ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παρπαρίνος, Λεωνίδας Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Χρ. Χατζηλοΐζου, για τον εφεσείοντα. Ευαγγελία Μανώλη (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-10-05 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΤΟΥΜΑΖΟΥ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 166/2016, 5/10/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:B432

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 166/2016

 

5 Οκτωβρίου 2018

 

[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΥ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΔΔ]

 

XXXXX ΤΟΥΜΑΖΟΥ

Εφεσείοντα

ΚΑΙ

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

---------------

Χρ. Χατζηλοΐζου, για τον εφεσείοντα.

Ευαγγελία Μανώλη (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα,  για την εφεσίβλητη.

--------------

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.:  Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον

     Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

--------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Ο εφεσείοντας (κατηγορούμενος 1)  βρέθηκε ένοχος για αριθμό τροχαίων αδικημάτων μετά που το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως αληθή και ασφαλή την αναγνώρισή του από τον αστυνομικό Μ.Κ.1, ως τον οδηγό οχήματος, ιδιοκτησίας της μητέρας του (πρώην κατηγορούμενης 2).

 

Σύμφωνα με το Μ.Κ.1, ενώ αυτός και συνάδελφος του διενεργούσαν έλεγχο τροχαίας στην περιοχή Κούκλια με κατεύθυνση τη Λεμεσό, εντόπισαν με το ταχύμετρο το εν λόγω όχημα να κινείται με ταχύτητα πολύ πέραν του επιτρεπομένου ορίου, ήτοι 160 χ.α.ω. αντί 100 χ.α.ω. Όταν έκαναν σήμα να σταματήσει, ο οδηγός δεν συμμορφώθηκε.  Οι δύο αστυνομικοί τον ακολούθησαν με περιπολικό και τελικά τον εντόπισαν και τον σταμάτησαν σε άλλο σημείο.  Ο οδηγός σταμάτησε, είπε στο Μ.Κ.1 «τί θέλεις ρε;» και αμέσως ανέπτυξε ταχύτητα και απομακρύνθηκε.  Ο Μ.Κ.1 τον περιέγραψε ως λευκό άνδρα με ξυρισμένο κεφάλι.

 

Όταν αργότερα διαπιστώθηκε ότι ιδιοκτήτρια του οχήματος ήταν, ως άνω, η μητέρα του εφεσείοντα, η αστυνομία οδηγήθηκε στον τελευταίο.

 

Ο Μ.Κ.1 αντεξετάστηκε ως προς τις συνθήκες αναγνώρισης του οδηγού του οχήματος.  Ανέφερε ότι η απόστασή τους ήταν περίπου ένα μέτρο όταν σταμάτησε το όχημά του, ήταν πρωί, καλοκαίρι και δεν υπήρχε κανένα εμπόδιο μεταξύ τους.  Από την άλλη, η επαφή τους διήρκησε περί τα 20 δευτερόλεπτα.  Ανέφερε ακόμα ότι τον εφεσείοντα τον είδε πολλές φορές μετά το συμβάν να οδηγεί το ίδιο όχημα.

 

Ο Μ.Κ.1 αρνήθηκε τις υποβολές ότι ο οδηγός δεν ήταν ο εφεσείοντας, ο οποίος, δίδοντας ένορκη μαρτυρία, προέβαλε άλλοθι. Αρνήθηκε επίσης ο Μ.Κ.1 ότι το όχημα που είδε την πρώτη φορά δεν ήταν το ίδιο με αυτό που είδε τη δεύτερη και ότι το όχημα της δεύτερης φοράς είχε τζάμια φιμέ και το παράθυρο του οδηγού ήταν κλειστό. 

 

Θα πρέπει εν προκειμένω να σημειώσουμε εξαρχής ότι πρόκειται για αντιφατική αντεξέταση, εφόσον η υπεράσπιση του άλλοθι δεν συνάδει με την προβαλλόμενη ως γνώση του εφεσείοντα ότι το παράθυρο του οδηγού, που δεν ήταν ο ίδιος, ήταν κλειστό.  Εάν ήταν αλλού, πώς υπέβαλλε δια του δικηγόρου του ότι ο οδηγός είχε ανεβασμένο το τζάμι;  Γενικά,  η εκδοχή του εφεσείοντα περί άλλοθι πολύ ορθά απορρίφθηκε από το Δικαστήριο και ορθά η απόρριψη αυτή δεν προσβλήθηκε με την παρούσα έφεση, γι΄αυτό και δεν θα ασχοληθούμε παρά μόνο για να σχολιάσουμε ότι επρόκειτο για μαρτυρία εξόφθαλμα κατασκευασμένη και ψευδή.

 

Ανεξάρτητα όμως από την απόρριψη της δικής του εκδοχής, παραμένει ως επίδικο το ασφαλές της αναγνώρισής του κατά την εκδοχή της κατηγορούσας αρχής (R v Long (1973) 57 Cr. App. R. 871).  Χωρίς, πάντως, η απόρριψη του άλλοθι να μην έχει σημασία στη συγκεκριμένη υπόθεση, στην οποία θα αναφερθούμε κατωτέρω.

 

Τέθηκε με την έφεση ότι ανεπίτρεπτα το πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε την αναγνώριση του εφεσείοντα από το Μ.Κ.1 στο εδώλιο του κατηγορουμένου, χωρίς να είχε προηγηθεί αναγνωριστική παράταξη και, περαιτέρω, ότι τέτοια αναγνώριση δεν ήταν ασφαλής.

 

Οι πρόδηλοι κίνδυνοι (βλ. Holland v. HM Advocate [2005] UKPC D 1) αναγνώρισης για πρώτη φορά του κατηγορούμενου όταν αυτός βρίσκεται στο εδώλιο («αναγνώριση στο εδώλιο», «dock identification»), χωρίς να έχει προηγηθεί αναγνωριστική παράταξη,  έχουν οδηγήσει από πολλού το κοινό δίκαιο στο να θεωρήσει την αποδοχή τέτοιας μαρτυρίας ανεπιθύμητη (R v. Cartwright, 10 Cr. App. R. 219, CCA). Προκειμένου δε για την εκδίκαση σοβαρών ποινικών υποθέσεων (που στην Αγγλία κατατάσσονται ως «offences triable on indictment»), ακολουθήθηκε από τα Δικαστήρια απαγορευτική πρακτική (Fergus (1993) 98 Cr. App. R. 313).  Mε δήλωση δε, πολιτικής από το 1976 του Γενικού Εισαγγελέα και του αρμόδιου τμήματος δημόσιων ποινικών διώξεων (Department of Public Prosecution), σε τέτοιες σοβαρές υποθέσεις, κατά κανόνα δεν καλούνται μάρτυρες προς αναγνώριση του κατηγορούμενου χωρίς να έχει προηγηθεί αναγνώριση του στα πλαίσια αναγνωριστικής παράταξης (βλ. Blackstone's Criminal Practice 2015, F19.6). 

 

Έγινε όμως έκτοτε σαφές ότι η αποδοχή τέτοιας μαρτυρίας δεν παραβιάζει per se την έννοια της δίκαιης δίκης, εκτός υπό εξαιρετικές περιστάσεις.  Είναι ζήτημα που εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε περίπτωσης, (Holland, ανωτέρω, Tido v. The Queen [2011] 2 Cr. App. R. 23, PC).  Άλλο βεβαίως, σε δεύτερο στάδιο, είναι το ζήτημα της βαρύτητας που θα της αποδοθεί. 

 

Δεν θα επεκταθούμε ως προς αυτά, εφόσον σε περιπτώσεις, όπως εν προκειμένω, αδικημάτων ήσσονης σοβαρότητας (που στην Αγγλία κατατάσσονται ως «summary offences» και εκδικάζονται από τα Magistrates' Courts) υιοθετήθηκε τελικά[1] στην υπόθεση Barnes v. Chief Constable of Durham [1997] 2 Cr. App. R. 505, DC, πιο ελαστική, ούτως ή άλλως, προσέγγιση.

 

Στην υπόθεση Barnes, που αφορούσε σε τροχαία αδικήματα, η διαφοροποίηση έγινε με αναφορά όχι απλώς στις πρακτικές δυσχέρειες  που θα συνεπαγόταν η διοργάνωση αναγνωριστικής παράταξης κάθε φορά που ένας κατηγορούμενος αμφισβητεί ότι ήταν ο οδηγός του οχήματος, αλλά και στον κίνδυνο που θα προέκυπτε, εάν ακολουθείτο τέτοια διαδικασία σε κάθε περίπτωση αμφισβητούμενης ταυτότητας, για το όλο σύστημα απονομής δικαιοσύνης στα συγκεκριμένα δικαστήρια.  Ασφαλώς η προσέγγιση αυτή, την οποία και υιοθετούμε, συσχετίζεται και με τη μειωμένη, συγκριτικά, σοβαρότητα των υποθέσεων «συνοπτικής εκδίκασης». 

 

Θα ήταν πράγματι εντελώς μη πρακτικό και θα επηρέαζε καταλυτικά την απονομή της δικαιοσύνης από τα Επαρχιακά Δικαστήρια προκειμένου για τέτοιας φύσεως αδικήματα και/ή διαδικασίες όπως η υπό συζήτηση, εάν οδηγείτο η αστυνομία στην υποχρέωση να διενεργεί αναγνωριστικές παρατάξεις  για το ενδεχόμενο ότι ο κατηγορούμενος θα αμφισβητήσει την αναγνώρισή του.  Μη πρακτικό, θεωρούμε ακόμα και τον περιορισμό που έθεσε στη γενικότερη προσέγγιση της Barnes η υπόθεση Karia v. DPP [2002] EWHC 2175, ότι δηλαδή τέτοια υποχρέωση ανακύπτει όταν ο κατηγορούμενος δώσει προηγούμενη ειδοποίηση ότι θα εγείρει το ζήτημα της αναγνώρισής του.  Σε αυτού του είδους τα αδικήματα και διαδικασίες δεν θεωρούμε ότι υπάρχει υποχρέωση, υπό τη συζητούμενη έννοια, για αναγνωριστική παράταξη.

 

Τούτο ασφαλώς δεν σημαίνει ότι αίρονται οι κίνδυνοι από «αναγνώριση στο εδώλιο» και ότι δεν υφίσταται υποχρέωση του δικαστηρίου για ιδιαίτερη προσοχή η οποία και θα πρέπει να εκφράζεται με προειδοποίηση της μορφής της υπόθεσης Turnbull [1976] 3 All ER 549.

 

Η προειδοποίηση βέβαια αυτή έχει νόημα μόνο εάν και εφόσον προηγουμένως το Δικαστήριο κρίνει ότι η αναγνώριση προέρχεται από αξιόπιστο μάρτυρα και το ζητούμενο είναι κατά πόσο, παρά ταύτα, προέβη σε λανθασμένη αναγνώριση.  Εν προκειμένω, το Δικαστήριο έκρινε το Μ.Κ.1 ως αξιόπιστο μάρτυρα, του οποίου μάλιστα η αξιοπιστία δεν αμφισβητήθηκε, αλλά μόνο το ασφαλές της αναγνώρισης που έκαμε.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην αρχή της Turnbull και τα κριτήρια που καθιερώθηκαν και προειδοποίησε εαυτόν για τους κινδύνους της αναγνώρισης υπό τις περιστάσεις που έγινε.  Έλαβε υπόψιν ότι επρόκειτο για «αναγνώριση στο εδώλιο» και ότι η «στιχομυθία» διήρκησε περίπου 20 δευτερόλεπτα, από την άλλη όμως έλαβε υπόψιν ότι ο αστυνομικός είχε ανεμπόδιστη ορατότητα υπό συνθήκες φωτισμού ημέρας και ότι η συνομιλία, έστω και σύντομη, έγινε πρόσωπο με πρόσωπο σχεδόν εξ επαφής.  Πέραν όμως αυτών των περιστάσεων, το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψιν ότι η περιγραφή του οδηγού στην οποία, ως άνω, ο Μ.Κ.1 προέβη, όχι μόνο δεν αμφισβητήθηκε, αλλ΄ούτε τέθηκε πως δεν συνάδει με την περιγραφή του εφεσείοντα. 

 

Σημειώνουμε μέχρις εδώ ότι υπό παρόμοια, ως τα ανωτέρω, δεδομένα η αναγνώριση στο εδώλιο οδηγού οχήματος από τον αστυνομικό που τον σταμάτησε και ο οδηγός μετά από σύντομη συνομιλία εγκατέλειψε τη σκηνή με ιλιγγιώδη ταχύτητα, κρίθηκε ασφαλής από το Εφετείο στην υπόθεση Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 538.

 

Περιπλέον, στην παρούσα υπόθεση, λήφθηκε υπόψιν το γεγονός, ως άνω, ότι ο Μ.Κ.1 είχε στο μεταξύ δει αρκετές φορές τον εφεσείοντα μετά το συμβάν και τον είχε αναγνωρίσει ως τον οδηγό του οχήματος.  Τέτοια μαρτυρία είναι αποδεκτή με σκοπό να καταδειχθεί ότι η αναγνώριση στο εδώλιο δεν είναι προϊόν δεύτερης σκέψης ή λάθους (R v. Christie [1914] A.C. 545 HL).  Όπως αναφέρεται στον Phipson on Evidence 19th Ed., 28-38, με αναφορά στην εν λόγω απόφαση:

 

«The fact that the same man was identified nearer the time of the offence and under conditions not as prejudicial to the accused strengthens the credibility  of the in-court identification.»

 

Δεν παραβλέπουμε ότι ως προς τις μεταγενέστερες αυτές αναγνωρίσεις, έχει λεχθεί πως θα πρέπει να εξετάζονται κάθε φορά υπό το φως της Turnbull και με την ανάλογη προσοχή (R. v. Slater (1995) CLR 944).  Εν προκειμένω, όμως, δεν αμφισβητήθηκαν οι μετέπειτα αναγνωρίσεις του εφεσείοντα στις οποίες αναφέρθηκε ο Μ.Κ.1.

 

Ο Μ.Κ.1 ανέφερε, τέλος, ότι θυμόταν πολύ καλά τον εφεσείοντα «λόγω της παράβασης του», αναδεικνύοντας, έτσι, τη διάσταση της ευθύνης και της συνεπακόλουθης προσοχής που είχε ως αστυνομικό όργανο.  Ως προς το ζήτημα αυτό σημειώνουμε ότι, ενώ στην υπόθεση Reid v R [1990] AC 363, το Privy Council απέρριψε την εισήγηση ότι ένας αστυνομικός βρίσκεται σε καλύτερη θέση, από τα μέλη του κοινού, να αναγνωρίζει υπόπτους, από την άλλη, στην υπόθεση R v. Ramsden [1991] Crim LR 265, αποφασίστηκε ότι η ένταξη ενός μάρτυρα αναγνώρισης στο σύστημα απονομής ποινικής δικαιοσύνης καθιστά πιθανή την καλύτερη αντίληψη εκ μέρους του της σημασίας της αναγνώρισης με συνεπακόλουθο την άσκηση πιο επισταμένης προσοχής:

 

«An identifying witness who happened to be part of the criminal justice system was likely to have a greater appreciation of the importance of identification and so look for more particular identifying feature.  Honest police officers were likely to be more reliable than the general public.»

 

Θα μπορούσαμε ακόμα να προσθέσουμε ότι, παρά την αρχή στην οποία αναφερθήκαμε ανωτέρω περί του ότι η απόρριψη του άλλοθι δεν ισοδυναμεί με απόδειξη της υπόθεσης της κατηγορούσας αρχής,  σε περιπτώσεις που διαφαίνεται ότι ο μόνος σκοπός του ψευδούς άλλοθι είναι η παραπλάνηση του Δικαστηρίου, το ψευδές άλλοθι μπορεί να θεωρηθεί στοιχείο που υποστηρίζει την αναγνώριση (R v. Long, ανωτέρω).  Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, με το τόσο σαρθρό άλλοθι που προβλήθηκε, τέτοια είναι η περίπτωση.   

 

Άλλη πτυχή της έφεσης, πέραν του ζητήματος της αναγνώρισης, αφορούσε τη θέση πως η αθώωση της πρώην κατηγορούμενης 2 και η καταδίκη του εφεσείοντα αντιφάσκουν κατά τρόπο ώστε ο τελευταίος να μην είχε τύχει δίκαιης δίκης.  Παρέπεμψε σχετικά ο ευπαίδευτος συνήγορος του κατηγορούμενου στην υπόθεση Σάκκος ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 510,  η οποία όμως δεν έχει καμιά σχέση με την παρούσα.  Στην υπόθεση εκείνη  το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε προβεί σε αντιφατική  ετυμηγορία ως προς το ίδιο γεγονός.  Αφενός έκρινε ότι ο εφεσείων δεν είχε στην κατοχή του χασίς  και αφετέρου προέβη σε εύρημα ότι είχε στην κατοχή του χασίς το οποίο αντάλλαξε με χειροβομβίδα.  

 

Εν προκειμένω η πρώην κατηγορούμενη 2 αθωώθηκε στο εκ πρώτης όψεως στάδιο λόγω απουσίας οποιασδήποτε μαρτυρίας περί του ότι επέτρεψε στον εφεσείοντα να οδηγεί το όχημα της χωρίς πιστοποιητικό ασφάλισης κλπ, όπως ήταν οι κατηγορίες που αντιμετώπιζε.  Αντίθετα ο εφεσείοντας κλήθηκε σε απολογία μετά τη διαπίστωση ότι υπήρχε εκ πρώτης όψεως μαρτυρία εναντίον του για τα αδικήματα που αυτοτελώς ο ίδιος αντιμετώπιζε. Έτερον, εκάτερον. Είναι και αυτή η πτυχή της έφεσης αβάσιμη.

 

Εάν χρειάζεται να λεχθεί οτιδήποτε άλλο, είναι πως το Δικαστήριο αντιμετώπισε τον εφεσείοντα, παρά τη σοβαρότητα των τροχαίων αδικημάτων που διέπραξε σε εποχή που αυτά, όχι μόνο κατέστησαν δεσπόζοντα αλλά θέτουν σε μέγα κίνδυνο το κοινό, με υπέρμετρη επιείκεια.  Περιορίστηκε σε χαμηλές, σχετικά χρηματικές ποινές και επιβολή 3 βαθμών ποινής και ως προς την αποστέρηση του δικαιώματος άδειας οδήγησης θεώρησε ότι υπήρχε ειδικός λόγος ώστε να μην του στερηθεί. Με ταχύτητα 160 χ.α.ω., χρήση οχήματος χωρίς πιστοποιητικό ασφάλειας, χωρίς πιστοποιητικό καταλληλότητας, χωρίς άδεια κυκλοφορίας επειδή το όχημα δεν παρουσιάστηκε για επιθεώρηση και με επιστέγασμα την παράλειψη συμμόρφωσης σε σήμα αστυνομικού, θα μπορούσε το πρωτόδικο Δικαστήριο να εξετάσει ζήτημα επιβολής ποινής φυλάκισης.

 

Η επιβολή αποτρεπτικών ποινών για τέτοιου είδους τροχαίες παραβάσεις είναι, για τους λόγους που αναφέραμε, επιβεβλημένη.  Ιδιαίτερη αυστηρότητα αρμόζει, τηρουμένων πάντοτε των αρχών επιμέτρησης των ποινών, όταν προκαλείται, εν δυνάμει έστω, κίνδυνος στο δρόμο και/ή όταν η παράνομη οδική συμπεριφορά εκδηλώνεται ως εγωιστική αυθαιρεσία έναντι του νόμου και των οργάνων επιβολής του νόμου.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

                                                                             Λ. Παρπαρίνος, Δ.

 

Μ. Χριστοδούλου, Δ.

 

Τ. Θ. Οικονόμου, Δ.



[1] Τέτοια εισήγηση για ελαστική προσέγγιση είχε απορριφθεί στην υπόθεση North Yorkshire Trading Standards Department v. Williams (1995) 159 JP 383.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο