ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 2 ΑΑΔ 296
25 Μαΐου, 2012
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
ΚΩΣΤΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 16/2012)
Ναρκωτικά ― Παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α΄, ήτοι κοκαΐνης, συνολικού βάρους 19,8362 γραμμάρια και κατοχή με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο ― Άρθρα 3 και 6 του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977 (Ν. 29/77 ως έχει τροποποιηθεί ― Τεκμήριο κατοχής με σκοπό την προμήθεια ― Άρθρο 30Α του Νόμου 29/77 ― Εφεσείων λευκού ποινικού μητρώου ― Επικύρωση καταδίκης που στηρίχθηκε και σε περιστατική μαρτυρία και ποινής φυλάκισης ενός έτους ― Χαρακτηρίστηκε από το Εφετείο επιεικής, δεδομένης και της έλλειψης του ελαφρυντικού της παραδοχής.
Απόδειξη ― Περιστατική μαρτυρία ― Δεν υπολείπεται σε δύναμη οποιασδήποτε άλλης μορφής μαρτυρίας ― Τα σκόρπια μέρη της μπορεί να αποκτήσουν τέτοια συνεκτικότητα που να εδραιώσουν, με ακαταμάχητη πειστικότητα, την καταδίκη για ένα έγκλημα ― Μπορεί να οδηγήσει σε εξίσου ασφαλή συμπεράσματα, αλλά όταν είναι συμπερασματική, τείνει να αφανίσει την πιθανότητα του ανθρώπινου λάθους.
Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Οι διαζευκτικές πιθανότητες πρέπει να είναι τέτοιες που να εξάγονται από την ολότητα της μαρτυρίας ενώπιον του δικαστηρίου και όχι πιθανότητες και θεωρίες άσχετες με το υλικό ενώπιον του δικαστηρίου.
Απόδειξη ― Βάρος Απόδειξης ― Η Κατηγορούσα Αρχή δεν έχει υποχρέωση να αναιρέσει ή να αποκρούσει κάθε πιθανή υπεράσπιση που ενδεχομένως να είναι διαθέσιμη σ' ένα κατηγορούμενο ― Μόνο εάν η πλευρά του κατηγορούμενου εγείρει με μαρτυρία τέτοια υπεράσπιση, η Κατηγορούσα Αρχή έχει υποχρέωση να πείσει ότι δεν ευσταθεί ― Μόνο σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί το δικαστήριο να θεωρήσει ότι από τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής και μόνο υπάρχουν ενδείξεις ότι εγείρεται μια συγκεκριμένη υπεράσπιση, χωρίς καν να προσκομιστεί μαρτυρία εκ μέρους Υπεράσπισης.
Ο εφεσείων άσκησε έφεση εναντίον της καταδίκης του και της ποινής που του επεβλήθη με απόφαση με την οποία εκρίθη ένοχος σε δύο κατηγορίες αναφορικά με παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α΄, ήτοι κοκαΐνης, συνολικού βάρους 19,8362 γραμμάρια και κατοχή με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο, κατά παράβαση των Άρθρων 3 και 6 του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977 (Ν. 29/77).
Συνελήφθη κατόπιν πληροφοριών και παρακολούθησης της οικίας του εφεσείοντα, όπου και βρέθηκε η επίδικη ποσότητα ναρκωτικών. Η καταδίκη του στηρίχθηκε σε μαρτυρία αναφορικά με τις κινήσεις του εφεσείοντος στους χώρους όπου βρέθηκαν τα ναρκωτικά.
Σύμφωνα με την υπεράσπιση που ο εφεσείων προέβαλε κατά την πρωτόδικη διαδικασία, ουδέποτε προσέγγισε το χώρο όπου βρέθηκαν τα 26 φακελάκια συσκευασμένης κοκαΐνης. Μεταξύ άλλων υποβλήθηκε στους μάρτυρες ότι λόγω του σκότους, της μεγάλης απόστασης από την οποία παρακολουθούσαν και της παρουσίας του αυτοκινήτου στο γκαράζ, ήταν γι' αυτούς πολύ δύσκολο να αντιληφθούν τις ακριβείς κινήσεις του εφεσείοντος. Επίσης, υποβλήθηκε ότι η όλη μαρτυρία τους ήταν κατασκευασμένη, με απώτερο σκοπό να ενοχοποιηθεί ο εφεσείων.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, έκρινε ύστερα από ακρόαση ένοχο τον εφεσείοντα και του επέβαλε στη δεύτερη κατηγορία ποινή φυλάκισης ενός έτους, ενώ δεν του επέβαλε οποιαδήποτε ποινή στην πρώτη, επειδή τα συστατικά της στοιχεία θεωρήθηκαν ίδια με εκείνα της δεύτερης κατηγορίας.
Με την έφεση υποστηρίχθηκε ότι:
α) Η καταδίκη ήταν ακροσφαλής, επειδή υπήρξε από πλευράς πρωτόδικου δικαστηρίου πλημμελής αξιολόγηση της μαρτυρίας, πλημμελής εφαρμογή του βάρους και επιπέδου απόδειξης και εσφαλμένη αξιολόγηση των θέσεων της υπεράσπισης.
β) Το πρωτόδικο δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα τις πρόνοιες του Ν.29/77 με αποτέλεσμα να αχθεί στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι ο Εφεσείων είχε κατοχή των ναρκωτικών και μάλιστα με σκοπό την προμήθεια.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν εντοπίστηκε οτιδήποτε το επιλήψιμο στην πρωτόδικη απόφαση. Ήταν δε, ορθή η εισήγηση της Κατηγορούσας Αρχής ότι ο πυρήνας της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής ήταν ότι ο Εφεσείων έσκυψε στο σημείο που βρέθηκαν τα 26 φακελάκια με την κοκαΐνη.
2. Υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου και άλλη μαρτυρία, κυρίως περιστατική, η οποία είχε σχέση με τις όλες κινήσεις του Εφεσείοντος εκείνο το βράδυ. Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού εξέτασε ενδελεχώς την αξιοπιστία των μαρτύρων και επί αυτού δεν υπήρχε ειδικός λόγος έφεσης, κατέληξε στο να στηριχθεί στη μαρτυρία τους. Κάποιες μικροδιαφορές που εντόπισε, δεν ήταν ουσιαστικής σημασίας.
