ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 2 ΑΑΔ 243
10 Απριλίου, 2009
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΙΧΑΗΛ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Aρ. 109/2008)
Ποινή ― Ναρκωτικά ― Παράνομη κατοχή κοκαΐνης ― Επιβολή ποινής φυλάκισης 14 μηνών ― Ενεργοποίηση προηγούμενης ποινής φυλάκισης 3 ετών και 2 μηνών η οποία αναστάληκε με προεδρική χάρη ― Πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι την επιβολή της ποινής ― Ουσιώδης αλλαγή στις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντος μεταξύ πρωτόδικης απόφασης και έφεσης ― Απεξάρτηση ― Συνεργασία με τις αστυνομικές αρχές για την εξιχνίαση παρόμοιων αδικημάτων ― Διατάχθηκε αναστολή της δεκατετράμηνης ποινής φυλάκισης κατ' έφεση.
Ποινή ― Διαδοχικές ποινές ― Ενεργοποίηση ανασταλείσας ποινής ― Αρχές που διέπουν το θέμα της επιβολής διαδοχικών ποινών ως μέτρο ποινικής μεταχείρισης των αδικοπραγούντων ― Το Δικαστήριο πρέπει να λαμβάνει υπόψη του και την αρχή της αναλογικότητας μεταξύ αδικήματος και ποινής.
Ποινή ― Πραγματικά γεγονότα που ενδεχομένως να επηρεάσουν τον καθορισμό της ποινής ― Τόσο ο κατηγορούμενος όσο και η κατηγορούσα αρχή έχουν καθήκον να τα αναφέρουν στο Δικαστήριο.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης 14 μηνών σε κατηγορία για παράνομη κατοχή 69,4988 γραμμαρίων κοκαΐνης, η οποία να αρχίζει από τις 11.6.08.
Με την παρούσα έφεση, ο εφεσείων εφεσίβαλε την επιβληθείσα ποινή ως νομικά εσφαλμένη και/ή ως έκδηλα υπερβολική. Η έφεση επικεντρώθηκε στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δυνατό να διέτασσε αναστολή της ποινής φυλάκισης εάν γνώριζε ότι με την επιβολή ποινής άμεσης φυλάκισης θα ενεργοποιείτο ποινή φυλάκισης 3 ετών και 2 μηνών, για την οποία ο εφεσείων είχε τύχει προεδρικής χάρης. Ο συνήγορος του εφεσείοντος υποστήριξε ότι με την επιβληθείσα ποινή άμεσης φυλάκισης και την αυτόματη ενεργοποίηση της ποινής για την οποία ο εφεσείων είχε πάρει χάρη, η συνολική ποινή καθίστατο έκδηλα υπερβολική. Περαιτέρω, ο συνήγορος επικαλέστηκε και το γεγονός ότι υπήρχε μεγάλη καθυστέρηση από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι την επιβολή ποινής, μέσα στο οποίο χρονικό διάστημα οι προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντος άλλαξαν υπέρ του και γι' αυτό θα έπρεπε να διαταχθεί αναστολή της επιβληθείσας σ' αυτόν ποινής.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το καθήκον για πληροφόρηση του Δικαστηρίου περί των πραγματικών γεγονότων που δυνατό να επηρεάσουν τον καθορισμό της ποινής και συγκεκριμένα ότι ο εφεσείων τελούσε υπό προεδρική χάρη για άλλο αδίκημα, το έχει τόσο η πλευρά του κατηγορουμένου, όσο και της Κατηγορούσας Αρχής.
