ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 2 ΑΑΔ 399
19 Ιουλίου, 2007
[ΝΙΚΟΛΑ?ΔΗ?, ΚΡΑΜΒΗ?, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ?, Δ/????]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,
Εφεσεί??,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Πoινική Έφεση Αρ. 257/2006)
Ποινικός Κώδικας ? Μαστροπεία ? Προαγωγή γυναικών σε πορνεία κατά παράβαση του Άρθρου 157 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 ? Απαιτείται ενισχυτική μαρτυρία για καταδίκη ? Διάκριση της παρούσας υπόθεσης από την υπόθεση Σάκκος v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ.510.
Ποινική Δικονομία ? Κατηγορητήριο ? Πολλαπλότητα κατηγορίας ? Κατά πόσο κατηγορία για σεξουαλική εκμετάλλευση γυναικών έπασχε λόγω πολλαπλότητας.
Ποινική Δικονομία ? Κατηγορητήριο ? Άρθρο 85 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155 ? Δυνατότητα καταδίκης χωρίς τροποποίηση του κατηγορητηρίου.
Απόδειξη ? Αξιολόγηση μαρτυρίας ? Ορθή αξιολόγηση μαρτυρίας ? Δεν διαπιστώθηκε λόγος για επέμβαση του Εφετείου κατ' έφεση.
Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος μετά από ακροαματική διαδικασία σε κατηγορίες για σεξουαλική εκμετάλλευση δύο γυναικών, σε κατηγορία για αποζείν από κέρδη πορνείας και σε κατηγορία για κοινή επίθεση, ενώ αθωώθηκε σε κατηγορίες που αφορούσαν προαγωγή σε πορνεία λόγω απουσίας ενισχυτικής μαρτυρίας όπως απαιτείται στο Άρθρο 157 του Ποινικού Κώδικα.
Η έφεση στρέφεται κατά της καταδίκης σε όλες τις κατηγορίες. Ο συνήγορος του εφεσείοντος εισηγήθηκε ότι:
1) Εσφαλμένα κρίθηκαν αξιόπιστες οι δύο γυναίκες.
2) Η μαρτυρία δεν υποστήριζε τις κατηγορίες της σεξουαλικής εκμετάλλευσης.
3) Δεν δικαιολογείτο η καταδίκη του εφεσείοντος στην κατηγορία της κοινής επίθεσης χωρίς τροποποίηση του κατηγορητηρίου (η αρχική κατηγορία ήταν για επίθεση προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη).
4) Υπήρχε πολλαπλότητα αναφορικά με τις κατηγορίες της σεξουαλικής εκμετάλλευσης, εν όψει του Άρθρου 3 (1) (α) (δ) του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων και περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Νόμου του 2000 (Ν.3(Ι)/2000), το οποίο προνοεί ότι απαγορεύεται η σεξουαλική εκμετάλλευση ενηλίκων για κέρδος εφ' όσον «γίνεται χρήση εξαναγκασμού, βίας ή απειλών».
5) Ήταν αδικαιολόγητο για το Δικαστήριο να αθωώσει τον εφεσείοντα στις κατηγορίες της προαγωγής σε πορνεία λόγω έλλειψης ενισχυτικής μαρτυρίας και συγχρόνως να τον καταδικάσει στις κατηγορίες της σεξουαλικής εκμετάλλευσης και του αποζείν από κέρδη πορνείας.
Αποφασίστηκε ότι:
1) Οι εισηγήσεις του συνηγόρου του εφεσείοντος σε σχέση με την αξιοπιστία των δύο γυναικών δεν έχουν έρεισμα και ουδόλως αναιρούσαν την αξιοπιστία τους.
2) Η όλη μαρτυρία για την εκπόρνευση των δύο γυναικών προήρχετο από τις ίδιες τις γυναίκες και υποστήριζε τις κατηγορίες της σεξουαλικής εκμετάλλευσής τους από τον εφεσείοντα.
3) Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δυνάμει του Άρθρου 85 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου δεν εχρειάζετο τροποποίηση του κατηγορητηρίου.
4) Η εισήγηση υπ' αρ.4 δεν καλύπτεται από τους λόγους έφεσης, εν πάση περιπτώσει όμως δεν ευσταθεί. Το Άρθρο 3(1)(α)(i) δεν δημιουργεί τρία διαφορετικά αδικήματα. Καθορίζει μόνο διαφορετικούς τρόπους διάπραξης του αδικήματος.
5) Η εισήγηση υπ' αρ.5 δεν καλύπτεται από τους λόγους έφεσης, αναπτύχθηκε όμως και απαντήθηκε στα διαγράμματα και στην ακρόαση και εν όψει της θεμελιακής της εμβέλειας θα εξετασθεί. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην καταδίκη του εφεσείοντος στις κατηγορίες της σεξουαλικής εκμετάλλευσης και του αποζείν από κέρδη πορνείας χωρίς ενισχυτική μαρτυρία και αφού προειδοποίησε τον εαυτό του ενώ αθώωσε τον εφεσείοντα στις κατηγορίες προαγωγής σε πορνεία. Η παρούσα υπόθεση διακρίνεται από τη Σάκκος v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ.510 όπου η αθώωση του εφεσείοντος εβασίζετο σε αξιολόγηση της μαρτυρίας. Στην παρούσα υπόθεση η αθώωση του εφεσείοντος οφείλετο αποκλειστικά και μόνο στην απαίτηση του Άρθρου 157 για ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας ως όρου για καταδίκη.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Σάκκος v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 510.
Έφεση εναντίον Καταδίκης.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Υπόθ. Αρ. 8129/05/06), ημερομηνίας 14/9/06.
Λ. Κληρίδης, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Πασιαρδή, ?ικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Ο Εφεσείων εργοδότησε στη μπυραρία του για σχεδόν δύο μήνες μία Ουκρανή και μία Μολδαβή ως σερβιτόρες. Κατά τη διάρκεια της εργοδότησής τους έκαναν έρωτα με διάφορους άνδρες έναντι αμοιβής. Τα ξημερώματα της 4.5.2005 εγκατέλειψαν το διαμέρισμα του Εφεσείοντα στο οποίο διέμεναν και οδηγήθησαν από κάποιο πατέρα Σάββα σε ειδικό καταφύγιο που αυτός διατηρούσε για θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης. Οι δύο γυναίκες προέβησαν σε καταγγελίες εναντίον του Εφεσείοντα, οπότε και προσήφθησαν έξι κατηγορίες εναντίον του. Δύο για σεξουαλική εκμετάλλευση των γυναικών, δύο για προαγωγή τους σε πορνεία, μία για αποζείν από κέρδη πορνείας, και μία για επίθεση προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη στην Ουκρανή. Μετά από ακροαματική διαδικασία ο Εφεσείων αθωώθηκε στις κατηγορίες που αφορούσαν προαγωγή σε πορνεία, εφ΄όσον εκρίθη ότι, αν και η μαρτυρία των γυναικών ήταν αξιόπιστη, δεν υπήρχε ενισχυτική μαρτυρία όπως απαιτείται στο σχετικό άρθρο 157 του Ποινικού Κώδικα. Ευρέθη όμως ένοχος στις κατηγορίες για σεξουαλική εκμετάλλευση όπως και στην κατηγορία για αποζείν από κέρδη πορνείας. Ευρέθη επίσης ένοχος στην έκτη κατηγορία, η οποία στηρίζετο στη μαρτυρία της Ουκρανής ότι ο Εφεσείων την χτύπησε όταν αυτή αρνήθηκε να κάνει έρωτα με κάποιο ηλικιωμένο (αυτό το επεισόδιο ήταν, σύμφωνα με τη μαρτυρία, και η αφορμή για τη φυγή των γυναικών), όχι όμως για επίθεση προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη όπως ήταν η κατηγορία (αφού εκρίθη ότι ήταν αμφίβολο αν τραύματα που έφερε η Ουκρανή προήλθαν από το κτύπημα) αλλά για κοινή επίθεση, χωρίς να τροποποιηθεί το κατηγορητήριο. Ο Εφεσείων καταδικάσθηκε σε φυλάκιση δύο ετών στην κάθε μια από τις κατηγορίες της σεξουαλικής εκμετάλλευσης, 14 μηνών στην κατηγορία του αποζείν από κέρδη πορνείας και ενός μηνός στην κατηγορία της επίθεσης, με τις ποινές να συντρέχουν.
Η έφεση στρέφεται κατά της καταδίκης σε όλες τις κατηγορίες. Ως προς τη μαρτυρία, επίκεντρο των εισηγήσεων του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον Εφεσείοντα είναι ότι εσφαλμένα εκρίθησαν ως αξιόπιστες οι δύο γυναίκες. Εισηγείται συγκεκριμένα ο κ. Κληρίδης ότι η αξιοπιστία της Ουκρανής επηρεάζετο από το γεγονός ότι αυτή, αντίθετα με ότι υποστήριζε, ενδέχετο με βάση τη μαρτυρία να είχε εργασθεί και προηγουμένως στην Κύπρο, αναδεικνύοντας τη σημασία του στοιχείου τούτου ως αποκαλυπτικού του ότι εγνώριζε ήδη τα των νυκτερινών κέντρων στην Κύπρο. Συμφωνούμε όμως με την ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστή ότι δεν απεδείχθη ο ισχυρισμός αυτός από την υπεράσπιση. Εισηγείται έπειτα ο κ. Κληρίδης ότι η αξιοπιστία της Ουκρανής επηρεάζετο και από το γεγονός ότι, όπως η ίδια είπε, ήταν σε κατάσταση σιοκ όταν έδιδε την κατάθεση της στην Αστυνομία, την οποία υιοθέτησε στη μαρτυρία της, παραγνωρίζοντας δηλαδή ότι σε τέτοια κατάσταση η κατάθεση της δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ακριβής. Ούτε αυτή η εισήγηση έχει έρεισμα. Ορθώς η ευπαίδευτη Δικαστής δεν προσέδωσε στη λέξη «σιοκ» σημασία πέραν της ψυχικής αναστάτωσης υπό την οποία τελούσε η γυναίκα, εν πάση περιπτώσει δε η κατάσταση στην οποία ευρίσκετο αυτή ουδόλως αναιρούσε την αξιοπιστία της. Αλλά και η παράλειψη των γυναικών να καταγγείλουν τα όσα εγίνοντο σε αστυνομικούς που επισκέφθηκαν τη μπυραρία για έλεγχο ουδόλως αντανακλά στην αξιοπιστία τους όπως εισηγείται περαιτέρω ο κ. Κληρίδης. Η ευπαίδευτη Δικαστής θεώρησε απόλυτα κατανοητό, εφ' όσον οι γυναίκες συνέχιζαν να εργάζονται στη μπυραρία, να μην ήθελαν να έρθουν σε σύγκρουση με τον εργοδότη τους και μάλιστα επί ματαίω όπως εξήγησαν στη μαρτυρία τους. Ακόμα, ο κ. Κληρίδης εισηγείται ότι η μαρτυρία δεν υποστήριζε τις κατηγορίες της σεξουαλικής εκμετάλλευσης καθ' όσον ο πατήρ Σάββας είπε ότι εκείνο που του είχε λεχθεί από την Ουκρανή ήταν ότι «ο μάστρος μου με βασανίζει» και όχι ότι την εκπορνεύει. Η όλη μαρτυρία για την εκπόρνευση όμως δεν προήρχετο από τον πατέρα Σάββα, στον οποίο το τι ελέχθη δεν ήταν ούτε αποκλειστικό ούτε σε σύγκρουση με τα υπόλοιπα, αλλά από τις ίδιες τις γυναίκες. Τέλος, ως προς την κατηγορία της επίθεσης, ο κ. Κληρίδης εισηγείται ότι, δεδομένης της αμφιβολίας κατά πόσο τα τραύματα της Ουκρανής προήλθαν από το κτύπημα που είπε ότι της έδωσε ο Εφεσείων ή από τη πτώση της κατά τη διαφυγή της από το διαμέρισμα, αλλά και της παράλειψης της να αναφερθεί σχετικά στην κατάθεσή της, δεν εδικαιολογείτο η καταδίκη της και μάλιστα χωρίς τροποποίηση του κατηγορητηρίου. Δεν συμφωνούμε. Η αξιοπιστία της γυναίκας ως προς την ίδια την επίθεση δεν επηρεάζετο από αυτά τα στοιχεία, ορθώς δε η ευπαίδευτη Δικαστής αντελήφθη ότι δυνάμει του άρθρου 85 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου δεν εχρειάζετο τροποποίηση του κατηγορητηρίου.
Αναφορικά με τις κατηγορίες της σεξουαλικής εκμετάλλευσης, ο κ. Κληρίδης προβαίνει και σε μια καθαρά νομικής φύσης εισήγηση, λέγοντας ότι υπήρχε πολλαπλότητα στην κατηγορία. Και τούτο με αναφορά στο σχετικό άρθρο 3(1)(α)(δ) του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων και περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Νόμου του 2000 (Ν. 3(Ι)/2000), το οποίο προνοεί ότι απαγορεύεται η σεξουαλική εκμετάλλευση ενηλίκων για κέρδος εφ' όσον «γίνεται χρήση εξαναγκασμού, βίας ή απειλών». Ο εξαναγκασμός, η βία και οι απειλές είναι, εισηγείται ο κ. Κληρίδης, διαφορετικές μέθοδοι σεξουαλικής εκμετάλλευσης και το κατηγορητήριο όφειλε να είχε καθορίσει με ποία μέθοδο διεπράχθη το κατ' ισχυρισμό αδίκημα, και μάλιστα εφ' όσον η μαρτυρία συνίστατο μόνο σε εξαναγκασμό. Η εισήγηση αυτή δεν καλύπτεται από τους λόγους έφεσης, εν πάση περιπτώσει όμως δεν ευσταθεί. Το άρθρο 3(1)(α)(i) δεν δημιουργεί τρία διαφορετικά αδικήματα παρά μόνο καθορίζει διαφορετικούς τρόπους διάπραξης του αδικήματος, οι οποίοι μάλιστα εν πολλοίς αλληλοσυνδέονται, όπως ήταν και η μαρτυρία στην προκειμένη περίπτωση η οποία και απειλή και εξαναγκασμό απεκάλυπτε.
Η τελευταία εισήγηση του κ. Κληρίδη και πάλι δεν καλύπτεται από τους λόγους έφεσης, αναπτύχθηκε όμως και απαντήθηκε στα διαγράμματα και στην ακρόαση και, εν όψει της θεμελιακής εμβέλειας της, θα εξετασθεί. Συνίσταται στο ότι ήταν αδικαιολόγητο για το Δικαστήριο να αθωώσει τον Εφεσείοντα στις κατηγορίες της προαγωγής σε πορνεία λόγω έλλειψης ενισχυτικής μαρτυρίας και συγχρόνως να τον καταδικάσει στις κατηγορίες της σεξουαλικής εκμετάλλευσης και του αποζείν από κέρδη πορνείας. Μπορεί, λέγει ο κ. Κληρίδης, να μην απαιτείται για τις κατηγορίες αυτές εκ του νόμου ενισχυτική μαρτυρία όπως απαιτείται για το αδίκημα της προαγωγής σε πορνεία, όμως υπάρχει και ως προς αυτές, ως αφορώσες σεξουαλικά αδικήματα, κανόνας πρακτικής σε σχέση με ενισχυτική μαρτυρία όπως και το ίδιο το Δικαστήριο εδέχθη. Δεν ήταν, καταλήγει, επιτρεπτό στο Δικαστήριο απλώς να αναφέρει ότι για τις κατηγορίες αυτές προειδοποίησε τον εαυτό του και δεν είχε αμφιβολία ότι οι γυναίκες είπαν την αλήθεια.
Η εισήγηση θα είχε έρεισμα αν η αθώωση του Εφεσείοντα στην κατηγορία προαγωγής σε πορνεία εβασίζετο σε αξιολόγηση της μαρτυρίας, όπως στην υπόθεση Σάκκος ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 510. Η αθώωση εκείνη όμως οφείλετο αποκλειστικά και μόνο στην απαίτηση του άρθρου 157 για ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας ως όρου για καταδίκη. Η έλλειψη ενισχυτικής μαρτυρίας καθιστούσε λοιπόν εκ του νόμου αδύνατη την καταδίκη, παρά την όποια ετοιμότητα του Δικαστηρίου να προχωρούσε σε καταδίκη ελλείψει ενισχυτικής μαρτυρίας. Τούτο όμως δεν επηρέαζε τις άλλες κατηγορίες οι οποίες είχαν τα δικά τους συστατικά στοιχεία και ως προς τις οποίες η ύπαρξη ή όχι ενισχυτικής μαρτυρίας συναρτάτο μόνο προς το σχετικό κανόνα πρακτικής. Εν όψει δε και των λεχθέντων ανωτέρω ως προς την αποδοχή της αξιοπιστίας των δύο γυναικών, δεν είμεθα διατεθειμένοι να πούμε ότι το Δικαστήριο υστέρησε στην προσέγγιση του στη μαρτυρία ως προς την κατάληξη του να καταδικάσει παρά την έλλειψη ενισχυτικής μαρτυρίας.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.