3. Δεν επρόκειτο για περίπτωση που τα ίδια στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας, αντικειμενικά κρινόμενα, έδειχναν ταυτόχρονα προς δύο κατευθύνσεις, εκείνη της αθωότητας και εκείνη της ενοχής.
4. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν τέθηκε οτιδήποτε το ουσιαστικό ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου που να υποστήριζε οτιδήποτε άλλο από ενοχή. Κάποιοι ισχυρισμοί που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου υπό μορφή υποβολών, εξετάστηκαν ενδελεχώς και ορθά αποκλείστηκαν.
5. Δεν ήταν ορθή η εισήγηση ότι το δικαστήριο δεν εξέτασε το ενδεχόμενο ενορχήστρωσης. Αυτό έγινε σε αρκετά σημεία της απόφασης, όταν αξιολογείτο η μαρτυρία του κάθε μάρτυρος σε σχέση με την πάγια αυτή θέση της Υπεράσπισης.
6. Ορθά απορρίφθηκε αυτό το ενδεχόμενο, αφού ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν υπήρχε ο,τιδήποτε που εύλογα να υποδείκνυε προς μια τέτοια κατεύθυνση, ενώ αντίθετα, η σωρευτική επίδραση των κινήσεων του Εφεσείοντος προς τους δύο χώρους στους οποίους υπήρχαν κρυμμένα τα ναρκωτικά, υποδείκνυαν σαφέστατα προς άλλη κατεύθυνση.
7. Η ενορχήστρωση μαρτυρίας πρέπει να τεκμηριώνεται και όχι να αφήνεται όπως εδώ, να αιωρείται ως μια απλή υπόθεση.
8. Το ενδεχόμενο οι κινήσεις του Εφεσείοντος να ήταν συμπτωματικές και απλώς να συνέπεσαν με τους δύο χώρους που ανευρέθηκαν τα ναρκωτικά, ήταν τόσο θεωρητικό και τόσο αλλόκοτο, που ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν έδωσε συνέχεια στο θέμα.
9. Στην προκειμένη περίπτωση, πέραν των υποβολών, δεν υπήρξε οτιδήποτε άλλο.
10. Αναφορικά με την εισήγηση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αντινομικά μετέθεσε το βάρος απόδειξης με αποτέλεσμα να πληγεί το τεκμήριο της αθωότητας του Εφεσείοντος, από την εξέταση της πρωτόδικης απόφασης δεν εντοπίστηκε οτιδήποτε που να μετατόπιζε το βάρος απόδειξης, ώστε να έπληττε το τεκμήριο της αθωότητας.
11. Η Κατηγορούσα Αρχή δεν είχε υποχρέωση να προσαγάγει άλλη μαρτυρία ώστε να αντικρούσει τις υποβολές της Υπεράσπισης.
12. Αναφορικά στο λόγο έφεσης που αφορούσε στην προμήθεια, δεν ήταν ορθή η θέση του συνηγόρου υπεράσπισης ότι το δικαστήριο θα έπρεπε να θεωρήσει ότι η ναρκωτική ουσία δεν ήταν «παρασκευασμένη κοκαΐνη», αλλά «ελεγχόμενο φάρμακο», δεν συνοδευόταν ούτε από οποιεσδήποτε αυθεντίες, ούτε από οποιαδήποτε πειστικά επιχειρήματα.
13. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι η ποινή που επιβλήθηκε στον Εφεσείοντα ήταν επιεικής, δεδομένης της έλλειψης του ελαφρυντικού της παραδοχής. Ο χρόνος της καθυστέρησης δεν μπορούσε να προσμετρήσει προς όφελος του Εφεσείοντος, εφόσον όπως και ο συνήγορός του δέχθηκε, τις πλείστες φορές ζητήθηκε αναβολή από την πλευρά του.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Θεοδώρου (2002) 2 Α.Α.Δ. 9,
Παφίτης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 102,
Μιχαήλ v. Δημοκρατίας (2012) 2 A.A.Δ. 231,
Δεσπότης v. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 287,
Αθηνής v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41,
Σταυρινού v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 706,
Hill v. Baxter [1958] 1 All E.R. 193,
Hijazi v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 99.
Έφεση κατά της Καταδίκης και Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Μιχαηλίδης, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 23052/08), ημερομηνίας 14/12/11.
Ε. Πουργουρίδης, για τον Εφεσείοντα.
Α. Μαππουρίδης, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων βρέθηκε ένοχος σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη αφορούσε σε παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α΄, ήτοι κοκαΐνης, συνολικού βάρους 19,8362 γραμμάρια και η δεύτερη, σε κατοχή με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο, κατά παράβαση των Άρθρων 3 και 6 του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977 (Ν. 29/77).
Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, στις 6.9.2007 η ΥΚΑΝ Λεμεσού, κατόπιν πληροφορίας ότι ο Εφεσείων είχε στην κατοχή του ναρκωτικά, έθεσε την οικία του, στην περιοχή Αγ. Αθανασίου, υπό διακριτική παρακολούθηση. Συγκεκριμένα, γύρω στις 7.45 μ.μ., δύο αστυνομικοί (Μ.Κ.3 και Μ.Κ.4), τοποθετήθηκαν μέσα σε πάρκο απέναντι από τη μπροστινή όψη της οικίας του Εφεσείοντος, η οποία βλέπει δυτικά. Ένας τρίτος αστυνομικός (Μ.Κ.2), παρακολουθούσε από σταθμευμένο αυτοκίνητο στη δυτική πλευρά του πάρκου και έβλεπε και αυτός προς την είσοδο της οικίας του Εφεσείοντος. Ο Μ.Κ.1, μαζί με τρεις άλλους αστυνομικούς, επέβαιναν οχημάτων τα οποία στάθμευσαν στη γύρω περιοχή, με οδηγίες να ανακόψουν τον Εφεσείοντα σε περίπτωση ανάγκης. Η πρόσοψη της οικίας βλέπει προς δυσμάς. Όπως ένας βλέπει την οικία του Εφεσείοντος, στα αριστερά (βόρεια) υπάρχει στεγασμένο γκαράζ το οποίο είναι ανοικτό τόσο στο μπροστινό, όσο και στο πίσω μέρος. Το γκαράζ στηρίζεται στη μια πλευρά, στον εξωτερικό τοίχο της οικίας και στην άλλη, στο περιτοίχισμα του οικοπέδου. Εντός του γκαράζ υπάρχει το κουτί του μετρητή της ΑΗΚ, το οποίο είναι τοποθετημένο στον εξωτερικό τοίχο της οικίας. Στο πίσω μέρος, ενώνεται με την πίσω αυλή, εντός της οποίας υπάρχει πισίνα. Ο χώρος της πισίνας είναι διαχωρισμένος με κάγκελο από την υπόλοιπη αυλή, η οποία εφάπτεται της κατοικίας. Στο πίσω μέρος του σπιτιού υπάρχει πόρτα που συγκοινωνεί με την αυλή, την πισίνα και το γκαράζ. Κατά μήκος του αριστερού και βόρειου συνόρου, υπάρχει περιτοίχισμα. Στο μέσα μέρος του περιτοιχίσματος και στο πίσω μέρος του γκαράζ, δίπλα από την πισίνα, υπάρχει μικρή λωρίδα με διακοσμητικά χαλίκια. Η συνέχεια του ιστορικού προκύπτει από τα υπόλοιπα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, όπως αυτά καταγράφονται στην ίδια την απόφασή του (σελ. 55):-
«Περί τις 20:30 ο Κατηγορούμενος βγήκε από την κύρια είσοδο της οικίας του και κοίταζε δεξιά και αριστερά με ερευνητικό τρόπο. Παρέμεινε εκεί για ένα λεπτό περίπου και ακολούθως εισήλθε εντός της οικίας του. Ένα λεπτό περίπου αργότερα άναψαν τα φώτα της κύριας εισόδου καθώς και της βόρειας πλευράς της οικίας του όπου βρίσκεται το γκαράζ και τότε ο Κατηγορούμενος βγήκε από την πίσω πλευρά της οικίας του και κατευθύνθηκε προς το γκαράζ. Φορούσε κοντό παντελόνι και από την μέση και πάνω ήταν γυμνός. Κατά τον ουσιώδη χρόνο εντός του γκαράζ βρισκόταν σταθμευμένο το αυτοκίνητο με αριθμούς εγγραφής KRD 046. Ακολούθως, πλησίασε το κουτί του μετρητή της ΑΗΚ και αφού το άνοιξε πήρε από αυτό ένα αντικείμενο χρώματος σκούρου που είχε σχήμα σαν κουβάρι ή πορτοκάλι. Ακολούθως, κρατώντας το αντικείμενο αυτό κατευθύνθηκε στο πίσω μέρος της αυλής που βρίσκεται πίσω από το πιο πάνω αυτοκίνητο και σε κάποιο σημείο του κήπου έσκυψε στο έδαφος. Μετά πάροδο ενός με δύο λεπτών περίπου σηκώθηκε πάνω χωρίς να κρατά οτιδήποτε και, ακολούθως, εισήλθε εντός της οικίας του από την πίσω μεριά.
Περί η ώρα 20:45 ο Κατηγορούμενος βγήκε από το σπίτι του μαζί με άλλα τρία πρόσωπα και αφού μπήκαν μέσα στο αυτοκίνητο με αριθμούς εγγραφής KRD 046 κατευθύνθηκαν νότια. Ο αστυφύλακας 620 έθεσε το αυτοκίνητο υπό παρακολούθηση και ταυτόχρονα ενημέρωσε τα οχήματα ανακοπής μέσω ασυρμάτου. Ο Κατηγορούμενος έκανε δύο γύρους του τετραγώνου της γειτονιάς του με το αυτοκίνητο και πέρασε έξω από την οικία του τα οχήματα των ανακοπών τον πλησίασαν και οι άνδρες που επέβαιναν αυτών τον πληροφόρησαν ότι κατείχαν δικαστικό ένταλμα έρευνας. Αφού ερεύνησαν τον Κατηγορούμενο και τα άλλα τρία πρόσωπα που βρίσκονταν εντός του αυτοκινήτου, ακολούθως, ερεύνησαν το αυτοκίνητο με αριθμούς εγγραφής KRD 046 χωρίς να ανευρεθεί οτιδήποτε το παράνομο. Τα τρία άλλα πρόσωπα που επέβαιναν του πιο πάνω αυτοκινήτου ήταν η Svetlana Tyulban, σύζυγος του Κατηγορούμενου από την Ρωσία, και το ζεύγος Vadim Klykov και Yuliana Tranchenko, επίσης, από την Ρωσία.
Ακολούθως και μεταξύ των ωρών 21:10 και 22:00 ερευνήθηκε εσωτερικά η οικία του Κατηγορούμενου στην παρουσία του και πάλι χωρίς να ανευρεθεί οτιδήποτε το παράνομο. Στην συνέχεια και μεταξύ των ωρών 22:00 και 22:30 έλαβε χώρα παρουσία του Κατηγορούμενου έρευνα στην εξωτερική αυλή της οικίας του. Κατά την διάρκεια της έρευνας και ώρα 22:05 ο αστυφύλακας 2690, Ανδρέας Παντελή, από τώρα και στο εξής «ο 2690», βρήκε μέσα στο κουτί του μετρητή της ΑΗΚ μια άσπρη νάϋλον διαφανή συσκευασία που περιείχε άσπρη σκόνη η οποία ομοίαζε με κοκαΐνη. Αμέσως την παρέλαβε και την κράτησε ως τεκμήριο. Την υπέδειξε στον Κατηγορούμενο, του ανέφερε ότι η άσπρη σκόνη ομοίαζε με κοκαΐνη η κατοχή και χρήση της οποίας απαγορεύεται από τον Νόμο και αφού του επέστησε την προσοχή του στον Νόμο αυτός απάντησε: «Εν έχω ιδέα». Την ίδια ώρα ο 2690 βρήκε, επίσης, μέσα στο κουτί του μετρητή της ΑΗΚ μια επιταγή της Alpha Bank Ltd υπογραμμένη από τον Κατηγορούμενο για το ποσό των Λ.Κ.100,00 σεντ με αριθμό επιταγής 14255046. Αμέσως την παρέλαβε και την κράτησε ως τεκμήριο, την υπέδειξε στον Κατηγορούμενο, του ανέφερε ότι η εν λόγω επιταγή πιθανόν να προέρχεται από αγοραπωλησία ναρκωτικών και αφού του επέστησε την προσοχή του στον Νόμο αυτός απάντησε: «Εν ηξέρω πώς εβρέθηκε δαμέ». Μέσα στο κουτί του μετρητή ανευρέθηκε, επίσης, πετσί αυτοκινήτου.
Ακολούθως, υποδείχθηκε στον 2690 από τον αστυφύλακα 4063 το σημείο στο οποίο ο Κατηγορούμενος θεάθηκε να σκύβει και που ο αστυφύλακας 4063 επιτηρούσε. Το σημείο αυτό βρίσκεται στην πίσω αυλή της οικίας του Κατηγορούμενου, πίσω από την νοητή προέκταση της αριστερής άκριας του αυτοκινήτου και κοντά στο βόρειο περιτοίχισμα της οικίας. Στο μέρος υπήρχε ανθώνας με διακοσμητικά χαλίκια ενώ στο σημείο όπου ο Κατηγορούμενος θεάθηκε να σκύβει υπήρχε μικρό εξόγκωμα σαν βουναλάκι. Πάνω από το εξόγκωμα υπήρχαν διακοσμητικά χαλίκια. Ο 2690 προέβη αμέσως σε έρευνα του πιο πάνω σημείου και στις 22:10 βρήκε κρυμμένο κάτω από τα χαλίκια ένα τεμάχιο αλουμινόχαρτου εντός του οποίου υπήρχαν περιτυλιγμένες 26 ξεχωριστές νάϋλον συσκευασίες διαφόρων χρωμάτων που περιείχαν άσπρη σκόνη που ομοίαζε με κοκαΐνη. Όλες δε αυτές οι συσκευασίες βρίσκονταν μέσα σε δεύτερο τεμάχιο αλουμινόχαρτου. Ο 2690 παρέλαβε τις συσκευασίες μαζί με τα αλουμινόχαρτα και τα κράτησε ως τεκμήρια. Τα υπέδειξε στον Κατηγορούμενο, του ανέφερε ότι η άσπρη σκόνη ομοίαζε με κοκαΐνη η κατοχή και η χρήση της οποίας απαγορεύεται από τον Νόμο και αφού του επέστησε την προσοχή του στον Νόμο αυτός απάντησε: «εν ηξέρω τίποτε εγώ που τούτα τα πράματα».»
Στη συνέχεια, ο Εφεσείων συνελήφθη και αρνήθηκε εμπλοκή, αναφέροντας ότι:- «Εν έχω ανάγκη να ασχολούμαι με τούτα τα πράγματα, κερδίζω αρκετά λεφτά από τη δουλειά μου, τα κτηματομεσιτικά.» Ακολούθως, έδωσε ανακριτική κατάθεση, στην οποία, ενώ παραδέχετο ότι άνοιξε το κουτί του μετρητή της ΑΗΚ, αρνείτο ότι γνώριζε για την ύπαρξη των ναρκωτικών στο κουτί. Επίσης, αρνείτο ότι προσέγγισε το δεύτερο σημείο στην αυλή, ότι έσκυψε και ότι γνώριζε ότι εκεί υπήρχαν ναρκωτικά. Ανάλυση των ουσιών στο Κρατικό Χημείο, έδειξε ότι η άσπρη σκόνη που βρέθηκε στο κουτί της ΑΗΚ ήταν κοκαΐνη βάρους 0,7946 γραμμαρίων, ενώ η υπόλοιπη που βρέθηκε στην πίσω αυλή συσκευασμένη σε 26 φακελάκια, ήταν και αυτή κοκαΐνη, συνολικού βάρους 19,0416 γραμμάρια.
Κατά τη δίκη που ακολούθησε, ο Εφεσείων δεν παραδέχθηκε ενοχή. Ο ίδιος άσκησε το δικαίωμα της σιωπής και δεν έδωσε μαρτυρία. Όμως, μέσα από την αντεξέταση των μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής, πρόβαλε τη θέση ότι ο ίδιος δεν είχε καμία σχέση με τα ναρκωτικά και η μόνη εξήγηση που μπορούσε να δώσει, ήταν ότι τα ανευρεθέντα είχαν προφανώς τοποθετηθεί στην αυλή του από τρίτο πρόσωπο, με σκοπό την ενοχοποίησή του. Ήταν κοινώς παραδεκτό, ότι η πίσω αυλή της κατοικίας του ήταν εύκολα προσβάσιμη από το δρόμο διαμέσου του γκαράζ, αλλά και από άλλα σημεία. Πρόταξε επίσης μέσω του δικηγόρου του διάφορες εξηγήσεις ως προς τους λόγους που βγήκε από την κύρια είσοδο κοιτάζοντας προς διάφορες κατευθύνσεις, ενώ αμφισβητήθηκε η μαρτυρία των αστυνομικών ότι μετέβη στην πίσω αυλή της οικίας και ότι έσκυψε σε συγκεκριμένο σημείο στο οποίο μετά βρέθηκαν ναρκωτικά. Ήταν επίσης η θέση του ότι βγαίνοντας από το σπίτι κρατούσε την επιταγή, η οποία αργότερα βρέθηκε στο κουτί του μετρητή. Όταν πήγε στο κουτί της ΑΗΚ δεν είχε που να βάλει την επιταγή, επειδή φορούσε κοντό παντελόνι χωρίς τσέπες, γι' αυτό και την άφησε στο κουτί. Από το κουτί του μετρητή της ΑΗΚ πήρε ένα παλαιό ρούχο για να καθαρίσει το μπροστινό τζάμι του αυτοκινήτου του, το οποίο ήταν σταθμευμένο στο γκαράζ. Όταν τέλειωσε, ξέχασε να πάρει την επιταγή από το κουτί. Η υπεράσπιση πρόταξε επίσης, ότι ο Εφεσείων ουδέποτε προσέγγισε το χώρο που βρέθηκαν τα 26 φακελάκια συσκευασμένης κοκαΐνης. Υποβλήθηκε στους μάρτυρες ότι λόγω του σκότους, της μεγάλης απόστασης από την οποία παρακολουθούσαν και της παρουσίας του αυτοκινήτου στο γκαράζ, ήταν γι' αυτούς πολύ δύσκολο να αντιληφθούν τις ακριβείς κινήσεις του Εφεσείοντος και ιδιαίτερα ότι έσκυψε στο δεύτερο σημείο στην πίσω αυλή. Επίσης, υποβλήθηκε ότι η όλη μαρτυρία τους ήταν κατασκευασμένη, με απώτερο σκοπό να ενοχοποιηθεί ο Εφεσείων.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, μετά από ακρόαση έκρινε ένοχο τον Εφεσείοντα και του επέβαλε στη δεύτερη κατηγορία ποινή φυλάκισης ενός έτους, ενώ δεν του επέβαλε οποιαδήποτε ποινή στην πρώτη, επειδή τα συστατικά της στοιχεία θεωρήθηκαν ότι ήταν τα ίδια με αυτά της δεύτερης κατηγορίας.
Τόσο η καταδίκη, όσο και η ποινή, εφεσιβλήθηκαν από τον Εφεσείοντα. Οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης αφορούν την καταδίκη, ενώ ο τρίτος την ποινή.
Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται ότι η καταδίκη είναι ακροσφαλής, επειδή υπήρξε από πλευράς πρωτόδικου δικαστηρίου πλημμελής αξιολόγηση της μαρτυρίας, πλημμελής εφαρμογή του βάρους και επιπέδου απόδειξης και εσφαλμένη αξιολόγηση των θέσεων της υπεράσπισης.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης κατά της καταδίκης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα τις πρόνοιες του Ν.29/77 με αποτέλεσμα να αχθεί στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι ο Εφεσείων είχε κατοχή των ναρκωτικών και μάλιστα με σκοπό την προμήθεια. Ο συνήγορος του Εφεσείοντος υποστήριξε ότι το δικαστήριο: «δεν υπέβαλε τη μαρτυρία στη δέουσα βάσανο και δη της κοινής λογικής», με αποτέλεσμα, εφαρμόζοντας εσφαλμένα το επίπεδο απόδειξης, να καταλήξει σε ιδιαίτερα ακροσφαλή ευρήματα.
Έχουμε εξετάσει την πρωτόδικη απόφαση, σε συνδυασμό με τη μαρτυρία που δόθηκε πρωτοδίκως και τα όσα εισηγήθηκε ο συνήγορος του Εφεσείοντος. Δεν έχουμε εντοπίσει οτιδήποτε το επιλήψιμο στην πρωτόδικη απόφαση. Δε συμφωνούμε ότι ο πυρήνας της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής ήταν ότι ο Εφεσείων έσκυψε στο σημείο που βρέθηκαν τα 26 φακελάκια με την κοκαΐνη. Υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου και άλλη μαρτυρία, κυρίως περιστατική, η οποία είχε σχέση με τις όλες κινήσεις του Εφεσείοντος εκείνο το βράδυ. Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού εξέτασε ενδελεχώς την αξιοπιστία των μαρτύρων και επί αυτού δεν υπάρχει ειδικός λόγος έφεσης, κατέληξε στο να στηριχθεί στη μαρτυρία τους. Κάποιες μικροδιαφορές που εντόπισε, συμφωνούμε ότι δεν ήταν ουσιαστικής σημασίας. Ούτε ο τρόπος που ο κάθε μάρτυρας περιέγραψε τις κινήσεις του Εφεσείοντος από το κουτί του μετρητή της ΑΗΚ μέχρι το σημείο που έσκυψε, έχει ουσιαστικές διαφορές. Υπήρχαν ενώπιον του δικαστηρίου διάφορα στοιχεία μαρτυρίας, τα οποία έδειχναν προς συγκεκριμένη κατεύθυνση. Αναφερόμαστε στο τι ακριβώς είδαν οι μάρτυρες κατηγορίας, ο οποίοι έγιναν πιστευτοί. Μπορεί το κάθε στοιχείο που σχετιζόταν με τις κινήσεις του Εφεσείοντος από μόνο του να μην είχε μεγάλη αποδεικτική αξία, αλλά η σωρευτική αξία της περιστατικής μαρτυρίας ήταν, κατά την κρίση μας, αρκετή για να οδηγήσει σε καταδίκη. Δεν πρόκειται για περίπτωση που τα ίδια στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας, αντικειμενικά κρινόμενα, δείχνουν ταυτόχρονα προς δύο κατευθύνσεις, αυτή της αθωότητας και αυτή της ενοχής. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν τέθηκε οτιδήποτε το ουσιαστικό ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου που να υποστηρίζει οτιδήποτε άλλο από ενοχή. Κάποιοι ισχυρισμοί που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου υπό μορφή υποβολών, εξετάστηκαν ενδελεχώς και ορθά αποκλείστηκαν. Η αποδεικτική αξία της περιστατικής μαρτυρίας, σύμφωνα με τη νομολογία μας, είναι δεδομένη. Όπως αναφέρθηκε στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Θεοδώρου (2002) 2 Α.Α.Δ. 9, η περιστατική μαρτυρία:-
«Δεν υπολείπεται σε δύναμη οποιασδήποτε άλλης μορφής μαρτυρίας. Τα σκόρπια μέρη της μπορεί να αποκτήσουν τέτοια συνεκτικότητα που να εδραιώσουν, με ακαταμάχητη πειστικότητα, την καταδίκη για ένα έγκλημα. Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73, υπόθεση εμπρησμού φαρμακείου από τον ιδιοκτήτη του, που τα μεμονωμένα στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας δεν οδηγούσαν πουθενά. Όμως η σωρευτική τους θεώρηση δημιούργησε τέτοια αξιοθαύμαστη συνοχή που κατέστησε αναπόφευκτη την καταδίκη. Παραπέμπουμε επίσης στην Khadar a.o. v. Republic (1978) 2 C.L.R. 132, Ξυδιάς, ανωτέρω και Παντελή v. Κωνσταντίνου (2001) 2 Α.Α.Δ. 708.»
Όπως περαιτέρω υποδείχθηκε στην Παφίτης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102, η περιστατική μαρτυρία όχι μόνο μπορεί να οδηγήσει σε εξίσου ασφαλή συμπεράσματα, αλλά όταν είναι συμπερασματική, όπως εδώ από τις κινήσεις του Εφεσείοντος στους χώρους που βρέθηκαν τα ναρκωτικά «τείνει να αφανίσει την πιθανότητα του ανθρώπινου λάθους» (βλ. επίσης Μιχαήλ v. Δημοκρατίας (2012) 2 A.A.Δ. 231. Στην προκειμένη περίπτωση, τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τις κινήσεις του Εφεσείοντος, συνάδουν μόνο με την ενοχή του. Δε συμφωνούμε με το συνήγορο του Εφεσείοντος ότι το δικαστήριο δεν εξέτασε το ενδεχόμενο ενορχήστρωσης. Αυτό έγινε σε αρκετά σημεία της απόφασης, όταν αξιολογείτο η μαρτυρία του κάθε μάρτυρος σε σχέση με την πάγια αυτή θέση της Υπεράσπισης. Κατά την κρίση μας, ορθά απορρίφθηκε αυτό το ενδεχόμενο, αφού ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν υπήρχε οτιδήποτε που εύλογα να υποδείκνυε προς μια τέτοια κατεύθυνση, ενώ αντίθετα, η σωρευτική επίδραση των κινήσεων του Εφεσείοντος προς τους δύο χώρους στους οποίους υπήρχαν κρυμμένα τα ναρκωτικά, υποδείκνυαν σαφέστατα προς άλλη κατεύθυνση.
Η ενορχήστρωση μαρτυρίας πρέπει να τεκμηριώνεται και όχι να αφήνεται όπως εδώ, να αιωρείται ως μια απλή υπόθεση (βλ. Δεσπότης v. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 287, 290). Με την προβολή της συγκεκριμένης εκδοχής, η Υπεράσπιση εκείνο που υπονοεί είναι ότι κάποιος τρίτος (πληροφοριοδότης της αστυνομίας) έκρυψε τα ναρκωτικά στα δύο σημεία (κουτί ΑΗΚ και αυλή), εν αγνοία του Εφεσείοντος και ο τελευταίος, χωρίς να γνωρίζει οτιδήποτε, έτυχε να βγει από το σπίτι και εντελώς συμπτωματικά να κινηθεί και προς τα δύο σημεία και μάλιστα στο δεύτερο έτυχε να σκύψει, χωρίς να υπάρχει οποιοσδήποτε εμφανής λόγος και στη συνέχεια να εισέλθει εκ νέου στην οικία του.
Το ενδεχόμενο οι κινήσεις του Εφεσείοντος να ήταν συμπτωματικές και απλώς να συνέπεσαν με τους δύο χώρους που ανευρέθηκαν τα ναρκωτικά, είναι τόσο θεωρητικό και τόσο αλλόκοτο, που ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο, κατά την κρίση μας, δεν έδωσε συνέχεια στο θέμα. Όπως υποδείχθηκε στην Αθηνής v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41, οι διαζευκτικές πιθανότητες πρέπει να είναι τέτοιες που να εξάγονται από την ολότητα της μαρτυρίας ενώπιον του δικαστηρίου και όχι πιθανότητες και θεωρίες άσχετες με το υλικό ενώπιον του δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση, πέραν των υποβολών, δεν υπήρξε οτιδήποτε άλλο (βλ. Σταυρινού v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 706, 720).
Υπήρξε επίσης εισήγηση, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αντινομικά μετέθεσε το βάρος απόδειξης με αποτέλεσμα να πληγεί το τεκμήριο της αθωότητας του Εφεσείοντος. Όπως ανέφερε στο διάγραμμα αγόρευσης του ο συνήγορος του Εφεσείοντος, «η υποχρέωση της Υπεράσπισης εξαντλείται με την υποβολή των θέσεων του κατηγορούμενου στους μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής και από εκεί και πέρα εναπόκειται στην Κατηγορούσα Αρχή να προσαγάγει θετική μαρτυρία προς αντίκρουση των θέσεων που υποβλήθηκαν στους μάρτυρές της». Δε συμφωνούμε. Έχουμε εξετάσει την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου και δεν έχουμε εντοπίσει οτιδήποτε που να μετατοπίζει το βάρος απόδειξης, ώστε να πλήττει το τεκμήριο της αθωότητας. Εκείνο που προβλέπεται από τη νομολογία είναι ότι, αν από τη μαρτυρία, είτε της Κατηγορούσας Αρχής είτε της Υπεράσπισης, είτε από υποβολές κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης, προκύπτουν συγκεκριμένες νομικές υπερασπίσεις, π.χ. αυτοάμυνα, πρόκληση, τότε το δικαστήριο εξετάζει αυτά τα ενδεχόμενα, ώστε στο τελικό στάδιο να ικανοποιηθεί ότι η ενοχή του κατηγορούμενου αποδεικνύεται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Η Κατηγορούσα Αρχή δεν έχει υποχρέωση να αναιρέσει ή να αποκρούσει κάθε πιθανή υπεράσπιση που ενδεχομένως να είναι διαθέσιμη σ' ένα κατηγορούμενο. Μόνο εάν η πλευρά του κατηγορούμενου εγείρει με μαρτυρία τέτοια υπεράσπιση, η Κατηγορούσα Αρχή έχει υποχρέωση να πείσει ότι δεν ευσταθεί (βλ. Hill v. Baxter [1958] 1 All ER 193, 196 και Phipson on Evidence, 14η Έκδοση, παράγραφος 4-15). Μόνο σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί το δικαστήριο να θεωρήσει ότι από τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής και μόνο υπάρχουν ενδείξεις ότι εγείρεται μια συγκεκριμένη υπεράσπιση, χωρίς καν να προσκομιστεί μαρτυρία εκ μέρους Υπεράσπισης. Όμως η παρούσα περίπτωση δεν είναι τέτοια. Τα όσα υποβλήθηκαν στους μάρτυρες κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης για τις συνθήκες φωτισμού και τις δυνατότητες των μαρτύρων να δουν τις κινήσεις του Εφεσείοντος, δεν είναι αρκετά για να εγείρουν θέμα παγίδευσης, όπως ήταν η εισήγηση του συνηγόρου του Εφεσείοντος. Αν και η γραμμή αντεξέτασης αποσκοπούσε κυρίως στο να αμφισβητήσει την αξιοπιστία των μαρτύρων, υπήρχε και υπονοούμενο ότι τα ναρκωτικά τοποθετήθηκαν από άλλο πρόσωπο. Το πρωτόδικο δικαστήριο στην προσπάθειά του να βεβαιωθεί για την ενοχή του Εφεσείοντος, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, εξέτασε και αυτή την εκδοχή, έστω και αν δεν υποστηριζόταν από μαρτυρία και βεβαιώθηκε ότι ικανοποιείτο το απαιτούμενο σε μια ποινική υπόθεση, επίπεδο απόδειξης. Δεν ανέφερε οτιδήποτε, ούτε και άφησε να νοηθεί ότι έθεσε στους ώμους του Εφεσείοντος οποιοδήποτε βάρος να αποδείξει την αθωότητά του. Απλώς βεβαιώθηκε ότι το κάθε συστατικό στοιχείο των αδικημάτων είχε αποδειχθεί από την Κατηγορούσα Αρχή, η οποία είχε και το βάρος απόδειξης στο βαθμό που αρμόζει σε μια ποινική υπόθεση. Δε συμφωνούμε ότι υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης η Κατηγορούσα Αρχή είχε υποχρέωση να προσαγάγει άλλη μαρτυρία ώστε να αντικρούσει τις υποβολές της Υπεράσπισης. Κατά την κρίση μας, η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, δεν παρουσίαζε τα κενά που ο συνήγορος του Εφεσείοντος εισηγείται ότι υπάρχουν. Όσα υπέβαλε στους μάρτυρες δεν αφορούσαν στην ύπαρξη αναγνωρισμένων νομικών υπερασπίσεων που είχε υποχρέωση η Κατηγορούσα Αρχή να αποδείξει ότι δεν ευσταθούσαν (βλ. Σύγγραμμα Phipson on Evidence, 14η Έκδοση, παράγραφοι 4-15 και 4-31). Αφορούσε περισσότερο τη δυνατότητα των μαρτύρων, υπό τις συνθήκες που επικρατούσαν το συγκεκριμένο βράδυ στο γκαράζ και στο γύρω χώρο, να αντιληφθούν τις κινήσεις του Εφεσείοντος. Όμως το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε ορθά την αξιοπιστία των μαρτύρων, καθώς και την ενώπιον του μαρτυρία και επ' αυτού δεν έχουμε ακούσει οτιδήποτε που να θέτει υπό αμφισβήτηση τα πρωτόδικα ευρήματα. Το πρωτόδικο δικαστήριο, κατά την κρίση μας ορθά διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν κενά στη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής. Εξάλλου, τα πρωτογενή γεγονότα ήταν απλά, ενώ τα υπόλοιπα προέκυπταν υπό μορφή συμπερασμάτων από την περιστατική μαρτυρία η οποία υποδείκνυε μόνο στην ενοχή του Εφεσείοντος.
Ερχόμαστε τώρα στο λόγο έφεσης που αφορά στην προμήθεια. Ο συνήγορος του Εφεσείοντος εισηγήθηκε ότι το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων κατείχε τα ναρκωτικά με σκοπό την προμήθεια σε τρίτον, είναι εσφαλμένο. Δεν υπήρχε, ανέφερε, καμία μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου για το σκοπό που κατείχοντο τα ναρκωτικά και ούτε δημιουργείτο το προβλεπόμενο από το Άρθρο 30Α του Νόμου μαχητό τεκμήριο περί προμήθειας, καθότι η ποσότητα που βρέθηκε στην οικία του Εφεσείοντος, ήταν κατώτερη της ποσότητας των 20 γραμμαρίων που προβλέπει ο Νόμος για να ενεργοποιηθεί το νομικό μαχητό τεκμήριο.
Το Άρθρο 30Α του Νόμου 29/77 προβλέπει μεταξύ άλλων, ότι εφόσον ήθελε αποδειχθεί ότι πρόσωπο κατείχε ελεγχόμενο φάρμακο που αναφέρεται στην πρώτη στήλη και την ποσότητα που αναφέρεται στη δεύτερη στήλη του άρθρου, θεωρείται ότι το κατείχε με σκοπό να το προμηθεύσει σε τρίτο πρόσωπο, εκτός αν ικανοποιήσει το δικαστήριο για το αντίθετο. Σε σχέση με κατοχή ναρκωτικών, το άρθρο προβλέπει τα εξής:-
«30Α. Εφόσον ήθελε αποδειχθεί ότι πρόσωπο καλλιέργησε, ή κατείχε ή μετέφερε ελεγχόμενο φάρμακο ή ουσία, που αναφέρεται στην πρώτη στήλη, θεωρείται ότι καλλιέργησε ή κατείχε ή μετέφερε το ελεγχόμενο αυτό φάρμακο ή την ουσία με σκοπό να το προμηθεύσει σε τρίτο πρόσωπο, εκτός αν ικανοποιήσει το Δικαστήριο για το αντίθετο.
..........................
Παράνομη κατοχή ή μεταφορά
Πρώτη Στήλη Δεύτερη Στήλη
Κάνναβις ή παράγωγα αυτής 30 ή περισσότερα γραμμάρια
Παρασκευασμένο όπιο ή 10 ή περισσότερα γραμμάρια
παράγωγα αυτού
Παρασκευασμένη κοκαΐνη ή 10 ή περισσότερα γραμμάρια
παράγωγα αυτής
Οποιοδήποτε ελεγχόμενο 20 ή περισσότερα γραμμάρια υπό
φάρμακο στερεή μορφή, ή είκοσι ή
περισσότερα κυβικά εκατοστά σε
υγρή μορφή.
Στην προκειμένη περίπτωση, η ναρκωτική ουσία που ανευρέθηκε στην κατοχή του Εφεσείοντος, ήταν κοκαΐνη, συνολικού βάρους 19,8362 γραμμάρια. Από τη στιγμή που ήταν παρασκευασμένη κοκαΐνη, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι δημιουργείτο μαχητό τεκμήριο, το οποίο ο Εφεσείων δεν κατάφερε να αντικρούσει. Η θέση του συνηγόρου υπεράσπισης ότι το δικαστήριο θα έπρεπε να θεωρήσει ότι η ναρκωτική ουσία δεν ήταν «παρασκευασμένη κοκαΐνη», αλλά «ελεγχόμενο φάρμακο», με αποτέλεσμα η απαιτούμενη ποσότητα να είναι 20 γραμμάρια υπό στερεή μορφή ή 20 ή περισσότερα κυβικά εκατοστά σε υγρή μορφή για να δημιουργηθεί το μαχητό τεκμήριο, δεν συνοδεύεται ούτε από οποιεσδήποτε αυθεντίες, ούτε από οποιαδήποτε πειστικά επιχειρήματα. Κατά την κρίση μας η εισήγηση δεν ευσταθεί, αφού στην προκειμένη περίπτωση επρόκειτο σαφώς περί παρασκευασμένης κοκαΐνης.
Ο τελευταίος λόγος έφεσης, αφορά στην ποινή του ενός έτους που επιβλήθηκε στον Εφεσείοντα. Υπήρξε εισήγηση από πλευράς του δικηγόρου του Εφεσείοντος, χωρίς παραπομπή σε οποιαδήποτε αυθεντία, ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική για δύο λόγους. Πρώτο, ότι υπήρξε καθυστέρηση τεσσάρων και πλέον χρόνων από τη σύλληψη μέχρι την επιβολή ποινής, με αποτέλεσμα να αλλάξουν οι συνθήκες του Εφεσείοντος. Δεύτερον, ο Εφεσείων ήταν λευκού ποινικού μητρώου.
Από την άλλη, ο Ανώτερος δικηγόρος της Δημοκρατίας που εκπροσωπούσε την Εφεσίβλητη, στα δικόγραφά του υποστήριξε, με αναφορά στην υπόθεση Hijazi v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 99, ότι η ποινή που επιβλήθηκε είναι επιεικής. Σε εκείνη την υπόθεση, για 9,9 γραμμάρια κοκαΐνης, μετά από παραδοχή για κατοχή με σκοπό την προμήθεια σε τρίτο πρόσωπο, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 4 ετών, η οποία επιβεβαιώθηκε ως ορθή από το Ανώτατο Δικαστήριο. Περαιτέρω ο κ. Μαππουρίδης εισηγήθηκε τα εξής:-
«Η Νομική Υπηρεσία όφειλε κατά την άποψή μου να καταχωρήσει έφεση κατά του ύψους της ποινής που επιβλήθηκε. Δυστυχώς, οι συνάδελφοι μου που χειρίστηκαν την υπόθεση δεν είχαν την ευαισθησία έναντι της Δημόσιας Τάξης να το πράξουν. Το Δικαστήριο όμως μέσα στα πλαίσια της περιφρούρησης του Δημοσίου συμφέροντος, της υπογράμμισης του αναμορφωτικού χαρακτήρα των ποινών και της αντιμετώπισης της έξαρσης του φαινόμενου της κατοχής και εμπορίας επικίνδυνων και σκληρών ναρκωτικών, έχει την ευχέρεια εκ του Νόμου να επιβάλει την έναρξη της έκτισης της ποινής από την ημερομηνία έκδοσης της αποφάσεως του επί της έφεσης. Συγκεκριμένα το Άρθρο 147(1) της Ποινικής Δικονομίας Κεφ. 155 παρέχει στο Εφετείο την ευχέρεια να μην υπολογίζει στο χρόνο έκτισης της ποινής την περίοδο κατά την οποία εκκρεμούσης της έφεσης ο εφεσείων τελούσε υπό κράτηση. Η αναγκαιότητα επιβολής αυστηρότερης ποινής από αυτήν που επέβαλε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, συνάγεται από τη Νομολογία.
Ενδεικτικά παραπέμπω στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ali Ahmet Hijazi v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 99, στην οποία επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 4 ετών για κατοχή 9,9 γραμμαρίων κοκαΐνης μετά από παραδοχή του κατηγορούμενου. Η ποινή επικυρώθηκε από το εφετείο.»
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ποινή που επιβλήθηκε στον Εφεσείοντα ήταν επιεικής, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι ο Εφεσείων δεν είχε προς όφελός του το ελαφρυντικό της παραδοχής. Ο χρόνος της καθυστέρησης δεν μπορεί να προσμετρήσει προς όφελος του Εφεσείοντος, εφόσον όπως και ο συνήγορός του δέχθηκε, τις πλείστες φορές ζητήθηκε αναβολή από την πλευρά του. Μπορεί το δικαστήριο να ενέκρινε τα αιτήματα αναβολής, αλλά δεν μπορεί ο Εφεσείων να αποκομίσει όφελος από την ανοχή που του έδειξε το πρωτόδικο δικαστήριο. Κατανοούμε τους προβληματισμούς του κ. Μαππουρίδη, αλλά από τη στιγμή που η Νομική Υπηρεσία, για δικούς της λόγους, δεν έκρινε σκόπιμο να εφεσιβάλει την ποινή, δεν θεωρούμε ότι η παρούσα περίπτωση είναι η κατάλληλη για να εξετάσουμε τις δυνατότητες που ενδεχομένως υπάρχουν, δυνάμει του Άρθρου 147(1), αλλά και του Άρθρου 145(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, για διαφοροποίηση της ποινής. Υπό τις περιστάσεις, η έλλειψη έφεσης από πλευράς της Αστυνομίας κατά της ποινής, σφραγίζει και την τύχη του συγκεκριμένου λόγου έφεσης.
Ενόψει των πιο πάνω, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.