ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2016:B481

(2016) 2 ΑΑΔ 988

17 Οκτωβρίου, 2016

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]

 

ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ ΠΑΠΑΠΑΝΤΕΛΗΣ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 11/2016)

 

 

Ναρκωτικά ―Αναστολή ― Κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου, τάξεως Β, ήτοι 618,315 γραμμάτια κάνναβης  κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977 (Ν.29/1977) όπως τροποποιήθηκε ― Επικύρωση ποινής φυλάκισης 18 μηνών και άρνησης αναστολής εκτέλεσης ποινής ― Απόφανση Εφετείου ότι διαφορετική μεταχείριση του Εφεσείοντα, θα εξέπεμπε λανθασμένα μηνύματα.

 

Αναστολή ποινής ― Εφαρμοστέες αρχές ― Κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο συνέδεσε τη δικαστική του διεργασία για καθορισμό του ύψους της ποινής με την εξέταση του θέματος κατά πόσον ήταν η πρέπουσα περίπτωση για να δοθεί αναστολή ― Κατά πόσον έκρινε ότι οι συνυπολογισθέντες παράγοντες είχαν σημασία προς τον καθορισμό του ύψους της ποινής, αλλά παρόλα ταύτα δεν μπορούσαν περαιτέρω να επηρεάσουν τα δεδομένα στα πλαίσια του θέματος της αναστολής ― Επέμβαση Εφετείου και επικύρωση πρωτόδικης απόφασης περί μη αναστολής με άλλο σκεπτικό που δόθηκε από το Εφετείο.

 

Η παραδοχή του Εφεσείοντα ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λάρνακας/Αμμοχώστου στην κατηγορία της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου, τάξεως Β, ήτοι 618,315 γραμμάτια κάνναβης  κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977 (Ν.29/1977) όπως τροποποιήθηκε, οδήγησε σε επιβολή άμεσης ποινής φυλακίσεως 18 μηνών.

 

Ο Εφεσείων προσέβαλε την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη.

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Το Κακουργιοδικείο κατά το μετριασμό της ποινής δεν έλαβε υπόψιν την κράτηση του Εφεσείοντα για περίοδο πέντε (5) μηνών μέχρι την επιβολή της ποινής.

 

β)  Το Κακουργιοδικείο δεν άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια προς όφελος του Εφεσείοντα και να αναστείλει την ποινή φυλάκισης που επέβαλε σ' αυτόν.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ο πρώτος λόγος έφεσης ήταν άρρηκτα συνδεδεμένος με τον τρίτο λόγο έφεσης, ιδιαίτερα, λαμβάνοντας υπόψιν ότι στη βάση της αιτιολόγησης του, συνδεόταν με τη μη αναστολή της ποινής που επεβλήθηκε στον Εφεσείοντα.

 

2.  Η προώθηση του δε ενώπιον του Εφετείου, ήταν μέσα σ' αυτά τα πλαίσια και όχι ως αυτοτελής λόγος έφεσης, αναγνωρίζοντας ουσιαστικά ότι το ύψος της επιβληθείσας ποινής, δεν ήταν έκδηλα υπερβολικό λαμβάνοντας υπόψιν την αυτόδηλη σοβαρότητα του αδικήματος που παραδέχτηκε.

 

3.  Υπήρχε συμφωνία με αυτή την προσέγγιση, λαμβάνοντας υπόψιν ότι η εγκληματική αυτή συμπεριφορά, λόγω της συχνότητας διάπραξης της, συνοδευόμενη από τους ορατούς κινδύνους στην υγεία και ζωή των ανθρώπων, πρέπει να αντιμετωπίζεται και αντιμετωπίζεται αυστηρά από τα Δικαστήρια με στόχο την αναχαίτηση της.

