ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:B575
(2014) 2 ΑΑΔ 590
25 Ιουλίου, 2014
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]
Ποινική Έφεση Αρ. 148/2014
(Σχ. με 149/2014)
ΙΩΣΗΦ ΑΘΗΝΟΔΩΡΟΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Εφεσίβλητου.
Ποινική Έφεση Αρ. 149/2014
(Σχ. με 148/2014)
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Εφεσίβλητου.
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 148/2014, 149/2014)
Αναστολή ποινής φυλάκισης ― Ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ― Κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη ― Περιθώριο παρέμβασης του Εφετείου δεν παρέχεται, παρά μόνο αν διαπιστωθεί σφάλμα στην άσκηση, της επί του προκειμένου διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Αναστολή ποινής φυλάκισης ― Έφεση ως προς το μέρος πρωτόδικης απόφασης με το οποίο αποφασίστηκε η μη αναστολή ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε στους εφεσείοντες αναφορικά με αδικήματα περί παράλειψης καταβολής εισφορών κοινωνικών ασφαλίσεων ― Απορριπτική κατάληξη.
Οι εφεσείοντες είναι διευθυντές της εταιρείας Α.Κ.Ι. Constructions Ltd. Κρίθηκαν και οι τρεις, κατόπιν δικής τους παραδοχής, ένοχοι σε επτά κατηγορίες για παραβάσεις προνοιών του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων και άλλων νόμων.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος, οι κατηγορούμενοι παρέλειψαν, κατά παράβαση των σχετικών Νόμων, να καταβάλουν το συνολικό ποσό των €151.749,71, το οποίο αντιπροσώπευε καθυστερημένες εισφορές για την περίοδο Αυγούστου 2012 - Ιανουαρίου 2013, στα Ταμεία, Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Ετήσιων Αδειών, Πλεονάζοντος Προσωπικού, Κοινωνικής Συνοχής, Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού, όπως και τα αναλογούντα στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Κοινωνικής Συνοχής Πρόσθετα Τέλη.
Στην εταιρεία επεβλήθη η ποινή του προστίμου, ενώ στους δύο εφεσείοντες ποινή άμεσης φυλάκισης τριών μηνών στην κατηγορία 1, η οποία αφορούσε στο αδίκημα της παράλειψης καταβολής των αναλογούντων για τη συγκεκριμένη περίοδο, εισφορών στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Στις υπόλοιπες κατηγορίες δεν επεβλήθη οποιαδήποτε ποινή λόγω συνάφειας των κατηγοριών.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε μεταξύ άλλων, ότι στην προκειμένη περίπτωση, δεν είχε εντοπιστεί οτιδήποτε το οποίο θα οδηγούσε σε διαταγή αναστολής της ποινής φυλάκισης.
Υπέδειξε ότι σοβαρότητα των αδικημάτων τα οποία διέπραξαν οι Κατηγορούμενοι 2 και 3 και η ανάγκη αποτροπής είναι δεδομένες, και ότι το Δικαστήριο έχει καθήκον να πατάξει τέτοιες αξιόποινες συμπεριφορές, προκειμένου να καταδείξει, ότι η συνέχιση της διάπραξης τέτοιων αδικημάτων δεν είναι ανεκτή και θα πρέπει να τερματισθεί.
Οι εφεσείοντες, μετά την καταχώριση της ποινικής υπόθεσης, πριν όμως την καταδίκη τους, είχαν καταβάλει έναντι του οφειλόμενου ποσού, το ποσό των €30.000, με αποτέλεσμα να παραμένει οφειλόμενο το ποσό των €121.749,71.
Στο συνολικό ποσό της αρχικής οφειλής περιλαμβανόταν και το ποσοστό εισφοράς των εργοδοτουμένων από την εταιρεία, το οποίο η εταιρεία απέκοπτε από τις απολαβές τους, πλην όμως δεν κατέβαλλε στα πιο πάνω Ταμεία.
Οι εφεσείοντες βαρύνονταν με μια προηγούμενη αντίστοιχη καταδίκη.
Στο στάδιο ακρόασης της έφεσης, με δήλωση του συνηγόρου τους, οι εφεσείοντες περιόρισαν τις εφέσεις τους αποκλειστικά στο βαθμό που αυτές στρέφονταν εναντίον της απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η εισήγηση τους για αναστολή εκτέλεσης της ποινής.
Ο συνήγορος των εφεσειόντων, κάμνοντας εκτενή αναφορά στα γεγονότα που περιέβαλλαν την υπόθεση, έδωσε έμφαση στις δυσκολίες που οι επιχειρήσεις, ιδιαίτερα οι εργοληπτικές εταιρείες, αντιμετωπίζουν λόγω της οικονομικής κρίσης, όπως και στις προσωπικές περιστάσεις των εφεσειόντων. Υπέβαλε μεταξύ άλλων προς υποστήριξη της έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αν και ορθά διέγνωσε τις αρχές που διέπουν τη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να αναστείλει την ποινή, δεν υπήγαγε εξίσου ορθά τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης στις εν λόγω αρχές.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν είχε διαπιστωθεί στην προκειμένη, σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας σε ότι αφορούσε την απόφαση του για μη αναστολή της επιβληθείσα ποινής.
2. Έχει κατ' επανάληψη τονιστεί η αναγκαιότητα εκπλήρωσης έγκαιρα των υποχρεώσεων που οι φορολογικές νομοθεσίες επιβάλλουν, όπως είναι αυτές στις οποίες οι δύο εφεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι.
3. Ο νομοθέτης μάλιστα μερίμνησε ώστε, εκεί και όπου διαπιστώνεται κατ' επανάληψη παράλειψη συμμόρφωσης, η παράλειψη να συνεπάγεται αυστηρότερη τιμωρία.
4. Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής πως νομοθεσίες όπως αυτές με βάση τις οποίες οι δύο εφεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι, δεν στοχεύουν πουθενά αλλού παρά μόνο στην καθιέρωση ενός ολοκληρωμένου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, ζήτημα κεφαλαιώδους σημασίας για την ευημερία των πολιτών.
5. Η διαβίωση ευάλωτων ομάδων της κοινωνίας μας, εξαρτάται σε ένα μεγάλο βαθμό, αν όχι αποκλειστικά, από την ομαλή και απρόσκοπτη λειτουργία Δημόσιων Ταμείων, όπως αυτών που προβλέπει ο περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμος.
6. Στην κρινόμενη περίπτωση το ποσό που οφειλόταν δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητο. Οι εφεσείοντες βαρύνονταν επίσης με μια προηγούμενη καταδίκη, η οποία αφορούσε αδικήματα παρόμοιας φύσης. Και εκεί το ποσό δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητο. Και στις δύο περιπτώσεις, σχεδόν ολόκληρο το ποσό, εξακολουθούσε να οφείλεται.
7. Όλα τα πιο πάνω δεν αγνοήθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο ορθά επεσήμανε πως οι οικονομικές δυσκολίες που επικαλέστηκαν οι εφεσείοντες λόγω των ανείσπρακτων προς την εταιρεία οφειλών, συνεπεία της οικονομικής κρίσης, δεν ήταν ικανές να κλίνουν την πλάστιγγα υπέρ τους.
Οι εφέσεις απορρίφθηκαν.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
J.E.L. Holdings Ltd. κ.ά. ν. Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων (2011) 2 Α.Α.Δ 422.
Eφέσεις εναντίον Καταδίκης.
Εφέσεις από τους Κατηγορούμενους εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παρπόττα, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 5218/13), ημερομηνίας 26/6/14.
Γ. Κορφιώτης, για τους Εφεσείοντες.
Λ. Χατζηαθανασίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.
Εφεσείοντες παρόντες.
Cur. adv. vult.
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες (πρώην κατηγορούμενοι 2 και 3), είναι διευθυντές της εταιρείας Α.Κ.Ι. Constructions Ltd. (πρώην κατηγορούμενη 1). Και οι τρεις, αφού, κατόπιν δικής τους παραδοχής κρίθηκαν ένοχοι, καταδικάστηκαν σε επτά κατηγορίες για παραβάσεις προνοιών του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, του περί Ετησίων Αδειών Μετ' Απολαβών Νόμου, του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου, του περί Ανάπτυξης Ανθρωπίνου Δυναμικού Νόμου και του περί Ταμείου Κοινωνικής Συνοχής Νόμου και των δυνάμει αυτών εκδοθέντων Κανονισμών.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος, οι κατηγορούμενοι παρέλειψαν, κατά παράβαση των σχετικών άρθρων των προαναφερθέντων Νόμων, να καταβάλουν το συνολικό ποσό των €151.749,71, το οποίο αντιπροσωπεύει τις καθυστερημένες εισφορές για την περίοδο Αύγουστο 2012 - Ιανουάριο 2013, στα Ταμεία, Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Ετήσιων Αδειών, Πλεονάζοντος Προσωπικού, Κοινωνικής Συνοχής, Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού, όπως και τα αναλογούντα στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Κοινωνικής Συνοχής Πρόσθετα Τέλη.