2. Στην παρούσα υπόθεση τόσο ο εφεσείων όσο και η εφεσίβλητη δεν πληροφόρησαν το Δικαστήριο ότι ο εφεσείων τελούσε υπό προεδρική χάρη και ότι η επιβολή ποινής άμεσης φυλάκισης θα ενεργοποιούσε την ανασταλείσα με την προεδρική χάρη ποινή. Είναι πολύ πιθανό ότι αν το πρωτόδικο δικαστήριο γνώριζε το γεγονός αυτό, είτε να μην επέβαλλε ποινή φυλάκισης, είτε αν επέβαλλε τέτοια ποινή να την ανέστελλε. Ενόψει μάλιστα (α) και του γεγονότος ότι παρήλθε μεγάλο χρονικό διάστημα από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι την επιβολή ποινής, εξ υπαιτιότητος της εφεσίβλητης η οποία αρχικά καταχώρησε άλλη υπόθεση χωρίς την απαιτούμενη συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα και (β) της ουσιώδους αλλαγής υπέρ του εφεσείοντος των προσωπικών συνθηκών του η οποία σημειώθηκε στο μεταξύ. Μεταξύ των συνθηκών αυτών ήταν η απεξάρτησή του από τα ναρκωτικά, η γέννηση τέταρτου παιδιού και η βοήθειά του προς την Αστυνομία για την εξιχνίαση άλλων αδικημάτων που σχετίζονται με ναρκωτικά.
Η έφεση επιτράπηκε. Η ποινή φυλάκισης των 14 μηνών αναστάληκε για περίοδο 3 ετών από την ημέρα επιβολής της.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Παπαχρίστου v. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 62,
Γεωργίου v. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 155,
Γενικός Εισαγγελέας v. Πεγειώτη κ.ά. (Αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 617,
Γενικός Εισαγγελέας v. Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 355.
Έφεση εναντίον Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Kονής, E.Δ.), (Ποινική Yπόθεση Aρ. 5176/07), ημερομηνίας 12/6/08.
Ρ. Βραχίμης, για τον Eφεσείοντα.
Ε. Φλουρέντζου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛAΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Φωτίου.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων, που ήταν ο 2ος κατηγορούμενος στο πρωτόδικο δικαστήριο (Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, Ποιν. Υπόθ. Αρ. 5176/07) κρίθηκε ένοχος, κατόπιν δικής του παραδοχής, σε δύο κατηγορίες που αφορούν αδικήματα που σχετίζονται με ναρκωτικά, ως εξής:
Στην 1η κατηγορία για συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση των Άρθρων 371 και 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και σχετικών προνοιών του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77 (ως έχει τροποποιηθεί), δηλαδή ότι στις 20/11/05 στη Λεμεσό, συνωμότησε με τον 1ον κατηγορούμενο για την παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξης Α, και
Στην 2η κατηγορία για παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξης Α, δηλαδή 69, 4988 γραμμάρια κοκαΐνης χωρίς την άδεια του Υπουργού Υγείας, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3 ΠΡΩΤΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ, ΜΕΡΟΣ Ι 6(1)(2), 24, 30, 31, 31Α και ΤΡΙΤΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ του Νόμου 29/77 (ως έχει τροποποιηθεί).
Στον 1ον κατηγορούμενο το Δικαστήριο επέβαλε ποινή φυλάκισης 12 μηνών στην 2η κατηγορία και στον 2ον κατηγορούμενο (εφεσείοντα) ποινή φυλάκισης 14 μηνών, οι ποινές να αρχίζουν από τις 11/6/08. Η μικρή διαφοροποίηση οφειλόταν στο γεγονός ότι, στην περίπτωση του εφεσείοντα, λήφθηκε υπόψη και η υπόθεση με αριθμό ποινικού φακέλου ΠΦ ΥΚΑΝ Πάφου Σ93/07 για κατοχή 10 γραμμαρίων ηρωΐνης και 4 δισκίων ecstasy, αδίκημα που παραδέχθηκε ότι επίσης διέπραξε. Στην 1ην κατηγορία της συνωμοσίας το πρωτόδικο δικαστήριο δεν επέβαλε ποινή για το λόγο ότι έκρινε ότι το αδίκημα εμπεριέχεται σ' αυτό της 2ης κατηγορίας.