 

4.  Οι παράγοντες αυτοί παράλληλα εξουδετερώνουν ή περιορίζουν το πλαίσιο της εξατομίκευσης ανάλογα βέβαια με τα περιστατικά εκάστης υποθέσεως. Υποστηρίζοντας τον τρίτο λόγο έφεσης, ο  συνήγορος του Εφεσείοντα έθεσε ότι στην παρούσα υπόθεση συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις που συνηγορούσαν στην αναστολή της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε στον Εφεσείοντα.

 

5.  Περαιτέρω, ήταν η εισήγηση του ότι από την πρωτόδικη απόφαση φαίνεται ότι λανθασμένα λήφθηκαν υπόψιν οι περιστάσεις της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του Εφεσείοντα μόνο για σκοπούς καθορισμού του ύψους της ποινής και όχι για σκοπούς εξέτασης του θέματος της αναστολής της ποινής.

 

6.  Οι παράγοντες που λήφθηκαν υπόψιν από το Κακουργιοδικείο προς όφελος του Εφεσείοντα ήταν το λευκό ποινικό μητρώο του, η παραδοχή του έστω και μετά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, οι προσωπικές συνθήκες του  και ειδικότερα οι δυσμενείς συνέπειες στην οικογένεια και παιδιά του (ηλικίας 18, 17, 14).  Περαιτέρω, ότι η επιβολή ποινής φυλάκισης, όπως προβλήθηκε θα είχε ως συνέπεια την απώλεια της εργασίας του, των εισοδημάτων του και όλων των δικαιωμάτων του. Λήφθηκε επίσης υπόψιν η ποινή που επεβλήθηκε στον συγκατηγορούμενο του.

 

7.  Η σοβαρότητα και η αποτρεπτικότητα της ποινής αφορούν το είδος και το ύψος της ποινής που επεβλήθη από το Κακουργιοδικείο. Το ερώτημα το οποίο όμως παρέμεινε πλέον για το Κακουργιοδικείο ήταν κατά πόσο, δεδομένης της επιβληθείσας ποινής, η περίπτωση του Εφεσείοντα ήταν κατάλληλη για αναστολή.

 

8.  Το Κακουργιοδικείο φαίνεται όμως, από συγκεκριμένο μέρος της απόφασης του να περιορίζει τον εαυτό του όσον αφορά την σημασία των ελαφρυντικών παραγόντων στο ότι αυτοί «έχουν ήδη ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο ως μετριαστικοί παράγοντες στον καθορισμό του ύψους της ποινής που του έχει επιβληθεί».

 

9.  Συνέδεσε δηλαδή τη δικαστική του διεργασία για καθορισμό του ύψους της ποινής με την εξέταση του θέματος του κατά πόσον ήταν η πρέπουσα περίπτωση για να δοθεί αναστολή. Έκρινε δηλαδή ότι όλοι αυτοί οι παράγοντες είχαν σημασία προς τον καθορισμό του ύψους της ποινής, αλλά παρόλα ταύτα δεν μπορούσαν περαιτέρω να επηρεάσουν τα δεδομένα στα πλαίσια του θέματος της αναστολής.

 

10. Το Κακουργιοδικείο προσέγγισε το θέμα λανθασμένα με τον τρόπο που ενήργησε, στερώντας από τον εαυτό του τη δυνατότητα που επιτρέπει ο Νόμος, ήτοι να εξετάσει το ενδεχόμενο αναστολής λαμβάνοντας υπόψιν το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του Εφεσείοντα/κατηγορούμενου μέσα στα πλαίσια που ορίζει ο περί της Υφ' Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμος του 1972, Ν.95/1972 όπως τροποποιήθηκε με τον Ν.186(Ι)/2003.

 

11. Το Εφετείο ενεργώντας στα πλαίσια των εξουσιών του εξέτασε εν συνεχεία εάν συνέτρεχαν, στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, οι προϋποθέσεις του Νόμου για αναστολή της επιβληθείσας στον Εφεσείοντα ποινής.

 

12. Ο κύριος άξονας της αγόρευσης του συνήγορου του Εφεσείοντα, συνίστατο στο ότι η επιβληθείσα ποινή άμεσης φυλάκισης θα είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την απόλυση του Εφεσείοντα από την εργασία του.

 

13. Σε σχετική παρατήρηση του Δικαστηρίου προθυμοποιήθηκε να παρουσιάσει στο Δικαστήριο βεβαίωση της Υπηρεσίας του Εφεσείοντα ότι αυτό ήταν βέβαιο ότι θα συνέβαινε. Παρόλο το χρόνο που του δόθηκε δεν κατέστη δυνατή η προσαγωγή τέτοιας βεβαίωσης λόγω αρνήσεως της Υπηρεσίας του Εφεσείοντα να την παράσχει.

 

14. Με βάση τα προβλεπόμενα στον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος του 1990 (Ν.1/1990) όπως τροποποιήθηκε, στο Άρθρο 84, προβλέπεται ειδική διαδικασία όπου ζητείται η άποψη του Γενικού Εισαγγελέα. Ποια θα είναι η άποψη του Έντιμου Γενικού Εισαγγελέα και ποια θα είναι η πειθαρχική ποινή που τυχόν θα επιβάλει η Επιτροπή (ΕΔΥ) είναι άγνωστοι παράγοντες και δεν θα ήταν ορθό να προκαταβάλει οποιαδήποτε απόφαση του Εφετείο.

 

15. Συνεπώς ο παράγοντας αυτός παρέμεινε μετέωρος, πλην όμως ελήφθη υπόψιν ως μια πιθανότητα.

 

16. Επρόκειτο για πρόσωπο 46 ετών κατά τον ουσιώδη χρόνο, νυμφευμένο με τρία τέκνα ηλικίας 14, 16, 18 ετών, λευκού ποινικού μητρώου. Από το 1991 εργοδοτείται ως υδραυλικός στο Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων.

 

17. Επίσης, ο Εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή μετά από μερική ακρόαση και ότι η σύλληψη και κατηγορία του ήταν το αποτέλεσμα ανεύρεσης γενετικού του υλικού στις διαφανείς μεμβράνες που ήταν περιτυλιγμένα τέσσερα σκευάσματα που περιείχαν κάνναβη και στη ρούχινη τσάντα μεταφοράς τους χωρίς άλλη λεπτομέρεια της εμπλοκής του. Η ανεύρεση τους κατέστη δυνατή μετά τη σύλληψη του συγκατηγορούμενου του στον κυκλικό κόμβο Καλού Χωριού Λάρνακας ο οποίος τα μετέφερε με το αυτοκίνητο του από τη Λεμεσό.

 

18. Προέκυπτε από το σύνολο των πραγματικών περιστάσεων της υπόθεσης συμπεριλαμβανομένων των προσωπικών συνθηκών του Εφεσείοντα ότι δεν δικαιολογείτο η αναστολή της επιβληθείσας ποινής.

 

19. Το αδίκημα που διέπραξε ο Εφεσείων είναι πολύ σοβαρό και καθημερινά παρατηρείται η διάπραξη του με τους κινδύνους που το περιβάλλουν και εγκυμονούν, να είναι ορατοί για την κοινωνία.  Διαφορετική μεταχείριση του Εφεσείοντα θα εξέπεμπε λανθασμένα μηνύματα σ' άλλους επίδοξους παραβάτες και θα υπονόμευε τον αποτρεπτικό χαρακτήρα της επιβληθείσας ποινής.

 

20. Η πρωτόδικη απόφαση εκρίθη στο αποτέλεσμα της ως ορθή, αλλά με το σκεπτικό του Εφετείου.

 

Η έφεση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Φλώρος ν. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 595, ECLI:CY:AD:2016:B311,

 

Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 583,

 

Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22,

 

Κυπριανού ν. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 144, ECLI:CY:AD:2014:B134,

 

Αργυρίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 449,

 

Γεωργίου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 753, ECLI:CY:AD:2016:B368.

 

Έφεση κατά Ποινής.

 

Έφεση από τον Καταδικασθέντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λάρνακας (Χατζηγιάννη, Π.Ε.Δ., Αμπίζας, Α.Ε.Δ., Λυκούργου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 8716/2015), ημερομηνίας 14/1/2016.

 

Ν. Καλλής, για τον Εφεσείοντα.

 

Α. Παπανικολάου, για την Εφεσίβλητη.

 

Εφεσείων παρών.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο κ. Παρπαρίνος, Δ..

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η παραδοχή του Εφεσείοντα ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λάρνακας/Αμμοχώστου στην κατηγορία της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου, τάξεως Β, ήτοι 618,315 γραμμάτια κάνναβης  κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977 (Ν.29/1977) όπως τροποποιήθηκε, οδήγησε σε επιβολή άμεσης ποινής φυλακίσεως 18 μηνών.

 

Ο Εφεσείων με τρεις (3) λόγους έφεσης προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη. Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλει ότι το Κακουργιοδικείο κατά το μετριασμό της ποινής δεν έλαβε υπόψιν την κράτηση του Εφεσείοντα για περίοδο πέντε (5) μηνών μέχρι την επιβολή της ποινής, με τον δεύτερο ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική λαμβάνοντας υπόψιν ότι σε συγκατηγορούμενο του επεβλήθη ποινή φυλακίσεως 2.5 ετών στην κατηγορία της κατοχής της άνω ποσότητας ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια και με τον τρίτο λόγο ότι δεν άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια προς όφελος του Εφεσείοντα και να αναστείλει την ποινή φυλάκισης που επέβαλε σ' αυτόν.

 

O δεύτερος λόγος δεν υποστηρίχθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο κατά την ενώπιον μας συζήτηση της Έφεσης ως αποτέλεσμα έκδοσης της απόφασης στην υπόθεση που αφορούσε τον συγκατηγορούμενο του (βλ. Φλώρος ν. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 595, ECLI:CY:AD:2016:B311).

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον τρίτο λόγο έφεσης, ιδιαίτερα, λαμβάνοντας υπόψιν ότι στη βάση της αιτιολόγησης του συνδέεται με τη μη αναστολή της ποινής που επεβλήθηκε στον Εφεσείοντα. Η προώθηση του δε ενώπιον μας ήταν μέσα σ' αυτά τα πλαίσια και όχι ως αυτοτελής λόγος έφεσης, αναγνωρίζοντας ουσιαστικά ότι το ύψος της επιβληθείσας ποινής δεν ήταν έκδηλα υπερβολικό λαμβάνοντας υπόψιν την αυτόδηλη σοβαρότητα του αδικήματος που παραδέχτηκε. Συμφωνούμε με αυτή την προσέγγιση, λαμβάνοντας υπόψιν ότι η εγκληματική αυτή συμπεριφορά, λόγω της συχνότητας διάπραξης της συνοδευόμενη από τους ορατούς κινδύνους στην υγεία και ζωή των ανθρώπων, πρέπει να αντιμετωπίζεται και αντιμετωπίζεται αυστηρά από τα Δικαστήρια με στόχο την αναχαίτηση της. Οι παράγοντες αυτοί παράλληλα εξουδετερώνουν ή περιορίζουν το πλαίσιο της εξατομίκευσης ανάλογα βέβαια με τα περιστατικά εκάστης υποθέσεως.

 

Υποστηρίζοντας τον τρίτο λόγο έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα έθεσε ότι στην παρούσα υπόθεση συντρέχουν οι προϋποθέσεις που συνηγορούν στην αναστολή της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε στον Εφεσείοντα. Ο λόγος της εισηγήσεως του συμπυκνώνεται στο ακόλουθο απόσπασμα του περιγράμματος αγόρευσης του, που προώθησε βεβαίως και ενώπιον μας.

 

«Αν το δικαστήριο ελάμβανε υπ' όψιν όλους τους ελαφρυντικούς παράγοντες του κατηγορούμενου και ειδικότερα το γεγονός ότι σε περίπτωση επιβολής ποινής άμεσης φυλάκισης θα είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια της εργασίας του (μόνιμος στο Τμήμα Αναπτύξεως Ύδατος ως υδραυλικός) και κατ' επέκταση ότι οι συνέπειες αυτές θα ήταν καταστροφικές για τον ίδιο αλλά και για τα ανήλικα τέκνα του, ποινή στο τέλος που καταλήγει να είναι δυσανάλογη με το αδίκημα που διέπραξε τότε πιστεύω η κατάληξη θα έπρεπε να ήταν διαφορετική. Αν ο κατηγορούμενος εξέτιε μερικούς μήνες ακόμα στη φυλακή δεν θα αποδιδόταν πλήρως η απονομή της δικαιοσύνης και δεν θα εξυπηρετούντο απόλυτα οι σκοποί της ποινής.»

 

Περαιτέρω, ήταν η εισήγηση του ότι από την πρωτόδικη απόφαση φαίνεται ότι λανθασμένα λήφθηκαν υπόψιν οι περιστάσεις της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του Εφεσείοντα μόνο για σκοπούς καθορισμού του ύψους της ποινής και όχι για σκοπούς εξέτασης του θέματος της αναστολής της ποινής.

 

Αντίθετη ήταν η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου για την εφεσίβλητη ο οποίος υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση ως ορθή. Όσον αφορά το πιο πάνω εγερθέν σημείο, ήταν η θέση του ότι επρόκειτο περί γλωσσικού ολισθήματος του Κακουργιοδικείου και αυτό φαίνεται από την ίδια την απόφαση όπου το θέμα της τυχόν αναστολής εξετάστηκε και απερρίφθη.

 

Διά σκοπούς πληρότητας της απόφασης αναφέρεται το σχετικό απόσπασμα της απόφασης του Κακουργιοδικείου.

 

«Έχουμε εξετάσει την εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του κατηγορουμένου για αναστολή εκτέλεσης της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης στον κατηγορούμενο. Κρίνουμε ότι το σύνολο των περιστάσεων της παρούσας υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορούμενου δεν δικαιολογούν την άσκηση της διακριτικής μας ευχέρειας υπέρ της αναστολής εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης του. Και τούτο γιατί όλα τα εν λόγω στοιχεία έχουν ήδη ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο ως μετριαστικοί παράγοντες στον καθορισμό του ύψους της ποινής που του έχει επιβληθεί.»

 

Εξετάσαμε με πολλή προσοχή όλα όσα τέθησαν ενώπιον μας από τους ευπαίδευτους συνηγόρους έχοντας, βεβαίως, πάντοτε υπόψιν μας την πρωτόδικη απόφαση.

 

Ο περί της Υφ' Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμος του 1972, Ν.95/1972, θεσπίστηκε έτσι ώστε να προσφέρεται η δυνατότητα διεύρυνσης του περιθωρίου επιείκειας προς ένα πρόσωπο, με απόφαση για αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης. Ο εν λόγω Νόμος τροποποιήθηκε με το Ν. 41(Ι)/1997, ο οποίος περιόρισε, σε μεγάλο βαθμό, τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να διατάξει αναστολή της εκτέλεσης μιας ποινής φυλάκισης, καθιστώντας τις προϋποθέσεις ανελαστικές. Συναρτάτο δηλαδή με την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, είτε στο πρόσωπο ενός κατηγορουμένου, είτε στις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος.

 

Με την περαιτέρω τροποποίηση που επήλθε με το Ν.186(Ι)/2003, η εν λόγω διακριτική ευχέρεια διευρύνθηκε και το Δικαστήριο εξετάζει το ενδεχόμενο αναστολής, αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης και τις προσωπικές συνθήκες ενός κατηγορούμενου.

 

Το θέμα έκτοτε απασχόλησε σε έκταση τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και αναφορά μπορεί να γίνει μεταξύ άλλων, στις υποθέσεις Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 583, Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22 και Κυπριανού ν. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 144, ECLI:CY:AD:2014:B134.

 

Οι παράγοντες που λήφθηκαν υπόψιν από το Κακουργιοδικείο προς όφελος του Εφεσείοντα ήταν το λευκό ποινικό μητρώο του, η παραδοχή του έστω και μετά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, οι προσωπικές συνθήκες του και ειδικότερα οι δυσμενείς συνέπειες στην οικογένεια και παιδιά του (ηλικίας 18, 17, 14).  Περαιτέρω, ότι η επιβολή ποινής φυλάκισης θα έχει ως συνέπεια την απώλεια της εργασίας του, των εισοδημάτων του και όλων των δικαιωμάτων του. Λήφθηκε επίσης υπόψιν η ποινή που επεβλήθηκε στον συγκατηγορούμενο του.

 

Η σοβαρότητα και η αποτρεπτικότητα της ποινής αφορούν το είδος και το ύψος της ποινής που επεβλήθη από το Κακουργιοδικείο. Το ερώτημα το οποίο όμως παρέμεινε πλέον για το Κακουργιοδικείο ήταν κατά πόσο, δεδομένης της επιβληθείσας ποινής, η περίπτωση του Εφεσείοντα ήταν κατάλληλη για αναστολή.

 

Η καταλληλότητα εξετάζεται πρωταρχικώς αναφορικά με το αν η ποινή εμπίπτει στα πλαίσια που ο ίδιος ο Νόμος ορίζει. Εφόσον εμπίπτει, στην παρούσα υπόθεση δεν υποστηρίζεται το αντίθετο, τότε το μόνο που παρέμενε ήταν να εξετάσει κατά πόσο μπορούσε να δοθεί η αναστολή εάν βεβαίως ήταν η πρέπουσα περίπτωση. Το Κακουργιοδικείο φαίνεται όμως, από το μέρος της απόφασης του που ήδη προαναφέραμε, να περιορίζει τον εαυτό του όσον αφορά την σημασία των ελαφρυντικών παραγόντων στο ότι αυτοί «έχουν ήδη ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο ως μετριαστικοί παράγοντες στον καθορισμό του ύψους της ποινής που του έχει επιβληθεί». Συνέδεσε δηλαδή τη δικαστική του διεργασία για καθορισμό του ύψους της ποινής με την εξέταση του θέματος του κατά πόσον ήταν η πρέπουσα περίπτωση για να δοθεί αναστολή.  Έκρινε δηλαδή ότι όλοι αυτοί οι παράγοντες είχαν σημασία προς τον καθορισμό του ύψους της ποινής, αλλά παρόλα ταύτα δεν μπορούσαν περαιτέρω να επηρεάσουν τα δεδομένα στα πλαίσια του θέματος της αναστολής.

 

Όμως ο ίδιος ο Νόμος του 2003, τροποποιώντας τον παλαιό Νόμο, αλλά και επιφέροντας ουσιαστικά αλλαγή στην καθιερωθείσα νομολογία η οποία έχει βασιστεί στον παλαιότερο Νόμο, θέλησε να εκφράσει τη θέληση του Νομοθέτη ότι τα όρια της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου δεν περιορίζονται με αναφορά σε συγκεκριμένους παράγοντες και δη με αναφορά σε παράγοντες οι οποίοι έχουν ήδη ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής.  Θέλησε δηλαδή ο Νομοθέτης να δώσει στο Δικαστήριο την ευχέρεια να δει αν η αναστολή θα δικαιολογείτο από το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης και τα προσωπικά δεδομένα του κάθε κατηγορούμενου, ορίζοντας ταύτα ως κατευθυντήριες γραμμές και μη περιορίζοντας το θέμα της αναστολής της επιβληθείσας ποινής στα κριτήρια που θα έπρεπε να υπάρχουν σύμφωνα με την παλαιότερη αντίληψη και δη μη περιορίζοντας την ευχέρεια του Δικαστηρίου να εξετάσει παράγοντες οι οποίοι μπορεί να έχουν σημασία και ως προς την αναστολή. (Βλ. Αργυρίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 449, Γεωργίου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 753, ECLI:CY:AD:2016:B368).

 

Κρίνουμε ότι το Κακουργιοδικείο προσέγγισε το θέμα λανθασμένα με τον τρόπο που ενήργησε, στερώντας από τον εαυτό του τη δυνατότητα που επιτρέπει ο Νόμος, ήτοι να εξετάσει το ενδεχόμενο αναστολής λαμβάνοντας υπόψιν το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του Εφεσείοντα/κατηγορούμενου μέσα στα πλαίσια που ορίζει ο περί της Υφ' Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμος του 1972, Ν.95/1972 όπως τροποποιήθηκε με τον Ν.186(Ι)/2003.

Θα προχωρήσουμε, λοιπόν, και ενεργώντας μέσα στα πλαίσια των εξουσιών του Εφετείου, να εξετάσουμε εάν συντρέχουν, στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, οι προϋποθέσεις του Νόμου για αναστολή της επιβληθείσας στον Εφεσείοντα ποινής.

 

Παρατηρούμε ότι ο κύριος άξονας της αγόρευσης του ευπαίδευτου συνήγορου του Εφεσείοντα συνίστατο στο ότι η επιβληθείσα ποινή άμεσης φυλάκισης θα έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την απόλυση του Εφεσείοντα από την εργασία του. Υποστήριξε αυτή την πτυχή με ζήλο και μάλιστα σε σχετική παρατήρηση του Δικαστηρίου προθυμοποιήθηκε να παρουσιάσει στο Δικαστήριο βεβαίωση της Υπηρεσίας του Εφεσείοντα ότι αυτό ήταν βέβαιο ότι θα συνέβαινε. Παρόλο το χρόνο που του δόθηκε δεν κατέστη δυνατή η προσαγωγή τέτοιας βεβαίωσης λόγω αρνήσεως της Υπηρεσίας του Εφεσείοντα να την παράσχει.

 

Ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος του 1990 (Ν.1/1990) όπως τροποποιήθηκε, το Άρθρο 84 προβλέπει:

 

«Καταδίκη για oρισμέvα αδικήματα

 

84.-(1) Όταv δημόσιoς υπάλληλoς καταδικαστεί για αδίκημα πoυ εvέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα, είτε η καταδίκη επικυρωθεί ύστερα από έφεση είτε δεv ασκηθεί έφεση η Επιτρoπή λαμβάvει όσo γίvεται πιo γρήγoρα αvτίγραφo τωv πρακτικώv της διαδικασίας τoυ δικαστηρίoυ πoυ δίκασε τηv υπόθεση και τoυ δικαστηρίoυ στo oπoίo τυχόv ασκήθηκε έφεση.

 

(2) Μέσα σε πρoθεσμία πoυ θα καθoριστεί, μέχρις ότoυ δε η πρoθεσμία αυτή καθoριστεί μέσα σε δυo εβδoμάδες από τη λήψη τoυ αvτίγραφoυ τωv πρακτικώv της διαδικασίας πoυ αvαφέρεται στo εδάφιo (1), η Επιτρoπή ζητά τις απόψεις τoυ Γεvικoύ Εισαγγελέα της Δημoκρατίας κατά πόσo τo αδίκημα εvέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα. Ο Γεvικός Εισαγγελέας της Δημoκρατίας απoφαίvεται πάvω σ' αυτό τo γρηγoρότερo και σε περίπτωση καταφατικής γvωμoδότησης η Επιτρoπή, χωρίς περαιτέρω έρευvα της υπόθεσης και αφoύ δώσει στov εvδιαφερόμεvo υπάλληλo τηv ευκαιρία vα ακoυστεί, πρoβαίvει στηv επιβoλή της πειθαρχικής πoιvής τηv oπoία θα δικαιoλoγoύσαv oι περιστάσεις.»

 

Ποια θα είναι η άποψη του Έντιμου Γενικού Εισαγγελέα και ποια θα είναι η πειθαρχική ποινή που τυχόν θα επιβάλει η Επιτροπή (ΕΔΥ) είναι άγνωστοι παράγοντες και δεν θα ήταν ορθό να προκαταλάβουμε οποιαδήποτε απόφαση τους. Συνεπώς ο παράγοντας αυτός παραμένει μετέωρος, πλην όμως λαμβάνεται υπόψιν ως μια πιθανότητα.

 

Παρατηρούμε ότι πρόκειται για πρόσωπο 46 ετών κατά τον ουσιώδη χρόνο, νυμφευμένο με τρία τέκνα ηλικίας 14, 16, 18 ετών, λευκού ποινικού μητρώου. Από το 1991 εργοδοτείται ως υδραυλικός στο Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων. Επίσης, παρατηρούμε ότι ο Εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή μετά από μερική ακρόαση και ότι η σύλληψη και κατηγορία του ήταν το αποτέλεσμα ανεύρεσης γενετικού του υλικού στις διαφανείς μεμβράνες που ήταν περιτυλιγμένα τέσσερα σκευάσματα που περιείχαν κάνναβη και στη ρούχινη τσάντα μεταφοράς τους χωρίς άλλη λεπτομέρεια της εμπλοκής του. Η ανεύρεση τους κατέστη δυνατή μετά τη σύλληψη του συγκατηγορούμενου του στον κυκλικό κόμβο Καλού Χωριού Λάρνακας ο οποίος τα μετέφερε με το αυτοκίνητο του από τη Λεμεσό.  Στον τελευταίο επιβλήθηκε από το Κακουργιοδικείο ποινή φυλάκισης 2.5 ετών στην κατηγορία της κατοχής με σκοπό την προμήθεια η οποία κατ' έφεση μειώθηκε στους 18 μήνες για τους λόγους που εξηγούνται στην απόφαση του Εφετείου και αφορούν κυρίως την ίση μεταχείριση των παραβατών (βλ. Φλώρος ν. Δημοκρατίας, (άνω)).

 

Κρίνουμε από το σύνολο των πραγματικών περιστάσεων της υπόθεσης συμπεριλαμβανομένων των προσωπικών συνθηκών του Εφεσείοντα ότι δεν δικαιολογείται η αναστολή της επιβληθείσας ποινής. Το αδίκημα που διέπραξε ο Εφεσείων είναι πολύ σοβαρό και καθημερινά παρατηρείται η διάπραξη του με τους κινδύνους που το περιβάλλουν και εγκυμονούν, να είναι ορατοί για την κοινωνία. Διαφορετική μεταχείριση του Εφεσείοντα θα εξέπεμπε λανθασμένα μηνύματα σ' άλλους επίδοξους παραβάτες και θα υπονόμευε τον αποτρεπτικό χαρακτήρα της επιβληθείσας ποινής. Τα ναρκωτικά είναι μια μάστιγα για την κοινωνία μας και τα Δικαστήρια οφείλουν, στις κατάλληλες περιπτώσεις, να την καταπολεμήσουν με το μόνο όπλο που διαθέτουν, τις αποτρεπτικές ποινές.

 

Παρενθετικά σημειώνεται ότι η αναφορά του Κακουργιοδικείου ότι «η ποινή φυλάκισης αρχίζει από την ημέρα που ο κατηγορούμενος τελεί υπό κράτηση, δηλαδή από 9.8.2015» είναι ατυχής.  Η έκτιση ποινής φυλάκισης ως ο Νόμος ρητά ορίζει (βλ. Άρθρο 117(1), Κεφ. 155) αρχίζει από την ημέρα κατά την οποία αυτή διαβάζεται και όχι από οποιαδήποτε άλλη ημέρα. Εάν δε το Δικαστήριο δεν διατάξει διαφορετικά όπως προαναφέρθη αυτή μειώνεται κατά το χρονικό διάστημα που αυτός τελούσε σε προφυλάκιση.

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η πρωτόδικη απόφαση κρίνεται στο αποτέλεσμα της ως ορθή, αλλά με το δικό μας σκεπτικό.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο