ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 2 ΑΑΔ 785
5 Δεκεμβρίου 2013
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στές]
(Ποινική Έφεση Αρ. 57/2013)
NTENI BEZANIDIS,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 58/2013)
ΔΙΟΜΗΔΗΣ ΚΑΜΙΝΙΔΗΣ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 57/2013, 58/2013)
Ποινή ― Διάρρηξη κτιρίου, κλοπή και πλαστογραφία κατά παράβαση των Άρθρων 291, 294(α), 255, 331 και 333 του Ποινικού Κώδικα ― Επικύρωση ποινής φυλάκισης 3½ ετών και 6 μηνών για το αδίκημα της πλαστοπροσωπίας.
Ποινή ― Το ποινικό μέτρο καθορίζεται πρωτίστως από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο έχει και την ευθύνη προς τούτο, το δε Εφετείο δεν επεμβαίνει εκτός εάν η ποινή είναι εκδήλως ανεπαρκής ή υπερβολική ή αναδεικνύει σφάλμα αρχής.
Ποινή ― Νομολογία ― Αναφορά σε προηγούμενες αποφάσεις γίνεται ενδεικτικά και μόνο, διότι δεν μπορεί να υπάρχει απόλυτη ταύτιση μεταξύ των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων δύο υποθέσεων.
Ποινή ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Η κατανόηση που οφείλει να επιδεικνύει το Δικαστήριο στα προσωπικά περιστατικά του δράστη, δεν μπορεί να υπερφαλαγγίσει την ανάγκη της αποτροπής υπό το φως των περιστατικών και της φύσης των ιδίων των αδικημάτων.
Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν με την έφεση το ύψος των ποινών που τους επιβλήθηκαν ύστερα από παραδοχή τους σε κατηγορίες που αντιμετώπισαν αναφορικά με διαρρήξεις κτιρίου και κλοπών κατά παράβαση των Άρθρων 291, 294(α) και 255 του Ποινικού Κώδικα.
Οι εφεσείοντες σε συνεργασία με τρίτο άτομο, στις 24.12.2012, ενεργώντας από κοινού και ως σπείρα, διέρρηξαν με τη χρήση εργαλείων κατάστημα πώλησης ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών ειδών αποκομίζοντας εμπορεύματα συνολικής αξίας €45.134,17.
Αντικείμενο της 24ης κατηγορίας αποτέλεσε άλλη διάρρηξη που έγινε την ίδια ημέρα που αφορούσε μόνο τον εφεσείοντα στην έφεση 57/2013 σύμφωνα με τα γεγονότα της οποίας, αυτός με άλλο πρόσωπο έκλεψαν από καφεστιατόριο ποσό €4.000, καθώς και ηλεκτρονικές συσκευές αξίας €4.241. Διεπράχθη δε και τρίτη διάρρηξη, αντικείμενο της 25ης κατηγορίας, που αφορούσε μόνο τον εφεσείοντα στην 58/2013, όταν αυτός με άλλο πρόσωπο μεταξύ 7 και 8 Φεβρουαρίου 2012, έκλεψε από γραφεία εταιρείας τέσσερεις τηλεοράσεις αξίας €2.380. Τα κλαπέντα αντικείμενα των κατηγοριών 24 και 25, δεν εντοπίστηκαν.
Ο ίδιος εφεσείων αντιμετώπισε ενώπιον του Κακουργιοδικείου και άλλες δύο κατηγορίες την 22η και 23η, αναφορικά με το αδίκημα της πλαστοπροσωπίας.
Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας, επέβαλε σε έκαστο, ποινή φυλάκισης 3½ ετών, πρόσθετα δε στον εφεσείοντα στην έφεση 58/2013, ποινή φυλάκισης 6 μηνών για τα αδικήματα της πλαστοπροσωπίας. Διέταξε δε, όπως όλες οι ποινές συνέτρεχαν.
Το Κακουργιοδικείο επιβάλλοντας τις προαναφερθείσες ποινές, αναφέρθηκε μεταξύ άλλων διεξοδικά στις προσωπικές συνθήκες ενός εκάστου των εφεσειόντων ως και στα όσα οι συνήγοροι τους είχαν αναφέρει προς μετριασμό της ποινής.
Λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη τη σοβαρότητα των αδικημάτων, θεώρησε επιβαρυντικό το γεγονός ότι σε σχέση τουλάχιστο με τα γεγονότα της διάρρηξης στα οποία αφορούσε η πρώτη κατηγορία, οι εφεσείοντες με ακόμη ένα πρόσωπο έδρασαν ως οργανωμένη ομάδα, πλήρως εξοπλισμένοι με διαρρηκτικά εργαλεία, ψαλίδι αποκοπής σιδήρου, αλλά και πυροβόλο όπλο που έδειχνε την ετοιμότητα των δραστών να φέρουν εις πέρας τα εγκληματικά τους σχέδια, ανεξαρτήτως κόστους.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Οι επιβληθείσες ποινές ήταν υπερβολικές και δυσανάλογες με την εγκληματική συμπεριφορά των εφεσειόντων.
β) Παρά το γεγονός ότι το Κακουργιοδικείο κατέγραψε τους ελαφρυντικούς παράγοντες, αλλά και τις προσωπικές τους συνθήκες, εν τούτοις δεν απέδωσε σ' αυτούς τη δέουσα σημασία. Επιπλέον επιστράφησαν ή ανακτήθησαν κλοπιμαία ύψους €40.254, γεγονός στο οποίο επίσης δεν δόθηκε η ανάλογη προσοχή από το Κακουργιοδικείο.
γ) Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε σε σειρά αποφάσεων, οι οποίες, ήταν αναντίστοιχες με τα γεγονότα της υπό κρίση υπόθεσης και τις επιβληθείσες ποινές.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν διαπιστωνόταν έρεισμα σε οποιονδήποτε από τους λόγους έφεσης.
2. Στις πλέον πρόσφατες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με υποθέσεις διάρρηξης και κλοπής, επανατονίσθηκε, η χωρίς σημεία κάμψης συνεχόμενη αυξητική τάση των διαρρήξεων και κλοπών, γεγονός που κλονίζει την ασφάλεια που πρέπει να αισθάνεται κάθε πολίτης ενός εύνομου κράτους.
3. Η παράθεση από το Κακουργιοδικείο συγκεκριμένων υποθέσεων έγινε στα πλαίσια της ανάδειξης της σοβαρότητας των αδικημάτων αυτής της φύσης και ενδεικτικά και μόνο, όπως και το ίδιο το Κακουργιοδικείο ανέφερε, ώστε οι δράστες να αντιμετωπίζονται με την ανάλογη αυστηρότητα.
4. Τα γεγονότα των υπό κρίση εφέσεων, ενόψει της συνέργειας των εφεσειόντων με άλλο άτομο και της χρήσης πυροβόλου όπλου, κατέτασσαν τα αδικήματα στα σοβαρότερα του είδους. Συνεπώς ο πρώτος λόγος έφεσης αναφορικά με την «πασιφανή έλλειψη αντιστοιχίας» των υποθέσεων που μνημόνευσε το Κακουργιοδικείο με τις επιβληθείσες ποινές, ήταν αβάσιμος.
5. Το Κακουργιοδικείο κατέγραψε όλους τους ελαφρυντικούς παράγοντες που αναφέρθηκαν, περιλαμβανομένων των προσωπικών συνθηκών τους, δίδοντας σ' αυτούς τη δέουσα σημασία.
6. Αναφορικά με το λόγο έφεσης περί ανάκτησης κλοπιμαίων, το Κακουργιοδικείο ορθά σημείωσε ότι η ανάκτηση αυτή οφειλόταν στις ενέργειες της ίδιας της αστυνομίας και όχι στην ουσιαστική συνδρομή των εφεσειόντων. Τα δε κλαπέντα που αφορούσαν στις κατηγορίες 24 και 25, ηλεκτρονικές συσκευές και τηλεοράσεις αξίας €7.000 περίπου, πλέον το ποσό €4.000 σε μετρητά, δεν ανακτήθηκαν.
7. Η ποινική μεταχείριση των εφεσειόντων, ήταν υπό τις περιστάσεις ακριβοδίκαιη.
Οι εφέσεις απορρίφθησαν.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Mixaylov κ.ά. ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 175,
Μακρή ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 42,
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Λάμπρου (2009) 2 Α.Α.Δ. 686,
Abunazha v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 551,
Mazarakis v. The Republic (1982) 2 C.L.R. 183,
Psylla v. The Republic (1984) 2 C.L.R. 420,
Κλεοβούλου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 485,
Christophides v. The Republic (1970) 2 C.L.R. 98,
Παναγίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 104,
Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342.
Εφέσεις εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Εφέσεις από τους Καταδικασθέντες εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Χριστοδούλου, Π.Ε.Δ., Παναγιώτου, Α.Ε.Δ., Σταύρου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 5/13), ημερομηνίας 15/3/13.
Σ. Αργυρού, για τους Εφεσείοντες.
Ν. Δημητρίου, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείοντες παρόντες.
Cur. adv. vult.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι εφεσείοντες, με τρίτο άτομο, στις 24.12.2012, ενεργώντας από κοινού και ως σπείρα, διέρρηξαν με τη χρήση εργαλείων κατάστημα πώλησης ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών ειδών στα Λατσιά αποκομίζοντας εμπορεύματα συνολικής αξίας €45.134,17. Το κατάστημα ήταν συνδεδεμένο με τον Αστυνομικό Σταθμό Λατσιών με αποτέλεσμα να ηχήσει συναγερμός και να καταφθάσει στη σκηνή η αστυνομία. Το όχημα στο οποίο επέβαιναν οι εφεσείοντες με οδηγό τον εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση αρ. 58/2013, με συνοδηγό το τρίτο πρόσωπο και με καθήμενο στο οπίσθιο κάθισμα τον εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση αρ. 57/2013, καταδιώχθηκε από την αστυνομία μέχρι την περιοχή Μαρκί όπου το όχημα των εφεσειόντων ακινητοποιήθηκε αφού ο εφεσείων Καμινίδης απώλεσε τον έλεγχο του.
Το τρίτο πρόσωπο το οποίο επέβαινε του οχήματος ως συνοδηγός, χρησιμοποίησε εναντίον της αστυνομίας κατά την καταδίωξη το κοντόκαννο πυροβόλο όπλο το οποίο είχε, ρίχνοντας δύο βολές προς το περιπολικό χωρίς αυτές να πετύχουν το στόχο τους. Αποτελεί επίσης μέρος του ιστορικού της υπόθεσης, όπως εκτέθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ότι με την ακινητοποίηση του οχήματος οι αστυνομικοί έριξαν πυροβολισμούς προς την πλευρά των εφεσειόντων και του τρίτου προσώπου, με αποτέλεσμα το θάνατο του τελευταίου. Αποτελεί επίσης γεγονός ότι κατά την καταδίωξη οι δράστες πετούσαν από το όχημα τα κλαπέντα εμπορεύματα, τα οποία περισυνελέγησαν από την αστυνομία κατά τη διάρκεια της διερεύνησης του αδικήματος που ακολούθησε.
Τα πιο πάνω αποτέλεσαν το αντικείμενο της πρώτης κατηγορίας που αντιμετώπισαν οι εφεσείοντες, των οποίων όμως η δράση δεν περιορίστηκε σ' αυτή εφόσον αντικείμενο της 24ης κατηγορίας αποτέλεσε το γεγονός ότι την ίδια ημέρα, αλλά λίγο προηγουμένως, έλαβε χώραν άλλη διάρρηξη που αφορούσε μόνο τον εφεσείοντα Bezadini σύμφωνα με τα γεγονότα της οποίας, αυτός με άλλο πρόσωπο έκλεψαν από καφεστιατόριο ποσό €4.000, καθώς και ηλεκτρονικές συσκευές αξίας €4.241. Υπήρξε όμως και τρίτη διάρρηξη, αντικείμενο της 25ης κατηγορίας, που αφορά μόνο τον εφεσείοντα Καμινίδη, όταν αυτός με άλλο πρόσωπο μεταξύ 7 και 8 Φεβρουαρίου 2012, έκλεψε από γραφεία εταιρείας τέσσερεις τηλεοράσεις αξίας €2.380. Σημειώνεται ότι τα κλαπέντα αντικείμενα των κατηγοριών 24 και 25, δεν εντοπίστηκαν.
Ο εφεσείων Καμινίδης αντιμετώπισε ενώπιον του Κακουργιοδικείου και άλλες δύο κατηγορίες την 22η και 23η, αναφορικά με το αδίκημα της πλαστοπροσωπίας εφόσον μετά τη σύλληψη του στις 24.12.2012, ως αποτέλεσμα της διάρρηξης στην οποία αφορούν τα γεγονότα της πρώτης κατηγορίας, παρέστησε ψευδώς τον εαυτό του ως άλλο άτομο.
Οι εφεσείοντες παραδέχθηκαν τις κατηγορίες που τους βάρυναν από κοινού ή κεχωρισμένα ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, το οποίο και επέβαλε σε έκαστο ποινή φυλάκισης 3½ ετών, πρόσθετα δε στον εφεσείοντα Καμινίδη, ποινή φυλάκισης 6 μηνών για τα αδικήματα της πλαστοπροσωπίας. Το Κακουργιοδικείο διέταξε όπως όλες οι ποινές συντρέχουν με την έκτιση τους να αρχίζει από τις 7.1.2013, ημερομηνία προφυλάκισης των εφεσειόντων.
Το Κακουργιοδικείο επιβάλλοντας τις προαναφερθείσες ποινές και αφού σημείωσε τα γεγονότα όπως αυτά έχουν προεκτεθεί, αναφέρθηκε διεξοδικά στις προσωπικές συνθήκες και περιστάσεις ενός εκάστου των εφεσειόντων και έλαβε υπόψη τα όσα οι συνήγοροι τους είχαν αναφέρει προς μετριασμό της ποινής. Ταυτόχρονα, έλαβε υπόψη τη σοβαρότητα των αδικημάτων, την έξαρση τους και προέβη σε εκτεταμένη αναφορά σε νομολογία σύμφωνα με την οποία η ποινή φυλάκισης είναι η ενδεδειγμένη για το είδος αυτό των αδικημάτων, με προεξάρχουσα την επιτακτική ανάγκη για αποτροπή. Θεώρησε επιβαρυντικό το γεγονός ότι σε σχέση τουλάχιστο με τα γεγονότα της διάρρηξης στα οποία αφορά η πρώτη κατηγορία, οι εφεσείοντες με ακόμη ένα πρόσωπο έδρασαν ως οργανωμένη ομάδα, πλήρως εξοπλισμένοι με διαρρηκτικά εργαλεία, ψαλίδι αποκοπής σιδήρου, αλλά και πυροβόλο όπλο που έδειχνε την ετοιμότητα των δραστών να φέρουν εις πέρας τα εγκληματικά τους σχέδια, ανεξαρτήτως κόστους.
Παραπονούνται με τις υπό κρίση εφέσεις αμφότεροι οι εφεσείοντες ως προς το ύψος των επιβληθεισών ποινών, τις οποίες θεωρούν υπερβολικές. Κατά την αγόρευση του ο συνήγορος τους, υιοθετώντας το διάγραμμα αγόρευσης που ετοίμασε και παρέδωσε, εστίασε την προσοχή του στο ότι η αναφερθείσα από το Κακουργιοδικείο νομολογία δεν σχετιζόταν με τα υπό κρίση δεδομένα, ενώ παραγνωρίστηκε και το γεγονός ότι οι εφεσείοντες είναι λευκού ποινικού μητρώου. Κατά τον συνήγορο, οι επιβληθείσες ποινές είναι δυσανάλογες και αναντίστοιχες με την εγκληματική συμπεριφορά των εφεσειόντων ώστε να είναι βάσιμη η θέση ότι η ποινή είναι υπερβολική υπό τις περιστάσεις. Παραπονούνται επίσης οι εφεσείοντες ότι παρά το γεγονός ότι το Κακουργιοδικείο κατέγραψε τους ελαφρυντικούς παράγοντες, αλλά και τις προσωπικές τους συνθήκες, εν τούτοις δεν απέδωσε σ' αυτούς τη δέουσα σημασία. Τέλος, ο συνήγορος αναφέρθηκε και στο γεγονός ότι επιστράφησαν ή ανακτήθησαν κλοπιμαία ύψους €40.254, γεγονός στο οποίο επίσης δεν δόθηκε η ανάλογη προσοχή από το Κακουργιοδικείο.
Έχοντας εξετάσει με προσοχή το σκεπτικό του Κακουργιοδικείου σε συνάρτηση με τους λόγους έφεσης, δεν διαπιστώνεται έρεισμα σε οποιονδήποτε από αυτούς. Η ποινική μεταχείριση που προβλέπεται από τον Ποινικό Κώδικα για τα αδικήματα της διάρρηξης κτιρίου και κλοπής κατά παράβαση των Άρθρων 291, 294(α) και 255, είναι αυτή της επταετούς φυλάκισης, γεγονός που από μόνο του πιστοποιεί τη σοβαρότητα με την οποία ο νομοθέτης μεταχειρίζεται αδικήματα του είδους.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διάπραξη τέτοιων αδικημάτων επιφέρει ρήξη στον κοινωνικό ιστό και στην ευόδωση της επίτευξης του στόχου εδραίωσης μιας φιλήσυχης και ειρηνικής κοινωνίας στην οποία δικαιούται να προσβλέπει ο κάθε πολίτης ώστε να νοιώθει ασφάλεια. Στις πρόσφατες αποφάσεις Mixaylov κ.ά. ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 175, αναφέρθηκαν τα εξής:
«Στις πλέον πρόσφατες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με υποθέσεις διάρρηξης και κλοπής, επανατονίσθηκε, η χωρίς σημεία κάμψης συνεχόμενη αυξητική τάση των διαρρήξεων και κλοπών, γεγονός που κλονίζει την ασφάλεια που πρέπει να αισθάνεται κάθε πολίτης ενός εύνομου κράτους, (Φραντζίδης ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 146). Παρόμοια επισήμανση ως προς το γεγονός ότι αδικήματα της φύσεως αυτής απασχολούν σχεδόν καθημερινά τα Δικαστήρια, με αποτέλεσμα οι ποινές που επιβάλλονται να πρέπει να είναι αποτρεπτικές, έγινε και στις υποθέσεις Bukowski και άλλος v. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 92.»
Έχει επίσης αναγνωρισθεί από τη νομολογία κατά συστηματικό μάλιστα τρόπο ότι το ποινικό μέτρο καθορίζεται πρωτίστως από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο έχει και την ευθύνη προς τούτο, το δε Εφετείο δεν επεμβαίνει εκτός εάν η ποινή είναι εκδήλως ανεπαρκής ή υπερβολική ή αναδεικνύει σφάλμα αρχής. (δέστε, Μακρή ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 42, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Λάμπρου (2009) 2 Α.Α.Δ. 686 και Abunazha v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 551).
Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε στο σκεπτικό του σε σειρά αποφάσεων, οι οποίες, κατά το συνήγορο των εφεσειόντων, είναι αναντίστοιχες με τα γεγονότα της υπό κρίση υπόθεσης και τις επιβληθείσες ποινές. Υποδεικνύεται αμέσως το αυτονόητο που έχει επίσης πλειστάκις υποδειχθεί από τη νομολογία, ότι αναφορά σε προηγούμενες αποφάσεις γίνεται ενδεικτικά και μόνο διότι δεν μπορεί να υπάρχει απόλυτη ταύτιση μεταξύ των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων δύο υποθέσεων. Συνεπώς, η παράθεση από το Κακουργιοδικείο των υποθέσεων Mazarakis v. The Republic (1982) 2. C.L.R. 183, Psylla v. The Republic (1984) 2 C.L.R. 420, Κλεοβούλου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 485, Christophides v. The Republic (1970) 2 C.L.R. 98 και Παναγίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 104, έγινε στα πλαίσια της ανάδειξης της σοβαρότητας των αδικημάτων αυτής της φύσης και ενδεικτικά και μόνο, όπως και το ίδιο το Κακουργιοδικείο αναφέρει, ώστε οι δράστες να αντιμετωπίζονται με την ανάλογη αυστηρότητα.
Ένα από τα παράπονα των εφεσειόντων είναι ότι στις πιο πάνω υποθέσεις οι εφεσείοντες βαρύνονταν και με αρκετά προηγούμενα, σε αντίθεση με το λευκό ποινικό μητρώο των εδώ εφεσειόντων. Παραγνωρίζει όμως ο συνήγορος ότι οι επιβληθείσες ποινές ήταν αφενός μεγαλύτερες της ποινής των 3½ ετών που επιβλήθηκαν στις υπό κρίση εφέσεις και αφετέρου αφορούσαν κλοπιμαία μικρότερης αξίας, ενώ έχουν όλες αποφασισθεί σε πολύ προγενεστέρο του παρόντος χρόνου, με την έξαρση των αδικημάτων αυτών να επιτείνεται αντί να μειώνεται. Από την άλλη, τα γεγονότα των υπό κρίση εφέσεων, ενόψει της συνέργειας των εφεσειόντων με άλλο άτομο και της χρήσης πυροβόλου όπλου, κατατάσσουν τα αδικήματα στα σοβαρότερα του είδους. Συνεπώς ο πρώτος λόγος έφεσης αναφορικά με την «πασιφανή έλλειψη αντιστοιχίας» των υποθέσεων που μνημόνευσε το Κακουργιοδικείο με τις επιβληθείσες ποινές, είναι αβάσιμος.
Ούτε ο δεύτερος όμως λόγος έφεσης είναι ορθός υπό το φως του γεγονότος ότι το Κακουργιοδικείο κατέγραψε όλους τους ελαφρυντικούς παράγοντες που αναφέρθηκαν από τους συνηγόρους των εφεσειόντων περιλαμβανομένων των προσωπικών συνθηκών τους, δίδοντας σ' αυτούς τη δέουσα σημασία. Συγκεκριμένα, λήφθηκε υπόψη η παραδοχή τους, το λευκό ποινικό μητρώο τους, η ηλικία τους και οι προσωπικές περιστάσεις τους όπως εκτέθηκαν στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας. Το Κακουργιοδικείο διεξοδικά κατέγραψε τις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες ενός εκάστου των εφεσειόντων, τα δύσκολα παιδικά τους χρόνια, το συγκρουσιακό και διαταραγμένο οικογενειακό περιβάλλον τους και την εξάρτηση τους σε κάποιο βαθμό από τοξικές ουσίες. Είναι συνεπώς αβάσιμος ο ισχυρισμός ότι το Κακουργιοδικείο δεν έδωσε τη δέουσα προσοχή στις προσωπικές συνθήκες των εφεσειόντων. Όπως έχει λεχθεί και στην υπόθεση Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342, υπάρχει ανάγκη για αποτροπή τόσο του ιδίου του παραβάτη, όσο και αναχαίτισης τρίτων από τη διάπραξη ομοίων ή παρομοίων εγκλημάτων. Στη δε Κλεοβούλου ν. Δημοκρατίας - πιο πάνω - λέχθηκε ότι η κατανόηση που οφείλει να επιδεικνύει το Δικαστήριο στα προσωπικά περιστατικά του δράστη, δεν μπορεί να υπερφαλαγγίσει την ανάγκη της αποτροπής υπό το φως των περιστατικών και της φύσης των ιδίων των αδικημάτων.
Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά την ανάκτηση του μεγαλύτερου μέρους των κλοπιμαίων, γεγονός στο οποίο δεν δόθηκε, κατ' ισχυρισμόν, η δέουσα σημασία. Ούτε αυτή η θέση είναι ορθή. Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε με επιμέλεια στο γεγονός της ανάκτησης των κλοπιμαίων που αφορούσαν τη διάρρηξη της πρώτης κατηγορίας, σημειώνοντας ορθά ότι η ανάκτηση αυτή οφειλόταν στις ενέργειες της ίδιας της αστυνομίας και όχι στην ουσιαστική συνδρομή των εφεσειόντων. Προστίθεται, όπως υποδείχθηκε και από το Εφετείο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ότι τα κλαπέντα που αφορούν τις κατηγορίες 24 και 25, ηλεκτρονικές συσκευές και τηλεοράσεις αξίας €7.000 περίπου πλέον το ποσό €4.000 σε μετρητά, δεν ανακτήθηκαν.
Η ποινική μεταχείριση των εφεσειόντων υπό τις περιστάσεις κρίνεται ακριβοδίκαιη και οι επιβληθείσες ποινές ισορροπημένες.
Οι εφέσεις απορρίπτονται.
Οι εφέσεις απορρίπτονται.