Τα αδικήματα ήλθαν στην επιφάνεια όταν ανακόπηκε από την αστυνομία όχημα το οποίο οδηγούσε ο πρώτος κατηγορούμενος με συνοδηγό τον εφεσείοντα, σε σωματική έρευνα βρέθηκαν στην κατοχή του πρώτου κατηγορουμένου τρία νάϋλον σακκουλάκια που περιείχαν άσπρη σκόνη που αργότερα αποδείχθηκε και επιστημονικά ότι επρόκειτο για ελεγχόμενο φάρμακο τάξης Α, δηλαδή κοκαϊνη. Επίσης μέσα στο αυτοκίνητο βρέθηκε και μια ηλεκτρονική ζυγαριά ακριβείας, καθώς επίσης και άλλη μικρή ποσότητα άσπρης σκόνης που έμοιαζε με κοκαΐνη, η οποία επίσης διαπιστώθηκε ως τέτοια και επιστημονικά. Ο εφεσείων (κατηγορούμενος 2) σε ανακριτική κατάθεση ανάφερε ότι τα ναρκωτικά ανήκαν στον 1ον κατηγορούμενο τον οποίο είχε ο ίδιος φέρει σε επαφή με τρίτο πρόσωπο. Τη διάπραξη των αδικημάτων παραδέχθηκαν και σε θεληματικές καταθέσεις.
Με την παρούσα έφεση, ο εφεσείων προσβάλλει την επιβληθείσα ποινή των 14 μηνών ως νομικά εσφαλμένη και/ή ως έκδηλα υπερβολική.
Παρά τη διατύπωση πέντε λόγων έφεσης, κατά την ακρόαση της υπόθεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος διευκρίνισε ότι αν η ποινή ιδωθεί συγκριτικά με την σοβαρότητα του αδικήματος, δεν είναι υπερβολική. Όμως υπάρχουν γεγονότα, τα οποία αν ήταν γνωστά στο πρωτόδικο δικαστήριο, δυνατό αυτό να διέτασσε αναστολή της ποινής φυλάκισης ούτως ώστε να μην ενεργοποιείτο ποινή φυλάκισης 3 ετών και 2 μηνών, για την οποία ο εφεσείων είχε πάρει προεδρική χάρη. Με την επιβληθείσα άμεση ποινή φυλάκισης και την αυτόματη ενεργοποίηση της ποινής για την οποία είχε πάρει χάρη, η συνολική ποινή καθίσταται έκδηλα υπερβολική. Αναφέρθηκε σε δυο αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπου κάτω από παρόμοιες συνθήκες η έφεση επιτράπηκε (βλ. Παπαχρίστου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ.62 και Γεωργίου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 155. Περαιτέρω ο συνήγορος επικαλέσθηκε και το γεγονός ότι υπήρξε μεγάλη καθυστέρηση από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι την επιβολή ποινής, μέσα στο οποίο χρονικό διάστημα οι προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα έχουν αλλάξει ούτως ώστε να ήταν ορθό όπως η ποινή φυλάκισης ανασταλεί.
Η ευπαίδευτη δικηγόρος της εφεσίβλητης, παρόλο που δεν διαφώνησε με το σκεπτικό της πλευράς του εφεσείοντα ότι αν ήταν γνωστό στο πρωτόδικο δικαστήριο το θέμα ότι ο εφεσείων τελούσε υπό προεδρική χάρη και ότι η επιβολή ποινής άμεσης φυλάκισης θα ενεργοποιούσε και την ποινή για την οποία του δόθηκε η προεδρική χάρη, εισηγήθηκε ότι ήταν ευθύνη του ίδιου του εφεσείοντος να το αναφέρει στο πρωτόδικο δικαστήριο, κάτι που παρέλειψε να πράξει. Δέχθηκε όμως ότι σύμφωνα με τη νομολογία ήταν και ευθύνη της κατηγορούσας αρχής (εφεσιβλητης) να αναφέρει το γεγονός αυτό στο δικαστήριο εφόσον ήταν ουσιαστικός παράγων για την επιμέτρηση της ποινής.
Εξετάσαμε τις αντίστοιχες θέσεις. Κρίνουμε ότι η επίλυση του θέματος που έχει προκύψει, έχει ήδη διατυπωθεί στις προαναφερθείσες υποθέσεις Παπαχρίστου και Γεωργίου.
Στην Παπαχρίστου (ανωτέρω) λέχθηκε ότι το καθήκον για πληροφόρηση του δικαστηρίου περί των πραγματικών γεγονότων που δυνατό να επηρεάσουν τον καθορισμό της ποινής και συγκεκριμένα ότι ο εφεσείων τελούσε υπό προεδρική χάρη για άλλο αδίκημα, το έχει τόσο η πλευρά του κατηγορουμένου, όσο και της Κατηγορούσας Αρχής.
Τα γεγονότα της υπόθεσης Παπαχρίστου, έχουν πολύ περιληπτικά ως εξής: Το πρωτόδικο δικαστήριο επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης 2 μηνών για το αδίκημα της κατοχής 0.009 γρ. ηρωΐνης. Η δίμηνη περίοδος φυλάκισης θα άρχιζε από τις 15/11/06. Εφεσιβλήθηκε η ποινή ως έκδηλα υπερβολική. Ενώπιον του Εφετείου έγιναν παραδεκτά κάποια γεγονότα τα οποία έδιδαν μια πολύ διαφορετική εικόνα από αυτή που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο δικαστήριο. Μεταξύ των γεγονότων αυτών ήταν και το ότι μέσα στην περίοδο των 3 ετών που είχε ανασταλεί με προεδρική χάρη ποινή φυλάκισης 4 ετών που εξέτιε ο εφεσείων για προηγούμενο αδίκημα της ένοπλης ληστείας, διέπραξε το αδίκημα της κατοχής ηρωϊνης για το οποίο καταδικάστηκε στην ποινή φυλάκισης των 2 μηνών, και το υπόλοιπο της ανασταλείσας ποινής του (περίπου 14 μήνες) ενεργοποιήθηκε αυτόματα ούτως ώστε μετά την έκτιση της ποινής των 2 μηνών που του επιβλήθηκε, θα έπρεπε να υπηρετήσει και το προαναφερόμενο υπόλοιπο της ανασταλείσας ποινής του. Το εφετείο, παρόλο που τα ναρκωτικά ήταν τάξης Α (ηρωΐνη) ενόψει της μικρής ποσότητας αλλά και του γεγονότος ότι δε δηλώθηκε στο πρωτόδικο δικαστήριο ότι ο εφεσείων τελούσε υπό προεδρική χάρη, κατέληξε ότι η υπόθεση ήταν κατάλληλη για παραμερισμό της φυλάκισης. Έτσι αφού παραμέρισε την φυλάκιση επέβαλε πρόστιμο £400.
Παραθέτουμε το ακόλουθο απόσπασμα από τη σελ. 66 όπου το Εφετείο ανέφερε τα ακόλουθα:
«Εκτιμούμε ότι τόσο η Υπεράσπιση όσο και η Κατηγορούσα Αρχή είχαν καθήκον να αναφέρουν τα προαναφερόμενα γεγονότα στο πρωτόδικο δικαστήριο. Ούτε όμως η μια πλευρά, ούτε και η άλλη, είπαν οτιδήποτε για την ανασταλείσα ποινή φυλάκισης του εφεσείοντα. Αντίθετα η Κατηγορούσα Αρχή ανέφερε στο πρωτόδικο δικαστήριο πως η ποινή φυλάκισης 4 χρόνων που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα στις 13.2.2002, για ένοπλη ληστεία, «ήταν σε ισχύ». Επομένως το πρωτόδικο δικαστήριο όταν έκρινε ότι η πρέπουσα ποινή για τον εφεσείοντα ήταν αυτή της φυλάκισης των 2 μηνών ήταν, κατά πάσαν πιθανότητα, με την εντύπωση ότι ο εφεσείων εξέτιε ακόμη την προηγούμενη ποινή φυλάκισης των 4 ετών και μάλιστα διέταξε ότι οι 2 μήνες φυλάκισης θα υπολογίζονταν από τις 15.11.2006. Δεν είχε προφανώς υπόψη του το πρωτόδικο δικαστήριο οτιδήποτε περί ανασταλείσας ποινής φυλάκισης η οποία θα ενεργοποιόταν αυτόματα.
Είναι θεμελιωμένη αρχή της επιβολής ποινών ότι όταν επιβάλλονται διαφορετικές ποινές σε ένα κατηγορούμενο ή όταν επιβάλλεται μια ποινή και ταυτόχρονα ενεργοποιείται άλλη ανασταλείσα ποινή, διαδοχικά προς την δεύτερη ποινή που επιβάλλεται, το καθήκον του Δικαστηρίου που επιβάλλει τέτοια ποινή είναι να βεβαιωθεί πως το σύνολο των διαδοχικών ποινών δεν είναι υπερβολικό (Δέστε: Bocskei [1970] 54 Cr. App. R. 519). Το επιβάλλον ποινή Δικαστήριο, υπό συνθήκες όπως της παρούσας υπόθεσης, θα πρέπει να λάβει υπόψη του και την αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του αδικήματος και της ποινής. Σε κάθε περίπτωση η συνολική ποινή που επιβάλλεται σε ένα κατηγορούμενο πρέπει να είναι ανάλογη προς το αδίκημα που διέπραξε. Οι ίδιες αρχές ισχύουν και στην περίπτωση ενεργοποίησης ποινής φυλάκισης διαδοχικά προς την επιβαλλόμενη ποινή. Και πάλιν σε τέτοια περίπτωση το τελικό καθήκον του Δικαστηρίου είναι να εξετάσει κατά πόσο το σύνολο των ποινών είναι υπερβολικό και αν είναι υπερβολικό να το μειώσει έτσι ώστε να είναι δίκαιο για τον κατηγορούμενο (Δέστε: Rafferty, 23.11.71, 2800/B/71, η οποία αναφέρεται στο σύγγραμμα D.A. Thomas, Principles of Sentencing, 2nd Ed., p. 255).»
Ακριβώς παρόμοια γεγονότα (που δεν δηλώθηκε δηλαδή στο πρωτόδικο δικαστήριο ότι ο εφεσείων τελούσε υπό προεδρική χάρη), αφορούσε και η προαναφερθείσα υπόθεση Γεωργίου, στην οποία το Εφετείο αφού αναφέρθηκε και στην υπόθεση Παπαχρίστου, στη σελ. 158 είπε τα εξής:
«Συνεκτιμώντας το σύνολο των γεγονότων και των ειδικών περιστάσεων της υπόθεσης, σε συνάρτηση προς το μεγάλο χρονικό διάστημα που είχε παρέλθει από το χρόνο τέλεσης των αδικημάτων μέχρι την επιβολή της ποινής, θεωρούμε πως η πρωτόδικη απόφαση για τις ποινές που έχουν επιβληθεί θα πρέπει να παραμεριστεί έτσι ώστε να αρθούν άμεσα οι συνακόλουθες συνέπειες της επιβολής των εν λόγω ποινών. Εξαντλώντας τα περιθώρια επιείκειας δεσμεύουμε τον εφεσείοντα με εγγύηση £500 για τρία χρόνια από σήμερα να τηρεί το νόμο και την τάξη.»
Αναφέρουμε εδώ ότι η υπόθεση Γεωργίου αφορούσε αδικήματα εναντίον περιουσίας, δηλαδή διάρρηξη και κλοπή.
Στρεφόμενοι στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης βλέπουμε ότι λόγω παράλειψης τόσο της πλευράς του εφεσείοντος όσο και της εφεσίβλητης, δεν πληροφορήθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι ο εφεσείων τελούσε υπό προεδρική χάρη και ότι η επιβολή ποινής άμεσης φυλάκισης θα είχε ως αυτόματη συνέπεια την ενεργοποίηση της ποινής των 3 περίπου ετών η οποία ήταν σε αναστολή ενόψει της προεδρικής χάρης. Είναι πολύ πιθανό ότι αν το πρωτόδικο δικαστήριο γνώριζε το γεγονός αυτό, είτε να μην επέβαλλε ποινή φυλάκισης, είτε αν επέβαλλε τέτοια ποινή, να την ανέστελλε.
Ενόψει του ότι ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος δεν ισχυρίστηκε ότι μπορούσε να ήταν άλλη από τη φυλάκιση η κατάλληλη ποινή, αλλά υποστήριξε απλώς ότι αυτή θα έπρεπε να ανασταλεί, θα περιοριστούμε να εξετάσουμε αυτή την εισήγηση. Είμαστε της άποψης ότι παρόλο που το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά ανάφερε ότι το θέμα αναστολής της ποινής είναι στη διακριτική του ευχέρεια και ότι πρόσωπα που δεν είναι λευκού ποινικού μητρώου στερούνται της δυνατότητας «για καλύτερη απαίτηση για αναστολή της ποινής», εντούτοις αν γνώριζε τα πραγματικά γεγονότα δυνατό να ανέστελλε την ποινή, ενόψει μάλιστα και του γεγονότος ότι παρήλθε μεγάλο χρονικό διάστημα από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι την επιβολή ποινής και τούτο λόγω λάθους της εφεσίβλητης που αρχικά καταχώρησε άλλη υπόθεση χωρίς την απαιτούμενη συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα. Σημειώνουμε επίσης ότι στο μεταξύ οι προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντος άλλαξαν ουσιωδώς υπέρ του. Μεσολάβησε η απεξάρτηση του από τα ναρκωτικά, η γέννηση τέταρτου παιδιού του πέραν των 3 ανήλικων παιδιών που είχε από προηγούμενο γάμο, και ήταν κοινώς αποδεκτό ότι προσέφερε βοήθεια στην αστυνομία για εξιχνίαση άλλων αδικημάτων που σχετίζονται με ναρκωτικά. Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 355, αναφέρθηκε ότι η παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος από την διάπραξη του αδικήματος μέχρι την επιβολή ποινής και ιδιαίτερα εκεί που στο μεταξύ υπήρχε μεταβολή στις προσωπικές συνθήκες ενός κατηγορουμένου, αποτελεί τέτοιο ουσιαστικό μετριαστικό παράγοντα που όχι μόνο μειώνει το την ποινή αλλά μπορεί να μετατρέψει και το είδος της. Πιο συγκεκριμένα αν κάτω από άλλες συνθήκες η ποινή φυλάκισης θα ήταν κατάλληλη, ενόψει του μεγάλου χρονικού διαστήματος αυτή μπορεί να μην ενδείκνυται πλέον. Τα ίδια επαναλήφθηκαν και στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη κ.ά. (Αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 617, 625-626.
Στη δική μας περίπτωση ήδη αναφέραμε ότι η πλευρά του εφεσείοντος δεν εισηγήθηκε ότι δε θα έπρεπε να επιβληθεί ποινή φυλάκισης. Απλώς ήταν η θέση της ότι η ποινή θα έπρεπε να ανασταλεί. Παρόλο που από την επιβολή της ποινής των 14 μηνών μέχρι σήμερα έχει περάσει αρκετός χρόνος που κάτω από άλλες συνθήκες δε θα καθιστούσε κατάλληλη την υπόθεση για να διατάξουμε αναστολή της ποινής σε αυτό το στάδιο, εντούτοις με τα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, που αν ανασταλεί η ποινή δε θα έχει ως συνέπεια την ενεργοποίηση της ποινής που αναστάληκε με προεδρική χάρη, καταλήγουμε ότι η αναστολή της ποινής έχει τη σημασία της.
Ενόψει των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει. Η ποινή φυλάκισης των 14 μηνών αναστέλλεται για περίοδο 3 ετών από της ημέρας της επιβολής της.
Η έφεση επιτρέπεται. Η ποινή φυλάκισης των 14 μηνών αναστέλλεται για περίοδο 3 ετών από την ημέρα επιβολής της.