Στην εταιρεία επεβλήθη η ποινή του προστίμου, ενώ στους δύο εφεσείοντες ποινή άμεσης φυλάκισης τριών μηνών στην κατηγορία 1, η οποία αφορούσε στο αδίκημα της παράλειψης καταβολής των αναλογούντων για τη συγκεκριμένη περίοδο, εισφορών στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Στις υπόλοιπες κατηγορίες δεν επεβλήθη οποιαδήποτε ποινή γιατί ήταν, όπως πρωτοδίκως κρίθηκε, στενά συνυφασμένες με την πρώτη κατηγορία, ενώ τα γεγονότα που τις περιβάλλουν είναι τα ίδια με αυτά της κατηγορίας 1.
Οι εφεσείοντες με τις πιο πάνω εφέσεις τους, οι οποίες λόγω της συνάφειας που τις χαρακτηρίζει, ακούστηκαν μαζί, αρχικά αμφισβητούσαν την ορθότητα τόσο του ύψους της ποινής που τους επιβλήθηκε, ισχυριζόμενοι ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική, όσο και της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου να μην αναστείλει την εκτέλεση της ποινής φυλάκισης, απορρίπτοντας ως αβάσιμη, σχετική περί τούτου εισήγησή τους.
Στο στάδιο ακρόασης της έφεσης, με δήλωση του συνηγόρου τους, οι εφεσείοντες περιόρισαν τις εφέσεις τους αποκλειστικά στο βαθμό που αυτές στρέφονται εναντίον της απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η εισήγηση τους για αναστολή εκτέλεσης της ποινής.
Σ' αυτό το στάδιο κρίνουμε σκόπιμο να σημειώσουμε τα πιο κάτω, που οριοθετούν και το πραγματικό πλαίσιο της υπόθεσης.
Η αδυναμία της εταιρείας και κατ' επέκταση των εφεσειόντων να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των σχετικών Νόμων και Κανονισμών, βάσει των οποίων κρίθηκαν ένοχοι, οφείλεται στις δυσκολίες που προέκυψαν σχετικά με την είσπραξη σημαντικών ποσών που τρίτα πρόσωπα οφείλουν στην εταιρεία, τα οποία λόγω της οικονομικής κρίσης αδυνατούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους έναντι της.
Οι εφεσείοντες, μετά την καταχώριση της ποινικής υπόθεσης, πριν όμως την καταδίκη τους, είχαν καταβάλει έναντι του οφειλόμενου ποσού, το ποσό των €30.000, με αποτέλεσμα να παραμένει οφειλόμενο το ποσό των €121.749,71.
Στο συνολικό ποσό της αρχικής οφειλής περιλαμβάνεται και το ποσοστό εισφοράς των εργοδοτουμένων από την εταιρεία, το οποίο η εταιρεία απέκοπτε από τις απολαβές τους, πλην όμως δεν κατέβαλλε στα πιο πάνω Ταμεία.
Οι εφεσείοντες βαρύνονται με μια προηγούμενη καταδίκη. Συγκεκριμένα στις 28/2/2013, καταδικάστηκαν για παρόμοια αδικήματα, στην Ποινική Υπόθεση αρ. 4716/2013, σε πρόστιμο €850 έκαστος. Η εν λόγω υπόθεση αφορούσε καθυστερημένες εισφορές στα ίδια Ταμεία, όπως και πρόσθετα τέλη, για το μήνα Ιούλιο 2012, συνολικού ύψους €42.513,33. Έναντι του εν λόγω ποσού καταβλήθηκε ποσό €2.000 μόνο. Το υπόλοιπο ποσό εξακολουθεί να οφείλεται.
