε εσείς άνθρωποι να μου σπάσετε το μαγαζί;". Ο κατηγορούμενος τους έλεγε να αφήσουν τα αντικείμενα που κρατούσαν και να συζητήσουν και οι τρεις νεαροί του ζητούσαν να αφήσει εκείνος το μαχαίρι. Σε παρόμοιες προτροπές προέβαινε και ο πατέρας του κατηγορουμένου, Α.Κ. ως επίσης ο Π.Α., ΜΚ15, που είχε ακολουθήσει την πιο πάνω ομάδα.
Η πιο πάνω ομάδα, ήτοι τα θύματα και ο κατηγορούμενος, ακολουθούμενοι από τον πατέρα του τελευταίου και το ΜΚ15, προχώρησε και σταμάτησε κοντά στο τυπογραφείο του "Κούλη" που βρισκόταν στην οδό Γ. Μαλικίδη, φωνασκώντας. Εκεί ο κατηγορούμενος ζήτησε από τα θύματα εκ νέου να αφήσουν τα πράγματα που κρατούσαν στα χέρια τους και να συζητήσουν, αυτοί επέμεναν όμως όπως αυτός αφήσει το μαχαίρι. Κανένας δεν υποχώρησε και συνέχισαν να "ουρλιάζουν". O κατηγορούμενος αμέσως μετά άρχισε να τους καταδιώκει. Τους έτρεχε όλους από πίσω και αυτοί έτρεχαν να σωθούν ενώ ο ΜΚ15 και ο πατέρας του κατηγορούμενου τους ακολουθούσαν. Από το τυπογραφείο του "Κούλη" κατευθύνθηκαν όλοι ευθεία βόρεια, έστριψαν αριστερά από το καφενείο του "Κασάπη", με κατεύθυνση την οδό Ανεξαρτησίας. Όλοι οι πιο πάνω εμπλεκόμενοι έκαναν ολιγόλεπτη στάση στο δημοτικό χώρο στάθμευσης στην οδό Ηπείρου. Ενώ βρισκόντουσαν στην οδό Ηπείρου συνέχισαν να φωνάζουν και να συζητούν δυνατά μεταξύ τους. Σε κάποιο σημείο ο πατέρας του κατηγορουμένου και ο ΜΚ15 φώναξαν στον κατηγορούμενο να αφήσει το μαχαίρι, ο κατηγορούμενος σταμάτησε, γύρισε προς το μέρος τους και τους έδειξε ότι δεν κρατούσε μαχαίρι αφού το είχε κρύψει στο παντελόνι του. Άνοιξε τα χέρια του και τους είπε "Θωρείς με; Εν βαστώ τίποτε", σχηματίζοντας το σχήμα του σταυρού με το κορμί του και τα χέρια του.
Τα τρία θύματα διασταύρωσαν εν τω μεταξύ την οδό Ανεξαρτησίας και ο κατηγορούμενος άρχισε ξανά να τους καταδιώκει, τρέχοντας. Τους ακολουθούσαν ο πατέρας του κατηγορούμενου, ο ΜΚ6 με το ποδήλατο και ο ΜΚ15. Παρενθετικά αναφέρουμε ότι ο ΜΚ6 άρχισε να τους ακολουθεί από το μπαρ "MIPO". Η οδός Ανεξαρτησίας είχε πολύ κόσμο εκείνη την ώρα. Η καταδίωξη από την οδό Ανεξαρτησίας συνεχίστηκε μέχρι το ύψος της ταβέρνας του "Μπέη", όπου υπάρχει ένα στενό δρομάκι, δίπλα από το Διοικητήριο, στη βόρεια μεριά του. Τα τρία θύματα ήταν σε κοντινή απόσταση από τον κατηγορούμενο, 4-5 μέτρα περίπου.
Σε κάποια στιγμή, ενώ ο Παράσχος Ντορζής βρισκόταν στη δεξιά πίσω γωνία του Διοικητηρίου, προσπάθησε να διαφύγει από τον κατηγορούμενο που τον είχε πλησιάσει, τρέχοντας πίσω-πίσω. Στην προσπάθεια του αυτή προσέκρουσε σε ένα άσπρο σταθμευμένο όχημα και έμεινε ακίνητος. Ο κατηγορούμενος τον έπιασε από το στήθος και με δύναμη τον κτύπησε στο άσπρο αυτοκίνητο. Τον ξανατράβηξε πίσω και του έδωσε μια γροθιά και ο Παράσχος Ντορζής έπεσε στο έδαφος. Ο Α. Κ. ζήτησε από το γιο του, ήτοι τον κατηγορούμενο να τον αφήσει, αυτός όμως δεν συμμορφώθηκε με την πιο πάνω έκκληση. Ο Παράσχος Ντορζής σηκώθηκε από το έδαφος και προσπάθησε να διαφύγει, κάλυψε απόσταση 5-6 μέτρων και ξαναέπεσε στο έδαφος. Ο κατηγορούμενος τον κλώτσησε στο πόδι, ενώ βρισκόταν στο έδαφος και στη συνέχεια τον μαχαίρωσε με το μαχαίρι που κρατούσε, δύο φορές στο σημείο της καρδιάς. Το θύμα σωριάστηκε στο έδαφος και ο κατηγορούμενος συνέχισε να τον κλωτσά.
Ο κατηγορούμενος καταδίωξε στη συνέχεια τους υπολοίπους. Ο Αιμίλιος Μιλτιάδους, ενώ βρισκόταν στην οδό Ανδρέα Βλάμη, έπεσε στο έδαφος. Το θύμα του ζήτησε να σταματήσει, λέγοντας του "σταμάτα σε παρακαλώ", ο κατηγορούμενος όμως τον πλησίασε και άρχισε να τον κλωτσά και να τον κτυπά ενώ το θύμα βρισκόταν στο έδαφος. Τον μαχαίρωσε στο πρόσωπο και σε διάφορα σημεία του σώματος του. Τον πάτησε στο κεφάλι και απομακρύνθηκε. Το θύμα έφερε τρία τραύματα που προκλήθηκαν με μαχαίρι. Ο θάνατος του θύματος προκλήθηκε από το τραύμα διαστάσεων 2,6 Χ 1 εκ. που εντοπίστηκε στην αριστερή δελτοειδή χώρα του θύματος.
Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος καταδίωξε τον Κωνσταντίνο Ντορζή. Ο τελευταίος στην προσπάθεια του να διαφύγει, σκόνταψε πάνω σε ανθώνες που βρισκόντουσαν στην γωνία των οδών Ανδρέα Βλάμη και Βραγαδίνου στους ανθώνες και έπεσε στο έδαφος. Ο κατηγορούμενος τότε τον μαχαίρωσε στην καρδιά, τραυματισμός που επέφερε και το θάνατο του θύματος. Το θύμα έφερε επίσης δύο τραύματα στο πρόσωπο.
