ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 2 ΑΑΔ 628
21 Νοεμβρίου, 2005
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 24/2005)
Ποινικός Κώδικας ― Κλοπή δι' ευρέσεως κατά παράβαση των Άρθρων 255 και 262 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Συστατικό στοιχείο για τη θεμελίωση του αδικήματος, με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 255 (1) (2) (α) (iv) του Ποινικού Κώδικα, είναι η ένοχη γνώση και πρόθεση του κατηγορουμένου η οποία συνάγεται από το σύνολο της μαρτυρίας καθώς και από τη συμπεριφορά του κατηγορουμένου και τα γεγονότα της υπόθεσης που συνήθως έχουν τον χαρακτήρα περιστατικής μαρτυρίας ― Η όποια τυχόν αμέλεια ή αδιαφορία του κατηγορουμένου δεν αναπληρώνει ούτε θέτει εκ ποδών την ανάγκη της ένοχης γνώσης και πρόθεσης.
Απόδειξη ― Περιστατική μαρτυρία ― Κλοπή δι' ευρέσεως ― Δυνατότητα στοιχειοθέτησης με περιστατική μαρτυρία συστατικών στοιχείων του αδικήματος.
Απόδειξη ― Αντιφατική μαρτυρία ― Ουσιώδεις αντιφάσεις στη μαρτυρία, κλονίζουν την αξιοπιστία της.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε τον κατηγορούμενο ένοχο διάπραξης του αδικήματος της κλοπής δι' ευρέσεως κατά παράβαση των Άρθρων 255 και 262 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και τον καταδίκασε σε πρόστιμο £350 και τον διέταξε να καταβάλει τα έξοδα της δίκης.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος, ο εφεσείων την 1/9/2003 στην Πάφο έκλεψε δι' ευρέσεως ένα σκύλο «Πεκινουά» ιδιοκτησία της παραπονούμενης από την Πάφο.
Ο εφεσείων είχε προβεί σε δήλωση προς την Αστυνομία ότι στις 1/9/03 βρήκε στο δρόμο ένα σκύλο Πεκινουά της ίδιας ηλικίας με το σκύλο της παραπονούμενης. Κατά την ακρόαση της υπόθεσης προσπάθησε να μεταθέσει το χρόνο εύρεσης του σκύλου σε προγενέστερη ημερομηνία και να αλλάξει την περιγραφή του χρώματος του σκύλου. Οι αντιφάσεις αυτές του κατηγορουμένου οδήγησαν το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος είχε πρόθεση να κρατήσει το σκύλο και ότι η αλλαγή της περιγραφής του σκύλου έγινε μετά που ουσιαστικά ανευρέθη ο ιδιοκτήτης του.
Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για δύο λόγους:
(α) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι αποδείχθηκαν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της κλοπής δι' ευρέσεως Άρθρα 255 και 262 του Ποινικού Κώδικα.
(β) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν ασχολήθηκε με την εκδοχή του εφεσείοντα και/ή δεν έδωσε την πρέπουσα σημασία στην προσκομισθείσα μαρτυρία.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Οι διαφορές που εντοπίστηκαν μεταξύ της μαρτυρίας του εφεσείοντα κατά την ακρόαση της υπόθεσης και της αρχικής δήλωσης του προς την αστυνομία που είχε συγχρόνως καταχωρηθεί στο σχετικό βιβλίο της αστυνομίας είναι ουσιώδεις και συνεπώς ορθά κρίθηκε ότι έπληξαν την αξιοπιστία του.
2. Η πρόθεση, που εδώ χρειαζόταν για να αποδειχθεί η υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος, συνάγεται από το σύνολο της μαρτυρίας καθώς και από τη συμπεριφορά του εφεσείοντα και τα γεγονότα της υπόθεσης που συνήθως έχουν το χαρακτήρα περιστατικής μαρτυρίας.
3. Η σωρευτική θεώρηση των γεγονότων από τον πρωτόδικο δικαστή ορθά οδήγησε στη καταδίκη του εφεσείοντα ο οποίος με τις πράξεις, τις δηλώσεις και τη συμπεριφορά του προσπάθησε να παραπλανήσει την αστυνομία για να κρατήσει προφανώς το σκύλο αποστερώντας τούτο μονίμως από τον κύριό του παρότι ο ίδιος πίστευε ότι ο κύριος μπορούσε να βρεθεί με εύλογα διαβήματα.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Τούμπας v. Αστυνομίας (2004) 1 Α.Α.Δ. 430,
R. v. Panayi [1989] 1 W.L.R. 187,
R. v. Georghiades (No. 2) 22 C.L.R. 128,
Katelaris v. Police (1980) 2 C.L.R. 230,
Σάββα v. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 258,
Hodfield v. Διευθύντριας Τμήματος Τελωνείων (2002) 2 Α.Α.Δ. 414.
Έφεση εναντίον Καταδίκης.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Υπόθεση Αρ. 1838/04) ημερομηνίας 20/1/05, με την οποία κρίθηκε ένοχος διάπραξης του αδικήματος της κλοπής δι' ευρέσεως κατά παράβαση των Άρθρων 255 και 262 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, τιμωρήθηκε με ποινή προστίμου £350 και διατάχθηκε να καταβάλει τα έξοδα της δίκης ανερχόμενα στις £110.
Π. Ευθυμίου, για τον Εφεσείοντα.
Π. Ευθυβούλου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, ο οποίος κρίθηκε ένοχος διάπραξης του αδικήματος της κλοπής δι' ευρέσεως κατά παράβαση των άρθρων 255 και 262 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, τιμωρήθηκε με ποινή προστίμου £350 και διατάχθηκε να καταβάλει τα έξοδα της δίκης ανερχόμενα στις £110. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος, ο εφεσείων την 1.9.2003 στην Πάφο έκλεψε δι΄ ευρέσεως ένα σκύλο «Πεκινουά» ιδιοκτησία της Αντρούλας Μισιέλ από την Πάφο.
Η εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής είναι ότι ο εφεσείων στις 3.9.03, τηλεφώνησε στον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό Πάφου και ανέφερε ότι την 1.9.03 βρήκε ένα σκυλάκι «Πεκινουά» χρώματος καφέ το οποίο επιθυμούσε να κρατήσει μέχρι να βρεθεί ο ιδιοκτήτης του. Στις 12.9.03 η Ανδρούλα Μισιέλ κατήγγειλε στην αστυνομία ότι την 1.9.03 έχασε το σκυλάκι της ράτσας «Πεκινουά» χρώματος καφέ με κόκκινο κολάρο και ασημένιο σκουλαρίκι στο οποίο ήταν γραμμένο το τηλέφωνο και η διεύθυνσή της. Πληροφορήθηκε από την αστυνομία για το σκυλάκι που βρήκε ο εφεσείων με τον οποίο μίλησε στο τηλέφωνο. Ο εφεσείων της είπε ότι ο σκύλος που βρήκε ήταν «σαν χρώματος άσπρου» και ότι δεν γνώριζε τη ράτσα του. Ξανατηλεφώνησε στον εφεσείοντα και του ζήτησε να της φέρει το σκύλο για να λήξει το θέμα. Εκείνος της είπε ότι «τον έδωσα όπου θέλεις πήγαινε και θέμα εγώ άνοιξα του και έφυγε .....». Ο κτηνίατρος κ. Περικέντης αναγνώρισε ένα βιβλιαράκι που παρουσιάστηκε από την υπεράσπιση στο οποίο υπήρχαν κάποια στοιχεία που κατέγραψε ο ίδιος για ένα σκύλο με το όνομα «Προύνο». Ο κτηνίατρος, επιβεβαίωσε τα στοιχεία του βιβλιαρίου, ότι δηλαδή, την 31.8.2003 εμβολίασε προληπτικά το συγκεκριμένο σκύλο κατά της ασθένειας Πάρβο και ότι παρέδωσε το βιβλιάριο στο πρόσωπο που είχε μεταφέρει το σκύλο στο ιατρείο του για σκοπούς αναφοράς.
Η εκδοχή του εφεσείοντα είναι ότι αργά το βράδυ της τελευταίας Παρασκευής του Αυγούστου (2003) ενώ περπατούσε με τα παιδιά του κοντά στο σπίτι του είδε ότι τους ακολουθούσε ένα λερωμένο και ταλαιπωρημένο σκυλάκι. Πήραν το ζώο στο σπίτι και αφού του έδωσαν τροφή, το έβαλαν να κοιμηθεί σε χάρτινο κιβώτιο. Το μεσημέρι της επόμενης μέρας πρόσεξε ότι το σκυλάκι ήταν καθαρό και περιποιημένο. Όπως πληροφορήθηκε, ο σκύλος έτυχε φροντίδας και περιποίησης από την κουνιάδα του η οποία, σύμφωνα με τη μαρτυρία της, είχε μεταφέρει το σκύλο στο ιατρείο του ιατρού Περικέντη για εξέταση και εμβολιασμό. Αφού πέρασαν 5-6 μέρες από την ημέρα που βρέθηκε ο σκύλος, σκέφτηκε (ο εφεσείων) πως θα ήταν καλό να πληροφορήσει την αστυνομία για το σκύλο που βρήκε, όπως και έπραξε. Ο σκύλος γάβγιζε τα βράδια και κάποτε γινόταν ενοχλητικός. Η μικρή κόρη του, θεάθηκε να βάζει το χέρι της στο πιάτο με την τροφή του σκύλου και μετά στο στόμα της πράγμα που προκαλούσε δυσφορία στους γονείς της. Ένα βράδυ το ζώο γάβγιζε συνεχώς και το άφησε ελεύθερο. Την επόμενη μέρα όταν ήρθαν τα παιδιά από το σχολείο, αναζήτησαν το σκυλάκι και για να τα καθησυχάσει τους είπε ψέματα ότι το έδωσε σε κάποιους που το είχαν δει το προηγούμενο βράδυ στην καφετερία του και είπαν πως ήταν δικό τους. Η κουνιάδα του εφεσείοντα κατέθεσε ότι αφού περιποιήθηκε το ζώο, το μετέφερε στην εταιρεία προστασίας ζώων όπου οι υπεύθυνες διαπίστωσαν ότι ο σκύλος δεν έφερε μικροτσίπ και δεν υπήρχε καταγραμμένη στα αρχεία τους απώλεια σκύλου που να μοιάζει με αυτό που είχε μαζί της.
Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για δύο λόγους:
(α) Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι αποδείχθηκαν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της κλοπής δι΄ ευρέσεως άρθρα 255 και 262 του Ποινικού Κώδικα.
(β) Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν ασχολήθηκε με την εκδοχή του εφεσείοντα και/ή δεν έδωσε την πρέπουσα σημασία στην προσκομισθείσα μαρτυρία.
Το πρωτόδικο δικαστήριο προβληματίστηκε για την ταυτότητα του σκύλου, αν δηλαδή, ο σκύλος που βρήκε ο εφεσείων ήταν πράγματι εκείνος που έχασε η παραπονούμενη. Ο ευπαίδευτος δικαστής έθεσε το θέμα ως εξής:
«Θα ήταν πολύ δύσκολο το δικαστήριο να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα για την ταυτότητα του σκύλου που ανεύρε ο κατηγορούμενος με αυτό που έχασε η παραπονούμενη. Όμως τα γεγονότα σ' αυτή την υπόθεση μπορώ να πω πως συγκλίνουν μεταξύ τους και παρά το γεγονός ότι ο σκύλος δεν βρέθηκε το δικαστήριο είναι σε θέση να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα.»
Παραθέτουμε στη συνέχεια αυτούσιο το μέρος της απόφασης όπου εκτίθενται τα γεγονότα τα οποία κατά την κρίση του δικαστηρίου συνέκλιναν μεταξύ τους και οδήγησαν στο συμπέρασμα ενοχής του εφεσείοντα πέρα από κάθε λογική αμφιβολία.
«Κατά συνέπεια με βάση την πιο πάνω αξιολόγηση και αποδεκτή μαρτυρία βρίσκω ότι η παραπονούμενη έχασε την 1.9.03 το σκύλο της ράτσας Πεκινουά ηλικίας 1½ χρόνου χρώματος καφέ προς το μπεζ. Βασιζόμενος στην πρώτη αναφορά του κατηγορούμενου ότι βρήκε την 1.9.03 σκύλο Πεκινουά ηλικίας ενός περίπου χρόνου χρώματος καφέ, οδηγεί άμεσα στο συμπέρασμα ότι ο σκύλος που ανευρέθηκε από τον κατηγορούμενο είναι αυτός που έχασε η παραπονουμένη την 1.9.03. Πρόθεση του κατηγορούμενου και αυτό συνάγεται και από τη μαρτυρία του είναι να κρατήσει το σκύλο που βρήκε. Αυτό το γεγονός οδήγησε τον κατηγορούμενο να δώσει διάφορες εκδοχές ως προς το χρόνο ανεύρεσης του σκύλου, τη ράτσα και το χρώμα του σκύλου. Η αλλαγή της περιγραφής του σκύλου έγινε μετά που ουσιαστικά ανευρέθη ο ιδιοκτήτης του.»
