ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 2 ΑΑΔ 244
3 Μαΐου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
(Ποινική Έφεση Αρ. 183/2010)
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,
Eφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 184/2010)
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΜΙΧΑΗΛ,
Eφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 183/2010, 184/2010)
Σύνταγμα ― Θεμελιώδη δικαιώματα ― Δίκαιη δίκη ― Εύλογος χρόνος διεξαγωγής δίκης ― Σύνταγμα, Άρθρο 30.2 ― Παραμερισμός καταδίκης εφεσείοντα επί τω ότι, ως αποτέλεσμα του διαρρεύσαντος χρόνου και της καθυστέρησης, αυτός βρέθηκε στη δυσμενή θέση να παρουσιάζει διαταραχές συγκέντρωσης και μνήμης.
Ποινική Δικονομία ― Ισότιμη μεταχείριση κατηγορουμένων ― Παραμερισμός καταδίκης του δεύτερου εφεσείοντα συνεπεία του παραμερισμού της καταδίκης του πρώτου, παρά το ότι ο δεύτερος δεν είχε προβάλει πρωτοδίκως το λόγο έφεσης που είχε επιτυχή κατάληξη.
Σύνταγμα ― Θεμελιώδη δικαιώματα ― Δίκαιη δίκη ― Εύλογος χρόνος διεξαγωγής δίκης ― Σύνταγμα, Άρθρο 30.2 ― Η αργοπορία στην εκδίκαση, από μόνη της, δεν οδηγεί αναπόφευκτα στην απαλλαγή ενός κατηγορουμένου ― Η δίκη εντός ευλόγου χρόνου δεν εξετάζεται in abracto, αλλά συνυπολογίζονται και οι υπόλοιπες παράμετροι που τείνουν να οδηγήσουν σε αναζήτηση του ενδεδειγμένου συμπεράσματος αν η δίκη ήταν μη δίκαιη.
Δίκη ― Πρακτικά δίκης ― Διόρθωση πρακτικών δίκης ― Είναι εφικτή υπό τους όρους που τίθενται από τη νομολογία.
Εφετείο ― Παρατήρηση Εφετείου αναφορικά με την αναπαραγωγή των λεχθέντων στα πρακτικά της δίκης η οποία πρέπει να είναι ακριβής ― Η πίεση χρόνου, που επικαλέστηκε στην προκειμένη η στενογράφος, δεν δικαιολογούσε τη δημιουργηθείσα παρέκκλιση που ενδεχομένως να προκαλούσε σοβαρές συνέπειες για ένα κατηγορούμενο ή αμφισβήτηση του ιδίου του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης.
Οι εφεσείοντες επιδίωξαν τον παραμερισμό πρωτόδικης καταδίκης υποστηρίζοντας κατά κύριο λόγο ότι η διάγνωση της ποινικής τους ευθύνης δεν έγινε σε εύλογο χρόνο με αποτέλεσμα να μην υπήρξε δίκαιη δίκη.
Κατόπιν τροχαίου ατυχήματος, που επεσυνέβη τον Αύγουστο του 2006, ο εφεσείων στην έφεση 183/2010 αντιμετώπισε κατηγορίες ότι οδηγούσε αμελώς, χωρίς να καλύπτεται από πιστοποιητικό ασφαλείας έναντι τρίτου και ενώ του είχε στερηθεί η δυνατότητα απόκτησης αδείας οδηγού. Ο δε εφεσείων στην Έφεση Αρ. 184/2010 ότι επέτρεψε στον πρώτο εφεσείοντα να οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα χωρίς πιστοποιητικό ασφαλείας έναντι τρίτου.
Η υπόθεση προχώρησε για ακρόαση και για τους δύο εφεσείοντες πλην του αδικήματος της αμελούς οδήγησης όπου έγινε μεταγενέστερα παραδοχή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε σε έκταση και συμπεριέλαβε, με λεπτομέρεια, όλες τις εμφανίσεις οι οποίες έγιναν και στα διαδραματισθέντα ενώπιον του, μετά την καταχώριση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου, η οποία έγινε περίπου 20 μήνες μετά το ατύχημα. Έκρινε ότι δε υπήρξε οποιαδήποτε καθυστέρηση, στη διερεύνηση και προώθηση της υπόθεσης και απέρριψε ανάλογη εισήγηση της υπεράσπισης.
To πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε ως ορθή, την προσαχθείσα από την κατηγορούσα αρχή μαρτυρία, και στηριζόμενο μεταξύ άλλων στις παραδοχές που έγιναν από τους δύο εμπλεκόμενους κατά το στάδιο της διερεύνησης της υπόθεσης, καταδίκασε τους εφεσείοντες.
Ταυτόχρονα, εξέτασε και την παράμετρο του παραδεκτού γεγονότος ότι ο πρώτος εφεσείων αντιμετώπισε σε χρόνο μεταγενέστερο του ατυχήματος, ιατρικό πρόβλημα διαταραχής συγκέντρωσης και μνήμης, έκρινε ωστόσο ότι αυτό δεν επηρέασε με οποιονδήποτε τρόπο την πορεία της υπόθεσης, ούτε υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος του πρώτου εφεσείοντα για δίκαιη δίκη, λαμβανομένων υπόψη της κατάθεσης που έδωσε και της απάντησης στην κατηγορία που έδωσε ο ίδιος.
Με την έφεση υποστηρίχθηκε κατά κύριο λόγο ότι η διάγνωση της ποινικής ευθύνης των εφεσειόντων δεν έγινε σε εύλογο χρόνο με αποτέλεσμα να μην υπήρξε δίκαιη δίκη, δεδομένου, ιδιαιτέρως, του γεγονότος ότι ο πρώτος εφεσείων είχε στο μεταξύ λόγω τραυματισμού, απώλεια μνήμης.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Στην εξεταζόμενη υπόθεση, όπως πρωτοδίκως αναλύθηκε, η υπόθεση καταχωρήθηκε 20 μήνες μετά τη διάπραξη των αδικημάτων και μεσολάβησε χρονικό διάστημα 30 μηνών από την καταχώρηση της ποινικής υπόθεσης μέχρι την τελική απόφαση.
2. Συνολικά από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι την απόφαση πέρασαν 4 χρόνια και 4 μήνες.
3. Δεν παραγνωρίστηκε το γεγονός ότι σε περιπτώσεις που η δημιουργούμενη καθυστέρηση είναι μεγάλη, ενδεχομένως να ενθαρρύνονταν ορισμένοι κατηγορούμενοι να την προβάλουν ως λόγο απαλλαγής, αλλά στην προκείμενη περίπτωση υπήρχε μία ειδοποιός διαφορά. Υπήρχε ένα παραδεκτό γεγονός, ως εκ της φύσεως του δεσμευτικό, ότι στις 19 Αυγούστου 2010, νευροχειρουργός είχε διαπιστώσει ότι ο πρώτος εφεσείων παρουσίαζε «πονοκεφάλους, ζαλάδες και διαταραχές της συγκέντρωσης της μνήμης». Αυτή η διαταραχή, συνδυάστηκε με κτύπημα στο κεφάλι, που υπέστη ο ίδιος εφεσείων στις 25 Μαρτίου, 2010, πριν από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας που έγινε στις 3 Μαΐου, 2010.
4. Τούτο συνδυαζόμενο με την ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντα ότι «δεν θυμόταν τι έγινε στο παρελθόν» αποκτούσε ιδιαίτερη σημασία.
5. Η κατάσταση του πρώτου εφεσείοντα είχε διαφοροποιηθεί προς το χειρότερο. Ως αποτέλεσμα του διαρρεύσαντος χρόνου, αυτός βρέθηκε στη δυσμενή θέση να παρουσιάζει διαταραχές συγκέντρωσης και μνήμης.
6. Αυτό ως αντικειμενικό εύρημα, αποδεκτό από το δικαστήριο, έπρεπε να οδηγήσει τη σκέψη του πρωτόδικου δικαστή στη διαφοροποίηση της παρούσας περίπτωσης από τη γενικότητα. Τέθηκε, συναφώς, ο πρώτος εφεσείων σε δυσμενέστερη θέση εξαιτίας της καθυστέρησης και τούτο αποτελούσε ουσιαστικό στοιχείο που δικαιολογούσε την υιοθέτηση της εισήγησης του εφεσείοντα ότι η δίκη του δεν ήταν δίκαιη και θα έπρεπε η καταδίκη να παραμεριστεί.