Ακολούθως και συγκεκριμένα η ώρα 19:26 το τηλέφωνο του Κωνσταντίνου Ντορζή έλαβε κλήση από το τηλέφωνο του πατέρα του. Ο κατηγορούμενος απάντησε την κλήση και είπε στο xxx Ντορζή, πατέρα του θύματος, "είσαι ευχαριστημένος με τούτον που έγινε;". O xxx Ντορζής τον ρώτησε τι είχε γίνει και ο κατηγορούμενος του ζήτησε να πάει "να τους συνάξει καθότι τους έκαμε μαύρους που το ξύλο και να περάσει που το μαγαζί να πιάσει το τηλέφωνό του". O κατηγορούμενος στη συνέχεια με γρήγορο βηματισμό διασταύρωσε την οδό Ανεξαρτησίας, έχοντας το μαχαίρι μέσα στο παντελόνι του. Έστριψε εκεί που βρισκόταν το κατάστημα "ZARA" και πέταξε το μαχαίρι μέσα σε κάλαθο σκουπιδιών. Όταν έφτασε στο μαγαζί του πατέρα του, λίγα λεπτά αργότερα πήγε εκεί η μητέρα των δύο θυμάτων, του Παράσχου και του Κωνσταντίνου Ντορζή, για να παραλάβει το τηλέφωνο του Κωνσταντίνου. Ο κατηγορούμενος της το παρέδωσε αφού προηγήθηκε τηλεφώνημα της μητέρας στο τηλέφωνο του Κωνσταντίνου. Ο κατηγορούμενος απάντησε την κλήση και είπε στη μητέρα του θύματος "κυρία μου έλα εγίνηκε μια φασαρία, έλα να πιάσεις το τηλέφωνο που το μαγαζί". Ο κατηγορούμενος εξήλθε από το μαγαζί, έδωσε το τηλέφωνο στη μητέρα των θυμάτων, αυτή το πήρε χωρίς να του πει ο,τιδήποτε και έφυγε. Ο κατηγορούμενος εξυπηρέτησε κάποιους πελάτες που βρισκόντουσαν στο μαγαζί και στη συνέχεια έφυγε και συναντήθηκε με το φίλο του Σ.Σ.. Ο Σ.Σ. μαζί με ένα τρίτο πρόσωπο, τον Αντώνη, μετέφεραν τον κατηγορούμενο στο οδόφραγμα της Πύλας. Η αρχική πρόθεση του κατηγορουμένου ήταν να διαφύγει στα κατεχόμενα. Όταν έφτασε στο οδόφραγμα, ο κατηγορούμενος σκέφθηκε τους γονείς του και τα παιδιά του και αποφάσισε να επιστρέψει πίσω. Ο Αντώνης προσπάθησε να τον μεταπείσει αλλά ο κατηγορούμενος ήταν ανένδοτος. Ακολούθως ο Αντώνης τον οδήγησε σε ένα σπίτι στο χωριό Λάνια, το οποίο ήταν εγκαταλελειμμένο. Ο κατηγορούμενος παρέμεινε εκεί μέχρι την 26.11.2015. Στη συνέχεια έφυγε από το σπίτι και άρχισε να περπατά προς το χωριό Άλασσα. Πρόθεσή του ήταν να πάει στο σπίτι του να δει τα παιδιά του και στη συνέχεια να πάει στην Αστυνομία να παραδοθεί. Ο κατηγορούμενος συνελήφθη την ίδια ημέρα και ώρα 20:05 ενώ κατευθυνόταν πεζός προς τη Λεμεσό, στον κύριο δρόμο Λεμεσού - Πλατρών, παρά την Άλασσα.
Σε σχέση με το χρόνο που διήρκησε το όλο επεισόδιο αντλήσαμε καθοδήγηση από τη μαρτυρία της Ζ.Κ., ΜΚ13, της Π.Ν., ΜΚ10 και της M.G., MK2.
Οι ΜΚ13 και ΜΚ10 αμφότερες ανέφεραν ότι από τη στιγμή που ακούστηκαν οι φωνές μέχρι που επέστρεψε ο κατηγορούμενος στην πλατεία, πέρασαν 15 λεπτά περίπου. Υπενθυμίζουμε ότι και οι δύο μάρτυρες καθόντουσαν κατά τον επίδικο χρόνο σε καφέ στην πλατεία, είδαν τον καυγά που εκτυλίχθηκε μεταξύ των τριών θυμάτων και του κατηγορουμένου και τους είδαν στη συνέχεια να απομακρύνονται όλοι μαζί ακολουθούμενοι από τον Α.Κ.. Η M.G., MK2, υπάλληλος στο "MIPO" είπε ότι ο Π. Α., ΜΚ15, επέστρεψε στο μαγαζί του μετά από 15-20 λεπτά. Αν λάβουμε υπόψη ότι ο ΜΚ15 παρέμεινε στη σκηνή αρκετή ώρα μετά τη θανάτωση των θυμάτων και προσπάθησε να παρέχει σε δύο εξ αυτών τις πρώτες βοήθειες, καταλήγουμε ότι ο χρόνος που διέρρευσε από την ώρα που όλοι οι εμπλεκόμενοι απομακρύνθηκαν από την πλατεία μέχρι και τη θανάτωση των τριών θυμάτων ήταν πολύ μικρός.
Η πιο πάνω κατάληξή μας ενισχύεται από τη μαρτυρία που προσκόμισε η Κατηγορούσα Αρχή και συγκεκριμένα από τη μαρτυρία του Α.Κ., ΜΚ3, η οποία δεν αμφισβητήθηκε.
Με βάση την πιο πάνω μαρτυρία, η τελευταία φορά που ο Κωνσταντίνος Ντορζής τηλεφώνησε προς τον κατηγορούμενο ήταν η ώρα 19:16 και διήρκησε 56 δευτερόλεπτα. Πρόκειται για το τηλεφώνημα που έγινε ενώ τα θύματα ήδη βρισκόντουσαν στην πλατεία Ηρώων. Αναφορά στο πιο πάνω τηλεφώνημα έγινε και από τον κατηγορούμενο. Το τηλεφώνημα έγινε ελάχιστη ώρα πριν τα θύματα συναντηθούν με τον κατηγορούμενο και αρχίσει η διένεξη. Λίγα λεπτά αργότερα και συγκεκριμένα η ώρα 19:26, το τηλέφωνο του Κωνσταντίνου Ντορζή έλαβε κλήση από τον πατέρα του θύματος, η οποία απαντήθηκε, με βάση την αναντίλεκτη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον μας, από τον κατηγορούμενο, μετά που αυτός μαχαίρωσε τα τρία θύματα.
Με βάση τα πιο πάνω τηλεπικοινωνιακά δεδομένα προκύπτει ότι το όλο συμβάν διήρκησε 10 περίπου λεπτά.»
Στη βάση των πιο πάνω ευρημάτων του το Κακουργιοδικείο με αναφορά σε νομολογία (βλ. Ονησίλλου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 556, Georghios Aristidou v. The Republic (1967) 2 C.L.R. 43, R. v. Shaban 8 C.L.R. 82, Andreas Anastassiades v. The Republic (1977) 2 C.L.R. 97, Γιουρούκκης ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 402 και Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2012) 2 Α.Α.Δ. 370) ως προς τη προμελέτη, στοιχείο που θεώρησε ότι διακρίνει το αδίκημα του φόνου εκ προμελέτης στη βάση του άρθρου 203 του ΚΕΦ. 154 απ' εκείνο της ανθρωποκτονίας δυνάμει του άρθρου 205, έκρινε στη συνέχεια ότι η προμελέτη δεν υποστηρίζετο και ούτε μπορούσε να εξαχθεί από τα ενώπιον του γεγονότα. Κατέληξε δε ότι η θανάτωση των τριών θυμάτων «δεν ήταν αποτέλεσμα προμελέτης εκ μέρους του κατηγορούμενου, αλλά απόρροια της συναισθηματικής έντονης φόρτισης η οποία του προκλήθηκε λόγω των γεγονότων που άρχισαν στην ταβέρνα του πατέρα του και συνεχίστηκαν με μία ταχύτατη αλληλουχία, δυστυχώς μέχρι την τελική τραγική κατάληξη τους»
Μετά την πιο πάνω διαπίστωση έκρινε ότι είχαν αποδειχθεί τα αδικήματα της ανθρωποκτονίας κατά παράβαση του άρθρου 205 του Ποινικού Κώδικα, για τα οποία καταδίκασε τον εφεσίβλητο στις συντρέχουσες ποινές φυλάκισης των 35 χρόνων στην κάθε κατηγορία. Σημειώνεται ότι το ύψος της ποινής φυλάκισης προσβάλλεται από τον εφεσίβλητο, ως έκδηλα υπερβολικό, με την Έφεση Αρ. 136/2017 η οποία συνεκδικάστηκε με την έφεση που καταχωρήθηκε από πλευράς Γενικού Εισαγγελέα.