Ο εφεσείων υπήρξε πράγματι αντιφατικός και ανακόλουθος σε κρίσιμα σημεία της υπόθεσης. Η προσπάθειά του να μεταθέσει το χρόνο εύρεσης του σκύλου σε ημερομηνία προγενέστερη εκείνης που δήλωσε στην αστυνομία όταν αρχικά ανέφερε το γεγονός καθώς και η καθόλου πειστική προσπάθεια για αλλαγή της περιγραφής του χρώματος του σκύλου αποτελούσαν σκέψεις εκ των υστέρων για να απαλλαγεί προφανώς της ευθύνης που συνεπαγόταν η κράτηση του σκύλου μετά την εμφάνιση της ιδιοκτήτριας του ζώου και την εκδήλωση του ενδιαφέροντος της να πάρει πίσω το σκύλο που έχασε.
Οι διαφορές που εντοπίστηκαν μεταξύ της μαρτυρίας του εφεσείοντα κατά την ακρόαση της υπόθεσης και της αρχικής δήλωσης του προς την αστυνομία που είχε συγχρόνως καταχωρηθεί στο σχετικό βιβλίο της αστυνομίας είναι ουσιώδεις και συνεπώς ορθά κρίθηκε ότι έπληξαν την αξιοπιστία του. Βλ. Τούμπας ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 430. Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού διαπίστωσε ότι η εύρεση και η κτήση της κατοχής του σκύλου από τον εφεσείοντα ήταν δύο γεγονότα που συνέπιπταν χρονικά, προχώρησε στην εξέταση αν ποτέ υπήρξε πρόθεση κατακράτησης του ζώου με σκοπό αποστέρησης τούτου μονίμως από τον κύριό του, στοιχείο βασικό για τη θεμελίωση της κατηγορίας της κλοπής δι' ευρέσεως με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 255(1)(2)(α)(iv)* του Ποινικού Κώδικα. Το δικαστήριο επισημαίνει, κατόπιν σχετικής αναφοράς στο Archbold's Criminal Pleading Evidence and Practice, 33η έκδοση, σελ. 557, ότι οι συνθήκες της κτήσης του αντικειμένου είναι ιδιαίτερα σημαντικές για να κριθεί δικαστικά η ύπαρξη πρόθεσης. Όμως εδώ πρέπει να τονίσουμε πως η όποια τυχόν αμέλεια ή αδιαφορία του κατηγορουμένου, όσο μεγάλη και να είναι αυτή, δεν αναπληρώνει ούτε θέτει εκ ποδών την ανάγκη απόδειξης της ένοχης γνώσης και πρόθεσης του. Βλ. R. v. Panayi [1989] 1 W.L.R. 187. Η πρόθεση, που εδώ χρειαζόταν για να αποδειχθεί η υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος, συνάγεται από το σύνολο της μαρτυρίας καθώς και από τη συμπεριφορά του εφεσείοντα και τα γεγονότα της υπόθεσης που συνήθως έχουν το χαρακτήρα περιστατικής μαρτυρίας. Βλ. R. v. Georghiades (No. 2) 22 C.L.R. 128, Katelaris v. Police (1980) 2 C.L.R. 230, Σάββα ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 258 και Hodfield v. Διευθύντριας Τμήματος Τελωνείων (2002) 2 Α.Α.Δ. 414.
Η σωρευτική θεώρηση των γεγονότων από τον πρωτόδικο δικαστή ορθά οδήγησε στην καταδίκη του εφεσείοντα ο οποίος με τις πράξεις, τις δηλώσεις και τη συμπεριφορά του προσπάθησε να παραπλανήσει την αστυνομία για να κρατήσει προφανώς το σκύλο αποστερώντας τούτο μονίμως από τον κύριό του παρότι ο ίδιος πίστευε ότι ο κύριος μπορούσε να βρεθεί με εύλογα διαβήματα.
Για τους λόγους που εκθέσαμε καταλήγουμε ότι η εκκαλούμενη απόφαση είναι ορθή από κάθε άποψη.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.