ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:B140
(2016) 2 ΑΑΔ 247
4 Mαρτίου, 2016
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
MIXΑΛΗΣ ΖΙΤΤΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΘΕΣΕΩΣ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ (ΣΕΔΙΓΕΠ) ΛΥΣΗΣ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 272/2015)
Ποινικός Κώδικας ― Πρόκληση μη εξόφλησης επιταγών κατά παράβαση των Άρθρων 20 και 305Α(2) ― Το γεγονός ότι ο εφεσείων ήταν διευθυντής της Εταιρείας και το μόνο πρόσωπο που είχε εξουσία να υπογράφει επιταγές που αυτή εξέδιδε, ήταν αφ' εαυτού ικανό στοιχείο να εκληφθεί από την Τράπεζα ότι η υπογραφή στις εντολές ανάκλησης των επιταγών ήταν δική του, εφόσον μόνο αυτός της είχε δώσει δείγμα υπογραφής για ό,τι είχε σχέση με τις επιταγές της Εταιρείας ― Υπό αυτά τα δεδομένα, το βάρος απόδειξης ότι η υπογραφή στις εντολές ανάκλησης δεν ήταν του εφεσείοντα, είχε μετέλθει στον ίδιο.
Στις 18.10.2012 η ΣΕΔΙΓΕΠ ΛΥΣΗΣ ΛΤΔ καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας ιδιωτική ποινική υπόθεση, με την οποία κατηγορούσε την εταιρεία Fthartemporiki Michalis Zittis Ltd και το διευθυντή της, για έκδοση οκτώ ακάλυπτων επιταγών (κατηγορίες 2-8 και 12) και πρόκληση μη εξόφλησης άλλων τεσσάρων (κατηγορίες 1, 9, 10 και 11), κατά παράβαση των Άρθρων 20 και 305Α(1) και 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 αντιστοίχως.
Για απόδειξη των κατηγοριών κατέθεσαν τέσσερις μάρτυρες - μεταξύ των οποίων και ο ΜΚ2, υπάλληλος της Marfin Laiki Bank - με το πέρας της μαρτυρίας των οποίων, το πρωτόδικο Δικαστήριο απάλλαξε και αθώωσε τους κατηγορουμένους από το εκ πρώτης όψεως στάδιο στις κατηγορίες 2-8 και 12, ενώ τους κάλεσε σε απολογία στις εναπομείνασες κατηγορίες 1, 9, 10 και 11.
Με την κλήση τους σε απολογία οι κατηγορούμενοι επέλεξαν να ασκήσουν το δικαίωμα της σιωπής, χωρίς να καλέσουν οποιοδήποτε μάρτυρα προς υπεράσπιση τους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε εν τέλει στη βάση της μαρτυρίας που προσκόμισε η παραπονούμενη-κατήγορος, ότι αποδείχτηκε η ενοχή των κατηγορουμένων πέραν από κάθε αμφιβολία και στις τέσσερις εναπομείνασες κατηγορίες.
Η Εταιρεία, ως κατηγορούμενη 1 πρωτοδίκως, δεν αμφισβήτησε ότι οι εντολές ανάκλησης των επιταγών προήλθαν από την ίδια, ούτε και αμφισβήτησε την ορθότητα της καταδίκης της από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αντίθετα με αυτή, ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι βάσει της προσαχθείσας μαρτυρίας δεν αποδείχθηκε ότι η υπογραφή στις εντολές ανάκλησης των επιταγών τέθηκε από τον ίδιο και για το λόγο αυτό προέβαλε ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο τον κάλεσε σε απολογία (1ος λόγος έφεσης), εσφαλμένα τον βρήκε ένοχο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (3ος λόγος έφεσης) και εσφαλμένα αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία σε σχέση με την υπογραφή στις υπό αναφορά εντολές με το φακό του εμπειρογνώμονα (4ος λόγος έφεσης).
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η πρωτόδικη απόφαση ήταν από κάθε άποψη ορθή. Το γεγονός ότι ο εφεσείων ήταν διευθυντής της Εταιρείας και το μόνο πρόσωπο που είχε εξουσία να υπογράφει επιταγές που αυτή εξέδιδε, ήταν αφ' εαυτού ικανό στοιχείο να εκληφθεί από την Τράπεζα ότι η υπογραφή στις εντολές ανάκλησης των επιταγών ήταν δική του, εφόσον μόνο αυτός της είχε δώσει δείγμα υπογραφής για ό,τι είχε σχέση με τις επιταγές της Εταιρείας.
2. Κάτω απ' αυτά τα δεδομένα, το βάρος απόδειξης ότι η υπογραφή στις εντολές ανάκλησης δεν ήταν του εφεσείοντα είχε μετέλθει στον ίδιο, εφόσον επρόκειτο για θέμα που ήταν αποκλειστικά στη σφαίρα της δικής του γνώσης και σε τέτοιες περιπτώσεις το να εναποτίθεται το υπό αναφορά βάρος στον αποδέκτη μιας επιταγής θα αντιστρατευόταν κάθε έννοια λογικής, θα έπληττε την ασφάλεια των συναλλαγών και θα δημιουργούσε πολυπλοκότητα σε ένα ζήτημα που από τη φύση του είναι απλό.
3. Επικαλέστηκε συναφώς ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα την υπόθεση Xατζηϊωάννου (κατωτέρω), όπου αποφασίστηκε πως «Από τη στιγμή που η εφεσείουσα αρνήθηκε την υπογραφή της επιταγής - και αυτό διεφάνη από την αρχή - ο κατήγορος όφειλε να αποδείξει, έξω από κάθε λογική αμφιβολία, την πατρότητα της υπογραφής με ένα από τους αποδεκτούς τρόπους απόδειξης».
4. Παρέβλεπε όμως ότι στην υπό κρίση περίπτωση, ο εφεσείων δεν αρνήθηκε ευθαρσώς ότι η υπογραφή στις εντολές ανάκλησης δεν ήταν δική του, αλλά περιορίστηκε στο να κτίσει επιχειρηματολογία, ότι δεν αποδείχτηκε πως η υπογραφή ήταν δική του στη βάση της μαρτυρίας του τραπεζικού υπαλλήλου ότι δεν είναι γραφολόγος για να πει με βεβαιότητα πως η υπογραφή ήταν όντως δική του.
5. Όπως παραγνώριζε και το ότι τα γεγονότα της υπό κρίση περίπτωσης διαφοροποιούνταν ουσιωδώς από τα γεγονότα της Xατζηϊωάννου.
6. Στη Xατζηϊωάννου ο παραπονούμενος είχε δανείσει χρήματα στον σύζυγο της εφεσείουσας ο οποίος ήταν εργοδότης του και ο τελευταίος του έδωσε επιταγή της συζύγου του, η οποία αρνήθηκε ότι είχε υπογράψει τέτοια επιταγή.
7. Η παρούσα όμως υπόθεση αφορούσε υπογραφή εντολών ανάκλησης επιταγών που υπογράφηκαν από τον εφεσείοντα, που μόνο αυτός είχε εξουσιοδότηση να υπογράφει και αν κάποιος άλλος, μη εξουσιοδοτημένος, είχε υπογράψει τις εν λόγω εντολές, το αναμενόμενο θα ήταν να προβεί σε ανάκληση των εντολών μη πληρωμής των επιταγών.
8. Προέκυπτε εν τέλει, ότι ο εφεσείων δεν ενεργούσε με καλή πίστη και τα παράπονα που διατύπωνε για την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, κρίνονταν παντελώς αβάσιμα.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Χατζηϊωάννου ν. Δημητρίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 62,
Μακρίδης ν. Dharaghji κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1013,
Παντελή ν. Κωνσταντίνου (2001) 2 Α.Α.Δ. 708.
Έφεση κατά Καταδίκης.
Έφεση από τον Καταδικασθέντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Λυκούργου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 20025/2012), ημερομηνίας 15/10/2015.
Α. Πλουτάρχου, για τον Εφεσείοντα.
Καμία εμφάνιση για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χριστοδούλου, Δ..
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Στις 18.10.2012 η ΣΕΔΙΓΕΠ ΛΥΣΗΣ ΛΤΔ (στο εξής η παραπονούμενη) καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας την υπ' αρ. 20025/14 ιδιωτική ποινική υπόθεση, με την οποία κατηγορούσε την εταιρεία Fthartemporiki Michalis Zittis Ltd (κατηγορουμένη 1) και το διευθυντή της Μιχάλη Ζίττη (κατηγορούμενο 2) για έκδοση οκτώ ακάλυπτων επιταγών (κατηγορίες 2-8 και 12) και πρόκληση μη εξόφλησης άλλων τεσσάρων (κατηγορίες 1, 9, 10 και 11), κατά παράβαση των Άρθρων 20 και 305Α(1) και 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 αντιστοίχως.
Για απόδειξη των προαναφερθέντων κατηγοριών κατέθεσαν τέσσερις μάρτυρες (ΜΚ) - μεταξύ των οποίων και ο Στ. Βασιλειάδης (ΜΚ2), υπάλληλος της Marfin Laiki Bank (στο εξής η Τράπεζα) - με το πέρας της μαρτυρίας των οποίων το πρωτόδικο Δικαστήριο απάλλαξε και αθώωσε τους κατηγορουμένους από το εκ πρώτης όψεως στάδιο στις κατηγορίες 2-8 και 12, ενώ τους κάλεσε σε απολογία στις εναπομείνασες κατηγορίες 1, 9, 10 και 11.
Με την κλήση τους σε απολογία οι κατηγορούμενοι επέλεξαν να ασκήσουν το δικαίωμα της σιωπής χωρίς να καλέσουν οποιοδήποτε μάρτυρα προς υπεράσπιση τους, με αποτέλεσμα το πρωτόδικο Δικαστήριο να κρίνει εν τέλει ότι στη βάση της μαρτυρίας που προσκόμισε η παραπονούμενη-κατήγορος αποδείχτηκε η ενοχή των κατηγορουμένων πέραν από κάθε αμφιβολία και στις τέσσερις εναπομείνασες κατηγορίες.
Ο εφεσείων (κατηγορούμενος 2) θεωρεί εσφαλμένη τόσο την κλήση του σε απολογία όσο και την εν τέλει καταδίκη του για τρεις λόγους - ο υπ' αρ. 2 λόγος έφεσης αποσύρθηκε - οι οποίοι έχουν στο επίκεντρο τους τον ισχυρισμό ότι με την προσκομισθείσα μαρτυρία δεν είχε αποδειχθεί ότι ήταν το πρόσωπο που υπέγραψε την εντολή ανάκλησης πληρωμής των επιταγών. Πρώτα όμως η σκιαγράφηση των αδιαμφισβήτητων γεγονότων που συνθέτουν την υπόθεση.
Ο εφεσείων είναι διευθυντής της εταιρείας Fthartemporiki Michalis Zittis Ltd (στο εξής η Εταιρεία) και το εξουσιοδοτημένο πρόσωπο να υπογράφει εκ μέρους της επιταγές που αυτή εξέδιδε.
Κατά τον ουσιώδη χρόνο η Εταιρεία εξέδωσε επ' ονόματι της παραπονούμενης-εφεσίβλητης εταιρείας τέσσερις επιταγές - τις υπ' αρ. 00644022 ημερ. πληρωμής 14.3.10, 00644023 ημερ. πληρωμής 22.3.10, 00644024 ημερ. πληρωμής 28.3.10 και 07243862 ημερ. 31.3.10 για το ποσό των €9.281,80 για εκάστη των τριών πρώτων επιταγών και €43.366,00 για την τέταρτη - οι οποίες όταν παρουσιάστηκαν στην Τράπεζα για πληρωμή επιστράφηκαν ατίμητες με την ένδειξη «Η πληρωμή έχει ανακληθεί από τον εκδότη της - Payment Countermanded by Drawer». Kαι αυτό καθότι προηγήθηκαν γραπτές εντολές ημερ. 3.3.2010 της Εταιρείας για μη πληρωμή τους με το αιτιολογικό της «παράβασης συμφωνίας» από την παραπονούμενη-εφεσίβλητη.
Η Εταιρεία, ως κατηγορούμενη 1 πρωτοδίκως, δεν αμφισβήτησε ότι οι εντολές ανάκλησης των επιταγών προήλθαν από την ίδια, ούτε και αμφισβητεί την ορθότητα της καταδίκης της από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αντίθετα με αυτή, ο εφεσείων παραπονείται ότι βάσει της προσαχθείσας μαρτυρίας δεν αποδείχθηκε ότι η υπογραφή στις εντολές ανάκλησης των επιταγών τέθηκε από τον ίδιο και για το λόγο αυτό θεωρεί ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο τον κάλεσε σε απολογία (1ος λόγος έφεσης), εσφαλμένα τον βρήκε ένοχο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (3ος λόγος έφεσης) και εσφαλμένα αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία σε σχέση με την υπογραφή στις υπό αναφορά εντολές με το φακό του εμπειρογνώμονα (4ος λόγος έφεσης).
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα προώθησε και τους τρεις λόγους έφεσης με αναφορά στη μαρτυρία του υπαλλήλου της Τράπεζας Στ. Βασιλειάδη (ΜΚ2) ο οποίος, σ' ό,τι αφορά την υπογραφή στις εντολές ανάκλησης των επιταγών, απλώς ανάφερε ότι αυτή προσομοιάζει με το δείγμα υπογραφής που έδωσε στην Τράπεζα ο εφεσείοντας, αλλά δεν είναι γραφολόγος για να πει με βεβαιότητα εάν όντως η υπογραφή ήταν του εφεσείοντα. Με αυτό ως δεδομένο, ο συνήγορος του εφεσείοντα υπέβαλε ότι:-
1. Η ταυτότητα του προσώπου που υπέγραψε τις εντολές ανάκλησης παρέμεινε άγνωστη και ως εκ τούτου λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο τον κάλεσε σε απολογία εφόσον ελλείπει αναγκαίο συστατικό στοιχείο του αδικήματος του Άρθρου 305Α(2) που προνοεί για πρόσωπο που προκάλεσε με πράξη τη μη εξόφληση επιταγής.
2. Στις ποινικές υποθέσεις η ενοχή ενός προσώπου που κατηγορείται για διάπραξη ποινικού αδικήματος πρέπει να αποδεικνύεται πέραν από κάθε λογική αμφιβολία και από τη στιγμή που δεν αποδείχτηκε ότι η υπογραφή ανάκλησης των επιταγών ήταν του εφεσείοντα, αυτός θα έπρεπε εν πάση περιπτώσει να μην καταδικαστεί. Συναφώς έψεξε ως λανθασμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αποδείχτηκε με περιστατική μαρτυρία πως η υπογραφή ήταν του εφεσείοντα εφόσον αυτός ήταν εξουσιοδοτημένος να υπογράφει τις επιταγές, αυτός μόνο έδωσε στην Τράπεζα δείγμα της υπογραφής του και μόνο αυτόν ενημέρωνε η Τράπεζα για την πορεία του λογαριασμού της Εταιρείας και παρέπεμψε συναφώς στην Xατζηϊωάννου ν. Δημητρίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 62 και
3. H κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η υπογραφή στις εντολές ανάκλησης των επιταγών ήταν του εφεσείοντα συνιστά σφάλμα εφόσον, όπως είναι νομολογημένο (Μακρίδης ν. Dharaghji κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1013 και Παντελή ν. Κωνσταντίνου (2001) 2 Α.Α.Δ. 708) είναι ανεπίτρεπτο οι δικαστές να μετατρέπονται σε εμπειρογνώμονα.
Εξετάσαμε την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα προς υποστήριξη των τριών λόγων έφεσης και παρόλο που δεν είχαμε την ευκαιρία να έχουμε και τις θέσεις της εφεσίβλητης, η οποία δεν εμφανίστηκε στη διαδικασία, καταλήξαμε πως η πρωτόδικη απόφαση είναι από κάθε άποψη ορθή. Το γεγονός ότι ο εφεσείων ήταν διευθυντής της Εταιρείας και το μόνο πρόσωπο που είχε εξουσία να υπογράφει επιταγές που αυτή εξέδιδε, ήταν αφ' εαυτού ικανό στοιχείο να εκληφθεί από την Τράπεζα ότι η υπογραφή στις εντολές ανάκλησης των επιταγών ήταν δική του εφόσον μόνο αυτός της είχε δώσει δείγμα υπογραφής για ό,τι είχε σχέση με τις επιταγές της Εταιρείας. Κάτω απ' αυτά τα δεδομένα το βάρος απόδειξης ότι η υπογραφή στις εντολές ανάκλησης δεν ήταν του εφεσείοντα είχε μετέλθει στον ίδιο εφόσον επρόκειτο για θέμα που ήταν αποκλειστικά στη σφαίρα της δικής του γνώσης και σε τέτοιες περιπτώσεις το να εναποτίθεται το υπό αναφορά βάρος στον αποδέκτη μιας επιταγής θα αντιστρατευόταν κάθε έννοια λογικής, θα έπληττε την ασφάλεια των συναλλαγών και θα δημιουργούσε πολυπλοκότητα σε ένα ζήτημα που από τη φύση του είναι απλό. Επικαλέστηκε συναφώς ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα την υπόθεση Xατζηϊωάννου (ανωτέρω), όπου αποφασίστηκε πως «Από τη στιγμή που η εφεσείουσα αρνήθηκε την υπογραφή της επιταγής - και αυτό διεφάνη από την αρχή - ο κατήγορος όφειλε να αποδείξει, έξω από κάθε λογική αμφιβολία, την πατρότητα της υπογραφής με ένα από τους αποδεκτούς τρόπους απόδειξης». Παραβλέπει όμως ότι στην υπό κρίση περίπτωση ο εφεσείων δεν αρνήθηκε ευθαρσώς ότι η υπογραφή στις εντολές ανάκλησης δεν ήταν δική του, αλλά περιορίστηκε στο να κτίσει επιχειρηματολογία ότι δεν αποδείχτηκε ότι η υπογραφή ήταν δική του στη βάση της μαρτυρίας του τραπεζικού υπαλλήλου ότι δεν είναι γραφολόγος για να πει με βεβαιότητα πως η υπογραφή ήταν όντως δική του. Όπως παραγνωρίζει και το ότι τα γεγονότα της υπό κρίση περίπτωσης διαφοροποιούνται ουσιωδώς από τα γεγονότα της Xατζηϊωάννου. Στη Xατζηϊωάννου ο παραπονούμενος είχε δανείσει χρήματα στον σύζυγο της εφεσείουσας ο οποίος ήταν εργοδότης του και ο τελευταίος του έδωσε επιταγή της συζύγου του, η οποία αρνήθηκε ότι είχε υπογράψει τέτοια επιταγή. Η παρούσα όμως αφορά υπογραφή εντολών ανάκλησης επιταγών που υπογράφηκαν από τον εφεσείοντα που μόνο αυτός είχε εξουσιοδότηση να υπογράφει και αν κάποιος άλλος, μη εξουσιοδοτημένος, είχε υπογράψει τις εν λόγω εντολές, το αναμενόμενο θα ήταν να προβεί σε ανάκληση των εντολών μη πληρωμής των επιταγών. Διαπιστώνεται δηλαδή εν τέλει ότι ο εφεσείων δεν ενεργεί με καλή πίστη και τα παράπονα που διατυπώνει για την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης κρίνονται παντελώς αβάσιμα.
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω η έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.
Η έφεση απορρίπτεται.