ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Π. Χ¨Παναγιώτου, για τον Εφεσείοντα Μ. Χαραλάμπους, Δημόσιος Κατήγορος, για Γενικό Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη Π. Χ΄Παναγιώτου, για τον Εφεσείοντα. Μ. Χαραλάμπους, Δημόσιος Κατήγορος, για Γενικό Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-12-06 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ALI ABDULLAH HAZZAZ ASSAD ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 164/2016, 6/12/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:B447

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 164/2016)

 

 

6 Δεκεμβρίου, 2017

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,  Δ/στές]

 

Μεταξύ:

ALI ABDULLAH HAZZAZ ASSAD

Εφεσείοντα,

-v-

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

_________________________

Π. Χ¨Παναγιώτου, για τον Εφεσείοντα                 

Μ. Χαραλάμπους, Δημόσιος Κατήγορος, για Γενικό Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη

__________________________

 

       Η απόφαση ως προς το αποτέλεσμα είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Νικολάτο, Π..  Η Δικαστής Ψαρά-Μιλτιάδου θα δώσει ξεχωριστή απόφαση με το δικό της σκεπτικό για επιμέρους θέματα.


Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:    Ο Εφεσείων, ο οποίος ήταν πρώτος Κατηγορούμενος στην υπόθεση 15032/2013 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, αντιμετώπισε μαζί με τον δεύτερο Κατηγορούμενο Αρτέμη Αρτεμίου, τρεις κατηγορίες:

 

(α)       Συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος, κατά παράβαση του άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.  Συγκεκριμένα, ότι την 2.8.2013 στη Λευκωσία (οι δύο κατηγορούμενοι) συνωμότησαν μαζί με άλλο πρόσωπο να διαπράξουν κακούργημα, δηλαδή να κλέψουν.

 

(β)       Κλοπή, κατά παράβαση των άρθρων 255 και 262 του Κεφ. 154.  Δηλαδή, ότι κατά τον προαναφερόμενο τόπο και χρόνο, μαζί με άλλο πρόσωπο, έκλεψαν το αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής KSF 995, αξίας €4.000, περιουσία της Κατερίνας Αθανασίου και

 

(γ)       Κακόβουλη ζημιά, κατά παράβαση του άρθρου 324(1) του Κεφ. 154.  Συγκεκριμένα ότι μεταξύ των ημερομηνιών 2.8.2013 και 3.8.2013, μαζί με άλλο πρόσωπο, εσκεμμένα και παράνομα προκάλεσαν ζημιά ύψους €4.000 στο προαναφερόμενο αυτοκίνητο.

Για την Κατηγορούσα Αρχή κατέθεσαν δέκα μάρτυρες, ενώ, αφού κλήθηκαν σε απολογία, ο μεν Κατηγορούμενος 1 - Εφεσείων έδωσε ένορκη κατάθεση και κάλεσε τρεις μάρτυρες υπεράσπισης, ο δε Κατηγορούμενος 2 προέβηκε σε ανόμωτη δήλωση από το εδώλιο του Κατηγορουμένου και δεν κάλεσε οποιονδήποτε μάρτυρα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι, το μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας που πρόσφερε η Κατηγορούσα Αρχή δεν αμφισβητήθηκε και ότι «η κυριότερη μάρτυρας για σκοπούς της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής ήταν η ΜΚ10 Χριστίνα Μιχαλτσέα, αναφορά στη μαρτυρία της οποίας θα γίνει στη συνέχεια.».

 

Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής αναφέρθηκε εκτενώς στην ενώπιον της μαρτυρία, την οποία και αξιολόγησε.  Για την ΜΚ10, την οποία χαρακτήρισε ως την ουσιαστικότερη μάρτυρα από πλευράς Κατηγορούσας Αρχής, σημείωσε ότι έκανε εξαιρετική εντύπωση στο Δικαστήριο για τη σαφήνεια και σταθερότητα των θέσεων της «και για τους λόγους που θα εξηγήσω αμέσως πιο κάτω θα αποδεχθώ τη μαρτυρία της στην ολότητα της.».

 

Αναφερόμενη, σε μεγάλη έκταση, στη μαρτυρία της ΜΚ10, η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής ανέφερε, μεταξύ άλλων, και τα εξής: 

 

Η ΜΚ10, η οποία για μικρό χρονικό διάστημα διέμενε μαζί με τον Κατηγορούμενο 2 σε τροχόσπιτο, δίπλα στο γκαράζ του Κατηγορούμενου 2, στη μαρτυρία της ενώπιον του Δικαστηρίου (η οποία έγινε στην ολότητα της αποδεκτή), κατέθεσε για τα όσα της ανέφερε ο Κατηγορούμενος 2 για την, κατ' ισχυρισμό, συμφωνία του με τον Κατηγορούμενο 1 - Εφεσείοντα.  Η μάρτυρας ήταν σαφής, όπως τονίζει το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι την πρώτη φορά που μετέβηκε στη συγκεκριμένη μπυραρία «Μύρτος»  στη Λάρνακα, ο Κατηγορούμενος 2 (στην απουσία του Κατηγορούμενου 1) της ανέφερε ότι ο Κατηγορούμενος 1 θα του έφερνε κλοπιμαία αυτοκίνητα (στο γκαράζ του).  Στη συγκεκριμένη μπυραρία, παρόντες ήταν ο Κατηγορούμενος 2, ο εργοδότης του Κατηγορούμενου 1, η ίδια η ΜΚ10 και μια άλλη κοπέλα. Σε δεύτερη συνάντηση της με τον Κατηγορούμενο 2, στην ίδια μπυραρία, αυτός ανέφερε στην ΜΚ10 ότι ο Κατηγορούμενος 1 θα του έφερνε κλοπιμαία αυτοκίνητα για να τα «ξηλώσει» στο δικό του γκαράζ και για κάθε αυτοκίνητο, αυτός θα λάμβανε το ποσό των €150.  Σ' αυτή τη δεύτερη συνάντηση, παρών ήταν και ο Κατηγορούμενος 2 (προφανώς εννοεί τον Κατηγορούμενο 1 - Εφεσείοντα), ο οποίος, «ωστόσο, ενδεχομένως και να μην άκουσε τη συζήτηση αυτή».  Όπως παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η ΜΚ10 είχε ακούσει και τηλεφωνικές επικοινωνίες, κατ' ισχυρισμό, μεταξύ των δύο Κατηγορουμένων, οι οποίες, εμμέσως, ενέπλεκαν τον πρώτο Κατηγορούμενο - Εφεσείοντα, σε συνωμοσία με τον δεύτερο Κατηγορούμενο για απόκρυψη, μέσω περίφραξης με δίχτυ, των όσων γίνονταν στο γκαράζ.

 

Στις σελίδες 37 και 38 της πρωτόδικης απόφασης, κάτω από την επικεφαλίδα «Ευρήματα και Κατάληξη του Δικαστηρίου», η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής αναφέρει και τα εξής:

 

«Με δεδομένη την αποδοχή της μαρτυρίας της ΜΚ10, είναι ξεκάθαρο ότι η πρώτη κατηγορία (της συνομωσίας) έχει αποδειχθεί εφόσον σύμφωνα με τα όσα αυτή κατέθεσε στο Δικαστήριο, όπως της ανέφερε ο Κατηγορούμενος 2 σε δύο περιπτώσεις κατά τις οποίες βρίσκονταν στην μπυραρία Μύρτος στη Λάρνακα (στην μία εκ των οποίων παρών ήταν και ο Κατηγορούμενος 1), είχαν συμφωνήσει όπως ο Κατηγορούμενος 1 κλέβει αυτοκίνητα τα οποία και θα μετέφερε στο γκαράζ του Κατηγορούμενου 2, τα οποία ακολούθως θα ξήλωναν στον κλειστό φούρνο μπογιατίσματος αυτοκινήτων προκειμένου τα μέρη των αυτοκινήτων να πωλούνται ως εξαρτήματα, και για κάθε όχημα που μεταφερόταν εκεί με τον συγκεκριμένο τρόπο, ο Κατηγορούμενος 2 θα εισέπραττε το ποσό των €150.  Η δε παρουσία του Κατηγορούμενου 1 μαζί με τον Λιβανέζο με το όνομα Χασσάν στο γκαράζ του Κατηγορούμενου 2 την 2.8.2013 αφού αυτός μετέφερε εκεί το αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής KSF 995, το οποίο και είχε κλαπεί, που ακολούθως ξηλώθηκε, δεικνύει ακριβώς τη συνωμοσία των τριών αυτών προσώπων.»

 

Αναφορικά με την Κατηγορία 3 (της κακόβουλης ζημιάς), το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στη σελίδα 38 της απόφασης του, ότι στο γκαράζ του Κατηγορούμενου 2, και με ενέργειες του ιδίου μαζί με τον Κατηγορούμενο 1 και τρίτο πρόσωπο, δηλαδή τον προαναφερόμενο Λιβανέζο, προκλήθηκε ζημιά στο όχημα με αρ. εγγραφής KSF 995, ιδιοκτησίας της ΜΚ3 αφού, κατά την 2.8.2013, η ΜΚ10 είδε και τους τρεις να μπαινοβγαίνουν στο φούρνο και την 3.8.2013 το προαναφερόμενο όχημα βρέθηκε στην κατάσταση που φαίνεται στις φωτογραφίες του τεκμηρίου 2, δηλαδή «ξηλωμένο».

 

Αναφορικά με τη δεύτερη Κατηγορία της κλοπής, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατηρεί ότι δεν υπάρχει άμεση μαρτυρία όμως, στη βάση  περιστατικής μαρτυρίας, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, από τα ενώπιον του στοιχεία, δεν μπορούσε να καταλήξει σε οποιοδήποτε άλλο λογικό συμπέρασμα από το ότι ο Κατηγορούμενος 1 - Εφεσείων διέπραξε και το αδίκημα της κλοπής.   Καθοδηγήθηκε, συναφώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο, από σχετική Νομολογία, περιλαμβανομένης και της υπόθεσης Αθηνής v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41.

 

Όπως και με τα άλλα δύο αδικήματα, έτσι και για το αδίκημα της κλοπής το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε, σε μεγάλο βαθμό, στη μαρτυρία της ΜΚ10, η οποία, το πρωί της 2.8.2013, είδε ένα μικρό αυτοκίνητο χρώματος αργυρού, το οποίο ομοιάζει με το αυτοκίνητο που της υποδείχθηκε σε φωτογραφία στο τεκμήριο 2, να μεταφέρεται στον χώρο του γκαράζ του Κατηγορούμενου 2 από τον Κατηγορούμενο 1 και τον Λιβανέζο Χασσάν, λίγες ώρες μετά που το προαναφερόμενο όχημα αφέθηκε στον χώρο στάθμευσης του παλιού ΓΣΠ από την ιδιοκτήτρια του και κλάπηκε.  Βασιζόμενο, το πρωτόδικο Δικαστήριο, στο δόγμα της κατοχής προσφάτως κλαπείσας περιουσίας, έκρινε ότι το κλαπέν όχημα βρέθηκε στην κατοχή των δύο Κατηγορουμένων σε χρόνο αμέσως μετά την κλοπή του, και τούτο οδηγούσε, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, σε συμπέρασμα συμβατό μόνο με την ενοχή τους σε σχέση με την κλοπή του οχήματος, αποκλείοντας οποιονδήποτε άλλο λογικό συμπέρασμα.  Όπως φαίνεται από τη σελίδα 43 της πρωτόδικης απόφασης, το Δικαστήριο κατέληξε στο προαναφερόμενο συμπέρασμα αφού έλαβε υπόψιν, μεταξύ άλλων, «τη συμφωνία των δύο Κατηγορουμένων ως την ανέφερε και περιέγραψε ο Κατηγορούμενος 2 στην ΜΚ10 η μαρτυρία της οποίας έγινε αποδεκτή αναφορικά με κλοπή αυτοκινήτων από τον Κατηγορούμενο 1 και τη μεταφορά τους στο γκαράζ του Κατηγορούμενου (2) ώστε εκεί να ξηλώνονται και τα μέρη αυτών να πωλούνται ως ανταλλακτικά.»  Συναφώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψιν του και τη συνεννόηση των δύο Κατηγορουμένων αναφορικά με την τοποθέτηση πράσινου διχτύου περίφραξης περιμετρικά του χώρου του γκαράζ ώστε να μην είναι εμφανές το τι γίνεται εντός αυτού, μαρτυρία που επίσης προέρχεται από την ΜΚ10, ουσιαστικά, όμως, από πληροφόρηση που είχε από τον Κατηγορούμενο 2.  Έλαβε υπόψιν επίσης και το γεγονός ότι το όχημα με αρ. εγγραφής KSM 320 (άλλο όχημα) πράγματι ήταν κλοπιμαίο.  Αναφέρει, συναφώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο, στις σελίδες 43 και 44 της απόφασης του τα εξής σχετικά:

 

«Συναφώς σημειώνεται ότι το γεγονός ότι δεν προσφέρθηκε μαρτυρία από την Κατηγορούσα Αρχή επί το ότι το όχημα με αρ. εγγραφής KSM 320 πράγματι ήταν κλοπιμαίο, δεν επηρεάζει την κρίση μου, έχοντας ιδιαίτερα υπόψη αφενός την αποδοχή της μαρτυρίας της ΜΚ10 στην ολότητά της, αφετέρου ότι τούτο προβάλλεται και από τον Κατηγορούμενο 2 στην ανακριτική του κατάθεση, χωρίς, ωστόσο, αυτός να εμπλέκει τον εαυτό του ή να δέχεται ότι εισέπραξε οποιοδήποτε ποσό».

 

Στη σελίδα 44 της απόφασης του, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει ότι τα ψεύδη του Κατηγορούμενου 1, στις καταθέσεις του, αναφορικά με τις ενέργειες του κατά τις δύο επίδικες ημερομηνίες, δηλαδή 2.8.2013 και 3.8.2013 (λανθασμένα αναγράφεται 2016) μπορούν να αποτελέσουν ενισχυτική μαρτυρία αναφορικά με την ενοχή του.   Παρά το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχεται κάποιες από τις θέσεις του Κατηγορούμενου 1 - Εφεσείοντα οι οποίες επιβεβαιώθηκαν από τους ΜΥ 1 και 3, τους οποίους έκρινε ως αξιόπιστους, αυτό το γεγονός δεν αναιρεί την πρωτόδικη κατάληξη για την ενοχή του Κατηγορούμενου 1 «ενόψει και της θέσης της ΜΚ10» ότι ο Κατηγορούμενος 1 - Εφεσείων δεν βρισκόταν συνεχώς στο χώρο του γκαράζ του Κατηγορούμενου 2 καθόλη την χρονική περίοδο που η ΜΚ10 ήταν εκεί, στις 3.8.2013.

 

Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με τέσσερις λόγους έφεσης:

 

1.   Η καταδίκη του Κατηγορούμενου 1 από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι παράλογη και εσφαλμένη, υπό το φως της προσαχθείσας μαρτυρίας.  Ειδικά προσβάλλεται η αποδοχή της μαρτυρίας της ΜΚ10 ως της ουσιαστικότερης μάρτυρος της Κατηγορούσας Αρχής.

 

2.   Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη και αντιφατική με βάση το σύνολο της μαρτυρίας που το ίδιο έκρινε ως αξιόπιστη και αποδέχτηκε.

 

3.   Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε αποδεκτή μαρτυρία η οποία, κατά νόμο δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή και καταδίκασε τον Κατηγορούμενο 1.  Γίνεται ρητή αναφορά στην ανώμοτη δήλωση του Κατηγορούμενου 2, η οποία αναφέρεται στη σελίδα 31 της πρωτόδικης απόφασης.

 

4.   Το πρωτόδικο Δικαστήριο παραβίασε τους κανόνες της δίκαιης δίκης.  Συγκεκριμένα, εντελώς παράτυπα έλαβε υπόψιν του εξ ακοής μαρτυρία, δηλαδή τα όσα, κατ' ισχυρισμόν, άκουσε η ΜΚ10 από τον Κατηγορούμενο 2 για τη διάπραξη των επίδικων αδικημάτων από τον Κατηγορούμενο 1, τα οποία, η ΜΚ10, μετέφερε στο Δικαστήριο, χωρίς να καταθέσει ενόρκως ο Κατηγορούμενος 2, στερώντας έτσι από τον Κατηγορούμενο 1 - Εφεσείοντα το δικαίωμά του να αντεξετάσει τον Κατηγορούμενο 2.

 

Εξετάσαμε με πολλή προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία.   Μας φαίνεται ότι διαπράχθηκε σοβαρό σφάλμα από το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με την αποδοχή της μαρτυρίας της ΜΚ10 στην ολότητα της, χωρίς οποιανδήποτε αναφορά στο γεγονός ότι μεγάλο και ουσιαστικό μέρος της μαρτυρίας της, προς απόδειξη της ενοχής του Κατηγορούμενου 1 - Εφεσείοντα, ήταν εξ ακοής μαρτυρία, και συγκεκριμένα το τι, κατ' ισχυρισμόν, ανέφερε στην ΜΚ10 ο Κατηγορούμενος 2 εναντίον του Κατηγορούμενου 1 - Εφεσείοντα, στην απουσία, μάλιστα, του Κατηγορούμενου 1 ή και στην παρουσία του, αλλά χωρίς να είναι βέβαιο ότι αυτός άκουσε τα λεχθέντα.  Δεν υπήρξε οποιαδήποτε αυτοπροειδοποίηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τον κίνδυνο αποδοχής εξ' ακοής μαρτυρία και, μάλιστα, προερχόμενης από συγκατηγορούμενο και συνεργό του πρώτου Κατηγορούμενου - Εφεσείοντα, χωρίς ενισχυτική μαρτυρία.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι τα ψεύδη, όπως είπε, του Κατηγορούμενου 1 - Εφεσείοντα, στις καταθέσεις του στην αστυνομία, συνιστούσαν μαρτυρία ενισχυτική της ενοχής του.  Όμως, αυτό το εύρημα δεν διαφοροποιεί το αποτέλεσμα, εφόσον, όπως είναι θεμελιωμένο, ως ενισχυτική μαρτυρία μπορεί να λογιστεί μόνο η αξιόπιστη μαρτυρία, η οποία ενισχύει άλλην αξιόπιστη μαρτυρία.  Στην παρούσα υπόθεση, η μαρτυρία της ΜΚ10 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αξιόπιστη μαρτυρία, δεκτική ενισχυτικής μαρτυρίας, εφόσον ήταν νομικά διάτρητη και μεμπτή, όπως εξηγήσαμε.

 

Η αξιολόγηση της βαρύτητας εξ ακοής μαρτυρίας, σύμφωνα με το άρθρο 27 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, γίνεται, προσεκτικά, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είναι ορθό να επεξηγεί τους λόγους για τους οποίους αποδίδει ή δεν αποδίδει βαρύτητα σε εξ ακοής μαρτυρία (Δέστε Πολιτική Έφεση αρ. 6/2011, Λευκόνικο Χρηματιστηριακή Λτδ v.  Χρυστάλλα άλλως Στάλω Χριστοδούλου, ημερ. 15.7.2016 και Ανδρέου κ.α. v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 152).  Το Δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψιν του όλα τα περιστατικά της υπόθεση και, ιδιαίτερα, το αν θα ήταν εύλογο και εφικτό να κλητευθεί, ως μάρτυρας στη διαδικασία, το πρόσωπο που έκανε την αρχική δήλωση, το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα, ο βαθμός της εξ ακοής μαρτυρίας, το αν οποιοδήποτε εμπλεκόμενο πρόσωπο είχε κίνητρο να αποκρύψει ή να παραποιήσει τα γεγονότα (όπως στην παρούσα υπόθεση), το αν η αρχική δήλωση μεταφέρθηκε επ' ακριβώς ή όχι, το πλαίσιο μέσα στο οποίο έγινε η δήλωση, κτλ.  Οι παράγοντες αυτοί, οι οποίοι αναφέρονται στο άρθρο 27(2) του Κεφ. 9, δεν είναι βέβαια εξαντλητικοί, σύμφωνα με τη Νομολογία μας.  Όμως επιβάλλεται όπως η διεργασία αξιολόγησης της βαρύτητας της εξ ακοής μαρτυρίας γίνεται με προσοχή και επεξηγείται από το Δικαστήριο, είτε η εξ ακοής μαρτυρία απορρέει από προφορική είτε από γραπτή μαρτυρία (Δέστε Γεωργίου v. Στυλιανού (2009) 1 Α.Α.Δ. 70 και Μονός κ.α. v. S. Xenides Trading Co Ltd κ.α. (2010) 1 Α.Α.Δ. 1002).

 

Το άρθρο 27(3) του Κεφ. 9 προνοεί ότι, κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που προσδίδεται σε εξ ακοής μαρτυρία, λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψιν το αν ο διάδικος θα μπορούσε να προσκομίσει την καλύτερη δυνατή μαρτυρία και δεν το έπραξε.  Πέραν των προαναφερομένων, το Δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψιν του και άλλα αξιολογήσιμα κριτήρια και να συνυπολογίσει κατά πόσον η απόδοση βαρύτητας σε εξ ακοής μαρτυρία εξυπηρετεί ή όχι τις προϋποθέσεις της δίκαιης δίκης και του συμφέροντος της δικαιοσύνης (Δέστε Ηλιάδη και Σάντη - Το Δίκαιο της Απόδειξης, σελ. 320 - 331).

 

Η αποδοχή εξ ακοής μαρτυρίας, χωρίς οποιανδήποτε αναφορά σ' αυτήν, χωρίς οποιανδήποτε αξιολόγηση της βαρύτητας της, χωρίς να ληφθούν υπόψιν οι προαναφερόμενοι παράγοντες που επηρεάζουν τη βαρύτητα που θα της αποδοθεί, χωρίς να ληφθεί υπόψιν ότι στην προκείμενη περίπτωση ήταν μαρτυρία προερχόμενη από συγκατηγορούμενο και συνεργό του πρώτου Κατηγορούμενου - Εφεσείοντα με ίδιον συμφέρον στην έκβαση της υπόθεσης, και χωρίς σχετική αυτοπροειδοποίηση εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου για τον κίνδυνο αποδοχής τέτοιας μαρτυρίας, και με μόνο και καθοριστικό κριτήριο την καλή εντύπωση που έδωσε στο Δικαστήριο η ΜΚ10, έχει σοβαρές επιπτώσεις στη δίκαιη δίκη, σύμφωνα και με την Νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Δέστε Al-Khawaja and Tahery v. The United Kingdom (2012), 54 EHRR 23 (απόφαση ΕΔΔΑ) και R. v. Tahery (No. 2) (2013) EWCA Crim 1053).  (Δέστε επίσης Τουμαζή v. Dixit, Πολιτική Έφεση 274/2010, ημερ. 5.5.2015, ECLI:CY:AD:2015:A302).

 

 

Στις αποφάσεις Delta v. France (1993) 16 EHRR 574 και Saidi v. France (1994) 17 EHRR 251, του ΕΔΔΑ, αποφασίστηκε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6(1) της ΕΣΔΑ κατά το ότι, η καταδικαστική (εθνική) απόφαση, είχε στηριχθεί κατά κύριο λόγο σε γραπτές καταθέσεις μαρτύρων που δεν παρουσιάστηκαν για αντεξέταση και οι οποίες συνιστούσαν τη μοναδική ή την κύρια μαρτυρία εναντίον του κατηγορούμενου, με τρόπο που επηρεαζόταν ο πυρήνας του δικαιώματος του κατηγορούμενου για δίκαιη δίκη.  

 

Στην προκείμενη περίπτωση η ενοχή του Κατηγορούμενου 1 - Εφεσείοντα βασίστηκε, εν μέρει, και σε κατάθεση που έδωσε ο Κατηγορούμενος 2 στην Αστυνομία (που επίσης συνιστά εξ ακοής μαρτυρία της οποίας η βαρύτητα δεν αξιολογήθηκε), ενώ ενώπιον του Δικαστηρίου δεν έδωσε ένορκη μαρτυρία και, ως εκ τούτου, δεν ήταν δυνατό να αντεξεταστεί.

 

Αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας συνεργού και την αναγκαία δικαστική αυτοπροειδοποίηση και το περιεχόμενό της, χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στο Σύγγραμμα Ηλιάδης και Σάντης - Το Δίκαιο της Απόδειξης, Δεύτερη Έκδοση, σελ. 539 έως 543.  Είναι θεμελιωμένο ότι το Δικαστήριο οφείλει να προβεί σε επαρκή αυτοπροειδοποίηση, αναφορικά με τη μαρτυρία συνεργού, ως προς τον κίνδυνο καταδίκης χωρίς ενισχυτική μαρτυρία (Δέστε, μεταξύ άλλων, Petrosyan v. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 90, Καϊλής v. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 251 και Χριστοδούλου άλλως Ρόπας κ.α. v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 628.)

 

Στην προκείμενη περίπτωση, και με όλον τον προσήκοντα σεβασμό, θεωρούμε ότι το πρωτόδικο σφάλμα, αναφορικά με τη μή αναφορά σε εξ ακοής μαρτυρία στη μαρτυρία της ΜΚ10, στη μή αξιολόγηση της βαρύτητάς της με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια, στη μή αναφορά στη μαρτυρία του συνεργού Κατηγορούμενου 2, η οποία παρεισέφρησε ως εξ ακοής μαρτυρία, μέσω της μαρτυρίας της ΜΚ10 (η οποία έγινε αποδεκτή, στην ολότητά της, ως αξιόπιστη), και στη μή αυτοπροειδοποίηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τους κινδύνους καταδίκης του Κατηγορούμενου 1 - Εφεσείοντα υπό αυτές τις περιστάσεις, είναι ουσιώδες και μολύνει την όλη πρωτόδικη διαδικασία, με αποτέλεσμα να καθιστά τη δίκη μή δίκαιη και την ανάγκη για παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης και την αθώωση του Κατηγορούμενου 1 - Εφεσείοντα, σε όλες τις κατηγορίες, επιτακτική.

 

Υπό τις περιστάσεις, η Έφεση επιτυγχάνει.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και ο Κατηγορούμενος 1 - Εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται από όλες τις κατηγορίες.

 

Μ.Μ. Νικολάτος, Π.                                            

Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

/ΜΣ


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Ποινική Έφεση 164/16

 

6 Δεκεμβρίου, 2017

 

(ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ - ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές)

 

 

ALI ABDULLAH HAZZAZ ASSAD

 

Εφεσείων,

ν.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

_ _ _ _ _ _

 

Π. Χ΄Παναγιώτου, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Χαραλάμπους, Δημόσιος Κατήγορος, για Γενικό Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

_ _ _ _ _ _

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Ψαρά-Μιλτιάδου,Δ.: Δεν θα συμφωνήσω πλήρως με το σκεπτικό της απόφασης της πλειοψηφίας.  Δεν τίθεται για εμένα θέμα μολυσμένης μαρτυρίας προερχόμενη από συνεργό.  Εν προκειμένω, η ΜΚ10 έδωσε μαρτυρία σε συνάρτηση με αυτά που άκουσε από τον Κατηγορούμενο 2 «για τη συνωμοσία ή την παρανομία που θα έκαναν» με τον εφεσείοντα.  Πριν ακόμη να επιχειρηθεί η πράξη.  Και μετά η ΜΚ10 έδωσε μαρτυρία για κάποια στιγμιότυπα που υπέπεσαν στην αντίληψη της, τα οποία συνδυαζόμενα με αυτά που της μετέφερε ο Κατηγορούμενος 2, μπορούσαν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι το σχέδιο το πραγματοποίησαν, όπως το σχεδίασαν.  Με αυτές τις συνθήκες, δεν πρόκειται για μαρτυρία προερχόμενη από συνεργό εφόσον ακριβώς ο συνεργός δεν είχε δώσει μαρτυρία και δεν προσδοκούσε οτιδήποτε για να δώσει εκδοχή που ενοχοποιούσε τον εφεσείοντα.  (βλ. Davies v. Director of Public Prosecutions {1954} A.C. p.378). 

 

Μ΄αυτή τη διαφοροποίηση, δεν θα διαφωνήσω ωστόσο με το αποτέλεσμα της απόφασης της πλειοψηφίας, αφού, έστω και έτσι, δεν δημιουργείτο από τα δεδομένα της μαρτυρίας, βεβαιότητα ενοχής και ο εφεσείων θα έπρεπε να απαλλαγεί λόγω αμφιβολιών.  Κατά τα λοιπά, συμφωνώ με την απόφαση της πλειοψηφίας, ως προς το ότι, σε περίπτωση όπως αυτή, όπου η μαρτυρία ενοχής στηρίζεται αποκλειστικά ή σχεδόν αποκλειστικά σε εξ ακοής, θα πρέπει να γίνει πραγμάτευση της μαρτυρίας κάτω από το πλαίσιο του άρθ.27 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ.9. και το Δικαστήριο θα πρέπει να ασχοληθεί με τους παράγοντες που το άρθρο αυτό θέτει ως «αντίβαρο» ακριβώς στην αποδοχή εξ ακοής μαρτυρίας.  (Βλ. Τσαππή Λτδ ν. Πολυβίου (2009)1 Α.Α.Δ.  339).

 

Αφ΄ης στιγμής αυτό δεν έγινε, η κατάληξη της έφεσης πρέπει να είναι αυτή που η πλειοψηφία αποφάσισε. 

 

Περαιτέρω, εντοπίζω λάθος στο πρωτόδικο Δικαστήριο στο ότι θεώρησε πως δεν ήταν απαραίτητο να αποδειχθεί η κλοπή του δευτέρου οχήματος (ΚSM320) για το οποίο προσφέρθηκε μαρτυρία της μεταφοράς του από τον εφεσείοντα στο γκαράζ του κατηγορουμένου 2 και της αφαίρεσης απ΄αυτόν εξαρτημάτων.  (βλ.σελ.43 της πρωτόδικης απόφασης).  Ενόψει του ότι με τα πιο πάνω προδιαγράφεται το ίδιο αποτέλεσμα, ως η απόφαση της πλειοψηφίας, δεν κρίνω σκόπιμο να επεκταθώ.

 

                                                T. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

/ΜΑ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο