ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:B141
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική Έφεση Αρ. 276/2015
(Σχ. με 277/2015)
12 Aπριλίου, 2017
[ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσείοντα
ν.
ΣΠΥΡΟΥ ΣΠΥΡΟΥ
Εφεσίβλητου
--------
Ποινική Έφεση Αρ. 277/2015
(Σχ. με 276/2015)
ΜΕΤΑΞΥ:
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσείοντα
ν.
ΚΩΣΤΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ
Εφεσίβλητου
.......
Ζαχ. Συμεού, για τον εφεσείοντα και στις δύο εφέσεις
Γ. Χατζηπαρασκευάς με Λ. Χαβιαρά για Κούσιο, Κορφιώτη,
Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ και Β. Θεοδώρου, για τους εφεσίβλητους
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Οι υπό κρίση δύο εφέσεις προσβάλλουν την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στην ποινική υπόθεση 636/12, με την οποία αθωώθηκαν οι δύο εφεσίβλητοι για παραβιάσεις από την εταιρεία S.N.K. Exclusive Properties Ltd (στο εξής η Εταιρεία) προνοιών των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 2000 έως 2011 (στο εξής ο Νόμος) και των σχετικών με αυτούς Κανονισμών.
Τα πραγματικά περιστατικά που συνθέτουν την υπόθεση δεν αμφισβητούνται και σε συντομία έχουν ως ακολούθως:-
Η Εταιρεία συστάθηκε από τους εφεσίβλητους στις 4.12.06 και ενεγράφη στο Μητρώο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας την 1.5.07 ως δραστηριοποιούμενη στην ανάπτυξη γης.
Οι εφεσίβλητοι διορίστηκαν διευθυντές της Εταιρείας στις 26.1.07, πλην όμως αναφύησαν μεταξύ τους οικονομικές διαφορές με αποτέλεσμα, στις 6.8.09, να αναθέσουν την διαχείριση της Εταιρείας στην εταιρεία G. Kouzalis LLC η οποία - μεταξύ άλλων - ανέλαβε και την αποπεράτωση των κατοικιών που είχε αρχίσει να ανεγείρει η Εταιρεία με σκοπό να τις παραδώσει στους αγοραστές.
Ο διορισμός της G. Kouzalis LLC ως διαχειρίστριας της Εταιρείας δεν απέδωσε τα αναμενόμενα, στοιχείο που οδήγησε τους εφεσίβλητους να θέσουν την Εταιρεία, στις 1.7.11, υπό καθεστώς εκούσιας εκκαθάρισης με εκκαθαριστή τον Κρις Ιακωβίδη. Πριν όμως η Εταιρεία τεθεί υπό εκκαθάριση, είχαν υποβληθεί από τη διαχειρίστρια της - την G. Kouzalis - φορολογικές δηλώσεις για τις περιόδους 1.9.08 - 28.2.10 και 1.6.10 - 31.8.10 με μηδενικά ποσά. Περαιτέρω δεν υποβλήθηκε φορολογική δήλωση για την περίοδο 1.3.11-31.5.11, στοιχεία που οδήγησαν λειτουργό της Υπηρεσίας ΦΠΑ να εξετάσει τα βιβλία και αρχεία της Εταιρείας. Όπως δε προέκυψε για τις πιο πάνω φορολογικές περιόδους η Εταιρεία είχε προβεί σε πωλήσεις διαμερισμάτων και κατοικιών με αποτέλεσμα ο Έφορος Φ.Π.Α. (στο εξής ο Έφορος) να προβεί σε εξωλογιστικό προσδιορισμό των πωλήσεων και «. λαμβάνοντας υπόψη: έγγραφα από το Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λάρνακας, επιτόπου επίσκεψη από λειτουργούς της Υπηρεσίας Φ.Π.Α. σε ορισμένα έργα ανέγερσης της εταιρείας σας στη Ξυλοφάγου, πληροφορίες που δόθηκαν από αγοραστές των κατοικιών αυτών και χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση μας σύμφωνα με την περί Φ.Π.Α. Νομοθεσία», βεβαίωσε ότι η Εταιρεία όφειλε για την περίοδο 1.5.07 - 31.5.11 Φ.Π.Α. ύψους €298.612,28. Σχετική επί του θέματος είναι η επιστολή του Εφόρου ημερ. 8.9.11 (τεκμ.7) η οποία παραλήφθηκε από την Εταιρεία στις 12.9.11 (τεκμ.8) και από τους εφεσίβλητους στις 29.9.11 (τεκμ. 9 και 10), με την οποία ο Έφορος καλούσε την Εταιρεία και τους εφεσίβλητους να καταβάλουν τον βεβαιωθέντα φόρο εντός 30 ημερών. Επιπρόσθετα τους γνωστοποιούσε ότι η απόφαση του ήταν διοικητική πράξη και ως εκ τούτου μπορούσαν να υποβάλουν στον ίδιο ή στον Υπουργό Οικονομικών γραπτώς ένσταση εντός 60 ημερών (άρθρα 51Α, 52 και 53 του Νόμου), καθώς επίσης και να καταχωρίσουν προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος.
Η Εταιρεία και οι εφεσίβλητοι σε καμία ένσταση ή προσφυγή προέβησαν και παρελθούσης της προθεσμίας, στις 11.1.12, ο Έφορος καταχώρισε εναντίον της Εταιρείας, των εφεσιβλήτων και του εκκαθαριστή της Εταιρείας την επίδικη ποινική υπόθεση 636/12, με την οποία τους καταλόγισε τα αδικήματα της:-
1. Παράλειψης καταβολής εντός 30 ημερών από τη λήψη της επιστολής ημερ. 8.9.11 οφειλόμενου φόρου ύψους €298,612,28 (1η κατηγορία) και πρόσθετου φόρου €29.861,22 και τόκου €18.175,43 λόγω μη εμπρόθεσμης καταβολής Φ.Π.Α. (2η κατηγορία) και
2. Παράλειψης υποβολής εμπρόθεσμης φορολογικής δήλωσης, στον Έφορο ΦΠΑ για τις φορολογικές περιόδους 1.9.10 - 30.11.10, 1.12.10 - 28.2.11 και 1.3.11 - 31.5.11 (3η, 4η και 5η κατηγορία αντίστοιχα).
Όλοι οι κατηγορηθέντες αρνήθηκαν τις πιο πάνω κατηγορίες, αλλά κατά την εξέλιξη της πρωτόδικης διαδικασίας ο δικηγόρος που εμφανιζόταν για την Εταιρεία αποσύρθηκε και η υπόθεση γι΄ αυτή οδηγήθηκε σε απόδειξη. Εν τέλει δε κρίθηκε ένοχη σε όλες τις κατηγορίες και επιπρόσθετα από τις χρηματικές ποινές που της επιβλήθηκαν εκδόθηκε εναντίον της και διάταγμα καταβολής των οφειλομένων ποσών, ενώ η υπόθεση εναντίον του εκκαθαριστή της Εταιρείας ανεστάλη. Σ΄ ό,τι δε αφορά τους εφεσίβλητους η υπόθεση γι΄ αυτούς οδηγήθηκε σε ακρόαση, στο πλαίσιο της οποίας πρόβαλαν ως υπεράσπιση ότι δεν είχαν οποιαδήποτε ανάμειξη τόσο στα οικονομικά θέματα της Εταιρείας όσο και στη διεκπεραίωση των υποθέσεων της, δεν γνώριζαν τις παραλείψεις της G. Kouzalis LCC και από 1.7.11 που διορίστηκε ως εκκαθαριστής της Εταιρείας ο Κρις Ιακωβίδης, οι ίδιοι έπαυσαν να έχουν οποιαδήποτε υποχρέωση ή ευθύνη έναντι του Εφόρου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού εξέτασε την ενώπιον του μαρτυρία και τις εκατέρωθεν θέσεις των διαδίκων, αποφάνθηκε πως:- «Η δυνάμει του άρθρου 48(1) του Ν.95(1)/2000 ευθύνη των αξιωματούχων εταιρείας δεν προκύπτει αυτομάτως και άνευ άλλου τινός από μόνο το γεγονός της στοιχειοθέτησης της ευθύνης της εταιρείας. Τα όσα ισχύουν στην περίπτωση δίωξης, δυνάμει του άρθρου 20 Κεφ. 154, προσώπου το οποίο εμπλέκεται ως συνεργός ισχύουν, κατ΄ αναλογία, και εν προκειμένω». Με υπόβαθρο αυτή την προσέγγιση έκρινε πως υπό τα περιστατικά της υπόθεσης δεν είχε αποδειχθεί πέραν από κάθε λογική αμφιβολία ένοχη διάνοια (mens rea) των εφεσιβλήτων και ενόψει τούτου προχώρησε σε αθώωση τους στις κατηγορίες 1, 2 και 5, ενώ για τις κατηγορίες 3 και 4 - την παράλειψη δηλαδή υποβολής φορολογικών δηλώσεων της Εταιρείας για τις περιόδους 1.9.10 - 31.10.10 και 1.12.10 - 28.2.11 - τους έκρινε ένοχους. Και αυτό με το αιτιολογικό πως η συμφωνία ημερ. 6.8.09, με την οποία διορίστηκε ως «διαχειριστικός αντιπρόσωπος» της Εταιρείας η G. Kouzalis LLC δεν τους απάλλασσε από την υποχρέωση να υποβάλουν τις υπό αναφορά δηλώσεις και η προβληθείσα απ΄ αυτούς άγνοια συνιστούσε «αξιόποινη απερισκεψία».
Ο Γενικός Εισαγγελέας θεωρεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε πλημμελώς το Νόμο επί των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης, λόγος που βρίσκεται εντός της εμβέλειας του άρθρου 137(1)(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, το οποίο οριοθετεί το δικαίωμα άσκησης έφεσης εναντίον αθωωτικής αποφάσεως (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου κ.α. (2010) 2 Α.Α.Δ. 94 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυπριανού, Ποιν. Εφ. 162/13 ημερ. 9.12.14, ECLI:CY:AD:2014:D981). Διατείνεται συναφώς ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι για στοιχειοθέτηση ποινικής ευθύνης αξιωματούχου εταιρείας για αδίκημα δυνάμει του Νόμου απαιτείται απόδειξη ένοχης διάνοιας, εφόσον σύμφωνα με το άρθρο 48 ευθύνη για το αδίκημα φέρουν εκτός από το ίδιο το νομικό πρόσωπο, οι σύμβουλοι ή οι διευθυντές αξιωματούχοι του νομικού προσώπου. Παρέπεμψε επί του προκειμένου στη Μελάς ν. Γενικού Εισαγγελέα (2008) 2 Α.Α.Δ. 412, όπου επισημάνθηκε πως ο Νόμος καταλογίζει ευθύνη στους αξιωματούχους ενός νομικού προσώπου ώστε να διασφαλίζεται η εκπλήρωση των νομικών υποχρεώσεων του νομικού προσώπου, μέσω του κολασμού των αξιωματούχων του.
Αντίθετες βεβαίως είναι οι θέσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων των εφεσιβλήτων οι οποίοι υποστήριξαν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, προβάλλοντας ότι οι εφεσίβλητοι δεν ήταν υπεύθυνοι για τις παραλείψεις της Εταιρείας. Παρέπεμψαν συναφώς στις Μαρκίδης ν. Εφόρου ΦΠΑ (Νομικό Ερώτημα) (2002) 2 Α.Α.Δ. 316 και Μελάς (ανωτέρω), για να επισημάνουν ότι στις εν λόγω υποθέσεις τονίστηκε ότι ο καταλογισμός ευθύνης από το Νόμο στους αξιωματούχους αποβλέπει στο «. να διασφαλίζεται η εκπλήρωση των νομικών υποχρεώσεων του νομικού προσώπου, μέσω του κολασμού των φυσικών προσώπων, υπεύθυνων της λειτουργίας του». Επιπρόσθετα υποστήριξαν ότι ακόμη και στην περίπτωση που το άρθρο 48 του Νόμου καθιερώνει αδίκημα απόλυτης ευθύνης, το νοητικό στοιχείο εξακολουθεί να αποτελεί προϋπόθεση για στοιχειοθέτηση ποινικής ευθύνης αξιωματούχου νομικού προσώπου. Επί του προκειμένου παρέπεμψαν στην Callow v. Tillstone [1900] 83 LT 411 καθώς και σε αυθεντίες στις οποίες βασίστηκε και η πρωτόδικη απόφαση (Παυλόπουλος ν. Skopy Shoe Factory Ltd (2003) 2 A.A.Δ. 261, Pavlos Zenonos General Motors Ltd v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 5 και Ακκελίδου ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 249).
Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν εισηγήσεων και καταλήξαμε ότι έκδηλα το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε πλημμελώς το Νόμο επί των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης.
Όπως είναι νομολογημένο (Sea Island & Tours Ltd v. K.O.T. (1995) 2 A.A.Δ. 196, Γενικός Εισαγγελέας ν. Δημητρίου (2010) 2 Α.Α.Δ. 298 και Aestas Trading Ltd κ.α. v. Kυπριακός Οργανισμός Τουρισμού, Ποιν. Εφ. 78/15 και 79/15 ημερ. 3.9.15, οι οποίες παραπέμπουν και σε αγγλική νομολογία), στις περιπτώσεις που ο Νόμος δημιουργεί αδίκημα αυστηρής ή απόλυτης ευθύνης δεν απαιτείται απόδειξη ένοχης διάνοιας (mens rea) εφόσον η ένοχη διάνοια δεν είναι συστατικό στοιχείο του αδικήματος. Όπως δε επισημάνθηκε στη Sea Island & Tours Ltd (ανωτέρω), το κατά πόσο ο Νόμος δημιουργεί τέτοιο αδίκημα είναι θέμα που «κρίνεται κατ' αρχήν από το λεκτικό της διάταξης και έπειτα, εν αμφιβολία, από τη φύση του νομοθετήματος - ρυθμιστικής ή αυστηρώς ποινικής - όπως και από το πρόβλημα προς το οποίο το νομοθέτημα απευθύνεται για επίλυση - αν π.χ. ανάγεται σε τομέα που αφορά, γενικά θα λέγαμε, την κοινή ευημερία: βλ. σχετικά την πολύ σημαντική απόφαση της Νομικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση Alphacell Ltd v. Woodward [1972] 2 All E.R. 475, απόφαση που επιβεβαιώθηκε πρόσφατα στην National Rivers Authority v. Yorkshire Water Services Ltd [1995] 1 All E.R. 225».
Στην παρούσα περίπτωση δεν χωρεί αμφιβολία ότι το λεκτικό του Νόμου δημιουργεί αδίκημα αυστηρής ευθύνης εφόσον ρητώς προνοεί πως «Όταν διαπράττεται ποινικό αδίκημα που αναφέρεται στον παρόντα Νόμο από νομικό πρόσωπο, την ευθύνη για το αδίκημα αυτό φέρουν εκτός από το ίδιο νομικό πρόσωπο, οι σύμβουλοι ή οι διευθυντές αξιωματούχοι του νομικού προσώπου» (άρθρο 48). Τοσούσω μάλλον που πρόκειται για ένα εξαιρετικής σημασίας νομοθέτημα που αφορά την εθνική οικονομία και ο καταλογισμός ευθύνης στους αξιωματούχους ενός νομικού προσώπου από το Νόμο αποβλέπει στο να διασφαλιστεί η εκπλήρωση των νομικών υποχρεώσεων του νομικού προσώπου μέσω του κολασμού των αξιωματούχων του (Μελάς ανωτέρω).
Κατά συνέπεια προς τα ανωτέρω οποτεδήποτε ένα νομικό πρόσωπο διαπράττει αδίκημα προνοούμενο από το Νόμο, ποινικώς υπεύθυνοι είναι και οι διευθυντές του. Πρόκειται δηλαδή για απόλυτο αδίκημα (absolute offence) και αποτελεί καταστρατήγηση του Νόμου η εξέταση από το Δικαστήριο ύπαρξης ή ανυπαρξίας ένοχης διάνοιας (mens rea), όπως λανθασμένα έπραξε στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο. Συναφώς η νομολογία επί της οποίας βασίστηκε παραπέμπει σε αδικήματα - όπως το άρθρο 305Α του ποινικού Κώδικα για έκδοση επιταγών χωρίς αντίκρισμα - για τα οποία δεν δημιουργείται από το Νόμο ένοχη διάνοια για τους αξιωματούχους του νομικού προσώπου, με αποτέλεσμα η δίωξη τους να μπορεί να γίνει στη βάση του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα.
Ο Νόμος λοιπόν (άρθρο 48) κατά τρόπο που δεν επιδέχεται άλλης ερμηνείας καθιστά προσωπικώς ποινικώς υπεύθυνους τους διευθυντές (και άλλους αξιωματούχους) για τα αδικήματα ενός νομικού προσώπου που προνοούνται από το Νόμο και εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι «Η δυνάμει του άρθρου 48(1) του Ν.95(1)/2000 ευθύνη των αξιωματούχων εταιρείας δεν προκύπτει αυτομάτως και άνευ άλλου τινός από μόνο το γεγονός της στοιχειοθέτησης της ευθύνης της εταιρείας. Τα όσα ισχύουν στην περίπτωση δίωξης, δυνάμει του άρθρου 20 Κεφ. 154, προσώπου το οποίο εμπλέκεται ως συνεργός ισχύουν, κατ΄ αναλογία, και εν προκειμένω». Με δεδομένο δε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο οι εφεσίβλητοι ήταν διευθυντές της Εταιρείας και η Εταιρεία διέπραξε τα αδικήματα τα οποία της καταλογίστηκαν δυνάμει του Νόμου, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε άλλη επιλογή παρά να κρίνει γι΄ αυτά ένοχους και τους εφεσίβλητους. Και αυτό ανεξάρτητα από το γεγονός ότι βεβαίωση του φόρου έγινε σε χρόνο που για την Εταιρεία είχε διοριστεί εκκαθαριστής εφόσον ο βεβαιωθείς φόρος αφορούσε την περίοδο 1.5.07-31.5.11 κατά την οποία διευθυντές της Εταιρείας ήταν οι εφεσίβλητοι.
Για τους πιο πάνω λόγους αμφότερες οι εφέσεις επιτυγχάνουν. Η πρωτόδικη αθωωτική απόφαση παραμερίζεται και οι εφεσίβλητοι κρίνονται ένοχοι και στις κατηγορίες 1, 2 και 5.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/κβπ