Οι εφεσείοντες είναι, σύμφωνα με τις εκθέσεις του Γραφείου Ευημερίας, το περιεχόμενο των οποίων υιοθετήθηκε πρωτόδικα από την υπεράσπιση, ηλικίας, ο μεν πρώτος 46 ετών, ο δε δεύτερος, 51 ετών. Πρόκειται για πρόσωπα που χαίρουν εκτίμησης στην κοινωνία, οικογενειάρχες, με δύο παιδιά ο καθένας. Στην περίπτωση του εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση 148/2014, το ένα παιδί του είναι φοιτητής στο εξωτερικό, ενώ το άλλο υπηρετεί τη θητεία του στην Εθνική Φρουρά. Στην περίπτωση του εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση 149/2014 και τα δύο παιδιά του είναι φοιτητές στο εξωτερικό. Η οικονομική κρίση επηρέασε όχι μόνο την εταιρεία τους, αλλά και τους ίδιους, οι οποίοι σε μια προσπάθεια να βοηθήσουν την εταιρεία να αντεπεξέλθει των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετώπιζε, δεν έπαιρναν το μισθό τους για τους τελευταίους 18 περίπου μήνες.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων, κάμνοντας εκτενή αναφορά στα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση, έμφαση δόθηκε στις δυσκολίες που οι επιχειρήσεις, ιδιαίτερα οι εργοληπτικές εταιρείες, αντιμετωπίζουν λόγω της οικονομικής κρίσης, όπως και στις προσωπικές περιστάσεις των εφεσειόντων, υπέβαλε ότι η πρωτόδικος δικαστής, αν και ορθά διέγνωσε τις αρχές που διέπουν τη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να αναστείλει την ποινή, δεν υπήγαγε τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης στις εν λόγω αρχές, εξίσου ορθά. Σημειώνοντας την αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση, ότι «τόσο οι οικονομικές δυσκολίες ..... όσο και όλα τα μετριαστικά στοιχεία λήφθηκαν υπόψη κατά την επιμέτρηση σε επαρκή βαθμό για τον καθορισμό τόσο του είδους όσο και του ύψους της ποινής» και πως «η επιείκεια του Δικαστηρίου έχει εξαντληθεί στο ύψος της ποινής που επιβλήθηκε», υπέβαλε ότι η πρωτόδικος δικαστής προσήγγισε τις εν λόγω αρχές, εσφαλμένα.
Κατ' αρχάς, θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε το σκεπτικό στη βάση του οποίου το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε να μην ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ των εφεσειόντων και να αναστείλει την εκτέλεση της ποινής:
"Στην προκειμένη περίπτωση, σημειώνω ότι δεν έχω εντοπίσει οτιδήποτε το οποίο θα οδηγούσε σε τέτοια διαταγή. Η σοβαρότητα των αδικημάτων τα οποία διέπραξαν οι Κατηγορούμενοι 2 και 3 και η ανάγκη αποτροπής είναι δεδομένες και το Δικαστήριο έχει καθήκον να πατάξει τέτοιες αξιόποινες συμπεριφορές, προκειμένου να καταδείξει, ότι η συνέχιση της διάπραξης τέτοιων αδικημάτων δεν είναι ανεκτή και θα πρέπει επιτέλους να τερματισθεί. Ως προς τις οικονομικές δυσκολίες που επικαλούνται οι Κατηγορούμενοι λόγω των ανείσπρακτων προς την Κατηγορουμένη 1 οφειλών, συνεπεία της οικονομικής κρίσης που μαστίζει τον τόπο μας, δεν θεωρώ ότι είναι ικανές να οδηγήσουν σε αναστολή της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε στους Κατηγορούμενους 2 και 3. Σε κάθε περίπτωση τόσο οι οικονομικές δυσκολίες που αναφέρθηκαν όσον και όλα τα μετριαστικά στοιχεία λήφθηκαν υπόψη κατά την επιμέτρηση σε επαρκή βαθμό για τον καθορισμό τόσο του είδους όσο και του ύψους της ποινής και θεωρώ ότι δεν υπάρχει κάτι από αυτά που θα μπορούσε να δικαιολογήσει ταυτόχρονα και την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της αναστολής έκτισης της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε στους Κατηγορούμενους 2 και 3. Η επιείκεια του Δικαστηρίου έχει εξαντληθεί στο ύψος της ποινής που επιβλήθηκε και οι μετριαστικοί παράγοντες, είτε μεμονωμένα είτε σωρευτικά, δεν μπορούν να θεωρηθούν αρκετοί ώστε να δικαιολογείται ταυτόχρονα και η αναστολή της ποινής."
Το θέμα αναστολής της ποινής ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, η οποία ασκείται δικαστικά στη βάση νομολογιακά καθιερωμένων κριτηρίων και συγκεκριμένα, τη σοβαρότητα του αδικήματος και τα κίνητρα διάπραξης του, το ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου και τέλος, τη διαγωγή του κατηγορουμένου μετά τη διάπραξη του αδικήματος, συμπεριλαμβανομένης και της μεταμέλειας. Περιθώριο παρέμβασης του Εφετείου δεν παρέχεται, παρά μόνο αν διαπιστωθεί σφάλμα στην άσκηση της επί του προκειμένου διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου, σφάλμα που στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχουμε διαπιστώσει.
Έχει κατ' επανάληψη τονιστεί η αναγκαιότητα εκπλήρωσης έγκαιρα των υποχρεώσεων που οι φορολογικές νομοθεσίες, όπως είναι αυτές στις οποίες οι δύο εφεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι, δημιουργούν σε ένα έκαστο από τους πολίτες, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπως η παρούσα περίπτωση, όπου, η βιωσιμότητα του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων ουσιαστικά εξαρτάται από τη συνέπεια και συμμόρφωση των εισφορέων για έγκαιρη εκπλήρωση των οικονομικών τους υποχρεώσεων προς το Ταμείο. Ο νομοθέτης μάλιστα μερίμνησε ώστε, εκεί και όπου διαπιστώνεται κατ' επανάληψη παράλειψη συμμόρφωσης, η παράλειψη να συνεπάγεται αυστηρότερη τιμωρία (J.E.L. Holdings Ltd κ.ά. ν. Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων (2011) 2 Α.Α.Δ. 422). Δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως νομοθεσίες όπως αυτές στις οποίες οι δύο εφεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι, πουθενά αλλού δεν στοχεύουν παρά μόνο στην καθιέρωση ενός ολοκληρωμένου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, ζήτημα κεφαλαιώδους σημασίας για την ευημερία των πολιτών. Η διαβίωση ευάλωτων ομάδων της κοινωνίας μας, εξαρτάται σε ένα μεγάλο βαθμό, αν όχι αποκλειστικά, από την ομαλή και απρόσκοπτη λειτουργία Δημόσιων Ταμείων, όπως αυτών που προβλέπει ο περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμος. Αποτελεί καθήκον όλων μας η διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας αυτών των Ταμείων.
Στην κρινόμενη περίπτωση το ποσό που οφείλεται δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητο. Οι εφεσείοντες βαρύνονται επίσης με μια προηγούμενη καταδίκη, η οποία αφορά αδικήματα παρόμοιας φύσης. Και εκεί το ποσό δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητο. Και στις δύο περιπτώσεις, σχεδόν ολόκληρο το ποσό, εξακολουθεί να οφείλεται.
Όλα τα πιο πάνω δεν αγνοήθηκαν από την πρωτόδικο δικαστή, η οποία ορθά, κατά τη γνώμη μας, επεσήμανε πως οι οικονομικές δυσκολίες που επικαλούνται οι εφεσείοντες λόγω των ανείσπρακτων προς την εταιρεία οφειλών, συνεπεία της οικονομικής κρίσης, δεν είναι ικανές να κλίνουν την πλάστιγγα υπέρ τους.
Δεν διαφεύγει της προσοχής μας ότι ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων επέσυρε την προσοχή μας σε συγκεκριμένες αναφορές από το σχετικό σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου. Με όλο το σεβασμό, η ερμηνεία που ο συνήγορος εισηγείται για τις εν λόγω αναφορές, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Οι συγκεκριμένες αναφορές, ιδωμένες υπό το φως του συνόλου της απόφασης, κάθε άλλο παρά επιδέχονται αυτή την ερμηνεία.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, οι εφέσεις δεν μπορούν να επιτύχουν και απορρίπτονται.
Οι εφέσεις απορρίπτονται.