ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2016:D77

(2016) 2 ΑΑΔ 72

10 Φεβρουαρίου, 2016

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-MΙΛΤΙΑΔΟΥ. Δ/στές]

 

ΙΑCOVOU BROTHERS (CONCRETE) LTD,

 

Εφεσείοντες,

 

ν.

 

1. ACTION CONSTRUCTION & DEVELOPMENT LTD,

2. ΣΑΒΒΑ ΣΑΒΒΙΔΗ,

 

Εφεσιβλήτων.

 

oινική Έφεση Αρ. 184/2014)

 

 

Ποινικός Κώδικας ―Έκδοση ακάλυπτων επιταγών ― Άρθρο 305Α(1) και 2 (Κεφ.154) ως τροποποιήθηκε ― Κατά πόσον ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απάλλαξε τους εφεσίβλητους κατά το στάδιο της εκ πρώτης όψεως, σε αδικήματα έκδοσης ακάλυπτων επιταγών ― Επέμβαση Εφετείου και διαταγή για επανεκδίκαση.

 

Ποινικός Κώδικας ― Επιταγή ― Αποδέκτης ― Τα Άρθρα 6(1) και 71 του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ.262, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη στον καθορισμό της γενικότερης έννοιας της επιταγή ― Δεν έρχονται σε αντίθεση με το Άρθρο 4 του Ποινικού Κώδικα.

 

Ποινική Δικονομία ― Εκ πρώτης όψεως υπόθεση ― Ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος, Κεφ. 155, Άρθρο 74 (ι) (β) ― Εφαρμοστέες αρχές ― Δεν προβαίνει ο δικαστής στο στάδιο εκείνο της δίκης σε υποκειμενική αξιολόγηση της μαρτυρίας ― Η απόφαση για απαλλαγή και αθώωση σ' εκείνο το στάδιο της δίκης, πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα και να αντέχει στη βάσανο που θέτει η Πρακτική του 1962, δηλαδή, ότι κάθε λογικό Δικαστήριο θα κατέληγε, ενόψει της αντικειμενικής υφής της μαρτυρίας, στο ίδιο συμπέρασμα.

 

Ποινική Δικονομία ― Εκ πρώτης όψεως υπόθεση ― Εφαρμοστέες αρχές ― Εκτός της περιπτώσεως στην οποία δεν αποδεικνύονται τα ουσιαστικά στοιχεία του αδικήματος και της περιπτώσεως στην οποία η μαρτυρία είναι τόσο ελλιπής και αδύνατη που δεν θα μπορούσε να στηρίξει καταδίκη, η εμβέλεια της αντίφασης στη μαρτυρία ως αναιρούσας την απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης είναι περιορισμένη.

Ποινική Δικονομία ― Εκ πρώτης όψεως υπόθεση ― Το έργο του δικαστηρίου στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης δεν είναι να προβεί σε λεπτομερή αξιολόγηση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας, έργο που ανάγεται στο τελικό στάδιο όταν όλη η μαρτυρία είναι ενώπιον του ― Μόνο όπου η όλη μαρτυρία που εδόθη με τη συμπλήρωση της υπόθεσης του κατηγόρου εμπεριέχει τέτοια θεμελιακή αντίφαση και αναξιοπιστία, αναγόμενη σε εγγενή αντινομία που δεν θα μπορούσε να την αντιπαρέλθει το δικαστήριο επί οποιασδήποτε δυνατής αξιολόγησης της στο σύνολό της, δεν υπάρχει υπόθεση για να απαντηθεί.

 

Λέξεις και φράσεις ― «Επιταγή», στο Άρθρο 4 του Ποινικού Κώδικα (ως έχει τροποποιηθεί με τον Ν.164(Ι)/2003).

 

H εκκαλούμενη απόφαση αφορούσε σε πρωτόδικη κρίση με την οποία οι εφεσίβλητοι/κατηγορούμενοι απαλλάγηκαν και αθωώθηκαν κατά το στάδιο του εκ πρώτης όψεως σε ιδιωτική ποινική υπόθεση για αδικήματα έκδοσης ακάλυπτων επιταγών ως αυτά προβλέπονται στο Άρθρο 305Α(1) και 2 (Κεφ.154) ως τροποποιήθηκε.

 

To πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε επί των γεγονότων, ότι οι επίδικες επιταγές είχαν εκδοθεί επί του τραπεζικού οργανισμού «Τράπεζα Πειραιώς» από συγκεκριμένο λογαριασμό με δικαιούχους τους εφεσίβλητους 1.

 

Με βάση την προσκομισθείσα μαρτυρία, ο υπογράφων τις τρεις επίδικες επιταγές ήταν ο εφεσίβλητος 2.

 

Προέκυψε από σχετική μαρτυρία Λειτουργού του Εφόρου Εταιρειών και τραπεζικού υπαλλήλου (ΜΚ1 και 2) κατά τον ουσιώδη χρόνο «δεν υφίσταντο εγγεγραμμένες εταιρείες με τις επωνυμίες που αναφέρονταν στις επίδικες επιταγές. Στη βάση αυτής της μαρτυρίας το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν στοιχειοθετείται η έννοια της επιταγής εφόσον δεν υφίστανται εγγεγραμμένες νομικές οντότητες με τις εν λόγω επωνυμίες.

 

Συνεπώς κατέληξε ότι τα σχετικά τεκμήρια τα οποία κατατέθηκαν ως οι επίδικες επιταγές δεν περιείχαν εντολή για πληρωμή σε ορισμένο υπαρκτό φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή σε υπαρκτό δικαιούχο κομιστή και δεν αποτελούσαν επιταγές εν τη εννοία του Άρθρου 4 του Κεφ.154. Στη βάση της συλλογιστικής αυτής, έκρινε, ότι εφόσον τα σχετικά τεκμήρια δεν δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενα της ποινικής απαγόρευσης την οποία καθιερώνει το Άρθρο 305(Α) του Κεφ.154, απουσίαζε το συστατικό στοιχείο του επίδικου αδικήματος, δηλαδή η επιταγή.

Με επισήμανση δε της υποχρέωσης να μην ερμηνευθεί διασταλτικά ο νόμος εφόσον πρόκειται για ποινική διάταξη, προχώρησε στο να απορρίψει την υπόθεση με αθώωση και απαλλαγή των εφεσιβλήτων από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν από το στάδιο του εκ πρώτης όψεως.

 

Με την έφεση αμφισβητήθηκε ως εσφαλμένη η απόρριψη της υπόθεσης ως επίσης και οι πρωτόδικες κρίσεις ότι οι επίδικες επιταγές δεν εμπίπτουν στην έννοια «επιταγή» του πιο πάνω Νόμου και ότι δεν είχε καταδειχθεί εμπλοκή των εφεσειόντων στην έκδοση των επιταγών.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Αγνοήθηκε η θέση που προέκυπτε από την υπόλοιπη μαρτυρία - ιδίως των ΜΚ3 και 4 - με την οποία έγινε συγκεκριμένη αναφορά στο πρόσωπο του δικαιούχου ο οποίος και ταυτίστηκε με τους παραπονούμενους.

 

2.  Προέκυψε δηλαδή από την υπάρχουσα μαρτυρία η οποία σ' αυτό το στάδιο της διαδικασίας κρίνεται, ως γνωστό, αντικειμενικά, η θέση ότι επρόκειτο για λανθασμένη περιγραφή των δικαιούχων. Θέση η οποία και επαναλήφθηκε ουσιαστικά και ενώπιον του Εφετείου.

 

3.  Οι αρχές με τις οποίες πρέπει το Δικαστήριο να λειτουργήσει στο στάδιο του εκ πρώτης όψεως, έχουν επανειλημμένα τεθεί και σχολιαστεί από πλειάδα αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

4.  Στη βάση του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε αντικειμενικά να προσεγγίσει τη μαρτυρία και θα έπρεπε να προβληματιστεί για το ότι ενδεχομένως να επρόκειτο για απλή λανθασμένη περιγραφή νομικής οντότητας με βάση τη λοιπή υπάρχουσα μαρτυρία η οποία και συνέδεε, τη συγκεκριμένη παραπονούμενη εταιρεία με τη συναλλαγή που αφορούσε στην πληρωμή διά των επίδικων επιταγών.

 

5.  Με βάση τη μαρτυρία ειδικά του ΜΚ4 υπήρξε θέση αλλά και κατάθεση σχετικών τεκμηρίων που αφορούσαν στο ότι ο δικαιούχος δεν μπορούσε να είναι άλλο πρόσωπο εκτός από την παραπονούμενη εταιρεία.

 

6.  Αναφέρθηκε ότι ο Όμιλος Εταιρειών Ιακώβου περιλαμβάνει 15 εταιρείες εκ των οποίων μόνο 2 είχαν συναλλαγές με τους εφεσίβλητους οι Iacovou Brothers (Beton) Ltd και η παραπονούμενη εταιρεία. Η πρώτη εταιρεία με βάση το μάρτυρα έχει εξοφληθεί. Σχετικό επίσης ήταν κατατεθέν τεκμήριο το οποίο περιελάμβανε σύνολο δηλώσεων από τις υπόλοιπες εταιρείες του Ομίλου ότι δεν είχαν συναλλαγές με τους εφεσίβλητους.

 

7.  Προσθέτως δε, έχει αντικειμενικά τουλάχιστον σημασία το γεγονός ότι κατατέθηκαν σχετικά τιμολόγια και /ή βεβαιώσεις παραλαβής που αφορούσαν εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον την επίδικη συναλλαγή.

 

8.  Ορθά επίσης θα έπρεπε να γίνει συσχετισμός με σχετικά άρθρα που περιλαμβάνονται στον περί Συναλλαγματικών Νόμο, Κεφ. 262 και ειδικότερα το Άρθρο 6(1) του Κεφ.262, σύμφωνα με το οποίο «ο αποδέκτης πρέπει να κατονομάζεται ή άλλως πώς να δηλώνεται σε συναλλαγματική με εύλογη βεβαιότητα».

 

9.  Σχετικό επίσης είναι το Άρθρο 73 του ιδίου Κεφαλαίου το οποίο ορίζει ότι η επιταγή είναι συναλλαγματική που εκδίδεται επί τραπεζίτη πληρωτέα εν όψει. Σύμφωνα επίσης με το Άρθρο 3(1) του ιδίου Κεφαλαίου καθορίζεται το τι είναι συναλλαγματική.

 

10. Τα πιο πάνω άρθρα δεν έρχονται σε αντίθεση με το Άρθρο 4 του Ποινικού Κώδικα, ανωτέρω, οπότε και θα πρέπει να ληφθούν υπόψη στον καθορισμό της γενικότερης έννοιας της επιταγής. Συνεπώς θα έπρεπε να έχει σημασία για το πρωτόδικο Δικαστήριο στο στάδιο του εκ πρώτης όψεως, το ζήτημα που εισάγεται από το Άρθρο 6(1) ανωτέρω ως προς την εύλογη βεβαιότητα που θα έπρεπε να καλύπτει το θέμα του δικαιούχου. Με δεδομένο πάντα ότι στο στάδιο στο αυτό η μαρτυρία κρίνεται αντικειμενικά.

 

11. Από την ανάλυση της σχετικής νομολογίας προκύπτει ότι η εύλογη ή όχι βεβαιότητα είναι θέμα πραγματικών περιστάσεων.

 

12. Η διαπίστωση του Εφετείου για τη λάθος αντίληψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου οδηγούσε στο αναπόδραστο αποτέλεσμα για ακύρωση της αθωωτικής απόφασης με βάση το δεύτερο λόγο έφεσης και ως εκ τούτου δεν εξετάστηκαν οι λοιποί λόγοι έφεσης.

 

Η έφεση επέτυχε με έξοδα. Διατάχθηκε επανεκδίκαση.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Ερμογένους ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 387,

Eurofreight Logistics Ltd ν. Γεωργίου (2006) 2 Α.Α.Δ. 29,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Δράκου (2012) 2 Α.Α.Δ. 851,

 

R v. Galbraith [1981] 2 All E.R. 1060,

 

Βank of England v. Vagliano [1891] A.C. 107,

 

Viden & Rogers v. Hughes [1905] 1 K.B. 795,

 

North & South Wales Bank Ltd v. MacBeth [1908] A.C. 137,

 

Town & County Advance Co. ltd v. Provincial Bank of Ireland [1917] 2 I.R. 421,

 

Charilaou & Bros Ltd v. Magnior Ltd κ.ά. (2015) 2 Α.Α.Δ. 363, ECLI:CY:AD:2015:B356.

 

Έφεση κατά της Aπόφασης.

 

Έφεση από την Κατηγορούσα Αρχή εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Λυκούργου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 15944/2011), ημερομηνίας 23/7/2014.

 

Mιχ. Κυριακίδης με Γ. Καραμανλή (κα), για τους εφεσείοντες.

 

Καμιά εμφάνιση, για τον Εφεσίβλητο 1.

 

Κ. Ανδρέου, για τον Εφεσίβλητο 2.

 

Cur. adv. vult.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση μας θα δοθεί από τη Δικαστή Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου.

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: H εκκαλούμενη απόφαση ημερ. 23.7.2014 αφορά την πρωτόδικη κρίση με την οποία οι εφεσίβλητοι/κατηγορούμενοι απαλλάγηκαν και αθωώθηκαν κατά το στάδιο της εκ πρώτης όψεως σε ιδιωτική ποινική υπόθεση για αδικήματα έκδοσης ακάλυπτων επιταγών ως αυτά διαγράφονται από το Άρθρο 305Α(1) και 2 (Κεφ.154) ως τροποποιήθηκε.

 

Ως παραπονούμενοι-κατήγοροι στην ιδιωτική αυτή υπόθεση παρουσιάζεται η εταιρεία Iacovou Brothers (Concrete) Ltd, δηλαδή οι εφεσείοντες. Προσβάλλεται η απόφαση με τρεις λόγους έφεσης οι οποίοι είναι εν πολλοίς αλληλένδετοι μεταξύ τους και επικεντρώνονται στο ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την υπόθεση γιατί υπήρχαν και ή αποδείχθησαν όλα τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων (1ος λόγος), ότι λανθασμένα αποφάσισε πως οι επίδικες επιταγές δεν εμπίπτουν στην έννοια «επιταγή» του πιο πάνω Νόμου (2ος λόγος) και ότι δεν είχε καταδειχθεί εμπλοκή των εφεσειόντων στην έκδοση των επιταγών (3ος λόγος).

 

Η ευπαίδευτη πρωτόδικος δικαστής διαπίστωσε επί των γεγονότων ότι οι επίδικες επιταγές είχαν εκδοθεί επί του τραπεζικού οργανισμού «Τράπεζα Πειραιώς» από συγκεκριμένο λογαριασμό με δικαιούχους τους εφεσίβλητους 1. Να σημειωθεί ότι με βάση την προσκομισθείσα μαρτυρία, ο υπογράφων τις επιταγές ήταν ο εφεσίβλητος 2. Πρόκειται για τρεις επιταγές (α) επιταγή για το ποσό των €2.000 πληρωτέα 31.3.2011 και η οποία καταγράφει ως δικαιούχους τους «Iacovou Brothers Ltd (Concrete)». (β) δεύτερη επιταγή για το ίδιο ποσό, πληρωτέα την 31.5.2010 και αναγραφόμενους ως δικαιούχους τους "Iacovou Brothers Ltd". (γ) τρίτη επιταγή για το ποσό των €1.198,90 με δικαιούχους τους ίδιους ως το (β) ανωτέρω και πληρωτέα στις 30.6.2011.

 

Προέκυψε από σχετική μαρτυρία Λειτουργού του Εφόρου Εταιρειών και τραπεζικού υπαλλήλου (ΜΚ1 και 2) κατά τον ουσιώδη χρόνο «δεν υφίστανται εγγεγραμμένες εταιρείες με τις επωνυμίες που αναφέρθησαν πιο πάνω (ως α, β και γ). Στη βάση αυτής της μαρτυρίας το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν στοιχειοθετείται η έννοια της επιταγής εφόσον δεν υφίστανται εγγεγραμμένες νομικές οντότητες με τις επωνυμίες "Iacovou Brothers Ltd" και "Iacovou Brothers Ltd (Concrete)". Συνεπώς κατέληξε ότι τα σχετικά τεκμήρια τα οποία κατατέθηκαν ως οι επίδικες επιταγές «δεν περιέχουν εντολή για πληρωμή σε ορισμένο υπαρκτό φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή σε υπαρκτό δικαιούχο κομιστή και δεν αποτελούν επιταγές εν τη εννοία του Άρθρου 4 του Κεφ.154». Στη βάση της συλλογιστικής αυτής έκρινε ότι εφόσον τα σχετικά τεκμήρια δεν δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενα της ποινικής απαγόρευσης την οποία καθιερώνει το Άρθρο 305(Α) του Κεφ.154, ελλείπει το συστατικό στοιχείο του επίδικου αδικήματος, δηλαδή η επιταγή. Με επισήμανση δε της υποχρέωσης να μην ερμηνευθεί διασταλτικά ο νόμος εφόσον πρόκειται για ποινική διάταξη με παραπομπή στις Ερμογένους ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 387 και Eurofreight Logistics Ltd ν. Γεωργίου (2006) 2 Α.Α.Δ. 29, προχώρησε στο να απορρίψει την υπόθεση με αθώωση και απαλλαγή των εφεσιβλήτων από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν από το στάδιο του εκ πρώτης όψεως.

 

Στο Άρθρο 4 του Ποινικού Κώδικα (ως έχει τροποποιηθεί με τον Ν.164(Ι)/2003) περιλαμβάνεται ο ορισμός της λέξης «επιταγή» ως εξής:

 

«Επιταγή» σημαίνει γραπτή εντολή του εκδότη προς Τράπεζα για πληρωμή καθορισμένου ποσού σε ορισμένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή σε δικαιούχο κομιστή, ανεξάρτητα από το αν καθίσταται πληρωτέα σε μεταγενέστερο χρόνο από την ημερομηνία έκδοσής της ή/και παράδοσής της και περιλαμβάνει δίγραμμη επιταγή.»

 

Όπως έχουμε αναφέρει προηγουμένως παραπονούμενη εταιρεία ήταν η εταιρεία «Iacovou Brothers (Concrete) Ltd». Εκ της προηγούμενης αναφοράς για τη μαρτυρία των Μ.Κ.1 και 2 η ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής θεώρησε ότι πρόκειται για ανύπαρκτη νομική οντότητα και οδηγήθηκε άνευ ετέρου στην απόρριψη της υπόθεσης από το στάδιο του εκ πρώτης όψεως. Αγνοήθηκε ωστόσο η θέση που προέκυπτε από την υπόλοιπη μαρτυρία - ιδίως των ΜΚ3 και 4 - με την οποία έγινε συγκεκριμένη αναφορά στο πρόσωπο του δικαιούχου ο οποίος και ταυτίστηκε με τους παραπονούμενους. Προέκυψε δηλαδή από την υπάρχουσα μαρτυρία η οποία σ' αυτό το στάδιο της διαδικασίας κρίνεται, όπως είναι γνωστό, αντικειμενικά η θέση ότι επρόκειτο για λανθασμένη περιγραφή των δικαιούχων. Θέση η οποία και επαναλαμβάνεται ουσιαστικά και ενώπιον μας.

 

Οι αρχές με τις οποίες πρέπει το Δικαστήριο να λειτουργήσει στο στάδιο του εκ πρώτης όψεως, έχουν επανειλημμένα τεθεί και σχολιαστεί από πλειάδα αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Σε σχετικά πρόσφατη απόφαση Γενικός Εισαγγελέας ν. Δράκου (2012) 2 Α.Α.Δ. 851 έχουν συνοψισθεί με επάρκεια οι πιο πάνω αρχές και σκόπιμο θεωρούμε να παραθέσουμε το σχετικό απόσπασμα:

 

      «Στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133 το Εφετείο εξέτασε τη μαρτυρία και την προσέγγιση του δικαστηρίου σε αυτή και κατέληξε ότι κακώς εκρίθη ότι δεν υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Ανάλογη προσέγγιση συναντάται στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Εταιρείας Μεταφορών Λινούς-Φλάσους-Πέτρας Λτδ κ.ά. (1992) 2 Α.Α.Δ. 365. Να αναφερθούμε περαιτέρω στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Μάρκου (2005) 2 Α.Α.Δ. 36, στην οποία η έφεση επετράπη στη βάση ότι η μαρτυρία δεν δικαιολογούσε την απόρριψη της υπόθεσης στο εκ πρώτης όψεως στάδιο. Και στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοφή (2010) 2 Α.Α.Δ. 172, στην οποία εκρίθη ότι η έφεση ήταν επιτρεπτή δυνάμει του Άρθρου 137(α)(iii) όσον αφορούσε την ενώπιον του δικαστηρίου μαρτυρία η οποία δεν δικαιολογούσε την κατάληξη του δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπόθεση.

 

      Σχετικά επί του προκειμένου είναι και τα ήδη λεχθέντα με αναφορά στην Ευσταθίου, ανωτέρω, σε σχέση με την Petrou, τα οποία και επαναλαμβάνουμε για να καταδειχθεί η αντίληψη της νομολογίας όπως εξεφράσθη από την Πλήρη Ολομέλεια ως προς το ότι το κρινόμενο σε έφεση εναντίον αθωωτικής απόφασης στο εκ πρώτης όψεως στάδιο είναι η εφαρμογή των νομολογιακών αρχών επί της μαρτυρίας:

 

«Ως νόμος, εν προκειμένω, όπως εξηγήθηκε, ήταν ο κανόνας πρακτικής σε σχέση με την προσέγγιση της μαρτυρίας».

 

Και παρακάτω αφού γίνεται αναφορά στην υπόθεση R v. Galbraith [1981] 2 All E.R. 1060 και τα ακόλουθα:

 

      «Η υιοθέτηση της Galbraith στην Κυπριακή νομολογία (Azinas a.o. v. Police (1981) 2 C.L.R. 9, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133, Παναγιώτου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 191) την καθιστά και εδώ την κατ' εξοχή καθοδηγητική αυθεντία. Να τονίσουμε τα λεχθέντα στη Χριστοδούλου (σ. 145):

 

«Δεν προβαίνει ο δικαστής στο στάδιο εκείνο της δίκης σε υποκειμενική αξιολόγηση της μαρτυρίας. Το έργο αυτό επιτελείται κατά το τέλος της δίκης. Η απόφασή του περιορίζεται, όπως αναφέραμε, σε αντικειμενική θεώρηση της υπόθεσης. Η απόφαση για απαλλαγή και αθώωση σ' εκείνο το στάδιο της δίκης, πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα και να αντέχει στη βάσανο που θέτει η Πρακτική του 1962, δηλαδή, ότι κάθε λογικό δικαστήριο θα κατέληγε, ενόψει της αντικειμενικής υφής της μαρτυρίας, στο ίδιο συμπέρασμα.»

 

Και τα λεχθέντα στην Παναγιώτου (σ. 196):

 

«Εκτός της περιπτώσεως στην οποία δεν αποδεικνύονται τα ουσιαστικά στοιχεία του αδικήματος και της περιπτώσεως στην οποία η μαρτυρία είναι τόσο ελλιπής και αδύνατη που δεν θα μπορούσε να στηρίξει καταδίκη, που δεν είναι η θέση των εφεσειόντων επί του προκειμένου, η εμβέλεια της αντίφασης στη μαρτυρία ως αναιρούσας την απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης είναι περιορισμένη. Το έργο του δικαστηρίου στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης δεν είναι να προβεί σε λεπτομερή αξιολόγηση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας, έργο που ανάγεται στο τελικό στάδιο όταν όλη η μαρτυρία είναι ενώπιον του. Μόνο όπου η όλη μαρτυρία που εδόθη με τη συμπλήρωση της υπόθεσης του κατηγόρου εμπεριέχει τέτοια θεμελιακή αντίφαση και αναξιοπιστία, αναγόμενη σε εγγενή αντινομία που δεν θα μπορούσε να την αντιπαρέλθει το δικαστήριο επί οποιασδήποτε δυνατής αξιολόγησης της στο σύνολό της, δεν υπάρχει υπόθεση για να απαντηθεί.»*

 

Στη βάση λοιπόν του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε αντικειμενικά να προσεγγίσει τη μαρτυρία και θα έπρεπε να προβληματιστεί για το ότι ενδεχομένως να επρόκειτο για απλή λανθασμένη περιγραφή νομικής οντότητας με βάση τη λοιπή υπάρχουσα μαρτυρία η οποία και συνέδεε, όπως εύστοχα παρατηρεί η πλευρά των εφεσειόντων, τη συγκεκριμένη παραπονούμενη εταιρεία με τη συναλλαγή που αφορούσε την πληρωμή δια των επίδικων επιταγών. Με βάση τη μαρτυρία ειδικά του ΜΚ4 Αναστάσιου Κωνσταντίνου υπήρξε θέση αλλά και κατάθεση σχετικών τεκμηρίων που αφορούσαν στο ότι ο δικαιούχος δεν μπορούσε να είναι άλλο πρόσωπο εκτός από την παραπονούμενη εταιρεία. Αναφέρθηκε ότι ο Όμιλος Εταιρειών Ιακώβου περιλαμβάνει 15 εταιρείες εκ των οποίων μόνο 2 είχαν συναλλαγές με τους εφεσίβλητους οι Iacovou Brothers (Beton) Ltd και η παραπονούμενη εταιρεία. Η πρώτη εταιρεία με βάση το μάρτυρα έχει εξοφληθεί. Σχετικό επίσης είναι το τεκμ.15 το οποίο περιλαμβάνει σύνολο δηλώσεων από τις υπόλοιπες εταιρείες του Ομίλου ότι δεν είχαν συναλλαγές με τους εφεσίβλητους. Προσθέτως δε, έχει αντικειμενικά τουλάχιστον σημασία το γεγονός ότι κατατέθηκαν σχετικά τιμολόγια και ή βεβαιώσεις παραλαβής που αφορούσαν εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον την επίδικη συναλλαγή.

 

Ορθά επίσης θα έπρεπε να γίνει συσχετισμός με σχετικά άρθρα που περιλαμβάνονται στον περί Συναλλαγματικών Νόμο, Κεφ. 262 και ειδικότερα το Άρθρο 6(1) του Κεφ.262, σύμφωνα με το οποίο «ο αποδέκτης πρέπει να κατονομάζεται ή άλλως πώς να δηλώνεται σε συναλλαγματική με εύλογη βεβαιότητα». Σχετικό επίσης είναι το Άρθρο 73 του ιδίου Κεφαλαίου το οποίο ορίζει ότι η επιταγή είναι συναλλαγματική που εκδίδεται επί τραπεζίτη πληρωτέα εν όψει. Σύμφωνα επίσης με το Άρθρο 3(1) του ιδίου Κεφαλαίου καθορίζεται το τι είναι συναλλαγματική. Τα πιο πάνω άρθρα δεν έρχονται σε αντίθεση με το Άρθρο 4 του Ποινικού Κώδικα, ανωτέρω, οπότε και θα πρέπει να ληφθούν υπόψη στον καθορισμό της γενικότερης έννοιας της επιταγής. Συνεπώς θα έπρεπε να έχει σημασία για το πρωτόδικο Δικαστήριο στο στάδιο του εκ πρώτης όψεως, το ζήτημα που εισάγεται από το Άρθρο 6(1) ανωτέρω ως προς την εύλογη βεβαιότητα που θα έπρεπε να καλύπτει το θέμα του δικαιούχου. Με δεδομένο πάντα ότι στο στάδιο στο οποίο βρισκόμαστε η μαρτυρία κρίνεται αντικειμενικά. Στο Σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 3rd ed. vol.3 p.153, para.242, υπό τον τίτλο, "Certainty as to drawee" αναφέρονται τα εξής:

 

"The drawee must be named or otherwise indicated in a bill with reasonable certainty for it is clear that a holder must know to whom he has to present the bill, whether for acceptance or for payment".

 

Και παρακάτω στη σελ.155, παράγραφο 246 υπό τον τίτλο, "Payee by name or description" αναφέρονται τα εξής:

 

"Where the payee is named, but named incorrectly, or where his name is misspelt, it does not invalidate the instrument, the payee permitted to indorse the instrument as he was described, adding at his option his proper signature".

 

(Βλ. Βank of England v. Vagliano [1891] A.C. 107 - Viden & Rogers v. Hughes [1905] 1 K.B. 795 - North & South Wales Bank Ltd v. MacBeth (1908) A.C. 137 - Town & County Advance Co. ltd v. Provincial Bank of Ireland [1917] 2 I.R. 421). 

 

Από την ανάλυση των πιο πάνω υποθέσεων αλλά και άλλων, όπως συναντώνται στο Σύγγραμμα Byles on Bills of Exchange and Cheques 29th ed. σελ.32 κ.ε. προκύπτει ότι η εύλογη ή όχι βεβαιότητα είναι θέμα πραγματικών περιστάσεων.

 

Η διαπίστωση μας για τη λάθος αντίληψη της ευπαιδεύτου δικαστού που κατέληξε σε λανθασμένο χειρισμό της υπόθεσης, μας οδηγεί στο αναπόδραστο αποτέλεσμα να ακυρώσουμε την αθωωτική απόφαση με βάση το δεύτερο λόγο έφεσης και ως εκ τούτου δεν θα υπεισέλθουμε στους λοιπούς λόγους έφεσης.

 

Το Εφετείο, μετά την ακύρωση της αθωωτικής αυτής απόφασης, έχει εξουσία να διατάξει είτε πλήρη εξ υπαρχής επανεκδίκαση από άλλο δικαστή είτε τη συνέχιση της διαδικασίας από τον ίδιο δικαστή. (βλ. Charilaou & Bros Ltd v. Magnior Ltd κ.ά. (2015) 2 , ECLI:CY:AD:2015:B356A.A.Δ. 363). Έχουμε προβληματιστεί ποία θα ήταν η ορθότερη πορεία. Καταλήξαμε, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης και λαμβάνοντας υπόψη όλους τους παράγοντες που δυνατόν να επηρεάσουν τα συμφέροντα της δικαιοσύνης, ότι η ορθότερη πορεία είναι αυτή της επανεκδίκασης εξ υπαρχής.

 

Η έφεση επιτυγχάνει. Η αθωωτική απόφαση ακυρώνεται. Διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Επαρχιακό Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, το συντομότερο δυνατό. Έξοδα της παρούσας €1.500 πλέον ΦΠΑ υπέρ εφεσειόντων.

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα. Διατάσσεται επανεκδίκαση.

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο