ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:B111
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 153/2018)
27 Μαρτίου 2019
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
ΕΠΑΡΧΟΣ ΠΑΦΟΥ,
Εφεσείων
- ΚΑΙ -
1. TREMETOUSHIOTIS DEVELOPERS LTD,
2. xxxx ΤΡΕΜΕΤΟΥΣΙΩΤΗ,
Εφεσιβλήτων
-------------------------------------------------
Ε. Κορακίδης, για τον Εφεσείοντα.
Σ. Ζαννούπας, για τους Εφεσίβλητους.
--------------------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου με πολυσέλιδη απόφαση του αθώωσε και απάλλαξε τους εφεσίβλητους από όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν οι οποίες σχετίζονταν με αδικήματα στη βάση των προνοιών του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου Κεφ. 96, και του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.
Το Δικαστήριο είχε ενώπιον του υπόθεση στη βάση της οποίας η εφεσίβλητη εταιρεία με τον διευθυντή αυτής, εφεσίβλητο 2, κατηγορούνταν για την κατοχή οικοδομών χωρίς πιστοποιητικό έγκρισης από την αρμοδία αρχή, την ανέγερση προσθηκομετατροπών χωρίς άδεια οικοδομής και αδίκημα παράλειψης συμμόρφωσης με ειδοποίηση ημερ. 17.12.2012 την οποία ο Έπαρχος Πάφου, ως αρμοδία αρχή, απέστειλε στους εφεσίβλητους για άρση της επικινδυνότητας των οικοδομών. Τα πιο πάνω αδικήματα αποτελούσαν το περιεχόμενο των κατηγοριών 3, 4 και 6 αντίστοιχα. Η μαρτυρία που δόθηκε από πλευράς του εφεσείοντα ήταν εκτεταμένη, ενώ η πλευρά των εφεσιβλήτων επέλεξε να καταθέσει ορισμένα έγγραφα μέσω του Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου με τον εφεσίβλητο 2 να μην προβαίνει σε οποιαδήποτε δήλωση. Καμία άλλη μαρτυρία εκ μέρους τους δεν προσκομίστηκε.
Τα ευρήματα του Δικαστηρίου μετά από επισταμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας των οκτώ μαρτύρων κατηγορίας, το πλείστο μέρος της μαρτυρίας των οποίων έκανε αποδεκτό, ήταν ότι η εφεσίβλητη 1 ιδιοκτήτρια συγκεκριμένων τεμαχίων στην Τάλα Πάφου υπέβαλε στις 26.5.2005 αίτηση για άδεια οικοδομής προς ανέγερση 12 διαμερισμάτων, δύο κατοικιών, τεσσάρων κολυμβητικών δεξαμενών και περιμετρικής περίφραξης. Οι εργασίες οικοδόμησης άρχισαν το 2006 χωρίς άδεια οικοδομής, η οποία εκδόθηκε μόλις στις 7.5.2007 με ισχύ για ένα έτος και χωρίς έκτοτε να ανανεωθεί. Ο εφεσείων απέστειλε επιστολή ημερ. 31.1.2007, καλώντας την εφεσίβλητη εταιρεία να σταματήσει αμέσως τις οικοδομικές εργασίες μέχρι την εξασφάλιση άδειας οικοδομής και ενώ είχαν αποπερατωθεί μια κατοικία, τέσσερα διαμερίσματα, δύο κολυμβητικές δεξαμενές και η περίφραξη. Η υπόλοιπη οικοδομή παρέμενε σε επίπεδο σκελετού. Ακόμη και για τα υποστατικά που αποπερατώθηκαν δεν εκδόθηκε πιστοποιητικό τελικής έγκρισης. Κατά τη διάρκεια της οικοδόμησης οι εφεσίβλητοι προέβηκαν σε αλλαγές και προσθηκομετατροπές χωρίς την εξασφάλιση προηγούμενης σχετικής άδειας από τον εφεσείοντα. Αφορούσαν σε αλλαγή του είδους θεμελίωσης, την κατασκευή πρόσθετων τοιχίων και την κατασκευή τοίχου αντιστήριξης έκτασης εννέα μέτρων. Λόγω φόρτισης των στοιχείων της πρώτης στάθμης της οικοδομής από στοιχεία της δεύτερης στάθμης, αυτά αστόχησαν με αποτέλεσμα λόγω ακαταλληλότητας των οικοδομών για κατοίκηση ο εφεσείων να εκδώσει διάταγμα απαγόρευσης χρήσης που γνωστοποιήθηκε στην εφεσίβλητη εταιρεία και στους ενοίκους των κατοικιών με επιστολή ημερ. 17.6.2011. Αίτηση που υποβλήθηκε για έκδοση άδειας οικοδομής στις 9.3.2011 από την εφεσίβλητη εταιρεία για διενέργεια προσθηκομετατροπών στα υφιστάμενα διαμερίσματα, απορρίφθηκε.
Λόγω καθιζήσεων που παρουσιάστηκαν στα υποστατικά και της εδαφικής αστάθειας που παρουσίαζαν τα επίδικα τεμάχια, συστάθηκε ειδική επιτροπή από το Υπουργείο Εσωτερικών μέσω της οποίας ο εφεσείων παρέδωσε ειδοποίηση στην εφεσίβλητη εταιρεία ημερ. 17.12.2012, καλώντας την να προβεί στην εκτέλεση συγκεκριμένων έργων για τη διατήρηση της ισορροπίας της περιοχής. Λόγω όμως της μη εκτέλεσης οποιουδήποτε έργου από την εφεσίβλητη εταιρεία, τα έργα εκτελέσθηκαν από τον ίδιο τον εφεσείοντα, ο οποίος και καταχώρησε προηγούμενη ποινική υπόθεση που αφορούσε σε παραβάσεις των προνοιών των Κεφ. 83 και 96.
Όπως έχει ήδη λεχθεί, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσίβλητοι έπρεπε να αθωωθούν και απαλλαγούν από τις κατηγορίες παρά τα ως άνω ευρήματα του, στη βάση της νομικής ανάλυσης των άρθρων 10(1) του Κεφ. 96 για την κατηγορία υπ΄ αρ. 3, του άρθρου 3(1)(β) του ίδιου Νόμου για την 4η κατηγορία και του άρθρου 15Α της αυτής νομοθεσίας για την 6η κατηγορία. Ως προς την κατηγορία υπ΄ αρ. 3, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσίβλητοι δεν κατείχαν τις οικοδομές, η δε έννοια της κατοχής δεν είναι συνυφασμένη με αυτή της ιδιοκτησίας δεδομένου ότι ο ιδιοκτήτης μιας οικοδομής δεν ταυτίζεται κατ΄ ανάγκη και με τον κάτοχο της. Ως προς την κατηγορία αρ. 4, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι όποιες προσθηκομετρήσεις δεν έγιναν σε υφιστάμενη οικοδομή εφόσον η μαρτυρία είχε δείξει ότι είχαν γίνει κατά τη διάρκεια κατασκευής. Τέλος ως προς την κατηγορία αρ. 6, κρίθηκε ότι η επίδικη ειδοποίηση ημερ. 17.12.2012 με την οποία η εφεσίβλητη εταιρεία καλείτο να λάβει συγκεκριμένα μέτρα για άρση της επικινδυνότητας των οικοδομών, δεν είχε σχέση με τις λεπτομέρειες του αδικήματος με το οποίο κατηγορούνταν οι εφεσίβλητοι και στις οποίες δεν γινόταν σαφής αναφορά σε επικινδυνότητα οικοδομών.
Ο εφεσείων διατείνεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως ανωτέρω και εσφαλμένα ανάγνωσε τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες υπό το φως της μαρτυρίας που το ίδιο έχει αποδεχθεί. Ενώ έγινε αποδεκτό ότι η εφεσίβλητη εταιρεία ήταν ιδιοκτήτρια των τεμαχίων μέσα στα οποία οικοδομήθηκαν οι διάφορες κατασκευές και ότι ο εφεσίβλητος 2 ήταν ο διευθυντής αυτής, κατασκευές που δεν είχαν ποτέ πιστοποιητικό τελικής έγκρισης από την αρμοδία αρχή, έπρεπε να γίνει δεκτό ότι κατά το χρόνο ανάπτυξης των τεμαχίων, αλλά και κατά το χρόνο ολοκλήρωσης των εργασιών, αλλά ακόμη και μετέπειτα αυτών, οι εφεσίβλητοι παρέμεναν κάτοχοι. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στη θέση του ότι θα έπρεπε να είχε προσφερθεί μαρτυρία αναφορικά με τη φυσική κατοχή των οικοδομών από την εφεσίβλητη εταιρεία, η δε παραχώρηση άδειας προς χρήση της γης ή των κατασκευών από τρίτο άτομο, δεν ισοδυναμεί με παύση της κατοχής από τον ιδιοκτήτη. Κατά παρόμοιο τρόπο, το Δικαστήριο με εσφαλμένη ανάγνωση της νομοθεσίας και του σχετικού αδικήματος και των λεπτομερειών αυτού, ασχολήθηκε με τις προσθηκομετατροπές και ότι αυτές έγιναν στο στάδιο κατασκευής των οικοδομών παραγνωρίζοντας ότι οι αλλαγές έγιναν χωρίς την εξασφάλιση της σχετικής άδειας από τον Έπαρχο. Όσον αφορά την 6η κατηγορία σύμφωνα με την αναντίλεκτη μαρτυρία που έγινε δεκτή από το Δικαστήριο, η επίδικη ειδοποίηση επιδόθηκε στην ιδιαιτέρα γραμματέα της εφεσίβλητης εταιρείας και το Δικαστήριο κακώς αποφάσισε ότι αυτή η επίδοση δεν αποτελούσε καλή επίδοση.
Αντίθετη η θέση των εφεσιβλήτων, θεωρώντας την πρωτόδικη κρίση ως απόλυτα ορθή, στηριζόμενη κυρίως στη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου στη βάση της οποίας δεν αποδεικνύονταν συστατικά στοιχεία των αδικημάτων, οι δε λόγοι έφεσης δεν προσβάλλουν αυτή τη διαπίστωση του Δικαστηρίου ως προς τις διάφορες πτυχές της μαρτυρίας και των ευρημάτων. Οι εφεσίβλητοι εισηγούνται επίσης ότι με την επιστολή ημερ. 9.2.2018, με την οποία ο Γενικός Εισαγγελέας άσκησε τις εξουσίες που του παρέχονται δυνάμει του άρθρου 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, δεν υπάρχει προσδιορισμός για ποιο λόγο ή παράμετρο του άρθρου 137 είναι που δόθηκε η έγκριση για καταχώρηση της έφεσης και ακόμη δεν υπάρχει ούτε καν αναφορά στο ίδιο το άρθρο αυτό.
Γνωστό είναι μέσα από διαχρονικά επιβεβαιωμένη νομολογία ότι επί αθωωτικής αποφάσεως ο εφεσείων οφείλει να εντάξει την έφεση του εντός των προνοιών και παραμέτρων του άρθρου 137(1), το οποίο καθορίζει περιοριστικά τους λόγους για τους οποίους δύναται να ασκηθεί έφεση. Ο λόγος είναι ότι δεν πρέπει με ευκολία κατηγορούμενο πρόσωπο να δικάζεται και να διακινδυνεύει εκ δευτέρου όταν έτυχε δίκης πρωτοδίκως και αθωώθηκε. Τέθηκε ζήτημα κατά τη συζήτηση της έφεσης ότι ο εφεσείων δεν αναφέρεται σε ποια κατηγορία ή παράμετρο του άρθρου 137(1) έχει εντάξει την έφεση του και κατά πόσο ήταν αναγκαίο να το έπραττε ως προϋπόθεση για να δικαιούται να προωθήσει την έφεση. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε ρητή διαδικαστική πρόνοια που να επιβάλλει τέτοια αναφορά στο εφετήριο, αλλά εν πάση περιπτώσει είναι σαφές από τα όσα καταγράφονται στην έφεση ότι η περίπτωση εντάσσεται στην πλημμελή εφαρμογή του Νόμου επί των πραγματικών γεγονότων.
Εξετάζοντας το θέμα, παρατηρείται ότι πράγματι δεν υπάρχει διαδικαστικός μηχανισμός που προϋποθέτει ως προς την εγκυρότητα της την ένταξη της έφεσης σε συγκεκριμένη υποκατηγορία του άρθρου 137(1) στο εφετήριο. Αυτό όμως είναι αυτονόητο, διαφορετικά χωρίς συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αναγνώσιμο άνευ ετέρου το εύρος της έφεσης. Ούτε βεβαίως και είναι αντιληπτό για τον εφεσίβλητο σε ποια κατηγορία εμπίπτει η έφεση ώστε να είναι δυνατό να την αντιμετωπίσει ανάλογα. Ούτε και είναι έργο του Εφετείου να κατηγοριοποιεί ή να ταξινομεί το ίδιο την έφεση. Τονίζεται λοιπόν για μια ακόμη φορά η αναγκαιότητα ο εφεσείων να θέτει εντός των ορίων του άρθρου 137(1) τους λόγους έφεσης υποδεικνύοντας σε ποια ή ποιες κατηγορίες θα περιστραφεί η επιχειρηματολογία του.
Έχοντας πει τα ανωτέρω, και χωρίς να επικροτείται η εξ αρχής μη ορθή ως ανωτέρω οριοθέτηση, η δήλωση του συνηγόρου του εφεσείοντα ότι εντάσσεται η έφεση στην πλημμελή εφαρμογή του Νόμου επί των πραγματικών γεγονότων, καλύπτει το κενό, όπως είχε γίνει και στην Alba Corporate Enterprises Ltd v. Σκορδή, Ποινική Έφεση υπ΄ αρ. 54/2017, ημερ. 10.12.2018. Παρεμφερής με το ζήτημα είναι και η θέση του συνηγόρου των εφεσιβλήτων που ηγέρθη στο διάγραμμα του, ότι η επιστολή-έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα ημερ. 9.2.2018 είναι ασαφής και μη προσδιορίζουσα ούτε καν το ίδιο το άρθρο 137. Δεν επηρεάζεται όμως η εγκυρότητα της έφεσης, ως ήταν η εισήγηση, διότι είναι πρόδηλο ότι η εν λόγω επιστολή δεν θα μπορούσε παρά να είχε δοθεί κάτω από τις πρόνοιες του άρθρου 137(1), εφόσον αφορούσε σε έφεση στη συγκεκριμένη ποινική υπόθεση, η οποία ήταν αθωωτική. Σημασία έχει το γεγονός ότι ζητήθηκε και δόθηκε η έγκριση. Κατά τα υπόλοιπα, έχει ήδη τονισθεί ανωτέρω η αναγκαιότητα εξ αρχής και επί του εφετηρίου ένθεση και του ίδιου του άρθρου 137 και της κατηγορίας στην οποία ο εφεσείων εντάσσει τη θεματολογία του. Πρόσθετα, είναι φανερό ότι η επιστολή, ημερ. 9.2.2018, αφορά σε «έγκριση» για την άσκηση έφεσης όπως είναι η διαζευκτική πρόνοια του άρθρου 137(1)(α), εφόσον ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας, ή, η Δημοκρατία, δεν ήταν διάδικος στη διαφορά.
Συνεχίζοντας την εξέταση της υπόθεσης επί της ουσίας της, το άρθρο 10(1) του Νόμου το οποίο στήριξε την τρίτη κατηγορία, προνοεί στο βαθμό που εδώ είναι σχετικό ότι «ουδέν πρόσωπο κατέχει ή χρησιμοποιεί ή ενεργεί ώστε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο να κατέχει ή να χρησιμοποιεί οποιαδήποτε οικοδομή ή τμήμα οικοδομής, μέχρις ότου εκδοθεί πιστοποιητικό έγκρισης από την αρμοδία αρχή ...». Η μαρτυρία η οποία έγινε δεκτή από το Δικαστήριο ήταν ότι για την οικοδομή που είχε συμπληρωθεί δεν είχε εκδοθεί πιστοποιητικό έγκρισης από την αρμοδία αρχή και ότι υπήρχαν ένοικοι στα συμπληρωθέντα υποστατικά. Οι λεπτομέρειες του αδικήματος της τρίτης κατηγορίας ήταν ότι αμφότεροι οι εφεσίβλητοι κατά ή περί το 2006 μέχρι σήμερα, δηλαδή, την ημερομηνία που καταχωρήθηκε το κατηγορητήριο στις 22.11.2013, κατείχαν μια κατοικία, τέσσερα διαμερίσματα και δύο κολυμβητικές δεξαμενές χωρίς πιστοποιητικό έγκρισης από τον Έπαρχο. Ήταν δε εύρημα του Δικαστηρίου, σελίδες 29 και 39 της απόφασης στη βάση και των παραδεκτών γεγονότων, ότι η εφεσίβλητη εταιρεία ήταν η ιδιοκτήτρια των τεμαχίων γης επί των οποίων ανεγέρθηκαν οι οικοδομές. Το ότι ο εφεσίβλητος 2 δεν ήταν ιδιοκτήτης, όπως τόνισε και ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων, εύρημα που δεν προσβάλλεται με την έφεση, δεν ενέχει σημασία διότι αυτός κατηγορείτο στη βάση του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφάλαιο 154.
Στη βάση λοιπόν των δεδομένων που το ίδιο το Δικαστήριο έκρινε δυνάμει των ευρημάτων του, είναι φανερό ότι λανθασμένα αθώωσε και απάλλαξε τους εφεσίβλητους με μόνη τη θέση ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν κατοχή των υποστατικών. Η έννοια της κατοχής στο σχετικό άρθρο του Νόμου, (και δεν υπάρχει ορισμός της λέξης στο ερμηνευτικό άρθρο), πρέπει να ερμηνευθεί τελεολογικά και κατά τρόπο που να υποδεικνύει τη μη απώλεια της ιδιοκτησίας. Ορθά το Δικαστήριο ανέφερε ότι ο ιδιοκτήτης οικοδομής δεν σημαίνει χωρίς άλλο ότι είναι και κάτοχος της, αλλά αυτό μόνο από την άποψη της φυσικής κατοχής. Η ουσία του άρθρου 10(1), είναι η απαγόρευση κατοχής χωρίς πιστοποιητικό έγκρισης, ανεξάρτητα από το αν χορηγήθηκε άδεια για την οικοδομή ή τμήμα αυτής. Το γεγονός ότι η οικοδομή στο βαθμό που είχε συμπληρωθεί είχε ενοίκους, δεν σημαίνει ότι η λήψη του πιστοποιητικού έγκρισης δεν βάρυνε τους εφεσίβλητους ως ιδιοκτήτες των τεμαχίων γης και ως εκείνους που είχαν ανεγείρει την οικοδομή. Η έννοια της κατοχής («possession»), σύμφωνα με τα νομικά ερμηνευτικά λεξικά, μπορεί να υποδηλώνει την πραγματική κατοχή ή μπορεί να υποδηλώνει τη νομική κατοχή, δηλαδή, τον πραγματικό έλεγχο με πρόθεση χρήσης και το δικαίωμα εισόδου, (δέστε Oxford Dictionary of Law, 5η έκδ., σελ. 371 και Osborn: A Concise Law Dictionary, 5η έκδ., σελ. 245).
Δεν εναπόκειτο, ούτε ο Νόμος θέτει τέτοιο βάρος στους ενοίκους, να λάβουν οι ίδιοι πιστοποιητικό έγκρισης. Αυτό ήταν η υποχρέωση των εφεσιβλήτων πράγμα το οποίο δεν έπραξαν και δεν έχει σχέση ότι το διάταγμα απαγόρευσης της χρήσης των οικοδομών στάληκε στη διεύθυνση των ενοίκων. Λανθασμένα το Δικαστήριο θεώρησε ότι η ίδια επιστολή, η οποία απεστάλη και στην ιδιοκτήτρια εταιρεία, δηλαδή, την εφεσίβλητη εταιρεία, δεν ήταν επαρκής για να δείξει τουλάχιστο νομική κατοχή επειδή είχε αποσταλεί σε άλλη διεύθυνση από αυτή των επιδίκων οικοδομών. Η νομοθεσία του Κεφ. 96 είναι αυστηρή διότι σχετίζεται με την ασφάλεια των οικοδομών και κατ΄ επέκταση των χρηστών και με αυτό τον τρόπο και υπό αυτή τη φιλοσοφία πρέπει να ερμηνεύεται ούτως ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να εκδίδει και τα ανάλογα διατάγματα απαγόρευσης, κατεδάφισης, κλπ.
Στην υπόθεση Μάριος Ανδρέα Σωφρονίου Λτδ ν. Δήμου Στροβόλου (1991) 2 Α.Α.Δ. 369, απερρίφθη το επιχείρημα ότι η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια πολυκατοικίας διάδοχος της αρχικής εταιρείας που κατά παράβαση των όρων της αδείας οικοδομής μετέτρεψε υπόγειο χώρο στάθμευσης σε δισκοθήκη και διαμερίσματα σε γραφεία δεν είχε ανεχθεί τις εν λόγω μετατροπές, έννοια που εμπεριέχεται στο επίδικο άρθρο 10(1), με το Εφετείο να κρίνει ότι το ρήμα «ανέχομαι», υπονοεί ή προϋποθέτει δυνατότητα φυσική ή νομική παρεμπόδισης της χρησιμοποίησης της οικοδομής. Η γνώση από την εφεσείουσα ιδιοκτήτρια ότι η πολυκατοικία χρησιμοποιείτο κατ΄ αυτό τον τρόπο εισπράττοντας και ενοίκια από τους ενοικιαστές θεμελίωνε ότι είχε ανεχθεί την κατά παράνομο τρόπο χρησιμοποίηση της. Κατ΄ ανάλογο τρόπο και εδώ. Το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι προχώρησαν σε ενοικίαση των υποστατικών χωρίς το πιστοποιητικό έγκρισης σήμαινε ότι ήθελαν να έχουν το όφελος της ενοικίασης χωρίς ταυτόχρονα να εκπληρώνουν τις δικές τους αυστηρές υποχρεώσεις προερχόμενες εκ του Νόμου, όπως υπέδειξε η όλη ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία. Όπως λέχθηκε και στην υπόθεση Elfi Entertainment Ltd κ.ά. ν. Δήμου Αγίας Νάπας (2006) 2 Α.Α.Δ. 361, «οποιοσδήποτε επιθυμεί την κατοχή και χρήση οικοδομών θα πρέπει πρώτα να βεβαιώνεται ότι αυτές είναι νόμιμες και ότι έχουν και άδεια οικοδομής και πιστοποιητικό έγκρισης από την αρμόδια αρχή.». Η υπόθεση αφορούσε διάταγμα κατεδάφισης οικοδομών εναντίον ενοικιαστών, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν οικοδομές χωρίς πιστοποιητικό έγκρισης. Αυστηρή επομένως η εφαρμογή του Νόμου, πόσο μάλλον για τους εδώ εφεσίβλητους που όφειλαν ως ιδιοκτήτες να λάβουν πιστοποιητικό έγκρισης.
Σε σχέση με την τέταρτη κατηγορία που εδράζεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 3(1)(β), με λεπτομέρειες ότι οι εφεσίβλητοι προέβησαν στην ανέγερση προσθηκομετατροπών χωρίς την εξασφάλιση σχετικής άδειας οικοδομής και πάλι το Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι για την απόδειξη της κατηγορίας χρειάζονταν οι προσθηκομετατροπές να ήσαν επί υφισταμένης οικοδομής. Η έννοια της «υφιστάμενης οικοδομής» στο εν λόγω άρθρο, δεν σημαίνει ούτε ταυτίζεται με συμπληρωμένη οικοδομή. Το γεγονός ότι οι προσθηκομετατροπές έγιναν στο στάδιο της κατασκευής δεν αλλοιώνει το χαρακτήρα της υφιστάμενης, στο στάδιο εκείνο, οικοδομής με τον ορισμό της μετατροπής, προσθήκης, ή επισκευής στο άρθρο 2 του Νόμου να σημαίνει τη δομική μετατροπή, την προσθήκη ή επισκευή με την οποία οποιαδήποτε διάσταση τέτοιας οικοδομής μετατρέπεται. Η έννοια της «οικοδομής» στο ερμηνευτικό άρθρο 2, δεν παραπέμπει σε συμπληρωμένη οικοδομή. Από τη στιγμή που ανεγείρεται «οποιαδήποτε κατασκευή είτε από λίθους, σκυρόδεμα, πηλό κλπ.», το τεμάχιο γης αποκτά «οικοδομή». Οι λεπτομέρειες του αδικήματος της τέταρτης κατηγορίας ήσαν σαφείς ότι κατά τη διάρκεια της κατασκευής είχαν γίνει προσθηκομετατροπές χωρίς εξασφάλιση άδειας και, επομένως, λανθασμένα το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν είχε αποδειχθεί η κατηγορία, ενώ και οι μετατροπές αποδείχθηκαν οδηγώντας μάλιστα σε μια προβληματική κατάσταση επί του εδάφους ώστε να υπάρχει πλέον επικινδυνότητα των οικοδομών, ενώ ούτε άδεια είχε δοθεί.
Σε σχέση με την έκτη κατηγορία επί της οποίας η εφεσίβλητη εταιρεία μόνο αντιμετώπιζε κατηγορία σε σχέση με επικίνδυνη οικοδομή, το Δικαστήριο επίσης κατά πλημμελή εφαρμογή του Νόμου και συγκεκριμένα των προνοιών του άρθρου 15Α του Κεφ. 96 θεώρησε ότι δεν είχε δεόντως επιδοθεί η σχετική ειδοποίηση η οποία δυνάμει του εδαφίου (α) ήταν αναγκαία ως προϋπόθεση πληροφόρησης της εφεσίβλητης εταιρείας περί της εκδοθείσας από τον Έπαρχο απόφασης ότι η οικοδομή κατέστη επικίνδυνη για τα πρόσωπα που διέμεναν σε αυτή ώστε να ήταν αναγκαία η λήψη διορθωτικών μέτρων. Σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 15Α, η επίδοση της εν λόγω ειδοποίησης θεωρείται ότι έγινε αν παραδοθεί στον ιδιοκτήτη, ιδιοκτήτης δε κατά το ίδιο εδάφιο σημαίνει το πρόσωπο που είναι εγγεγραμμένο ή δικαιούται να εγγραφεί ως κύριος της οικοδομής.
Το Δικαστήριο αθωώνοντας και απαλλάσσοντας την εφεσίβλητη εταιρεία παρά το γεγονός ότι αποτέλεσε εύρημα του ότι η εφεσίβλητη είναι ιδιοκτήτρια των επίδικων τεμαχίων, θεώρησε ότι η παράδοση με δικαστικό επιδότη της ειδοποίησης στην ιδιαιτέρα γραμματέα της εφεσίβλητης εταιρείας δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως εμπίπτουσα στο εν λόγω άρθρο διότι δεν επιδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 46 του Κεφ. 155 στα εκεί αναφερόμενα πρόσωπα, δηλαδή, σε ένα από τους συνεταίρους, στο διευθυντή, στο γραμματέα, στον κύριο αντιπρόσωπο στην κατά τόπο δικαιοδοσία ή σε οποιοδήποτε έχει τον έλεγχο των εργασιών του συνεταιρισμού ή του οργανισμού κατά το χρόνο της επίδοσης.
Αποτελεί όμως δεδομένο ότι παραδόθηκε στην ιδιοκτήτρια εφεσίβλητη εταιρεία η ειδοποίηση με την παράδοση στην ιδιαιτέρα γραμματέα αυτής. Η αποστολή και η παράδοση αυτής στην εφεσίβλητη εταιρεία αποτέλεσε εύρημα του Δικαστηρίου και δεν υπήρξε επ΄ αυτού καμία αμφισβήτηση της σχετικής μαρτυρίας. Τουναντίον η επιστολή, Τεκμήριο 14, όσο και η παράδοση της μέσω δικαστικού επιδότη, Τεκμήριο 15, κατατέθηκαν χωρίς ένσταση από την υπεράσπιση. Το ίδιο το Τεκμήριο 14 απευθύνεται στην εφεσίβλητη εταιρεία, το δε Τεκμήριο 15 δείχνει και πιστοποιεί ότι η xxxxx, περιγραφόμενη ως ιδιαιτέρα γραμματέας, μέσω της οποίας επιδόθηκε η επιστολή στην εφεσίβλητη εταιρεία, την παρέλαβε, αλλά δεν υπέγραψε τη σχετική απόδειξη παραλαβής.
Τα ως άνω δεδομένα αναμφίβολα εντάσσουν την παράδοση της επιστολής εντός της έννοιας της επίδοσης του άρθρου 15Α(2). Η παράδοση στην εφεσίβλητη εταιρεία ήταν αρκετή και δεν ενεργοποιείτο με οποιοδήποτε τρόπο το άρθρο 46 του Κεφ. 155 το οποίο σαφώς ομιλεί για συνεταιρισμό ή οργανισμό που δεν είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και γι΄ αυτό το άρθρο 46 προνοεί για επίδοση σε συνεταίρους ή πρόσωπα που έχουν την ευθύνη ή είναι αξιωματούχοι του συνεταιρισμού ή οργανισμού. Το ότι χρησιμοποιήθηκε δικαστικός επιδότης για την παράδοση ήταν εκ του περισσού διότι κάτι τέτοιο δεν αποτελεί νομοθετική προϋπόθεση. Η ουσία όλης της πρόνοιας περί «επίδοσης» στο άρθρο 15Α(2), είναι η γνωστοποίηση της ειδοποίησης στον ιδιοκτήτη. Και αυτό εδώ έγινε. Υπενθυμίζεται, άλλωστε, ότι κατά το άρθρο 372 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, ένα έγγραφο μπορεί να επιδοθεί σε εταιρεία αφήνοντας το ή αποστέλλοντας το με ταχυδρομική επιστολή στο εγγεγραμμένο γραφείο της.
Εσφαλμένη όμως η θέση του Δικαστηρίου και προς το ότι η προσφερθείσα μαρτυρία δεν συνήδε με τις λεπτομέρειες της έκτης κατηγορίας. Σ΄ αυτές αναφερόταν ότι οι εφεσίβλητοι παρέλειψαν να συμμορφωθούν με την ειδοποίηση ημερομηνίας 17.12.2012 για την άρση της επικινδυνότητας των οικοδομών. Η «ισορροπία της περιοχής» που αναφέρεται στην επιστολή ουδόλως αφαιρούσε από το ουσιαστικό μέρος της που ήταν η άρση της επικινδυνότητας. Το αδίκημα που δημιουργείται με το άρθρο 15Α είναι αυτό της περιαγωγής οικοδομής κατά τρόπο που να είναι «επικίνδυνη για τα πρόσωπα που διαμένουν σ΄ αυτή...». Αυτό αναφερόταν στην ίδια την κατηγορία, αλλά και στις λεπτομέρειες της. Και έτσι ήταν και τα ευρήματα του Δικαστηρίου.
Είναι σαφές ότι δεν είναι τα ευρήματα που είναι υπό έφεση, και επομένως δεν έχει σχέση η μη αμφισβήτηση τους από τον εφεσείοντα, όπως διατείνονται οι εφεσίβλητοι. Υπήρξε πλημμελής εφαρμογή του Νόμου επί των πραγματικών γεγονότων, ο δε εφεσίβλητος 2 ως διευθυντής της εφεσίβλητης εταιρείας υπέχει ευθύνη κάτω από το άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφάλαιο 154.
Η έφεση επιτρέπεται και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Οι εφεσίβλητοι κρίνονται ένοχοι στις αντίστοιχες κατηγορίες που αντιμετωπίζουν. Θα δοθεί νέα ημερομηνία για γεγονότα και ποινή.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