Πυρήνας της επιχειρηματολογίας του δικηγόρου του εφεσείοντα στο διάγραμμα αγόρευσης του την οποία στήριξε κυρίως σε Αγγλική νομολογία, είναι ότι το Κακουργιοδικείο δεν εφάρμοσε τα κριτήρια του άρθρου 208 του Ποινικού Κώδικα, δηλαδή δεν εξέτασε αν πράγματι ο εφεσίβλητος απώλεσε τον αυτοέλεγχο του, αν η συμπεριφορά των θυμάτων μπορούσε να οδηγήσει τον μέσο συνετό άνθρωπο σε απώλεια του αυτοελέγχου του και κατά πόσο ο άνθρωπος αυτός θα αντιδρούσε με τον ίδιο τρόπο όπως ο εφεσίβλητος και τέλος αν σε κάποια στιγμή πριν τη φόνευση ο τελευταίος ανέκτησε τον έλεγχο των πράξεων του. Στήριξε τις εισηγήσεις του στο ότι ο εφεσίβλητος διατηρούσε πλήρη αντίληψη των πράξεων του και του ελέγχου του μυαλού καθώς και των κινήσεων της όλης συμπεριφοράς του που ξεκίνησε με την αρπαγή του μαχαιριού από την κουζίνα της ταβέρνας του πατέρα του και συνέχισε να έχει πλήρη αντίληψη καθόλη την απόσταση των 511 μέτρων που ακολούθησε τα θύματα για περίπου 10΄ - 15΄. Σημειώνει ότι σε κάποιο στάδιο ενώ τους ακολουθούσε έκαμε μεταβολή προς την αντίθετη κατεύθυνση αλλά μετά πάροδο δευτερολέπτων επέστρεψε και συνέχισε να ακολουθεί τα θύματα του περπατώντας. Όταν κλήθηκε από τον πατέρα του να αφήσει το μαχαίρι το έκρυψε μέσα στο παντελόνι του και γυρίζοντας προς τον πατέρα του και τον ΜΚ15 που τον ακολούθησαν σε όλη τη διαδρομή τους φώναξε «δεν κρατώ τίποτε» σηκώνοντας τα χέρια του ψηλά. Αυτά μαρτύρησαν η ΜΚ9, ο ΜΚ6 αλλά και ο ίδιος ο εφεσίβλητος κατά την αντεξέταση του. Με τη στάση του αυτή, σύμφωνα με το δικηγόρο, σταμάτησε η αλληλουχία των γεγονότων που ξεκίνησαν από την πλατεία Ηρώων και άρχισε μια νέα πορεία γεγονότων. Τονίζει στο διάγραμμα αγόρευσης του τις δύο παύσεις στην πορεία του εφεσίβλητου ακολουθώντας τα θύματα του, κατά τις οποίες είχε πλήρη έλεγχο του εαυτού του όπου, σύμφωνα με τους αυτόπτες μάρτυρες, φαινόταν ήρεμος.
Στο σημείο αυτό κρίνουμε σκόπιμο όπως καταγράψουμε αυτούσια τα στοιχεία που ώθησαν το Κακουργιοδικείο στη διαπίστωση του ότι δεν υπήρξε από πλευράς εφεσίβλητου προμελέτη στη φόνευση των θυμάτων:
«Είναι γεγονός ότι οι μάρτυρες που ήταν παρόντες κατά το επεισόδιο ανέφεραν ότι ο κατηγορούμενος φαινόταν "ήρεμος", το γεγονός όμως ότι εξωτερικά φαινόταν "ήρεμος" δεν εξυπακούει ότι ήταν σε θέση, κατά τη δεδομένη στιγμή να σκεφτεί λογικά και να ασκήσει αυτοέλεγχο. Οι πράξεις του δε, η αρπαγή και μεταφορά του μαχαιριού και η καταδίωξη των θυμάτων στην πλατεία Ηρώων μπροστά από τα έκπληκτα μάτια των θαμώνων των κέντρων αναψυχής που βρισκόντουσαν εκεί, χωρίς να προσπαθήσει να αποκρύψει την ταυτότητα του και ακολούθως σε πολυσύχναστους δρόμους στο κέντρο της Λεμεσού και η θανάτωση τους στην παρουσία μαρτύρων, δεικνύει ότι όχι μόνο δεν ήταν σε θέση να σκεφτεί ψύχραιμα αλλά ότι ήταν εκτός ελέγχου. Υπενθυμίζουμε ότι με βάση τη μαρτυρία που η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε ενώπιον του Δικαστηρίου, η οποία παρέμεινε αδιαμφισβήτητη και αναντίλεκτη και αποτελεί μέρος των ευρημάτων μας, η γενεσιουργός αιτία της συναισθηματικής φόρτισης του κατηγορουμένου ήταν το επεισόδιο που προκλήθηκε από τα τρία θύματα έξω από την ταβέρνα του πατέρα του. Η ένταση που δημιουργήθηκε μεταξύ των θυμάτων και του κατηγορουμένου συνεχίσθηκε μέχρι τέλος, μέχρι τη θανάτωση και των τριών θυμάτων. Συνακόλουθα δεν συμφωνούμε ότι οι συνθήκες συμπεριλαμβανομένου και του χρόνου που μεσολάβησε από την έναρξη του επεισοδίου μέχρι και την τραγική κατάληξη ήταν τέτοιες που επέτρεπαν στον κατηγορούμενο να αναλογιστεί με ψύχραιμο τρόπο το αποτέλεσμα των πράξεων του. Το πιο πάνω εύρημά μας υποστηρίζεται και από τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν αργότερα. Υπενθυμίζουμε ότι ο κατηγορούμενος μετά που μαχαίρωσε τα τρία θύματα δεν έτρεξε να διαφύγει, να κρυφτεί αλλά απάντησε τις κλήσεις που έγιναν στο τηλέφωνο του Κωνσταντίνου Ντορζή από τους γονείς του τελευταίου και στη συνέχεια επέστρεψε στην ταβέρνα του πατέρα του και συνέχισε να εργάζεται, ωσάν να μην είχε συμβεί ο,τιδήποτε. Ακόμη ουδεμία μαρτυρία έχει τεθεί ενώπιον μας ότι ο κατηγορούμενος είχε προγραμματίσει τη συνάντηση με τα τρία θύματα, αντιθέτως από τη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον μας προκύπτει ότι η μοιραία συνάντηση που στοίχισε τη ζωή τριών νεαρών διευθετήθηκε λίγη μόνο ώρα πριν το επίδικο συμβάν. Πέραν τούτου από την ενώπιον μας μαρτυρία προκύπτει ότι δεν είχε εκ των προτέρων επιλέξει να χρησιμοποιήσει μαχαίρι, το μαχαίρι βρισκόταν στο χώρον, επρόκειτο για κουζινομάχαιρο που το άρπαξε βγαίνοντας από το μαγαζί.
Ο τρόπος που ο κατηγορούμενος εκτέλεσε και τα τρία θύματα ήταν αναμφιβόλως βίαιος, το γεγονός αυτό όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αποδεικνύει ότι οι ενέργειες του ήταν προμελετημένες αλλά είναι ενδεικτικό της έντασης του θυμού του και του εκνευρισμού του. Ο θυμός και ο εκνευρισμός που είχε καταβάλει τον κατηγορούμενο και η συναισθηματική φόρτιση που του προκλήθηκε ήταν τόσο μεγάλα που τον εμπόδιζαν να σκεφτεί καθαρά, να αναλογιστεί τις συνέπειες των πράξεων του και να αποστεί από την εκτέλεση της απόφασής του. Υπενθυμίζουμε ότι το έναυσμα της αντιπαράθεσης των τριών νεαρών και του κατηγορουμένου, που οδήγησε τελικά στη φόνευση τους ήταν ένα ασήμαντο συμβάν, ένα μήνυμα/κάλεσμα φιλίας στο facebook. Επισημαίνουμε όμως ότι είναι κοινή θέση και των δύο πλευρών πως ο κατηγορούμενος αποφάσισε να επιφέρει το θάνατο στα τρία θύματα, σε κάποια χρονική στιγμή μετά την άφιξη των τελευταίων στην ταβέρνα του πατέρα του κατηγορουμένου και όχι νωρίτερα. Δεν υπήρξε εξάλλου εισήγηση εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής ότι υπήρξε προσχεδιασμός εκ μέρους του κατηγορουμένου για τη θανάτωση των τριών νεαρών προτού αυτοί μεταβούν στην ταβέρνα του πατέρα του.
Η έννοια της προμελέτης όπως εξηγείται στη νομολογία που παραθέσαμε πιο πάνω δεν υποστηρίζεται και ούτε μπορεί να εξαχθεί από τα ενώπιον μας γεγονότα, ως ο ευπαίδευτος εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής εισηγήθηκε. Παρά το ότι μικρό χρονικό διάστημα μεταξύ της σύλληψης της πρόθεσης θανάτωσης και της εκτέλεσης δεν είναι απαρέγκλιτα εμπόδιο στην τεκμηρίωση προμελέτης, στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορούμε με βεβαιότητα να καταλήξουμε, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, πως ο κατηγορούμενος ήταν σε τέτοια ψυχική κατάσταση που να είχε την δυνατότητα με ψυχραιμία και με νηφάλιο τρόπο να λάβει την απόφαση για τη θανάτωση των τριών θυμάτων. Εφόσον λοιπόν δεν μπορούμε με βεβαιότητα να εξάξουμε το ασφαλές συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος είχε σχηματίσει την πρόθεση να σκοτώσει και τα τρία θύματα προτού αυτά μεταβούν στο εστιατόριο του πατέρα του, στο οποίο επισημαίνουμε εργαζόταν και με δεδομένο το εύρημα μας ότι τελούσε υπό καθεστώς εντονότατης συναισθηματικής φόρτισης, δεν μπορεί υπό τις περιστάσεις, να τεκμηριωθεί προμελέτη για τη θανάτωση τους.
Παραθέτουμε αυτούσια τα σχετικά άρθρα του Ποινικού μας Κώδικα ΚΕΦ. 154 για σκοπούς καλύτερης κατανόησης.
Το άρθρο 203(1) του Ποινικού μας Κώδικα ΚΕΦ. 154 προνοεί για το αδίκημα του φόνου εκ προμελέτης που είναι:
«Φόνος εκ προμελέτης
203.-(1) Κάθε πρόσωπο το οποίο εκ προμελέτης επιφέρει το θάνατο άλλου προσώπου με παράνομη πράξη ή παράλειψη, είναι ένοχο του κακουργήματος του φόνου εκ προμελέτης.»
Το άρθρο 204 του ΚΕΦ. 154 δίνει τον ορισμό και την ερμηνεία της «προμελέτης» που είναι η εξής:
«Προμελέτη
204. Προμελέτη είναι η πρόθεση πρόκλησης θανάτου οποιουδήποτε προσώπου η οποία αποδεικνύεται με ευθύ τρόπο ή συμπερασματικά, αδιάφορα αν τέτοιο πρόσωπο είναι εκείνο που εφονεύθη ή όχι, η οποία υπάρχει τόσο πριν από τη διενέργεια της πράξης ή παράλειψης που θα προκαλέσει το θάνατο όσο και κατά το χρόνο τέτοιας διενέργειας.»
Το άρθρο 208 του ΚΕΦ. 154 προβλέπει τα εξής:
« Να φονεύει εξαιτίας πρόκλησης
208. Όταν πρόσωπο το οποίο φονεύει παράνομα άλλο κάτω από περιστάσεις οι οποίες με την έλλειψη των διατάξεων του άρθρου αυτού θα συνιστούσαν φόνο εκ προμελέτης, διενεργεί την πράξη η οποία επιφέρει το θάνατο σε βρασμό ψυχικής ορμής που οφείλεται σε ξαφνική πρόκληση, δηλαδή σε άδικη πράξη, ύβρη ή εκνευρισμό τέτοιας φύσης ώστε να αποστερεί το συνετό άνθρωπο της ικανότητας για αυτοέλεγχο και πριν παρασχεθεί ο χρόνος για κατευνασμό της ψυχικής ορμής τέτοιου ανθρώπου, είναι ένοχος μόνο ανθρωποκτονίας.»
Στην υπόθεση Κώστας Παλάσκα ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 53/2013, ημερ. 20/1/2017, ECLI:CY:AD:2017:B12 αντικείμενο εξέτασης υπήρξε, μεταξύ άλλων, η προμελέτη. Το Εφετείο υιοθετώντας τις αρχές που τέθηκαν στην υπόθεση Ονησίλλου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 556,ανέφερε τα ακόλουθα:
«Η προμελέτη είναι το στοιχείο που διακρίνει το έγκλημα του φόνου εκ προμελέτης (Άρθρο 203 - Κεφ. 154) από εκείνο της ανθρωποκτονίας (Άρθρο 205 - Κεφ. 154). Η πρόκληση θανάτου με παράνομη πράξη προσδιορίζει το έγκλημα της ανθρωποκτονίας. Η προμελετημένη ανθρωποκτονία συνιστά το έγκλημα του φόνου εκ προμελέτης.
Η πρόκληση θανάτου δεν επιμαρτυρεί αφ εαυτής προμελέτη. Η προμελέτη δεν εξομοιώνεται αλλά αντίθετα διακρίνεται από την πρόθεση πρόκλησης θανάτου, εκδηλούμενη με την παράνομη πράξη που επιφέρει το θάνατο, που ήταν το κύριο γνώρισμα του εγκλήματος του φόνου με δόλια πρόθεση (murder with malice aforethought), γνωστό στο Κυπριακό Δίκαιο πριν την ανεξαρτησία. Η προμελέτη, όπως υποδηλώνει ο όρος, και στερεότυπα επαναλαμβάνει η νομολογία των κυπριακών δικαστηρίων, πρέπει να αποδειχθεί ανεξάρτητα από οποιαδήποτε πρόθεση πρόκλησης του θανάτου του θύματος, εκδηλούμενη από την παράνομη πράξη που επιφέρει το θάνατο. Η προμελέτη πρέπει να αποδειχθεί ως η κινητήρια δύναμη για τη φόνευση του θύματος. Η αιτιώδης σχέση μεταξύ της προμελέτης και της θανάτωσης (τον θύματος) πρέπει να είναι άμεση.» (βλ. Σωτήρης Ονήσιλλου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 556)»
Είναι κοινός παρονομαστής της νομολογίας ότι η προμελέτη κρίνεται στη βάση των περιστάσεων της κάθε υπόθεσης. Το βάρος της απόδειξης το φέρει η κατηγορούσα Αρχή. Η προμελέτη κρίνεται με αυστηρό τρόπο αφού απαιτείται απόδειξη πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αυξεντίου (2005) 2 Α.Α.Δ. 197). Απαιτεί προγενέστερο σχεδιασμό ή σκέψη της αποτρόπαιης πράξης, υπό περιστάσεις που επιτρέπουν ψύχραιμο αναλογισμό (βλ. Γιουρούκκης ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) και Aristidou v. The Republic (ανωτέρω)). Για να καταστεί ο φόνος προμελετημένος στη βάση των άρθρων 203 και 204 του Ποινικού Κώδικα, ο δράστης θα πρέπει να είχε την ευκαιρία να προβεί στον σχετικό αναλογισμό της πράξης που μελετά. Κάτω από τις περιστάσεις αυτές η πράξη του με την οποίαν επέφερε τη θανάτωση ανθρώπου ισοδυναμεί με σχεδιασμένο φόνο εν ψυχρώ, δηλ. φόνο εκ προμελέτης (βλ. Ευτυχία Ζαρή ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 193/2010, ημερ. 11/11/2015.)
Προς υποστήριξη της εισήγησης του ότι το Κακουργιοδικείο λανθασμένα παρέλειψε να εξετάσει το θέμα της προμελέτης σε συνάρτηση με το άρθρο 208 του ΚΕΦ. 154 ο δικηγόρος του εφεσείοντα στο διάγραμμα αγόρευσης του προβαίνει σε ανασκόπηση της Αγγλικής νομοθεσίας και νομολογίας ως προς την υπεράσπιση της απώλειας αυτοελέγχου που προνοείται επίσης στο Αγγλικό Δίκαιο. Κρίνουμε χρήσιμο να παραθέσουμε πολύ συνοπτικά το νομικό πλαίσιο εφαρμογής της αρχής αυτής στην Αγγλία.
Το θέμα ρυθμίστηκε αρχικά με το άρθρο 3 του Part 1 Homicide Act 1957 που προνοούσε ότι συνιστά υπεράσπιση σε κατηγορία φόνου το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος υπέστη πρόκληση, είτε με πράξεις είτε λεκτικά που είχε ως αποτέλεσμα την ξαφνική και προσωρινή απώλεια του αυτοελέγχου του. Η απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο η πρόκληση ήταν αρκετή ώστε ένας λογικός άνθρωπος να ενεργήσει όπως ενήργησε ο κατηγορούμενος, επαφίεται στους ενόρκους.
Στην υπόθεση R v. Duffy (1949) 1 All E.R. 932, που αφορούσε σε φόνευση από πλευράς της κατηγορουμένης του συζύγου της, ενώ αυτός κοιμόταν, ο οποίος όμως είχε προηγουμένως επιδείξει βίαιη συμπεριφορά σε βάρος της αλλά μεσολάβησε μικρό χρονικό διάστημα όταν αυτή εξήλθε του δωματίου εντός του οποίου υπέστη επίθεση για να αλλάξει ρούχα, το Εφετείο απέρριψε την εισήγηση της υπεράσπισης για απώλεια αυτοελέγχου περιορίζοντας την προϋπόθεση σε «sudden and temporary loss of self - control». Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση.
«Provocation is some act, or series of acts, done by the dead man to the accused which would cause in any reasonable person, and actually causes in the accused, a sudden and temporary loss of self-control, rendering the accused so subject to passion as to make him or her for the moment not master of his mind. .»
Ο χρόνος που μεσολαβεί μέχρι τη θανάτωση έχει σημασία. Στην υπόθεση Ibrams (1982) 74 Cr App R 154 το Εφετείο επιβεβαίωσε ότι η υπεράσπιση της πρόκλησης δεν τύγχανε εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση εφόσον είχεν παρέλθει ένα χρονικό διάστημα από τη βίαιη συμπεριφορά από πλευράς του θύματος που προκάλεσε την απώλεια αυτοελέγχου του κατηγορούμενου, οπότε δεν επρόκειτο για ξαφνική και προσωρινή απάντηση στη συμπεριφορά του θύματος, ο οποίος κοιμόταν όταν κτυπήθηκε μέχρι θανάτου.
Η ερμηνεία του όρου "λογικός άνθρωπος" δόθηκε στην υπόθεση Director of Public Prosecutions v. Camplin (1978) 67 Cr. App. R. 14 και είναι:
«The proper direction to a jury on a charge of murder when the defence of provocation is raised under section 3 to the Homicide Act 1957, a person having the power of self- control to be expected of an ordinary person of the sex and age of the accused, but in other aspects sharing such of the acccused' s characteristics as they think would affect the gravity of the provocation to him and that the question is not merely whether such a person would in like circumstances be provoked to lose the self-control but also would react to the provocation as the accused did".
Η πιο πάνω ερμηνεία υιοθετήθηκε στην μεταγενέστερη υπόθεση Regina v. Faqir Mohammed (2005) EWCA Crim. 1880 στην οποία τονίστηκαν τα δύο κριτήρια που είναι αναγκαία για να πετύχει η υπεράσπιση της πρόκλησης δηλ. το υποκειμενικό στοιχείο, όπου πράγματι προκλήθηκε ο κατηγορούμενος ώστε να χάσει τον αυτοέλεγχο του και το αντικειμενικό, όπου ο λογικός άνθρωπος θα έπραττε το ίδιο με το δράστη. Το αντικειμενικό στοιχείο, σύμφωνα με την υπόθεση Η.M. Attorney General for Jersey v. Halley Council Appeal No. 3 of 2004 έχει δύο σκέλη. Το πρώτο είναι ο υπολογισμός της βαρύτητας της πρόκλησης και ο δεύτερος η εφαρμογή ενός εξωτερικού προτύπου αυτοελέγχου δηλαδή τι αναμένεται να πράξει ένας άνθρωπος με συνήθη αυτοέλεγχο.
Κατά το 2009 οι πρόνοιες του Αγγλικού Homicide Act αντικαταστάθηκαν από τα άρθρα 54-56 του Coroners and Justice Act που προνοούν ότι το κριτήριο για να πετύχει η υπεράσπιση της απώλειας αυτοελέγχου είναι πάλι διπλό δηλαδή το υποκειμενικό, αν επήλθε πράγματι απώλεια αυτοελέγχου που πυροδοτήθηκε στη βάση των αιτιών του άρθρου 55 και το αντικειμενικό, αν ο μέσος άνθρωπος με τα ίδια χαρακτηριστικά του κατηγορούμενου θα αντιδρούσε με παρόμοιο τρόπο. Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τη νέα νομοθεσία, δεν είναι απαραίτητη η ύπαρξη προηγηθείσας πρόκλησης αλλ' ούτε και η απώλεια αυτοελέγχου να έχει το στοιχείο του ξαφνικού. Στη βάση των νέων προνοιών σχετική είναι η υπόθεση R. v. Gurpinar και R. v. Kojo-Smith and Caton (2015) EWCA Crim 178 στην οποίαν έκαμε αναφορά και ο δικηγόρος του εφεσείοντα.
Έχοντας κατά νου την πιο πάνω νομολογία και τις θέσεις των δύο πλευρών, όπως αναπτύχθηκαν στα διαγράμματα αγόρευσης τους και προφορικά ενώπιον μας, σε συνάρτηση με τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως καταγράφηκαν από το Κακουργιοδικείο, εξετάσαμε τους λόγους έφεσης που είναι συναφείς και προσβάλλουν ουσιαστικά τη διαπίστωση του Κακουργιοδικείου ότι δεν επρόκειτο για φόνο εκ προμελέτης αλλά για ανθρωποκτονία. Από τα ευρήματα και παραδεκτά γεγονότα βρίσκουμε ότι έχει αποδειχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας η αναγκαία πρόθεση (mens rea) θανάτωσης, δηλαδή η προμελέτη στη διάπραξη των φόνων. Σημειώνεται ότι η θανάτωση των θυμάτων από τον εφεσίβλητο με κτυπήματα από μαχαίρι δεν αμφισβητείτο. Το Κακουργιοδικείο άχθηκε στο συμπέρασμα για την μη ύπαρξη προμελέτης στη φόνευση των θυμάτων, στη συναισθηματική φόρτιση του εφεσείοντα συνεπεία της πρόκλησης που υπέστη από πλευράς των θυμάτων έξω από την ταβέρνα του πατέρα του και ότι η ένταση μεταξύ τους συνεχίστηκε μέχρι τη θανάτωση των θυμάτων αλλά και της συμπεριφοράς του μετά τη θανάτωση, που καταδείκνυε την ίδια συναισθηματική κατάσταση που τον είχε καταστήσει εκτός ελέγχου. Τα στοιχεία αυτά που έλαβε υπόψη του το Κακουργιοδικείο παραπέμπουν αναμφίβολα στην υπεράσπιση που προνοεί το άρθρο 208 του Ποινικού μας Κώδικα. Σημειώνουμε όμως ότι κατέληξε στην πιο πάνω διαπίστωση χωρίς προηγουμένως να εξετάσει κατά πόσο πληρούντο τα κριτήρια που τέθηκαν από το πιο πάνω άρθρο και από τη νομολογία για να πετύχει η υπεράσπιση αυτή. Παραγνωρίζει επιπρόσθετα σημαντικές πτυχές των γεγονότων που κατατείνουν στο ότι κατά τη φόνευση των θυμάτων ο εφεσίβλητος είχε την ικανότητα για αυτοέλεγχο και το χρόνο να στοχαστεί, όπως τα εξής:
Ο εφεσίβλητος από τη στιγμή που εγκατέλειψε πεζός τη ταβέρνα αρπάζοντας ένα μαχαίρι από το εστιατόριο ακολουθώντας τα θύματα του είχεν πάρει την απόφαση να φονεύσει τα θύματα του. Η απόφαση του αυτή επιβεβαιώνεται από αριθμό γεγονότων, όπως ο τρόπος που μετέφερε το μαχαίρι, όχι δηλαδή προκλητικά. Το κρατούσε με τη λεπίδα του να στρεφόταν στο εσωτερικό μέρος του χεριού του προς τον αγκώνα του. Αυτά μαρτύρησε η ΜΚ13. Δεν αποκλείουμε ότι εγκαταλείποντας την ταβέρνα θα πρέπει να ήταν αναστατωμένος λόγω της πρόκλησης που είχε υποστεί από τα θύματα, που φώναζαν και τον ύβριζαν απειλώντας ότι θα έκαμναν ζημιά στην ταβέρνα. Διάσχισε την πλατεία Ηρώων πίσω από τα θύματα ένα εκ των οποίων κρατούσε καρέκλα, το τελευταίο μαρτύρησε η ΜΚ2, με ήρεμο ρυθμό. Στη συνέχεια εισήλθε στην οδό Ανδρέα Δρουσιώτη και στη συνέχεια στην Γεώργιου Μαλικίδη. Ο εφεσίβλητος στάθηκε για ένα λεπτό περίπου στη γωνιά του δρόμου, σύμφωνα με τη ΜΚ2, ενώ τα θύματα συνέχιζαν με κανονικό ρυθμό την πορεία τους. Αμέσως μετά άρχισε να τρέχει ξωπίσω τους, σύμφωνα πάλι με τη μαρτυρία της ΜΚ2, την οποία αποδέχθηκε το Κακουργιοδικείο. Πριν το τέλος της οδού Μαλικίδη τα θύματα έστριψαν δεξιά στην οδό Παστέρ και μετά δεξιά στην οδό Ηπείρου. Στο σημείο αυτό, όπως μαρτύρησε η ΜΚ9, τη μαρτυρία της οποίας αποδέχθηκε το Κακουργιοδικείο, έλαβε χώρα για διάστημα 4-5 λεπτών ένα περιστατικό μεταξύ των τεσσάρων ανδρών που φώναζαν και συζητούσαν, σε ανοιχτό χώρο στάθμευσης. Στο χώρο αυτό και ενώ τα θύματα του είχαν ήδη διασταυρώσει την οδό Ανεξαρτησίας. κλήθηκε από τον πατέρα του που τον ακολούθησε από την ταβέρνα μαζί με τον ΜΚ15 να αφήσει το μαχαίρι και τότε ο εφεσίβλητος σταμάτησε και έκρυψε το μαχαίρι κάτω από τα ρούχα του και ανεβάζοντας ψηλά τα χέρια του τους φώναξε «δεν κρατώ τίποτε». Αυτό μαρτύρησε ο ΜΚ6 αλλά παραδέχθηκε και ο ίδιος ο εφεσίβλητος προσθέτοντας ότι έκρυψε το μαχαίρι για να τους καθησυχάσει και ότι δεν υπήρχε κίνδυνος. Τα θύματα εν τω μεταξύ είχαν εισέλθει στην οδό Αριστοτέλους στην οποίαν βρίσκεται το «Ταβερνάκι του Μπέη» και ο εφεσίβλητος εξακολουθούσε να τους καταδιώκει τρέχοντας.
Τα θύματα στη συνέχεια προχώρησαν προς την οδό Γλάδστωνος ενώ ο εφεσίβλητος έστριψε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Μετά κάποια δευτερόλεπτα γύρισε ξανά προς την πορεία των θυμάτων περπατώντας.
Πλησίασε τον Παράσχο Ντορζή στην οδό Βλάμη που έτρεχε προς τα πίσω για να τον αποφύγει, αλλά εγκλωβιζόμενος από την παρουσία ενός αυτοκινήτου, ο εφεσίβλητος βρήκε την ευκαιρία και του επιτέθηκε χτυπώντας τον πάνω στο αυτοκίνητο και μετά με γροθιά. Στο σημείο αυτό ο εφεσείων κλήθηκε από τον πατέρα του να τον αφήσει χωρίς όμως ανταπόκριση. Στην προσπάθεια του να τον αποφύγει, το θύμα αφού κάλυψε 5-6 μέτρα ξανάπεσε κάτω, οπότε ο εφεσίβλητος τον κλώτσησε αρχικά και μετά τον μαχαίρωσε δύο φορές στο σημείο της καρδιάς και ενώ το θύμα ήταν στο έδαφος ο εφεσίβλητος συνέχισε να τον κλωτσά.
Στη συνέχεια καταδίωξε τα άλλα δύο θύματα. Επιτέθηκε πρώτα εναντίον του Αιμίλιου Μιλτιάδους αρχικά, ο οποίος ενώ ήταν στο έδαφος και τον παρακαλούσε να τον αφήσει, ο εφεσίβλητος τον κλωτσούσε και τον κτυπούσε μαχαιρώνοντας τον στο πρόσωπο και σε διάφορα σημεία του σώματος του. Καταδίωξε στη συνέχεια το τελευταίο θύμα μέχρι που αυτό σκόνταψε και έπεσε κάτω και τότε ο εφεσίβλητος του κατάφερε ένα πλήγμα με το μαχαίρι στην καρδιά. Στο σημείο αυτό απάντησε το τηλέφωνο του τελευταίου θύματος που το καλούσε ο πατέρας του λέγοντας του «είσαι ευχαριστημένος με τούτο που έγινε;»
Το κατά πόσο υπήρξε ή όχι προμελέτη είναι θέμα πραγματικό και πολλά πρέπει να εξαρτώνται κατά πόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση ο εφεσίβλητος ήταν σε κατάσταση να στοχασθεί τις επιδιωκόμενες μοιραίες πράξεις και ότι είχε χρόνο να το κάμει πριν την τέλεση τους.
Στη βάση των πιο πάνω γεγονότων δίνοντας έμφαση στη συμπεριφορά του εφεσίβλητου κατά την καταδίωξη όπου σε δύο περιπτώσεις ακολουθώντας τα θύματα σταμάτησε κάμνοντας μεταβολή και στην άλλη περίπτωση όταν προσπάθησε να ξεγελάσει τον πατέρα του και τον ΜΚ15 που τον ακολουθούσαν κρύβοντας το μαχαίρι, καταδεικνύει ότι κατά την καταδίωξη είχε έλεγχο του εαυτού του αλλά και των πράξεων του. Ενδεικτικό επίσης του αυτοελέγχου του ήταν και το σημείο του σώματος των θυμάτων που στόχευσε κυρίως το μαχαίρι, δηλαδή στην καρδιά σ' όσον αφορά τον Παράσχο και τον Κωνσταντίνο Ντορζή, που ήταν και τα αποφασιστικά πλήγματα, ενώ στην αορτή κάτω ακριβώς από την καρδιά του Αιμίλιου Μιλτιάδους, και όχι σε διάφορα μέρη του σώματος τους με αλλεπάλληλα χτυπήματα που παραπέμπουν σε έξαλλο άνθρωπο και εκτός εαυτού. Η στόχευση στην καρδιά καταδεικνύει την αποφασιστικότητα αλλά και τη ψυχρότητα του που δεν αφήνουν άλλα περιθώρια άλλου συμπεράσματος εκτός από το ότι η μοναδική επιδίωξη του εφεσίβλητου ήταν η θανάτωση των θυμάτων. Ενδεικτικό επίσης και του γεγονότος ότι ο εφεσίβλητος είχε πλήρη αυτοέλεγχο και δεν ενήργησε κάτω από την ψυχολογική φόρτιση, όπως έκρινε το Κακουργιοδικείο, που αναμφίβολα προκλήθηκε από τα τρία θύματα έξω από την ταβέρνα, είναι και ο χαρακτηρισμός που ο ίδιος έδωσε στο όλο επεισόδιο ως ένα αστείο συμβάν με κατάληξη τρεις νεκρούς. Επίσης η διαπίστωση του Κακουργιοδικείου ότι η συμπεριφορά του εφεσίβλητου μετά τη διάπραξη των αδικημάτων συνηγορούσε υπέρ της ύπαρξης ήρεμης ψυχικής κατάστασης που δεν συνήδε με τη θανάτωση αμέσως προηγουμένως των τριών θυμάτων, θεωρούμε ότι είναι μετέωρη, χωρίς να υποστηρίζεται από επιστημονική μαρτυρία.
Το Κακουργιοδικείο θα έπρεπε να διερευνήσει σε βάθος την κάθε πτυχή της πορείας του εφεσίβλητου από τη στιγμή που εγκατέλειψε την ταβέρνα κρατώντας στο χέρι του μαχαίρι αποφασισμένος στη φόνευση των θυμάτων, το οποίο μάλιστα έκρυψε σε κάποια στιγμή για να παραπλανήσει τον πατέρα του και το ΜΚ15 που τον καλούσαν να το αφήσει. Το Κακουργιοδικείο δεν προβληματίστηκε και ούτε ασχολήθηκε καθόλου ως προς το ποιά θα ήταν η αντίδραση ενός λογικού ανθρώπου αν βρισκόταν στην ίδια θέση με τον εφεσίβλητο και αν θα ενεργούσε με τον ίδιο τρόπο που ενήργησε ο εφεσίβλητος, όπως επιτάσσει το άρθρο 308 του ΚΕΦ. 154 και η πιο πάνω νομολογία. Προχώρησε δε σε εύρημα ότι οι πράξεις του, δηλαδή η αρπαγή και μεταφορά του μαχαιριού και η καταδίωξη των θυμάτων στην παρουσία αυτόπτων μαρτύρων και η θανάτωση τους δεικνύει ότι δεν ήταν σε θέση να σκεφτεί ψύχραιμα αλλά ότι ήταν εκτός ελέγχου. Με όλο το σεβασμό προς το πρωτόδικο Δικαστήριο η διαπίστωση του αυτή όχι μόνο είναι αυθαίρετη αλλά είναι και αντίθετη με την πιο πάνω νομολογία. Παραγνωρίζει ουσιώδεις θέσεις αριθμού μαρτύρων ότι ο εφεσίβλητος ενώ ακολουθούσε τα θύματα φαινόταν ήρεμος και ότι στην απόσταση των 511 μέτρων που διάνυσε μέχρι τη θανάτωση των θυμάτων σταμάτησε σε δύο περιπτώσεις την καταδίωξη στη μια μάλιστα κάμνοντας μεταβολή για δευτερόλεπτα. Από τη μαρτυρία διαφαίνεται ότι διαρκούσης της καταδίωξης ο εφεσίβλητος δεν υπέστη καμιά πρόκληση από τα θύματα.
Είχε καθόλη τη διαδρομή το χρόνο να ξανασκεφτεί την απόφαση που πήρε εγκαταλείποντας την ταβέρνα, για να ακολουθήσει τα θύματα του για να τα θανατώσει και να εγκαταλείψει την απόφαση του αυτή. Εν τούτοις, επέλεξε συνειδητά να προχωρήσει με τη φόνευση, φέροντας μάλιστα ακαριαία χτυπήματα στα θύματα. Σημειώνεται η παράκληση του ενός εκ των θυμάτων, του Αιμίλιου, που ήταν ο δεύτερος στη σειρά που δέχθηκε τα θανατηφόρα πλήγματα που τον παρακαλούσε να σταματήσει ενώ βρισκόταν στο έδαφος. Τα πιο πάνω μαρτύρησαν αυτόπτες μάρτυρες. Ο εφεσίβλητος στο διάστημα αυτό είχε τη δυνατότητα να αναλογιστεί τις συνέπειες και να αποστεί των πράξεων του από τη στιγμή που πήρε το μαχαίρι και αποφάσισε να θανατώσει. Η επιμονή του να επιφέρει το θάνατο είναι στοιχείο αποκαλυπτικό των προθέσεων του που μπορεί να συνεκτιμηθεί για την εξαγωγή συμπερασμάτων αναφορικά με την ύπαρξη «προμελέτης» (βλ. Ονησίλλου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω)).
Δεν διατηρούμε καμιά αμφιβολία πως σύμφωνα με το υπάρχον μαρτυρικό υλικό ενώπιον του Κακουργιοδικείου και τις αρχές της νομολογίας που αφορούν στο στοιχείο της προμελέτης, ο εφεσίβλητος θα έπρεπε να βρεθεί ένοχος στις κατηγορίες για φόνο εκ προμελέτης που αντιμετώπιζε πρωτόδικα.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση του Γενικού Εισαγγελέα επιτυγχάνει και καταδίκη του εφεσίβλητου για ανθρωποκτονία αντικαθίσταται με καταδίκη για φόνο εκ προμελέτης και στις τρεις κατηγορίες στη βάση του άρθρου 205 του Ποινικού Κώδικα.
Εν όψει της κατάληξης μας αυτής η έφεση υπ΄ αρ. 136/17 του εφεσίβλητου που προσβάλλει το ύψος της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε πρωτόδικα για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας που βρέθηκε ένοχος ως έκδηλα υπερβολικής, απορρίπτεται. Ο εφεσίβλητος καταδικάζεται στη διά βίου φυλάκιση σε κάθε κατηγορία. Μας προβλημάτισε κατά πόσο οι ποινές φυλάκισης να συντρέχουν ή να τρέχουν διαδοχικά.
Οι αρχές που εφαρμόζονται ως προς τις συντρέχουσες ή τις διαδοχικές ποινές είναι γνωστές. Συντρέχουσες ποινές επιβάλλονται κατά κανόνα όταν τα αδικήματα απορρέουν από μια ενιαία έκνομη συμπεριφορά, τέτοια που χρονικά και τοπικά να συνδέονται. (Thomas: Principles of Sentencing σελ. 47 κ. επ.). Η ομοιότητα των παρανόμων πράξεων, η σύνδεση και συνάφεια των γεγονότων και η συσχέτιση τους αποτελούν οδηγό για τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου (Achilleos v. P. (1989) 2 C.L.R. 331, Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123, Ευσταθίου ν. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 541, ECLI:CY:AD:2014:B496 και Γ. Μ. Πική: Sentencing in Cyprus, 2η Έκδ. σελ. 19 κ.ε.).
Από την άλλη, η διαδοχικότητα των ποινών είναι δυνατή όπου τα αδικήματα είναι μεταξύ τους ασύνδετα σε τόπο και χρόνο ή υποδηλώνουν συμπεριφορά που να δικαιολογεί τη διαδοχικότητα όπως όταν κάποιος διαπράττοντας σεξουαλικό αδίκημα, προχωρεί ταυτόχρονα φεύγοντας και σε ληστεία του θύματος (R. v. Sam Buckland [2013] EWCA Crim 91, Ομήρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. αρ. 91/2017 ημερ. 2.5.2018), ECLI:CY:AD:2018:B214.
Η αρχή που υπερίπταται στη διαδοχικότητα είναι αυτή της συνολικότητας. Οι διαδοχικές ποινές δεν πρέπει να είναι δυσανάλογες εν τω συνόλω τους με τη γενικότερη αποτίμηση της παράνομης συμπεριφοράς. Η επιβαλλόμενη ποινή οφείλει σφαιρικά να είναι δίκαιη και ανάλογη. Αυτή είναι και η οδηγούσα αρχή του Sentencing Guidelines Council: Definitive Guideline του 2012. Σημειώνεται όμως επίσης ότι αδικήματα τα οποία έστω και αν απορρέουν από την ίδια συμπεριφορά ή είναι μεταξύ τους συνδεδεμένα εκ της φύσεως τους, δυνατόν να επισύρουν την ανάγκη για διαδοχικές ποινές εάν οι συντρέχουσες ποινές δεν επαρκούν για να στιγματίσουν την ολική εγκληματική συμπεριφορά. Ακόμη και αν το αποτέλεσμα των διαδοχικών ποινών είναι η σωρευτική ποινή να υπερβαίνει το ανώτατο όριο που επιτρέπεται από το Νόμο, αυτό δεν αποκλείεται όταν κρίνεται αναγκαίο (George Blake [1961] 45 Cr. App. Rep. 292). Στoν Thomas, ανωτέρω, σελ. 56, αναφέρεται ότι ακόμη και εάν δύο αδικήματα είναι χρονικά συνδεδεμένα αυτό δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι θα αντιμετωπισθούν ως μέρος μιας συμπεριφοράς εάν είναι κατ' ουσίαν διαφορετικά σε χαρακτήρα ή έχουν αναφορά σε διαφορετικό θεματολόγιο.
Εδώ, ο εφεσείων αφαίρεσε τρεις ανθρώπινες ζωές, οι οποίες χαρακτηρίζονται από τη νομολογία ως ιερές. Η ποινή των ισοβίων είναι η εκ του Νόμου επιβαλλόμενη ποινή και σήμαινε την εφ' όρου ζωής παραμονή στη φυλακή (Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203). Μετά τις προσφυγές του κατάδικου Καυκαρή στο ΕΔΑΔ (το όλο ιστορικό αναφέρεται στην Παναγιώτης Αγαπίου Παναγή άλλως Καυκαρής ν. Συμβουλίου Αποφυλακίσεως Επ' Αδεία υπόθεση αρ. 1407/2014 ημερ. 25.2.2015), ECLI:CY:AD:2015:D132, δημιουργήθηκε το Συμβούλιο Αποφυλάκισης με τροποποίηση του περί Φυλακών Νόμου (Ν. 62(Ι)/1996), ώστε να δίνεται δικαίωμα και σε φυλακισμένο διά βίου να υποβάλλει αίτηση για αποφυλάκιση υπ' όρους μετά την παρέλευση 12 ετών (άρθρο 14Α(1)) ή 25 ετών για διαδοχικές ποινές ισόβιας φυλάκισης (άρθρο 148(1)(α)). Δεν είναι εδώ η κατάλληλη απόφαση για να συζητηθεί η συνταγματικότητα των προνοιών αυτών που δίδουν στο Συμβούλιο Αποφυλάκισης διά Νόμου την ευχέρεια εξέτασης των αιτήσεων αποφυλάκισης μετά την πάροδο συγκεκριμένων χρονικών περιόδων. Στην Αγγλία είναι έργο του Δικαστή όταν επιβάλλει ποινή να καθορίσει και το χρόνο έκτισης πριν ο καταδικασθείς δυνηθεί να αποταθεί στο Συμβούλιο Αποφυλάκισης (Emmis on Sentencing, 3η Έκδ. σελ. 151 κ.ε.).
Η δυνατότητα της υπό όρους αποφυλάκισης δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στον καθορισμό της έκτασης της ποινής φυλάκισης αν και υπάρχουν και εξαιρέσεις (Nigel Walker: Sentencing, σελ. 136-137).
Στην παρούσα υπόθεση η ιερότητα της ζωής έχει βάναυσα παραβιαστεί τρεις φορές. Η απώλεια τριών ανθρώπων έχει βυθίσει στο πένθος τρεις οικογένειες. Κάθε κατηγορία έχει χωριστό υπόβαθρο γεγονότων και χωριστό θύμα. Επιβάλλεται η επιβολή διαδοχικών ποινών.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.