7. Για σκοπούς ισότιμης αντίκρισης των κατηγορουμένων από τη μια, και, επειδή τα γεγονότα που είχαν σχέση με την οδήγηση του επίδικου αυτοκινήτου από τον πρώτο εφσείοντα, μόνο από αυτόν θα μπορούσαν να προέλθουν, ήταν ορθό να παραμεριστεί και η καταδίκη του δεύτερου εφεσείοντα.
8. Σχετικό ζήτημα που είχε προκύψει με το πρακτικό της πρωτόδικης απόφασης επί της ποινής, θα έπρεπε να είχε αντιμετωπιστεί με υποβολή αιτήματος για διόρθωση των πρακτικών και όχι με την παρουσίαση των δυο κειμένων και την αναγκαιότητα προσαγωγής μαρτυρίας, με συνακόλουθο την αξιολόγηση της στο πλαίσιο της ποινικής δίκης.
Η έφεση επιτράπηκε και η καταδίκη των εφεσειόντων παραμερίστηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Γενικός Εισαγγελέας ν. Μενελάου (2004) 2 Α.Α.Δ. 223,
Χαραλαμπίδης v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 330,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου (2009) 2 Α.Α.Δ. 376,
Μιχαήλ κ.ά. (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1320,
Α/φοί Ε. Αναστασίου Λτδ ν. Μυλωνά (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1280.
Εφέσεις κατά της Καταδίκης.
Εφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Κατσικίδη, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 3906/08), ημερομηνίας 10/11/10.
Ν.Α. Τσιαπαλής, για τους Εφεσείοντες.
Δ. Παπαστεφάνου, για την Εφεσίβλητη, για Γενικό Εισαγγελέα.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Tην απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κ. Παμπαλλής.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Στα πλαίσια διερεύνησης τροχαίου ατυχήματος, που επεσυνέβη στις 9 Αυγούστου, 2006, κατηγορήθηκε ο εφεσείων Γεώργιος Ιωάννου (Ποινική Έφεση Αρ. 183/2010) ότι οδηγούσε αμελώς, ότι οδηγούσε χωρίς να καλύπτεται από πιστοποιητικό ασφαλείας έναντι τρίτου και επίσης ότι οδηγούσε ενώ του είχε στερηθεί η δυνατότητα απόκτησης αδείας οδηγού. Ως αποτέλεσμα του ίδιου δυστυχήματος κατηγορήθηκε ο εφεσείων Λεωνίδας Μιχαήλ, (Ποινική Έφεση Αρ. 184/2010) ότι επέτρεψε στον πιο πάνω Ιωάννου να οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα χωρίς πιστοποιητικό ασφαλείας έναντι τρίτου.
Σε κάποιο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας ο εφεσείων Ιωάννου, παραδέχτηκε ενοχή στο αδίκημα της αμελούς οδήγησης και η υπόθεση προχώρησε για ακρόαση σε συνάρτηση με τις άλλες κατηγορίες που αντιμετώπιζε. Επίσης η υπόθεση προχώρησε και για τον εφεσείοντα Μιχαήλ.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε τους πιο πάνω εφεσείοντες ενόχους στις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης, που σημειώνουμε εκδόθηκε στις 10 Νοεμβρίου, 2010, καταχωρήθηκαν οι δυο εφέσεις που κατά κύριο λόγο οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι η διάγνωση της ποινικής τους ευθύνης δεν έγινε σε εύλογο χρόνο με αποτέλεσμα να μην υπήρξε δίκαιη δίκη, συνοδευόμενη, ιδιαιτέρως, από το γεγονός ότι ο εφεσείων Ιωάννου είχε στο μεταξύ λόγω τραυματισμού απώλεια μνήμης.
Θα ξεκινήσουμε από αυτό το λόγο έφεσης, παραθέτοντας με χρονολογική σειρά τα γεγονότα. Το ατύχημα, που έδωσε το έναυσμα για την περαιτέρω διερεύνηση των υπολοίπων κατηγοριών, έγινε στις 9 Αυγούστου 2006. Η καταχώρηση, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, της Ποινικής Υπόθεσης Αρ. 3906/2008, έγινε στις 11 Απριλίου, 2008. Μετά από αλλεπάλληλες εμφανίσεις ενώπιον του Δικαστηρίου, για τις οποίες θα ασχοληθούμε μεταγενέστερα, η ακρόαση της υπόθεσης άρχισε στις 3 Μαΐου 2010 και ολοκληρώθηκε με την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης στις 10 Νοεμβρίου, 2010. Μια άλλη παράμετρος, που θα πρέπει να σημειωθεί σ' αυτό το στάδιο, στις 26 Αυγούστου, 2010 δηλώθηκε από τις δύο πλευρές και με την έγκριση του Δικαστηρίου κατέστη παραδεχτό γεγονός, ότι:
«στις 19.8.2010 ο νευροχειρούργος Δρ. Μιχαλάκης Σπύρου εξέτασε τον κατηγορούμενο 1 και κατά την εξέταση διαπιστώθηκε ελαφριά αστάθεια σε θέση Romberg με αντανακλαστικά ισομεγέθη ελαφρώς αυξημένα και ελαφρύ νυσταγμό των ματιών σε κίνηση στα πλάγια.
Ο κατηγορούμενος 1 παρουσίαζε πονοκεφάλους, ζαλάδες και διαταραχές της συγκέντρωσης της μνήμης που είναι δυνατό να οφείλονται σε κρανιοεγκεφαλική κάκωση που υπέστη στις 25.3.2010 μετά που κτυπήθηκε με κάποιο αντικείμενο στο κεφάλι.»
Στα πλαίσια της διερεύνησης της υπόθεσης, ο εφεσείων Ιωάννου, ανακρινόμενος στις 9 Αυγούστου, 2006, είχε δηλώσει στον εξεταστή της υπόθεσης ότι του είχε στερηθεί η άδεια κατά το πρόσφατο παρελθόν. Παράλληλα, όπως αναφέρθηκε από τον εξεταστή της υπόθεσης και έγινε αποδεχτό από το Δικαστήριο, η άδεια του εν λόγω εφεσείοντα δεν έφερε σήμανση για τη στέρηση που του επιβλήθηκε. Διαπιστώθηκε από τον εξεταστή της υπόθεσης, από το μηχανογραφικό σύστημα της Αστυνομίας. Ταυτοχρόνως, παρουσιάστηκε στο στάδιο της διερεύνησης, στην Αστυνομία πιστοποιητικό ασφαλείας το οποίο επέτρεπε στον εφεσείοντα Ιωάννου να οδηγεί το όχημα υπ' αριθμ. εγγραφής KMB500.
Ο αστυφύλακας 2927 Κουλουντής, ο οποίος κατηγόρησε στις 27 Ιανουαρίου, 2007, τον εφεσείοντα Μιχαήλ ότι είχε επιτρέψει στον Ιωάννου να οδηγεί χωρίς ασφάλεια, δήλωσε στο Δικαστήριο ότι υπήρχε ασφαλιστήριο συμβόλαιο σε ισχύ και ότι ήταν ο ίδιος ο οποίος γνωστοποίησε στον Μιχαήλ ότι ο Ιωάννου είχε στερηθεί της δυνατότητας απόκτησης αδείας οδηγού.
Θα σχολιάσουμε, σ' αυτό το στάδιο, τη μαρτυρία η οποία είχε παρουσιαστεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τη στέρηση που επιβλήθηκε από το Δικαστήριο στον εφεσείοντα Ιωάννου, προβαίνοντας σε μια αναλυτική παράθεση της εν λόγω μαρτυρίας γιατί έχει τη δική της σημασία και διάσταση στην όλη υπόθεση. Η πρωτοκολλητής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου Χρ. Κάϊζερ κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου το δακτυλογραφημένο πρακτικό της Ποινικής Υπόθεσης Αρ. 2079/2006. Στο εν λόγω έγγραφο, που, όπως είχε τονιστεί, δακτυλογραφήθηκε το κείμενο από το χειρόγραφο πρακτικό που ετοίμασε η στενογράφος του Δικαστηρίου και υπογράφτηκε από τον εκδικάσαντα δικαστή, απουσίαζαν οι λέξεις «να κατέχει ή να». Σε μεταγενέστερο στάδιο, όπως είπε η πιο πάνω πρωτοκολλητής, η Αστυνομία ζήτησε από το πρωτοκολλητείο να αποστενογραφηθούν και να δακτυλογραφηθούν τα πρακτικά της Υπόθεσης Αρ. 2079/2006. Αυτό έγινε και στο «καινούργιο» πρακτικό συμπεριλαμβάνοντο και οι λέξεις «να κατέχει ή να». Η στενογράφος Λούση Κυριάκου, η οποία επίσης κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου, είπε ότι είχε καταγράψει τα λεχθέντα από το δικαστή, στο στάδιο της επιβολής ποινής, και όταν αποστενογράφησε σε χειρόγραφο κείμενο το πρακτικό που έδωσε στο δικαστή και αυτός το υπέγραψε, οι δε λέξεις «να κατέχει ή να» δεν περιλαμβάνοντο. Σημειώνουμε εδώ ότι έγινε αποδεχτό από το πρωτόδικο δικαστήριο ότι στο χειρόγραφο αποστενογραφημένο πρακτικό που υπήρχε στο φάκελο της Ποινικής Υπόθεσης 2079/06 μέχρι και τις 10 Μαΐου, 2010 που είχαν αποστενογραφηθεί τα πρακτικά, αναφέροντο οι λέξεις «στέρηση του δικαιώματος να αποκτήσει άδεια για περίοδο 2 μηνών από σήμερα». Η πιο πάνω στενογράφος παραδέχτηκε ότι στο εν λόγω, χειρόγραφο πρακτικό δεν είχαν συμπεριληφθεί οι λέξεις «να κατέχει ή να» όπως σημειώσαμε και επίσης δεν είχε συμπεριληφθεί η άλλη διαταγή του Δικαστηρίου «η στέρηση και οι βαθμοί ποινής να αναγραφούν στην άδεια του κατηγορούμενου».
Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο γεγονότων το Δικαστήριο αποφάσισε ότι υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των εφεσειόντων και ο εφεσείων Ιωάννου είχε προβεί στην εξής ανώμοτη δήλωση «Εντιμότατε, έχει τέσσερα χρόνια που έγινε το δυστύχημα, είχα τελευταία ένα δυστύχημα πάνω στο κεφάλι και δεν θυμάμαι τι έγινε στο παρελθόν. Έγινε τον Μάρτη, με κτύπησαν στην Κάτω Πάφο με ένα αντικείμενο και δεν θυμούμαι τι έγινε στο παρελθόν.»
Ο εφεσείων Μιχαήλ κατέθεσε ενόρκως και υποστήριξε ότι του ζήτησε ο Ιωάννου, που ήταν φίλος του, να του δανείσει το αυτοκίνητο του. Αυτός το έπραξε μετά που συμπεριέλαβε το όνομα του εν λόγω Ιωάννου σε ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Συμφώνησε ότι είχε παραδεχτεί ότι επέτρεψε στον Ιωάννου να οδηγεί, αλλά είπε, ότι μόλις το τέλος Ιανουαρίου 2007, έμαθε από την Αστυνομία ότι ο Ιωάννου είχε στερηθεί του δικαιώματος κατοχής αδείας οδηγού.
To πρωτόδικο δικαστήριο είχε αποδεχθεί ως ορθή, την προσαχθείσα από την κατηγορούσα αρχή μαρτυρία, και στηριζόμενο στις παραδοχές που έγιναν από τους δύο εμπλεκόμενους κατά το στάδιο της διερεύνησης της υπόθεσης, καταδίκασε τους εφεσείοντες. Περαιτέρω, θεωρήθηκε ότι το πρακτικό του δικαστηρίου που κατατέθηκε, ως τεκμ. «Β», δηλαδή το πλήρες αποστενογραφημένο πρακτικό που ετοίμασε η στενογράφος Λούση Κυριάκου, στις 10 Μαΐου, 2010, ήταν το αυθεντικό κείμενο των διαδραματισθέντων και επ' αυτού στηρίχτηκε για να θεωρήσει ότι αποδείχτηκε και η 6η κατηγορία που αντιμετώπιζε ο εφεσείων Ιωάννου σε συνάρτηση με την απείθεια προς δικαστικό διάταγμα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε σε έκταση και συμπεριέλαβε, με λεπτομέρεια, όλες τις εμφανίσεις οι οποίες έγιναν και στα διαδραματισθέντα ενώπιόν του, μετά την καταχώριση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου, που σημειώνουμε έγινε περίπου 20 μήνες μετά το ατύχημα. Δεν θεώρησε το δικαστήριο ότι υπήρξε καθυστέρηση, με οποιονδήποτε τρόπο, στην διερεύνηση και προώθηση της υπόθεσης και απέρριψε ανάλογη εισήγηση της υπεράσπισης. Ταυτοχρόνως, το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε και ένταξε στο σκεπτικό της απόφασης του, την παράμετρο του παραδεκτού γεγονότος ότι ο εφεσείων Ιωάννου είχε πρόβλημα διαταραχής συγκέντρωσης και μνήμης, πλην όμως θεώρησε ότι αυτό δεν επηρέασε με οποιονδήποτε τρόπο την πορεία της υπόθεσης, ούτε υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος του εφεσείοντα Ιωάννου για δίκαιη δίκη, λαμβανομένων υπόψη της κατάθεσης που έδωσε ο εν λόγω Ιωάννου, (τεκμ. 4) και της απάντησης στην κατηγορία που έδωσε ο ίδιος (τεκμ. 5).
Ο πρωτόδικος δικαστής ασχολήθηκε σε έκταση με την ισχύουσα νομολογία, ως προς τον τρόπο αντίκρισης της ενδεχόμενης παραβίασης του δικαιώματος εκδίκασης εντός του ευλόγου χρόνου, όπως επιβάλλει το Άρθρο 30(2) του Συντάγματος. (Γενικός Εισαγγελέας v. Μενελάου (2004) 2 Α.Α.Δ. 223 και Χαραλαμπίδης v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 330.)
Ταυτοχρόνως, έγινε αναφορά πρωτοδίκως και στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Ευσταθίου (2009) 2 Α.Α.Δ. 376, όπου επανατονίστηκε ότι η αργοπορία στην εκδίκαση, από μόνη της, δεν οδηγεί αναπόφευκτα στην απαλλαγή ενός κατηγορουμένου. Στην εν λόγω υπόθεση είχε μεν διαρρεύσει ένα χρονικό διάστημα 5 χρόνων και 3 μηνών από την καταχώρηση του κατηγορητηρίου μέχρι την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης, που χαρακτηρίστηκε ως απαράδεκτα μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν οδήγησε όμως σε άμεσο τερματισμό της δίκης και απαλλαγή του κατηγορούμενου. Η δίκη εντός ευλόγου χρόνου δεν εξετάζεται in abracto, όπως τονίστηκε, αλλά συνυπολογίζονται και οι υπόλοιπες παράμετροι που τείνουν να οδηγήσουν σε αναζήτηση του ενδεδειγμένου συμπεράσματος αν η δίκη ήταν μη δίκαιη.
Στην εξεταζόμενη υπόθεση, όπως πρωτοδίκως αναλύεται, η υπόθεση καταχωρήθηκε (11.4.2008), 20 μήνες μετά τη διάπραξη των αδικημάτων (9.8.2006), και μεσολάβησε χρονικό διάστημα 30 μηνών από της πιο πάνω καταχώρησης της ποινικής υπόθεσης μέχρι την τελική απόφαση, (10 Νοεμβρίου, 2010).
Συνολικά από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι την απόφαση πέρασαν συνολικά 4 χρόνια και 4 μήνες.
Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι ο χρόνος εκδίκασης δεν ήταν υπερβολικά μεγάλος και λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι, ο εφεσείων Ιωάννου, δεν είχε ολοκληρωτική απώλεια μνήμης, σε συνδυασμό με τις παραδοχές που έκανε όταν κατηγορήθηκε, οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι δεν επηρεάστηκαν τα δικαιώματα των εφεσειόντων με οποιονδήποτε τρόπο.
Δεν μας διαφεύγει το γεγονός ότι σε περιπτώσεις που η δημιουργούμενη καθυστέρηση είναι μεγάλη, ενδεχομένως να ενθαρρυνθούν ορισμένοι κατηγορούμενοι να την προβάλουν ως λόγο απαλλαγής, αλλά στην προκείμενη περίπτωση υπάρχει μια, κατά την άποψη μας, ειδοποιός διαφορά. Υπάρχει ένα παραδεκτό γεγονός, ως εκ της φύσεως του δεσμευτικό, ότι στις 19 Αυγούστου, 2010, ο νευροχειρούρχος Μ. Σπύρου είχε διαπιστώσει ότι ο εφεσείων Ιωάννου παρουσίαζε «πονοκεφάλους, ζαλάδες και διαταραχές της συγκέντρωσης της μνήμης». Αυτή η διαταραχή, συνδυάστηκε με κτύπημα στο κεφάλι, που υπέστη ο εν λόγω εφεσείων στις 25 Μαρτίου, 2010. Σημειώνουμε ότι το εν λόγω συμβάν έλαβε χώραν πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας που έγινε στις 3 Μαΐου, 2010. Τούτο συνδυαζόμενο με την ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντα Ιωάννου ότι «δεν θυμάται τι έγινε στο παρελθόν» αποκτά ιδιαίτερη σημασία.
Διαφοροποιήθηκε, προς το χειρότερο, η κατάσταση για τον εφεσείοντα Ιωάννου. Ως αποτέλεσμα του διαρρεύσαντα χρόνου, αυτός βρέθηκε στη δυσμενή θέση να παρουσιάζει διαταραχές συγκέντρωσης και μνήμης. Αυτό ως αντικειμενικό εύρημα, αποδεκτό από το δικαστήριο, έπρεπε να οδηγήσει τη σκέψη του πρωτόδικου δικαστή στη διαφοροποίηση της παρούσας περίπτωσης από τη γενικότητα. Τέθηκε, συναφώς, ο εφεσείων Ιωάννου σε δυσμενέστερη θέση εξαιτίας της καθυστέρησης και θεωρούμε ότι τούτο αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο που δικαιολογεί την υιοθέτηση της εισήγησης του εφεσείοντα ότι η δίκη του δεν ήταν δίκαιη και θα πρέπει να παραμεριστεί.
Μας προβλημάτισε αν θα έπρεπε να οδηγηθούμε στο ίδιο αποτέλεσμα και για τον εφεσείοντα Μιχαήλ, ο οποίος πρωτοδίκως δεν υπέβαλε τέτοια εισήγηση. Θεωρούμε ότι για σκοπούς ισότιμης αντίκρισης των κατηγορουμένων από τη μια, και, επειδή τα γεγονότα που έχουν σχέση με την οδήγηση του αυτοκινήτου ΚΜΒ600 από τον Ιωάννου, μόνο από αυτόν θα μπορούσαν να προέλθουν, θεωρούμε ότι είναι ορθό και να παραμερίσουμε και την καταδίκη του εφεσείοντα Μιχαήλ.
Υπάρχει και ένα άλλο θέμα που θα πρέπει να σχολιαστεί πριν την ολοκλήρωση της έφεσης. Η διαφοροποίηση που υπήρξε μεταξύ των λεχθέντων από το Δικαστή κατά την εκφώνηση της ποινής και του αποστενογραφημένου χειρόγραφου κειμένου, που έγινε από τη στενογράφο τη στιγμή της εκφώνησης, και υπογράφηκε από το δικαστή, μας προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία. Θα πρέπει η αναπαραγωγή των λεχθέντων να είναι ακριβής. Η πίεση χρόνου, που επικαλέστηκε η στενογράφος, δεν δικαιολογεί αυτή την παρέκκλιση που ενδεχομένως να προκαλούσε σοβαρές συνέπειες για ένα κατηγορούμενο ή να προκαλέσει αμφισβήτηση του ιδίου του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης.
Δοθέντος του λάθους, θεωρούμε ότι η, μετά από αίτημα της αστυνομίας, επαναδιατύπωση των λεχθέντων με την αποστενογράφηση των πρακτικών της υπόθεσης έπρεπε να είχε γίνει μετά από υποβολή αιτήματος για διόρθωση των πρακτικών, όχι με την παρουσίαση των δυο κειμένων και την αναγκαιότητα προσαγωγής μαρτυρίας, με συνακόλουθο την αξιολόγηση της στο πλαίσιο της ποινικής δίκης. Η διόρθωση πρακτικών είναι εφικτή υπό τους όρους που τίθενται από τη νομολογία. (Βλ. Μιχαήλ κ.ά. (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1320 και Α/φοί Ε. Αναστασίου Λτδ v. Μυλωνά (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1280.)
Συνακόλουθα η έφεση γίνεται δεκτή. Η καταδίκη και των εφεσειόντων παραμερίζεται. Οι εφεσείοντες αθωώνονται και απαλλάσσονται των κατηγοριών που αντιμετωπίζουν.
Η έφεση επιτρέπεται και η καταδίκη και των εφεσειόντων παραμερίζεται.