ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Πίτσιλλου (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον εφεσείοντα. Σωτήρης Χαραλάμπους, για τον εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-01-15 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ν. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Ποινική Έφεση Αρ. 3/2016, 15/1/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:B21

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 3/2016)

 

 

 15 Ιανουαρίου, 2018

 

 

 [Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΔΔ]

 

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

          Εφεσείοντα

ν.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ

Εφεσίβλητου

--------------

 

Πίτσιλλου (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον εφεσείοντα.

Σωτήρης Χαραλάμπους, για τον εφεσίβλητο.

-------------

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί                                    από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

-------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Το καταμεσήμερο στις 24.6.2014, έξω από ένα συμπιεστή σκυβάλων του ξενοδοχείου Anastasia στον Πρωταρά, έξω από το εν λόγω ξενοδοχείο, βρέθηκε από τον κτηνίατρο Stefan Ududec (M.K.7) σε πολύ άσχημη, κωματώδη κατάσταση ένα σκυλάκι poodle μαύρου χρώματος, ηλικίας περίπου 5 μηνών. Ήταν σοβαρά τραυματισμένο και μόλις που μπορούσε να αναπνεύσει.  Ο Μ.Κ.7 το μετέφερε αμέσως στην κτηνιατρική κλινική που εργαζόταν, όπου διαπιστώθηκαν σοβαρά κτυπήματα σε όλο του το σώμα και αναπνευστικά προβλήματα από τη βρωμιά, τα κτυπήματα στο θώρακα και τη ζέστη.  Παρά την περίθαλψη της οποίας έτυχε, ο σκύλος δεν ανένηψε και μετά παρέλευση λίγων ημερών πέθανε.

 

Ο Μ.Κ.7 μετέβη εκεί που βρήκε το σκύλο μετά που πληροφορήθηκε σχετικά από τηλεφώνου από τη συνάδελφό του στην ίδια κλινική Κωνσταντίνα Πέτρου (Μ.Κ.6), η οποία με τη σειρά της είχε λάβει τηλεφώνημα από την κα Ρίτσα Χατζηστερκώτη (Μ.Κ.4), μέλος της Επαρχιακής Επιτροπής για προστασία των ζώων, περί του ότι κάποια αγγλίδα της είχε μεταφέρει, εξ ακοής και εκείνη, πληροφορία ότι ένας σκύλος είχε πεταχτεί σε σκυβαλοδοχείο και προσπάθησαν να τον σκοτώσουν βάζοντας τον μέσα σε ένα συμπιεστή. 

Ως προς την αιτία θανάτου του ζώου και άλλα ευρήματα, ο Παναγιώτης Κωνσταντίνου, Κτηνιατρικός Λειτουργός  στις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες (Μ.Κ.10), κατέγραψε σε έκθεση νεκροψίας-νεκροτομής που ετοίμασε και κατατέθηκε ως τεκμήριο, καταληκτικά τα ακόλουθα:

 

«Συνεκτιμώντας τα πιο πάνω ευρήματα και το ιστορικό συμπεραίνεται ότι ο θάνατος του ζώου προήλθε από εγκεφαλική αιμορραγία στο πρόσθιο μετωπιαίο τμήμα του εγκεφάλου η οποία προκλήθηκε μετά από κτύπημα με αμβλύ όργανο στην αριστερή μετωπιαία χώρα.  Τα αμφοτερόπλευρα αιματώματα στο θώρακα και τους μηρούς του ζώου καθώς και το αμφοτερόπλευρο κάταγμα του ηβικού οστού της λεκάνης φαίνεται με βάση και το ιστορικό να προκλήθηκαν από την πίεση που ασκήθηκε στο σώμα του σκύλου εντός του κάδου συμπίεσης απορριμμάτων.  Η πυώδης συλλογή και αρθρίτιδα στο δεξιό οπίσθιο άκρο φαίνεται να προϋπήρχε του συμβάντος κάτι το οποίο ενισχύεται και από αναφορά στο ιστορικό ότι ο σκύλος είχε θεαθεί να χωλαίνει πριν από το συμβάν

 

Πέραν των πιο πάνω, ο σκύλος είχε πολλά άλλα τραύματα και κατάγματα.

 

Η αστυνομική διερεύνηση του περιστατικού είχε ως αποτέλεσμα να κατηγορηθούν σε σχέση με το θάνατο του σκύλου δύο υπάλληλοι στο εν λόγω ξενοδοχείο (κατηγορούμενος 1 (νυν εφεσίβλητος) και κατηγορούμενος 2, αντίστοιχα) και ο διευθυντής του ξενοδοχείου (κατηγορούμενος 3). 

 

Οι δύο πρώτοι κατηγορήθηκαν ως άμεσοι αυτουργοί για-

(α) πρόκληση βλάβης στο ζώο, ήτοι την εσκεμμένη και παράνομη φόνευση του (άρθρο 323 Ποινικού Κώδικα) και

(β)     για πρόκληση φρικτού θανάτου σε ζώο, ήτοι για το ότι υπέβαλαν το ζώο σε κακομεταχείριση, παραμέληση και άσκοπη υπερκαταπόνηση με αποτέλεσμα το φρικτό θάνατό του (άρθρα 2, 4, 5(1)(2)(α) και 27 των περί Προστασίας και Ευημερίας των Ζώων Νόμων του 1994 έως 2013, Ν. 46(Ι)/1994 όπως τροποποιήθηκε, που παρακάτω θα αναφέρεται ως ο Νόμος).

 

Ο τρίτος κατηγορήθηκε ως συναυτουργός εν τη εννοία και επί τη βάσει του άρθρου 20(δ), ως το πρόσωπο που «συμβούλευσε», ήτοι έδωσε οδηγίες στους πρώτους  δύο να ενεργήσουν με τον τρόπο που τους αποδόθηκε στο κατηγορητήριο.

 

Η υπόθεση εναντίον του πρώην κατηγορούμενου 2, από τη Βουλγαρία, απεσύρθη γιατί δεν κατέστη δυνατή η επίδοση σ΄ αυτόν του κατηγορητηρίου.

 

Η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής εναντίον των κατηγορουμένων 1 και 3 ήταν ότι ο κατηγορούμενος 1/εφεσίβλητος πέταξε τον σκύλο στο συμπιεστή με αποτέλεσμα να προκληθούν οι τραυματισμοί και εν τέλει ο θάνατος, κατόπιν οδηγιών του πρώην κατηγορουμένου 3.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ενώ διατύπωσε εύρημα ότι ο εφεσίβλητος είχε όντως πετάξει τον σκύλο στο μηχάνημα, θεώρησε ότι το γεγονός τούτο από μόνο του δεν ήταν αρκετό ώστε να συσχετισθεί με το τραύμα που επέφερε το θάνατο, εφόσον δεν υπήρχε μαρτυρία ότι ο ίδιος έθεσε σε λειτουργία τον συμπιεστή.  Περαιτέρω, ενώ δέχθηκε τη μαρτυρία του Μ.Κ.10 ότι ο θανατηφόρος τραυματισμός προκλήθηκε μετά από κτύπημα με αμβλύ όργανο, δεν δέχθηκε την περαιτέρω θέση του Μ.Κ.10, στην οποία κατέληξε με βάση και το ιστορικό, ότι τα περιγραφόμενα στην έκθεσή του αιματώματα και κατάγματα προκλήθηκαν από την πίεση που ασκήθηκε στο σώμα του σκύλου, εντός του κάδου συμπίεσης απορριμμάτων.  Έτσι, αποσυνδέοντας πλήρως το γεγονός της ρίψης του σκύλου στο συμπιεστή από τα διαπιστωθέντα αμέσως μετά πολλαπλά τραύματα, αθώωσε τον εφεσίβλητο επειδή  θεώρησε ότι, όχι μόνο δεν υπήρξε μαρτυρία ότι έθεσε σε λειτουργία τον συμπιεστή ή ότι ο συμπιεστής τέθηκε εν πάση περιπτώσει σε λειτουργία, αλλά και ότι δεν υπήρξε μαρτυρία ως προς το ποιο τελικά ήταν το αμβλύ όργανο με το οποίο κτυπήθηκε ο σκύλος και από ποιόν.

 

Ως συνεπακόλουθο προχώρησε και στην αθώωση και του πρώην κατηγορούμενου 3, ως προς τον οποίο επιπρόσθετα σημείωσε πως δεν υπήρχε μαρτυρία ότι είχε δώσει οδηγίες ώστε να πετάξουν τον σκύλο στον συμπιεστή σκυβάλων.  Για την αθώωση του πρώην κατηγορούμενου 3 δεν έγινε έφεση.  Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της αθώωσης του εφεσίβλητου (κατηγορούμενου 1), όπως δε διατυπώθηκε στο εφετήριο ήταν ευρύτερη σε σύγκριση με την υπόθεση που εν τέλει προωθήθηκε, δια των αγορεύσεων, ενώπιον μας.

 

Στο εφετήριο τέθηκε πρωταρχικά ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην κρίση του ότι με την υπάρχουσα μαρτυρία δεν αποδείχθηκε ότι ο θάνατος του ζώου δεν είχε προκληθεί ως αποτέλεσμα της ενέργειας του εφεσίβλητου να τον τοποθετήσει στον συμπιεστή.  Η εξέταση τέτοιας εισήγησης θα επέτρεπε στο Εφετείο να ελέγξει κατά πόσον ορθά εκτιμήθηκε η περιστατική μαρτυρία ως μη επαρκής, με ευχέρεια να καταλήξουμε στα δικά μας συμπεράσματα.

 

Όμως, με την αγόρευση, δεν αμφισβητήθηκε πλέον το εύρημα ότι «δεν υπήρχε μαρτυρία τέτοιας έκτασης που να συνδέει το αποτέλεσμα (θανάτωση σκύλου) με τις ενέργειες που του αποδίδονται».  Όπως χαρακτηριστικά τέθηκε:

 

«Το παράπονο του εφεσείοντος στην ουσία της έφεσης είναι κατά πόσο τα ευρήματα του δικαστηρίου στοιχειοθετούσαν αδίκημα κάτω από τις διατάξεις του Νόμου 46(Ι)/94 τέτοιας μορφής ώστε να παρέχετο η διακριτική ευχέρεια στο πρωτόδικο δικαστήριο, χωρίς επηρεασμό των δικαιωμάτων του εφεσίβλητου στα πλαίσια της δίκαιης δίκης να τροποποιήσει το κατηγορητήριο ως οι διατάξεις του άρθρου του περί ποινικής δικονομίας νόμου και να κρίνει ένοχο τον εφεσείοντα.»

 

Έτσι η έφεση περιορίστηκε σε ό,τι στο εφετήριο είχε προβληθεί ως διαζευκτική βάση.  Είναι δε επί αυτής της θέσης που απάντησε η άλλη πλευρά.

 

Είναι φανερό από την παραπάνω τοποθέτηση ότι η πλευρά της Δημοκρατίας είχε κατά νου τις πρόνοιες του άρθρου 85(4) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου σύμφωνα με τις οποίες αν στο τέλος της δίκης το Δικαστήριο είναι της γνώμης ότι έχει αποδειχτεί με μαρτυρία ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε ποινικό αδίκημα που δεν περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο για το οποίο δεν δύναται να καταδικαστεί χωρίς τροποποίηση του κατηγορητηρίου και για το οποίο καταδικαζόμενος δεν θα υπόκειται σε ποινή μεγαλύτερη και νοουμένου ότι δεν θα επηρεαζόταν δυσμενώς στην υπεράσπιση του, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει την προσθήκη στο κατηγορητήριο νέας κατηγορίας για τέτοιο αδίκημα και να αποφασίσει ωσάν αυτή να αποτελούσε μέρος του αρχικού κατηγορητηρίου.

 

Πληρούνται, εισηγήθηκε η ευπαίδευτη εκπρόσωπος της Δημοκρατίας, οι προϋποθέσεις, εφόσον η ενέργεια του εφεσίβλητου να πετάξει τον σκύλο στον συμπιεστή σκυβάλων συνεχίζει να εμπίπτει στις πρόνοιες των άρθρων 4 και 5 του Νόμου.  Με το άρθρο 5 απαγορεύεται να υποβάλλονται τα ζώα σε  κακομεταχείριση, παραμέληση και άσκοπη υπερκαταπόνηση, ενώ με το άρθρο 27 ορίζεται ότι όποιος παραβαίνει οποιαδήποτε από τις επιτακτικές ή απαγορευτικές διατάξεις του Νόμου είναι ένοχος αδικήματος.  Η περιαγωγή ζώου σε κατάσταση επέλευσης φρικτού θανάτου προβλέπεται από το εδάφιο 2(α) του άρθρου 5 ως ειδικότερη περίπτωση απαγορευμένης συμπεριφοράς στα πλαίσια του άρθρου 5, ήτοι στα πλαίσια κακομεταχείρισης, παραμέλησης και άσκοπης υπερκαταπόνησης.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα απάντησε ότι η παραπάνω εισήγηση δεν ευσταθεί εφόσον η μόνη ενέργεια του εφεσείοντα ήταν «να τοποθετήσει ένα σοβαρά τραυματισμένο και ετοιμοθάνατο σκύλο σε κουβά και στη συνέχεια να τον τοποθετήσει στο συμπιεστή σκυβάλων χωρίς καμιά απολύτως μαρτυρία ότι προτού τον τοποθετήσει στο συμπιεστή άσκησε σε αυτόν οποιαδήποτε βία».

 

Θα πρέπει κατ΄ αρχάς να διευκρινίσουμε πως η παραπάνω θέση ότι το ζώο ήταν ήδη «σοβαρά τραυματισμένο και ετοιμοθάνατο» δεν αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου.  Υπήρξε, ως προς το σημείο αυτό, μια διαφοροποίηση της μαρτυρίας του εφεσίβλητου από τα όσα είχε αναφέρει στην κατάθεσή του προς την αστυνομία, εφόσον στη μαρτυρία του είναι που πρόσθεσε ότι ο σκύλος ήταν κτυπημένος. Η αναφορά αυτή αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση ως εκ δευτέρου σκέψη για να καταδειχθεί ότι τα τραύματα προϋπήρχαν και άρα δεν μπορούσαν, όπως και ο συνεπακόλουθος θάνατος, να συνδεθούν με τον εφεσίβλητο.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν διατύπωσε κρίση επί του ζητήματος αυτού.  Εν πάση περιπτώσει, είναι εις βάρος του εφεσίβλητου ότι το ζώο ήταν, συν τοις άλλοις και κτυπημένο.  Όσα ήδη παραδέχθηκε στην κατάθεση του στην αστυνομία και με τη μαρτυρία του στο Δικαστήριο ο εφεσίβλητος, είναι αρκετά για να στοιχειοθετήσουν βάναυση κακομεταχείριση του ζώου.

 

Σύμφωνα με τα όσα ο ίδιος παραδέχθηκε, στις 20.6.2014, όταν έλαβε για πρώτη φορά οδηγίες από τον πρώην κατηγορούμενο 3 να απομακρύνει το ζώο από το ξενοδοχείο, αυτό ήταν γεμάτο ψύλλους, έβγαζε αφρούς από το στόμα του, «κούτσαινε, πήγαινε στραβά, . δεν είχε φροντίδα.  Πρέπει να έκανε μέρες να φάει και να πιει . φαινόταν πολύ άρρωστο και ταλαιπωρημένο».  Το απομάκρυνε.

 

Στις 24.6.2014, επίδικο χρόνο, ο σκύλος βρέθηκε ξανά στο ξενοδοχείο.  Ο πρώην κατηγορούμενος 3, όπως ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε, του έδωσε οδηγίες να το βάλει σε ένα κουβά και να τον πετάξει με τρόπο που να μην τους δουν οι τουρίστες.  Οπότε και τον έβαλε, μαζί με τον πρώην κατηγορούμενο 2, στον συμπιεστή σκυβάλων και ακολούθως πήγε στο γραφείο του πρώην κατηγορούμενου 3 και του το ανέφερε.  Αυτά τα είχε αναφέρει στην κατάθεσή του προς την αστυνομία στην οποία όμως παρέπεμψε δίδοντας ένορκη μαρτυρία αναφορικά με τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στις 24.6.2014. Το Δικαστήριο, όμως, τελικά δέχθηκε ότι, κατά τη μαρτυρία, ο πρώην κατηγορούμενος 3 είχε μόνο δώσει οδηγίες για απομάκρυνση του σκύλου από το χώρο του ξενοδοχείου. Το γεγονός ότι δεν καταχωρίστηκε έφεση εναντίον της αθώωσης του πρώην κατηγορούμενου 3 δεν παρέχει έδαφος για περαιτέρω συζήτηση σε σχέση με το πρόσωπο εκείνο.  Αλλ΄ ούτε ο εφεσίβλητος, στα πλαίσια της παρούσας έφεσης, έθεσε ζήτημα επί τη βάσει της δυνατότητας που του παρείχετο (δέστε συναφώς την απόφαση Parris v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 186), ότι κακώς το Δικαστήριο δεν προχώρησε σε εύρημα ότι είχε ενεργήσει τα όσα διέπραξε με οδηγίες του πρώην κατηγορούμενου 3, για τη σημασία που τυχόν θα μπορούσε να έχει τέτοια διαπίστωση.

 

Εκείνο που τώρα έχει σημασία είναι ότι σύμφωνα με τον εφεσίβλητο, τη δεύτερη φορά, στις 24.6.2014, το ζώο ήταν σε ακόμα πιο άσχημη κατάσταση. 

 

Ένα μικρό σκύλο, σε τέτοια άθλια κατάσταση, είναι που τοποθέτησε σε κουβά και πέταξε στα σκύβαλα, στον συμπιεστή σκυβάλων, κάτω από το μεσημεριανό ήλιο του κυπριακού καλοκαιριού, ο εφεσίβλητος.  Είναι χαρακτηριστική η διαπίστωση του κτηνιάτρου Μ.Κ.7 ότι το ζώο είχε αναπνευστικά προβλήματα («μόλις που μπορούσε να αναπνεύσει»), όχι μόνο λόγω των τραυμάτων αλλά και λόγω της ζέστης και της βρωμιάς από τα σκουπίδια.

 

Έχουμε ήδη αναφέρει ότι το γενικό αδίκημα που προβλέπεται στο άρθρο 5(1) του Νόμου είναι η υποβολή ζώου σε κακομεταχείριση, παραμέληση και άσκοπη υπερκαταπόνηση και ότι η περιαγωγή ζώου σε κατάσταση επέλευσης φρικτού θανάτου εμπίπτει σε ειδικότερη απαγόρευση που τίθεται στο άρθρο 5(2)(α).  Παραθέτουμε τις πρόνοιες του άρθρου 5 στο βαθμό που είναι σχετικές:

 

«5.-(1) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας των διατάξεων του άρθρου 4, τα ζώα απαγορεύεται να υποβάλλονται σε κακομεταχείριση, παραμέληση και άσκοπη υπερκαταπόνηση.

(2) Ειδικότερα απαγορεύεται-

(α) Η με οποιοδήποτε τρόπο περιαγωγή ζώου σε κατάσταση επέλευσης φρικτού θανάτου·»

 

 Η δεύτερη κατηγορία, σε ότι αφορά τις λεπτομέρειες, του αδικήματος συντάχθηκε με τέτοιο τρόπο ώστε να περιλαμβάνει τόσο τα στοιχεία της γενικής απαγόρευσης του άρθρου 5(1), όσο και τα στοιχεία της ειδικής απαγόρευσης του άρθρου 5(2)(α), ως ακολούθως:

 

«Ο 1ος κατηγορούμενος και ο 2ος κατηγορούμενος στον ίδιο τόπο και χρόνο που αναφέρεται στην πρώτη κατηγορία υπέβαλαν σε κακομεταχείριση, παραμέληση και άσκοπη υπερκαταπόνηση σκύλο με αποτέλεσμα το φρικτό θάνατό του.»

 

Ό,τι προκύπτει είναι πως, ενώ δεν αποδείχθηκε ως αποτέλεσμα ο φρικτός θάνατος του ζώου κατά παράβαση του άρθρου 5(2)(α), έχει, από τη μαρτυρία και μάλιστα προερχόμενη από τον ίδιο τον εφεσίβλητο, οπωσδήποτε αποδειχθεί ότι υπέβαλε το ζώο σε κακομεταχείριση κατά παράβαση του άρθρου 5(1).  Ως εκ τούτου, θεωρούμε περιττό να εξετάσουμε τις άλλες έννοιες που καλύπτει το άρθρο 5(1).  Συνεπώς, έχει αποδειχθεί μέρος της δεύτερης κατηγορίας, έτσι ώστε να είναι θεμιτή η καταδίκη του εφεσίβλητου για το ποινικό αδίκημα το οποίο αποδεικνύεται ότι διέπραξε, χωρίς μεταβολή του κατηγορητηρίου, κατ΄ εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 85(1) του Κεφ. 155 και χωρίς την ανάγκη επίκλησης των προνοιών του άρθρου 85(4). 

 

Λαμβάνουμε υπόψη ότι η διακριτική ευχέρεια που παρέχουν οι πρόνοιες του άρθρου 85(1) δεν πρέπει να ασκείται με τρόπο ώστε να επηρεάζονται δυσμενώς τα δικαιώματα του κατηγορουμένου και ειδικότερα το δικαίωμα του για δίκαιη δίκη.   Εν προκειμένω τέτοιος κίνδυνος δεν μας υποδείχθηκε, ούτε διαπιστώνεται. Καταληκτικά, η περίπτωση είναι τέτοια ώστε η διορθωτική παρέμβαση, έστω και στο στάδιο αυτό, να είναι επιτρεπτή και επιθυμητή, για σκοπούς ορθής απονομής της δικαιοσύνης και ανατροπής της αδικαιολόγητης αθώωσης του εφεσίβλητου.

 

Ως εκ των άνω, η έφεση επιτυγχάνει σε ότι αφορά στην αθώωση από τη 2η κατηγορία, η οποία αθώωση και παραμερίζεται.  Κρίνουμε τον εφεσίβλητο ένοχο για το ότι στις 24.6.2014 και περί ώρα 13.30 στο ξενοδοχείο «Αναστασία» στην περιοχή Περνέρα στο Παραλίμνι της Επαρχίας Αμμοχώστου υπέβαλε τον περιγραφέντα σκύλο, ενόσω αυτός τελούσε στην ως άνω περιγραφείσα κατάσταση, σε κακομεταχείριση, με τον τρόπο που ανωτέρω εξειδικεύθηκε, κατά παράβαση του άρθρου 5(1) του εν λόγω Νόμου.

 

 

                                                          Π.

 

                                                          Δ.

 

                                                          Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΚΧ»Π

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο