ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:D172
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική αίτηση αρ.14/19)
9 Μαϊου, 2019
[Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ]
ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟΥ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟ (ΚΕΦ.155) ΑΡΘΡΟ 43(2)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΜΟΝΟΜΕΡΗ ΑΙΤΗΣΗ: AMSTESO ELECTRIC LTD
------- -------
Π.Μιχαήλ, για τη αιτήτρια
-----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: H αιτήτρια εταιρεία επιδιώκει την έκδοση διατάγματος με το οποίο να διατάσσεται η έγκριση και καταχώρηση του κατηγορητηρίου με αρ. 896/2019 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας για εκδίκαση κατηγοριών που αφορούν έκδοση επιταγής άνευ αντικρίσματος και παροχή συνδρομής για την τέλεση του αδικήματος κατά παράβαση κυρίως του άρθρου 305Α.-(1) του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154, όπως έχει τροποποιηθεί.
Η νομική βάση της αίτησης είναι το άρθρο 43 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.155.[1]
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας είχε αρνηθεί την καταχώρηση του ως άνω κατηγορητηρίου για τους λόγους που καταγράφει στη βεβαίωση σύμφωνα με το άρθρο 43 ως άνω. Η βασική θέση του Δικαστηρίου για την άρνηση αυτή συνίσταται στην υπερβολική καθυστέρηση καταχώρησης και συμπυκνώνεται στην τελευταία παράγραφο της απόφασης την οποία και καταγράφω:
«Στην παρούσα περίπτωση, όπως προκύπτει από τις λεπτομέρειες των προτεινόμενων αδικημάτων, οι τέσσερεις επιταγές στις οποίες η υπόθεση αφορά εκδόθηκαν στις 29.8.12, 10.10.12, 15.10.12 και 30.10.12. Οι λόγοι που επικαλέστηκε ο συνήγορος της παραπονούμενης για να δικαιολογήσει την καθυστέρηση στην καταχώρηση της υπόθεσης είναι ότι ο διευθυντής της παραπονούμενης και οι κατηγορούμενοι 2 και 3 διατηρούσαν άριστες και φιλικές σχέσεις και ότι μέχρι πολύ πρόσφατα γίνονταν διαβουλεύσεις μεταξύ των μερών προς διευθέτηση του χρέους που κατ' ισχυρισμόν σχετίζεται με τις επίδικες επιταγές. Αμφότεροι λοιπόν οι λόγοι που επικαλέστηκε ο κ. Μιχαήλ αφορούν στο πρόσωπο της παραπονούμενης, δεν δικαιολογούν δε, κατά τη γνώμη μου, την παρατηρηθείσα καθυστέρηση στην καταχώρηση της παρούσας η οποία από μόνη της είναι υπερβολική και ασυμβίβαστη με την ίδια τη φύση και τον σκοπό της συνοπτικής δίκης καθώς και το συμφέρον της δικαιοσύνης. Εξάλλου, δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο το γεγονός ότι ούτε οι φιλικές σχέσεις του διευθυντή της παραπονούμενης με τον κατηγορούμενο 2, ούτε οι γενόμενες διαβουλεύσεις προς διευθέτηση των διαφορών μεταξύ των μερών δεν φαίνεται να εμπόδισαν την παραπονούμενη από την καταχώρηση δύο έτερων ποινικών υποθέσεων εναντίον των κατηγορουμένων στις οποίες ο κ. Μιχαήλ παρέπεμψε (τις Ποιν. Υποθ. 21354/12 και 21398/12 του Ε.Δ. Λευκωσίας), οι οποίες, μάλιστα αφορούν σε επιταγές για ποσά κατά πολύ μεγαλύτερα από τις επίδικες στην παρούσα επιταγές. Με αυτά τα δεδομένα, η πάροδος εξίμισι περίπου ετών από την ισχυριζόμενη διάπραξη των προτεινόμενων αδικημάτων συνοπτικής εκδίκασης, υπό ο φως των προαναφερθεισών αρχών, δεν συνάδει, κατά την κρίση μου, με τους ευρύτερους σκοπούς της ποινικής δίωξης και η αντικειμενικά μακρά καθυστέρηση στην προώθηση της παρούσας, καθιστά τη δίωξη ενοχλητική κατά τρόπο που δεν αφήνει καθιστά τη δίωξη ενοχλητική κατά τρόπο που δεν αφήνει άλλην επιλογή από την ανακοπή της περαιτέρω πορείας της υπόθεσης όσον αφορά την ποινική πτυχή».
Η επιδίωξη της παρούσης στοχεύει στην έκδοση διατάγματος από το Ανώτατο Δικαστήριο προς καταχώρηση του κατηγορητηρίου ενόψει της ως άνω, κατά την αιτήτρια, λανθασμένης κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Το ως άνω άρθρο 43 δίδει στο Επαρχιακό Δικαστήριο την ευχέρεια να εγκρίνει το κατηγορητήριο διατάσσοντας την καταχώρηση του ή να αρνηθεί την έγκριση αυτή. Στη δεύτερη περίπτωση, εφόσον αυτό ζητηθεί, ο Δικαστής πρέπει εντός 10 ημερών από την ημερομηνία της άρνησης του να εκδώσει πιστοποιητικό απόρριψης οπότε παρέχεται ευχέρεια στον κατήγορο να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο εντός 10 ημερών. Το Ανώτατο Δικαστήριο αν αποφασίσει ότι η απόρριψη είναι αναιτιολόγητη δύναται να διατάξει την καταχώρηση του κατηγορητηρίου.
Οι πρόνοιες του προαναφερόμενου άρθρου 43 του Κεφ. 155 εξετάστηκαν σε αριθμό υποθέσεων από το Ανώτατο Δικαστήριο (βλ. Ανδρέας Ευθυμίου (2007) 1 Α.Α.Δ. 424, Δήμος Παραλιμνίου κ.ά, (2012) 2 Α.Α.Δ. 312, Γεώργιος Κακαράντζα, Ποινική Αίτηση Αρ, 2/2015, 29/01/2015, Γεώργιος Κακαράντζα, Ποινική Αίτηση Αρ. 3/2015, 10/02/2015 και Γεώργιος Κακαράντζα, Ποινική Αίτηση Αρ.4/2016, 13/09/2016, Γεώργιος Κακαράντζα, Ποινική Αίτηση Αρ. 12/2018, 19/09/2018, L.C.A. Domiki Ltd, Ποινική Αίτηση Αρ. 14/2018, 02/10/2018, ECLI:CY:AD:2018:D424, Designside Ltd, Ποινική Αίτηση Αρ. 19/2018, 20/11/2018, Αγγελίδης, Ποινική Αίτηση Αρ. 17/2018, 06/12/2018, ΄Εφορος Φορολογίας, Ποινική Αίτηση Αρ.9/19, 26.3.2019, Κακαράντζα, Ποινική ΄Εφεση Αρ.281/18, 1.3.2019, ECLI:CY:AD:2019:B70, Ποινική Αίτηση Αρ.10/19, 6.5.19, βλ. επίσης Σύγγραμμα Πoινική Δικονομία στην Κύπρο, 2η αναθεωρημένη έκδοση του Criminal Procedure In Cyprus (1975) στα Ελληνικά, του Γ.Μ.Πική).
Ορθό είναι να ασκείται η εξουσία προς έγκριση ή όχι του κατηγορητηρίου, όχι μηχανιστικά αλλά ουσιαστικά. Χωρίς βεβαίως να οδηγούμαστε σε άρνηση έγκρισης σε περιπτώσεις που δεν είναι ξεκάθαρες, όπως ακριβώς αναφέρεται στην πιο πάνω νομολογία και Συγγράμματα.
Ερχόμενοι στα δεδομένα της κρινόμενης περίπτωσης θα πρέπει να λεχθεί πως ο ευπαίδευτος συνήγορος στηρίζει πρωτίστως την αίτηση του στη λανθασμένη, όπως εισηγείται, θεώρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το ότι η καθυστέρηση αφορούσε το πρόσωπο της παραπονούμενης (βλ. το πιο πάνω απόσπασμα).
Εξήγησε ο ευπαίδευτος συνήγορος πως δεν θα πρέπει η προσπάθεια που έγινε για επίτευξη συμβιβασμού και επίλυση της διαφοράς να λειτουργήσει ως «τιμωρία» για την πλευρά της παραπονούμενης δεδομένου μάλιστα του γεγονότος ότι στο τελευταίο στάδιο είναι «οι προτιθέμενοι κατηγορούμενοι» που δεν αποδέκτηκαν την πρόταση που έγινε από την πλευρά της παραπονούμενης εταιρείας. Αυτό συνέβη, σύμφωνα με τη θέση του, στις 3.4.2019.
Ο κ.Μιχαήλ στα πλαίσια της αγόρευσης του εισηγήθηκε ακόμη πως η υπόθεση Domiki, ως άνω, εισάγει εσφαλμένη αρχή καθότι εδόθη ιδιαίτερη βαρύτητα στην καθυστέρηση ενώ η σαφής βούληση του νομοθέτη υπήρξε το άρθρο 88 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, με βάση το οποίο υπάρχει παραγραφή για συγκεκριμένα αδικήματα με καθορισμένο χρόνο από τη διάπραξη τους. Δεν μπορεί, συνέχισε ο ευπαίδευτος συνήγορος, κατ΄επίκληση της καθυστέρησης ως προς τη δίωξη να στερείται ένας παραπονούμενος της δυνατότητας καταχώρησης ιδιωτικής ποινικής δίωξης προς προστασία των δικαιωμάτων και του εννόμου συμφέροντος του.
Στην υπόθεση Κυπριανού κ.ά. Ποινική Αίτηση αρ.5/19, 3.4.19 αναφέρθησαν τα εξής σε σχέση με τις ιδιωτικές διώξεις:
«Το δικαίωμα ιδιώτη να προχωρήσει σε ποινική διαδικασία εκεί όπου οι διωκτικές αρχές δεν επιθυμούν την έναρξη της διαδικασίας αναγνωρίζεται από τη νομολογία ως ένα εχέγγυο κατά της αυθαίρετης ή μεροληπτικής στάσης των διωκτικών αρχών (Ttofinis (ανωτέρω)).
Το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας και της μορφοποίησης τελικής κρίσης για έγκριση ή μη της καταχώρισης, δύναται να λάβει υπόψη του σειρά παραγόντων, μεταξύ των οποίων: την περίοδο παραγραφής, την πάροδο του χρονικού διαστήματος που διέρρευσε από τη διάπραξη της παράνομης πράξης μέχρι την κατάθεση του προτεινόμενου κατηγορητηρίου, αυτής καθαυτής της φύσης των αδικημάτων, τη δυνατότητα εναλλακτικής ή πρόσθετης θεραπείας και βεβαίως, την ενόχληση που δυνατόν να προκύψει στο όλο σύστημα της δικαιοσύνης, λόγω της μακράς καθυστέρησης ή κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας. Το δε προτεινόμενο κατηγορητήριο θα πρέπει να είναι διατυπωμένο ορθά και νομότυπα και να συνάδει ευρύτερα με τους σκοπούς της ποινικής δίωξης, ώστε να αποφεύγεται οποιαδήποτε σύγχυση ή υπέρμετρη καταπίεση στον προτεινόμενο κατηγορούμενο.
Το υλικό που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ώστε να εξασκήσει πρωτογενώς την εξουσία που του παρέχει ο Νόμος, με υιοθέτηση και των όσων προωθήθηκαν και πρωτοδίκως δεν ικανοποιεί ή υποστηρίζει την έγκριση του κατηγορητηρίου. Δεν προσθέτει οτιδήποτε νέο ή ενισχυτικό των αιτιάσεων των αιτητών, που παρέμειναν στο φραστικό επίπεδο της παραβίασης των δικαιωμάτων των αιτητών και «αυθαιρεσίας και παρανομίας των αρμοδίων αρχών να αποστούν από την ποινική δίωξη» των αδικοπραγούντων, R. v. West London Justices ex p. Klahn (1979) 2 All E.R. 221, όπως υιοθετήθηκε στην Αγγελίδης, Ποιν. Αιτ. Αρ. 17/2018, 6.12.2018.
Η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση εις ουδέν απαντά ως προς το χρόνο που διέρρευσε από την «άγνωστη για τους παραπονούμενους ημερομηνία διάπραξης των αδικημάτων», η οποία με την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση τοποθετείται το 2010, μέχρι το χρόνο που αποτάθηκαν στο Δικαστήριο, παρά μόνο αόριστα προσπαθούν να τη δικαιολογήσουν «επιπλέον ήταν αδύνατο να εξεύρουμε τα πραγματικά πρωτογενή στοιχεία .για τους γνωστούς λόγους .». Ομοίως δεν δόθηκαν λεπτομέρειες ή στοιχεία για τις άλλες ποινικές υποθέσεις, όπου ο αιτητής Κυπριανού ήταν κατηγορούμενος και οι προτεινόμενοι κατηγορούμενοι υπήρξαν μάρτυρες κατηγορίας ή φαίνεται να είχαν εμπλοκή στα γεγονότα.
Η δε έγερση ιδιωτικής δίωξης και ο έλεγχος μιας τέτοιας διαδικασίας από τους ίδιους τους αιτητές/προτιθέμενους κατήγορους μετά την πάροδο εξαιρετικά μεγάλου χρονικού διαστήματος να κρίνεται απρόσφορη και ενοχλητική».
Στην παρούσα υπόθεση έχουν σημασία τα κάτωθι: Τα αναφερόμενα αδικήματα αφορούν στο έτος 2012 ως προς το χρόνο της κατ΄ισχυρισμόν διάπραξης τους και αφορούν αδικήματα έκδοσης επιταγών άνευ αντικρίσματος. Το γεγονός ότι υπήρξε προσπάθεια «επίλυσης» εκ μέρους των διαδίκων για το χρέος που σχετίζεται με τις επίδικες επιταγές ή το γεγονός ότι υπήρξαν φιλικές, ως ειπώθηκε, σχέσεις μεταξύ τους δεν αλλοιώνει τα πράγματα ως προς το αντικειμενικό γεγονός της παρέλευσης 6½ ετών περίπου από την κατ΄ισχυρισμόν διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την ημερομηνία παρουσίασης των κατηγορητηρίων προς καταχώρηση δηλαδή την 12.4.2019 με ανενέργεια της παραπονούμενης να προχωρήσει σε δίωξη, ενώ το έπραξε για άλλες επιταγές που αφορούσαν τους ιδίους. Είναι με αυτή την έννοια που το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε σε λόγους που αφορούν την παραπονούμενη. Εξάλλου, όπως αναφέρθηκε στην Ποινική Αίτηση Αρ.10/19 ως άνω, «το Δικαστήριο θα πρέπει να ικανοποιηθεί πως πρόκειται για γνήσια περίπτωση άσκησης ιδιωτικής δίωξης». Και ο παράγοντας χρόνος είναι άκρως σημαντικός αξιολογούμενος στο σύνολο των περιστατικών.
Υιοθετώ πλήρως την προσέγγιση που ακολουθήθηκε στη Domiki ανωτέρω και άλλες μεταγενέστερες αποφάσεις, αφού ακριβώς εναπόκειται στο Δικαστήριο να προσμετρήσει διάφορους παράγοντες ώστε να καταλήξει στη μη έγκριση ενός κατηγορητηρίου, μεταξύ των οποίων δεσπόζουσα σημασία έχει η αντικειμενική παρέλευση του χρόνου και η συμπεριφορά των διαδίκων. Αν η προσπάθεια συναλλαγής αναγόταν ευθέως σε παράγοντα που θα αναιρούσε τη σημασία της καθυστέρησης, όπως η εισήγηση του κ.Μιχαήλ, με όλο το σεβασμό αυτό θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί με αλλότριο σκοπό να απαλείψει τη σημασία της όποιας καθυστέρησης. Θα διαφωνήσω επίσης με τη θέση του κ.Μιχαήλ ότι με την άρνηση καταχώρησης κατηγορητηρίου λόγω καθυστέρησης, το Δικαστήριο «νομοθετεί έξω από τα όρια των προϋποθέσεων για παραγραφή». Εν αντιθέσει με την παραγραφή που το θέμα περιορίζεται απλώς στην παρέλευση του χρόνου, το Δικαστήριο, στην αξιολόγηση των συνολικών παραγόντων δυνάμει του άρθρου 43 αναφορικά με την καθυστέρηση εάν δηλαδή συνιστά τρόπω τινά κατάχρηση και θα πρέπει η δίωξη να αναχαιτιστεί, εξετάζει τη φύση των αδικημάτων τη δυνατότητα εναλλακτικής ή επιπρόσθετης θεραπείας, και, όπως ελέχθη στη Domiki, «στην ενόχληση του όλου συστήματος δικαιοσύνης». Η αστική βέβαια οδός αναζήτησης θεραπείας εν προκειμένω, παραμένει στην παραπονούμενη. Η δε ενασχόληση των Δικαστηρίων με μια υπόθεση που οι ίδιοι οι διάδικοι «μεταχειρίστηκαν» ως αστική διαφορά σε βάθος χρόνου προκαλεί «ενόχληση στο σύστημα δικαιοσύνης».
Δεν έχω πεισθεί πως το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε την εξουσία του λανθασμένα ή δεν εφάρμοσε ορθά την υπάρχουσα νομολογία, ούτε βεβαίως έχω πεισθεί πως η νομολογία δεν αντανακλά ορθά τις αρχές που διέπουν το άρθρο 43 στην ερμηνεία και εφαρμογή του.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου,
Δ.
[1] 43.(1) Κάθε κατηγορητήριο παρουσιάζεται σε ∆ικαστή του ∆ικαστηρίου στο οποίο το κατηγορητήριο απαγγέλλεται.
(2) Κατόπιν ΅ελέτης του κατηγορητηρίου ο ∆ικαστής δύναται να διατάξει όπως αυτό καταχωριστεί ή, αν αρνείται να δώσει τέτοια διαταγή, αυτός πρέπει, αν παρακληθεί ΅ε αυτό τον τρόπο από το πρόσωπο που απαγγέλλει την κατηγορία εντός δέκα η΅ερών από την η΅ερο΅ηνία της άρνησης, να δώσει σε αυτό βεβαίωση της άρνησης, και το πρόσωπο αυτό δύναται, εντός δέκα η΅ερών από την η΅ερο΅ηνία της εξασφάλισης της βεβαίωσης να ζητήσει από το Ανώτατο ∆ικαστήριο ή ∆ικαστή του Ανωτάτου ∆ικαστηρίου την έκδοση διατάγ΅ατος που να διατάσσει την καταχώριση του κατηγορητηρίου και, αν το διάταγ΅α εκδοθεί, το κατηγορητήριο καταχωρίζεται ανάλογα.