ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:B171
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πoινική ΄Εφεση αρ.287/2015)
11 Μαϊου, 2017
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Τ.ΨΑΡΑ-MΙΛΤΙΑΔΟΥ. Δ/στες
XΡΙΣΤΙΝΑ ΡΑΣΠΟΠΟΥΛΟΥ
Εφεσείουσα,
ν.
ΘΕΟΔΩΡΑ ΜΑΚΡΗ
Εφεσίβλητη.
- - - - - - - - -
Σ.Δράκος με Δ.Κουλαφέτη, για την εφεσείουσα
Αυγ.Τσάρκατζιης για Χρ.Πατσαλίδη ΔΕΠΕ, για την εφεσίβλητη
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση μας θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα βρέθηκε ένοχη, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη αφορά το αδίκημα της παρακοής διατάγματος Δικαστηρίου κατά παράβαση του άρθρου 20 (5) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ.96 και η δεύτερη το αδίκημα της απείθειας σε διάταγμα Δικαστηρίου κατά παράβαση του άρθρου 137 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154.
Σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, εντός του ακινήτου με αριθμό εγγραφής 2/1806, Φύλλο 21, Σχέδιο 45W2, Τμήμα 2, Τεμάχιο 1670, στο Δήμο Αγίου Δομετίου, στην ενορία Άγιος Γεώργιος, στην διεύθυνση Αγίου Αντωνίου, (το επίδικο ακίνητο) υπάρχει κτισμένη μία ισόγεια κατοικία η οποία κατέχεται και χρησιμοποιείται από την εφεσίβλητη-παραπονούμενη και πάνω από αυτή μια διώροφη ανώγεια κατοικία η οποία κατέχεται και χρησιμοποιείται από την εφεσείουσα. Στο ακίνητο υπάρχει περαιτέρω μια βοηθητική κατοικία η οποία κατέχεται και χρησιμοποιείται από την εφεσίβλητη.
Το προαναφερόμενο ακίνητο είναι εγγεγραμμένο κατά ½ μερίδιο στην εφεσίβλητη κατά ½ στην εφεσείουσα. Ως η μεταξύ τους συνεννόηση η ισόγεια κατοικία θα ανήκε στην εφεσίβλητη και η ανώγεια κατοικία του 1ου ορόφου θα ανήκε στην εφεσείουσα. Η εφεσίβλητη περαιτέρω θα είχε δικαίωμα χρήσης της βοηθητικής κατοικίας ενώ η εφεσείουσα των οικοδομημάτων για τα οποία υπέγραψε τα αρχιτεκτονικά σχέδια η εφεσίβλητη και εξασφαλίστηκε σχετική άδεια από την αρμόδια αρχή και ανεγέρθηκαν στην οροφή της οικοδομής.
Εναντίον της εφεσίβλητης και της εφεσείουσας είχε καταχωρηθεί στις 14/11/2008 από τον Δήμο Αγίου Δομετίου (στο εξής ο Δήμος), η ποινική υπόθεση με αριθμό 19708/2008 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, στα πλαίσια της οποίας μετά από παραδοχή της εφεσείουσας, στις δύο κατηγορίες που αντιμετώπιζε και αφορούσαν, η πρώτη το αδίκημα της ανέγερσης οικοδομής χωρίς άδεια οικοδομής από την Αρμόδια Αρχή και η δεύτερη το αδίκημα της κατοχής ή χρήσης οικοδομής χωρίς πιστοποιητικό έγκρισης από την Αρμόδια Αρχή, στις 26/10/2010, πέραν της επιβολής ποινής προστίμου, εκδόθηκε για έκαστη κατηγορία διάταγμα με το οποίο η εφεσείουσα διατάττετο όπως κατεδαφίσει την επέκταση της ακάλυπτης βεράντας στο ισόγειο, της προσθήκης του μεταλλικού κλιμακοστασίου προς το διαμέρισμα του 1ου ορόφου, των αυθαίρετων προσθηκών στον δεύτερο όροφο όπως επίσης και τη βοηθητική οικοδομή, όλα ευρισκόμενα εντός του επίδικου ακινήτου.
Το Δικαστήριο ανέστειλε την εκτέλεση των πιο πάνω διαταγμάτων για περίοδο 2 μηνών ώστε να δοθεί η ευκαιρία στην εφεσείουσα να αιτηθεί για την έκδοση άδειας για τις συγκεκριμένες αυθαίρετες προσθήκες, από την αρμόδια Αρχή.
Η εφεσείουσα κατά την έκδοση του πιο πάνω διατάγματος ήταν παρούσα στο Δικαστήριο και είχε γνώση αυτού. Περαιτέρω το εν λόγω διάταγμα της επιδόθηκε προσωπικά με Ιδιώτη Επιδότη στις 14/06/2011.
Σύμφωνα με την απόφαση, οι προσθήκες που έγιναν στον 20ν όροφο της διώροφης ανώγειας κατοικίας, δεν είχαν κατεδαφιστεί από την εφεσείουσα μέχρι και την ημερομηνία έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης (26.10.2015) και δεν είχε εξασφαλιστεί άδεια οικοδομής από την αρμόδια αρχή. Ενώ η προσθήκη του μεταλλικού κλιμακοστασίου το οποίο άρχιζε από κοινόχρηστο χώρο και κατέληγε προς το διαμέρισμα του 1ου ορόφου, περί το δεύτερο τρίμηνο του 2014, διαρκούσης της ακροαματικής διαδικασίας, κατεδαφίστηκε από την εφεσείουσα.
Είναι γεγονός ότι η εφεσείουσα μετά την έκδοση του προαναφερόμενου διατάγματος, αποτάθηκε στο Δήμο υποβάλλοντας αίτηση για έκδοση άδειας οικοδομής για τις αυθαίρετες προσθήκες που έγιναν στον 2° όροφο για τις οποίες καταδικάστηκε και διατάχθηκε να κατεδαφίσει με σκοπό την νομιμοποίηση αυτών. Ο Δήμος ενημέρωσε την εφεσείουσα ότι το Δημοτικό Συμβούλιο αποφάσισε να εγκρίνει την έκδοση της άδειας οικοδομής για τις αυθαίρετες προσθήκες που έγιναν στον 2° όροφο της οικοδομής, νοουμένου ότι η αίτηση υπογράφει από την συνιδιοκτήτρια του τεμαχίου (δηλαδή την εφεσίβλητη) και κατεδαφιστεί το μεταλλικό κλιμακοστάσιο στο πίσω μέρος της οικοδομής που οδηγεί στο διαμέρισμα του 1ου ορόφου. Στη συνέχεια, η εφεσείουσα με επιστολή του δικηγόρου της, ημερομηνίας 14/12/2011 ζήτησε από το Δήμο, να αναστείλει κάθε ενέργεια προς εκτέλεση του εν λόγω διατάγματος μέχρι την εκδίκαση της πολιτικής αγωγής που καταχώρησε εναντίον της η εφεσίβλητη και την εξέταση της αίτησης που υπέβαλε για πολεοδομική αμνηστία. Ο Δήμος με επιστολή του ημερομηνίας 15/12/2011 αποδέχτηκε το αίτημα της.
Στις 25/09/2012 η εφεσείουσα υπέβαλε αίτηση για χορήγηση πολεοδομικής αμνηστίας η οποία αφορούσε τις προσθήκες και στον 20ν όροφο της οικοδομής στο επίδικο ακίνητο, οι οποίες έγιναν κατά παράβαση της προηγούμενης άδειας που είχε εγκριθεί. Η Πολεοδομική Αρχή ωστόσο απέρριψε την εν λόγω αίτηση λόγω του ότι η προτεινόμενη επηρεάζει τις ανέσεις και τα νόμιμα ιδιοκτησιακά συμφέροντα της εφεσίβλητης, καθώς επίσης και την άνετη, νόμιμη και εύλογη κάρπωση της ιδιοκτησίας της και λόγω του ότι τα έντυπα της σχετικής αίτησης δεν υπογράφτηκαν από την εφεσίβλητη.
Ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας το Δικαστήριο έκρινε εν τέλει ότι στοιχειοθετούντο οι κατηγορίες ότι δηλαδή η εφεσείουσα μετά τις 26.10.2010 και μέχρι σήμερα παρέλειψε να συμμορφωθεί και να υπακούσει στο πιο πάνω διάταγμα ημερ. 26.10.2010, ήτοι παρέλειψε να κατεδαφίσει τις αυθαίρετες προσθήκες στο 2ο όροφο οι οποίες ευρίσκονται εντός του εν λόγω τεμαχίου, κατά παράβαση του άρθρου 20 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ.96 και μέχρι το 2014 παρέλειψε να κατεδαφίσει την προσθήκη μεταλλικού κλιμακοστασίου ως άνω. (1η κατηγορία). Και ότι την ίδια περίοδο παρέλειψε να συμμορφωθεί στο εν λόγω διάταγμα, όπως έχει εκτεθεί πιο πάνω, δυνάμει του άρθρου 137 του Ποινικού Κώδικα (2η κατηγορία).
Η υπόθεση αυτή κατεχωρήθη στις 20.7.2011 και η απόφαση του Δικαστηρίου εξεδόθη 31.7.2015. Παρατηρώντας και μελετώντας τα πρακτικά της υπόθεσης καθώς και την εκκαλούμενη απόφαση διαπιστώνουμε ότι υπήρξε ανεπίτρεπτη επέκταση της διαδικασίας πέραν από τα όρια των επιδίκων θεμάτων σε βαθμό που εμφανώς και επηρέασε το χρόνο της εκδίκασης. Χαρακτηριστικό επίσης είναι το γεγονός ότι η απόφαση αποτελείται από 47 πυκνογραμμένες σελίδες, ενώ η ουσία του πράγματος, δηλαδή η μη συμμόρφωση στο διάταγμα, φαίνεται να μην αμφισβητείτο με τρόπο που να καθίστατο αναγκαίο να επεκταθεί η διαδικασία τόσο αχρείαστα και με κόστος επί του δικαστικού χρόνου.
Για την εφεσίβλητη ακούστηκαν 5 μάρτυρες, ενώ η εφεσείουσα όταν κλήθηκε σε απολογία κατέθεσε ενόρκως και κάλεσε 3 επιπρόσθετους μάρτυρες υπεράσπισης. Παρά το εκτενές και ογκώδες της πρωτόδικης διαδικασίας η ουσιαστική γραμμή υπεράσπισης της εφεσείουσας υπήρξε η μη νομιμοποίηση της εφεσίβλητης να εγείρει την υπόθεση στη βάση του κύριου επιχειρήματος ότι το επίδικο διάταγμα εξεδόθη σε διαδικασία που είχε εγείρει ο αρμόδιος Δήμος. Η εφεσίβλητη ως συνιδιοκτήτρια δεν νομιμοποιείτο με βάση τη γραμμή υπεράσπισης στην έγερση της ποινικής δίωξης. Στα πλαίσια αυτά ή με την επίκληση αυτής της θέσης καλύτερα, η διαδικασία, εν πολλοίς, μετετράπη σε αστικής φύσεως διαφορά, αφού ήλθαν στο προσκήνιο και απασχόλησαν υπέρμετρα επικαλούμενες συμφωνίες διαχωρισμού, κατ΄ισχυρισμόν δικαιώματα των διαδίκων, αλλά και συμπεριφορές οι οποίες να σημειωθεί ότι κατ΄επάλληλο τρόπο αφορούν και υφιστάμενη πολιτική αγωγή μεταξύ τους.
Δυστυχώς την ίδια λογική ακολούθησε και η σύνταξη των λόγων έφεσης. Καταχωρήθηκαν 29 λόγοι έφεσης και παρά την προσπάθεια που έγινε να ομαδοποιηθούν καλύπτουν, τουλάχιστον στην όψη τους, ευρύ φάσμα των θεμάτων που ευθύς εξ αρχής δεν έπρεπε να απασχολήσουν σε τόση έκταση ή και καθόλου τη διαδικασία. Εκείνο που δεν έγινε αντιληπτό από την πλευρά της εφεσείουσας πρωτοδίκως και ενώπιον μας, είναι ότι αφ΄ης στιγμής εξεδόθη το επίδικο διάταγμα, όσα κάλυπταν τις σχέσεις των διαδίκων ήσαν αδιάφορα.
΄Εγινε προσπάθεια και κατά την ακρόαση της έφεσης όπως οι λόγοι συνοψιστούν σε πιο ουσιαστική μορφή. Παρά το ότι ο κ.Δράκος δεν θεώρησε ότι μπορούσε να συνοψίσει περαιτέρω τους λόγους δέχθηκε - και ορθά - ότι ο πυρήνας όλων των λόγων έφεσης είναι η μη νομιμοποίηση της εφεσίβλητης στην έγερση της παρούσας υπόθεσης. Βεβαίως, οφείλουμε να πούμε ότι υπάρχουν λόγοι έφεσης που αφορούν επί μέρους ευρήματα για τη νομική σχέση μεταξύ των διαδίκων ως προς το επίδικο τεμάχιο. Όμως, σε κανένα σημείο οι λόγοι αυτοί δεν αφορούν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, όπως προκύπτουν από το κατηγορητήριο και την απόφαση του Δικαστηρίου αλλά και κατά πολύ από τα ίδια τα κοινώς παραδεκτά γεγονότα. Ενδεικτικό είναι ότι η πλευρά της εφεσείουσας ακόμη και κατά το στάδιο αγορεύσεων για την ποινή, αναφέρθηκε σε συμμόρφωση ή προσπάθεια συμμόρφωσης της με το διάταγμα.
Είναι ατελέσφορο να ακολουθήσουμε τη λογική του εφετηρίου. Θεωρούμε ότι από το περιεχόμενο αυτού προκύπτει αμφισβήτηση του θέματος της νομιμοποίησης ως άνω αλλά και ευρύτερα πλήττεται το έργο της αξιολόγησης που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Εμμέσως και με επάλληλο τρόπο κυρίως σε σχέση με την αξιολόγηση προβάλλεται ως λάθος το εύρημα του Δικαστηρίου για το σαφές του διατάγματος και για την γνώση της εφεσείουσας περί του περιεχομένου του. ΄Εχοντας αυτά κατά νου και με αυτούς τους πυλώνες θα εξεταστεί η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.
Θα μας απασχολήσει πρώτα το θέμα της νομιμοποίησης της εφεσίβλητης ως συνιδιοκτήτριας του επίδικου ακινήτου, να εγείρει την παρούσα δίωξη σε σχέση με το αδίκημα καταφρόνησης διατάγματος Δικαστηρίου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά την αχρείαστη ενασχόληση με ογκώδες μέρος της μαρτυρίας, καθοδηγήθηκε ορθά στο θέμα του έννομου συμφέροντος ή της νομιμοποίησης της εφεσίβλητης να εγείρει την ποινική υπόθεση. Με κεντρικό άξονα βεβαίως την υπόθεση Ttofinis v. Theocharides a.a. (1983) 2 C.L.R. 363 το Δικαστήριο καταλήγει ως εξής:
«Καθοδηγούμενη από την προαναφερθείσα νομολογία, στην προκειμένη περίπτωση το γεγονός ότι η παραπονούμενη και η κατηγορούμενη είναι κατά ½ μερίδιο εξ αδιαιρέτου συνιδιοκτήτριες και η κατηγορούμενη προέβηκε στην ανέγερση στο δεύτερο όροφο της οικοδομής ενός επιπλέον υπνοδωματίου, κουζίνας και καθιστικού, επιπλέον τοποθέτησε μεταλλικό κλιμακοστάσιο επί της κοινόκτητης βεράντας, παράνομα και χωρίς τη συγκατάθεση της παραπονούμενης και την εκ των προτέρων εξασφάλιση σχετικής άδειας από την αρμόδια αρχή, αυτό και μόνο του είναι αρκετό για να την νομιμοποιεί να εγείρει ιδιωτική ποινική δίωξη και τούτο ανεξάρτητα εάν είχε γίνει οποιαδήποτε «συμφωνία διαχωρισμού» και αν το διάταγμα που η κατηγορούμενη παρακούει εκδόθηκε στα πλαίσια ποινικής υπόθεσης στην οποία κατήγορος ήταν ο Δήμος Αγίου Δομετίου».
Ο δικαστικός λόγος της Τtofinis υιοθετών τα λεγόμενα του Λόρδου Diplock στην υπόθεση Courier v. Union of Post Office Workers and Others (1977) 3 All E. R. 70, παρέμεινε αναλλοίωτος και επιβεβαιώθηκε με νεότερη νομολογία. (Βλ. Aίπεια Λτδ ν. Sirocco Estates Co Ltd. κ.ά. (1997)2 Α.Α.Δ. 434, Κλεάνθης Δημοσθένους ν. Τύχωνα, (2013) Α.Α.Δ. 2 σελ.22, Νεόφυτος Παναγιώτου ν. Σάββα Ευαγγέλου, Ποιν.΄Εφ. Αρ.194/13, 2.12.2014), ECLI:CY:AD:2014:B917.
Μάλιστα στην υπόθεση Bernard Hogg v. Αγγελικής Παπαδοπούλου (1992) 2 Α.Α.Δ. 36 ο ιδιώτης κατήγορος ήταν συνιδιοκτήτης με την κατηγορούμενη ακινήτου επί του οποίου βρισκόταν οικοδομή την οποία η κατηγορούμενη δεν κατεδάφιζε παρακούοντας σχετικό διάταγμα Δικαστηρίου. Κρίθηκε ότι οι παράνομες πράξεις της συνιδιοκτήτριας επί της περιουσίας έθιγαν άμεσα τα δικαιώματα του ιδιώτη κατηγόρου, συνεπώς η νομιμοποίηση του ήταν δεδομένη. Η ομοιότης της Hogg ανωτέρω, με την παρούσα είναι κραυγαλέα.
Είχαμε δε πρόσφατα την ευκαιρία να επαναλάβουμε τις πιο πάνω αρχές στην υπόθεση ΄Αννα Γιαννή κ.α. ν. Chrigesa Constructions & Developments Ltd κ.α. Ποιν. Έφ. 110/15, ημερ. 5.4.2017, ECLI:CY:AD:2017:B127. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η νομιμοποίηση της εφεσίβλητης είχε πλήρως στοιχειοθετηθεί. Συνεπώς ο πυλώνας αυτός των λόγων έφεσης απορρίπτεται.
Αναφορικά με το θέμα της αξιοπιστίας των μαρτύρων και τις πολυσέλιδες αναφορές της πλευράς της εφεσείουσας στα «μεμπτά μέρη της μαρτυρίας που το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέκτηκε», παρατηρούμε και πάλι ότι όσα προβάλλονται σχολιάζουν σημεία που δεν μπορούσαν να είναι επίδικα. Δυστυχώς και το ίδιο το Δικαστήριο πράττει όμοιο σφάλμα, όμως παρά την εκτενή αναφορά του σε περιττή μαρτυρία, μπορεί να εντοπιστεί και η διεργασία της αξιολόγησης επί των πραγματικών ουσιωδών επιδίκων θεμάτων, αξιολόγηση που έγινε με πλήρη αιτιολογία και επεξήγηση, πηγάζουσα κυρίως από τα αποδεκτά μέρη της μαρτυρίας. Θυμίζουμε το αυτονόητο: Η αξιολόγηση λαμβάνει χώρα επί σημείων που αφορούν τα επίδικα θέματα (βλ. Al Ittihad al Watani κ.ά. ν. Χρ. Παπαδοπούλου (2000)1Γ Α.Α.Δ. 1924, Τσιαττές ν. Solomonides (Cartridges Industries) Ltd (2009) 1 A.A.Δ. 974, και Mirza Feiz Hasan ν. Μιχάλη Ανδρέου, Πολ.Εφ.2/11, ημερ. 2.12.2015, ECLI:CY:AD:2015:A803).
Επ΄αυτών λοιπόν των στοιχείων, η έκδοση του διατάγματος, το περιεχόμενο αυτού, η γνώση της εφεσείουσας επ΄αυτού και τα θέματα που αφορούσαν στο τι έγινε σε σχέση με τις οικοδομές που έπρεπε να κατεδαφιστούν, το Δικαστήριο οριοθετεί τα γεγονότα σωστά. Με βάση δε τις θέσεις της μαρτυρίας που αποδέχεται προβαίνει με έγκυρο τρόπο στην υπαγωγή αυτών στο νόμο.
Σημαντική παράμετρος ήταν το σαφές του διατάγματος και η γνώση της εφεσείουσας. Οι παρατηρήσεις του Δικαστηρίου επ΄αυτής της πτυχής είναι ορθές. Το περιεχόμενο του διατάγματος ήταν σαφές. Το γεγονός ότι δεν γινόταν απαρίθμηση και συγκεκριμένη αναφορά (για τα οικοδομήματα που θα έπρεπε να κατεδαφιστούν στο 2ο όροφο) δεν οδηγούσε στο συμπέρασμα του ότι ήταν ασαφές. Αφού η εφεσείουσα γνώριζε καλώς ποία ήταν τα οικοδομήματα για τα οποία δεν εκδόθηκε πολεοδομική άδεια και άδεια οικοδομής από την αρμόδια αρχή. Αυτό το συμπέρασμα γίνεται με επίκληση της υπόθεσης ΄Επαρχος Πάφου ν. Κώστα Ηλιάδη (2005) 2 Α.Α.Δ. 231. Εξάλλου εν προκειμένω η εφεσείουσα, ούσα κατηγορούμενη στην προαναφερθείσα ποινική υπόθεση, γνώριζε ποία ήσαν αυτά τα οικοδομήματα, και είναι γι΄αυτά που προώθησε αιτήματα στις αρμόδιες αρχές.
Το ίδιο ορθές ήσαν οι παρατηρήσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου για τη γνώση της εφεσείουσας επί του περιεχομένου του διατάγματος τις οποίες και παραθέσαμε πιο πάνω. Περαιτέρω επί του θέματος της μη συμμόρφωσης στο διάταγμα και του mens rea σε συνάρτηση με τα αδικήματα το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει τα ακόλουθα σχετικά σελ. 46 και 47:
«Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Borrie & Lowe: «Τhe Law of Contempt', 3η έκδοση, στη σελίδα 560 και 568, στην περίπτωση προστακτικού διατάγματος, το πρόσωπο προς το οποίο αυτό απευθύνεται έχει υποχρέωση να εξεύρει τους κατάλληλους τρόπους για να συμμορφωθεί με το διάταγμα. παρά το ότι δυνατόν να αποτελέσει υπεράσπιση η απόδειξη του ότι η συμμόρφωση προς το διάταγμα ήταν αδύνατη, είναι ο κατηγορούμενος που έχει το βάρος να αποδείξει την επικληθείσα αδυναμία ("impossibility"). ΄Οσον αφορά επομένως το ηθελημένο ή όχι της ανυπακοής, δεν χωρεί αμφιβολία ότι στα περιστατικά της παρούσας δεν ήταν ούτε τυχαία ούτε χωρίς πρόθεση η μη συμμόρφωση από την κατηγορούμενη με το διάταγμα το Δικαστηρίου. H προώθηση διαβημάτων για νομιμοποίηση των παράνομων προσθηκών στον 2ο όροφο, η δήλωση της κατηγορουμένης ότι ο λόγος για τον οποίο δεν συμμορφώθηκε με το διάταγμα είναι η οικονομική ζημιά που θα υποστεί εάν κατεδαφίσει τις προσθήκες στις οποίες προέβηκε στον 2ο όροφο σε περίπτωση που δικαιωθεί στην αγωγή και εν τω μεταξύ κατεδαφίσει, το αίτημα της προς το Δήμο Αγίου Δομετίου για αναστολή εκτέλεσης του διατάγματος, η κατεδάφιση του μεταλλικού κλιμακοστασίου μεσούσης της ακροαματικής διαδικασίας, καταδεικνύουν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας το ηθελημένο της παρακοής της κατηγορουμένης και ότι δεν είχε καμία πρόθεση να συμμορφωθεί με το διάταγμα».
Για όλα τα πιο πάνω σημεία η μαρτυρία ήταν συντριπτική αλλά και σχεδόν στην ουσία της αναμφισβήτητη. Η αιτιολογία της μομφής για το θέμα της αξιοπιστίας αγγίζει είτε περιφερειακά, είτε άσχετα θέματα. Κρίνουμε ότι δεν παρέχεται κανένα πεδίο επέμβασης μας στο έργο της αξιολόγησης επί των επιδίκων θεμάτων ούτε στην υπαγωγή των γεγονότων στα αδικήματα του κατηγορητηρίου καθώς και στην εφαρμογή της νομολογίας που τα στηρίζει.
Συνεπώς η έφεση απορρίπτεται στο σύνολο της με έξοδα €2,000 πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ της εφεσίβλητης.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.