ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 2 ΑΑΔ 430
19 Iουλίου, 2004
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
(Ποινική Έφεση Αρ. 7618)
ΑΝΔΡΕΑΣ Κ. ΤΟΥΜΠΑΣ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7619)
ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΟΥΣΙΟΣ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινικές Eφέσεις Αρ. 7618, 7619)
Ποινή ― Απαίτηση περιουσίας με απειλές με σκοπό την κλοπή κατά παράβαση των Άρθρων 290 και 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 ― Εφεσείοντες, με σκοπό την κλοπή ΛΚ600.- παρέσυραν τον παραπονούμενο σε καμπαρέ όπου με απειλητική συμπεριφορά τον υποχρέωσαν να πληρώσει το πιο πάνω ποσό ― Λευκό ποινικό μητρώο ― Έλλειψη προσχεδιασμού ― Οικογενειακές περιστάσεις ― Επιβολή ποινής φυλάκισης δύο ετών ― Χαρακτηρίσθηκε αυστηρή ― Το Εφετείο δεν επενέβη.
Ποινικός Κώδικας ― Απαίτηση περιουσίας με απειλές με σκοπό την κλοπή κατά παράβαση του Άρθρου 290 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Ποία τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος ― Τί περιλαμβάνει η έννοια του όρου "πολύτιμο πράγμα" valuable thing ― Κατά πόσο τα χρήματα εμπίπτουν στην έννοια του όρου valuable thing ― Οι πρόνοιες του Άρθρου 290 προσομοιάζουν με αυτές του Άρθρου 30 του Larceny Act 1916 της Αγγλίας.
Ποινή ― Ίση μεταχείριση συγκατηγορουμένων ― Η επιβολή της ίδιας ποινής στον εφεσείοντα και στο συγκατηγορούμενό του δεν αποτελούσε άνιση μεταχείριση για τον εφεσείοντα ενόψει του ίδιου σημαντικού ρόλου που και οι δύο διεδραμάτισαν στη διάπραξη αδικήματος.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Έφεση κατά των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου στις οποίες κατέληξε κατόπιν ανάλυσης και αξιολόγησης της μαρτυρίας.
Λέξεις και Φράσεις ― "Απειλή" στο Άρθρο 290 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Καθοδήγηση μπορεί να αντληθεί απο την ερμηνεία των αγγλικών δικαστηρίων στον αντίστοιχο όρο "menaces" σε υποθέσεις που αφορούσαν αδικήματα με βάση το Larcency Act 1916 και το Theft Act 1968.
Το βράδυ της 30.1.02, ο παραπονούμενος, ο οποίος είναι από το Βέλγιο, οδηγώντας, έχασε το δρόμο του προς το ξενοδοχείο όπου διέμενε και σταμάτησε σε σημείο του παραλιακού δρόμου της Λεμεσού. Οδηγός ταξί ο οποίος στάθμευσε δίπλα του προσφέρθηκε να του δείξει το δρόμο και να τον κεράσει καφέ. Ο παραπονούμενος δέχθηκε την πρόσκληση και ακολούθησε το ταξί. Όταν έφθασαν σε ένα σκοτεινό χώρο στάθμευσης κατέβηκαν από τα αυτοκίνητα και μπήκαν στο καμπαρέ MAYFAIR. Εκεί ο εφεσείων στην Ποινική Έφεση αρ. 7619 (ο εφεσείων 2) που ήταν γκαρσόνι του έφερε μία μπύρα. Στη συνέχεια κάθισαν δίπλα του δύο κοπέλλες και ο εφεσείων 2 τους έφερε σαμπάνιες. Ο παραπονούμενος διαμαρτυρήθηκε γιατί δεν είχε παραγγείλει τα ποτά. Του έφεραν και δεύτερη μπύρα και όταν ήπιε λίγο από αυτή κατάλαβε ότι η γεύση της δεν ήταν καλή. Μετά από αυτά ο παραπονούμενος πήγε στο μπαρ για να πληρώσει τις δύο μπύρες. Εκεί ο εφεσείων 2 του ζήτησε £750. Ο παραπονούμενος αρνήθηκε να πληρώσει οτιδήποτε άλλο εκτός από τις δύο μπύρες. Ο εφεσείων 2 οδήγησε τον παραπονούμενο σε ένα πολύ μικρό δωμάτιο μέσα στο οποίο κάθονταν 4-5 δυνατοί άντρες. Εκεί ήταν παρών και ο εφεσείων στην Ποινική έφεση αρ. 7618 (ο εφεσείων 1). Ο εφεσείων 2 είπε στον παραπονούμενο ότι έπρεπε να τους πληρώσει 600 δολλάρια για να επιλυθεί η διαφορά. Ο εφεσείων ο οποίος στην αρχή ήταν διστακτικός, τελικά ενέδωσε, τους παρέδωσε την πιστωτική του κάρτα και υπέγραψε το σχετικό δελτίο πληρωμής. Εκ των υστέρων διαπίστωσε πως η χρέωση ήταν για ΛΚ600 και όχι για 600 δολάρια.
Οι εφεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι διάπραξης του αδικήματος της απαίτησης περιουσίας με απειλές με σκοπό την κλοπή κατά παράβαση των Άρθρων 290 και 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και τους επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δύο ετών. Με την παρούσα έφεση εφεσιβάλλουν την καταδίκη και την ποινή που τους έχει επιβληθεί.
Οι λόγοι έφεσης εναντίον της καταδίκης αφορούν την αξιολόγηση της μαρτυρίας του παραπονούμενου, το συμπέρασμα ότι υπήρχε ικανοποιητική μαρτυρία που να ικανοποιεί την καταδίκη και την κλήση των εφεσειόντων σε απολογία από το δικαστήριο. Υποστήριξαν ότι έπρεπε να είχαν αθωωθεί στο στάδιο που η Κατηγορούσα Αρχή έκλεισε την υπόθεσή της εφόσον δεν αποδείχθηκε με βάση τη μαρτυρία εκ πρώτης όψεως υπόθεση.
Ο συνήγορος των εφεσειόντων εισηγήθηκε ότι το αδίκημα του Άρθρου 290 είναι αδίκημα απόπειρας και ότι στην έννοια του όρου "πολύτιμο πράγμα" (valuable thing) που απαντάται στην εν λόγω διάταξη δεν περιλαμβάνονται τα χρήματα.
Η ποινή εφεσιβλήθηκε ως έκδηλα υπερβολική ενόψει των μετριαστικών παραγόντων των εφεσειόντων.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η μαρτυρία αξιολογήθηκε αναλυτικά και με την πρέπουσα προσοχή. Οι διαφορές μεταξύ της κατάθεσης του παραπονούμενου στην αστυνομία και στην ένορκη μαρτυρία του ήσαν επουσιώδεις και δεν μπορούσαν να πλήξουν καίρια την αξιοπιστία του. Οι διαπιστώσεις επί των γεγονότων συνάδουν με τη μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη και δεν υπάρχουν περιθώρια επέμβασης του Εφετείου προς ανατροπή τους.
2. Το αδίκημα συντελείται όταν ο δράστης με πρόθεση να κλέψει ένα πολύτιμο πράγμα από άλλο πρόσωπο, απαιτεί τούτο με βία ή απειλές. Για την ολοκλήρωση του αδικήματος η επιτυχία του σκοπού δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση εφόσον τα συστατικά του αδικήματος είναι η απαίτηση περιουσίας (πολύτιμου πράγματος), η απαίτηση να συνοδεύεται με βία ή απειλές και να υπάρχει ο σκοπός της κλοπής.
Οι πρόνοιες του Άρθρου 290 προσομοιάζουν με αυτές του Άρθρου 30 του Larceny Act 1916 της Αγγλίας.
Η διαφορά που υπάρχει μεταξύ των δύο διατάξεων εντοπίζεται στον προσδιορισμό του αντικειμένου. Το Άρθρο 290 αναφέρεται σε «πολύτιμο πράγμα» («valuable thing») ενώ το Άρθρο 30 της αγγλικής διάταξης αναφέρεται σε ό,τι δύναται να κλαπεί («anything capable of being stolen»).
Στις Rex v. Kendrick and Smith και R. v. Bernhard, παρέχεται σαφής ένδειξη ότι τα χρήματα εμπίπτουν στην έννοια του όρου valuable thing του Άρθρου 29(1) του Larceny Act 1916.
3. Η απειλή μπορεί να είναι είτε ρητή είτε εξυπακουόμενη. Στην παρούσα υπόθεση η απαίτηση για καταβολή συγκεκριμένου ποσού χρημάτων ήταν ρητή.
Η συμπεριφορά του κατηγορούμενου για να συνιστά απειλή πρέπει να είναι τέτοιας φύσης και έκτασης ώστε να μπορεί να επηρεάσει την κρίση λογικού ανθρώπου κανονικού θάρρους ή αυτός να φοβηθεί ώστε να ενδώσει παρά τη θέλησή του στην απαίτηση.
4. Ο σκοπός των εφεσειόντων αναδύεται από το σύνολο των περιστάσεων και δεν ήταν άλλος από την κλοπή των χρημάτων που με την απειλητική συμπεριφορά τους απαίτησαν από τον παραπονούμενο. Ο ισχυρισμός για καλόπιστη αξίωση δικαιώματος που πρόβαλαν οι εφεσείοντες ως επιχείρημα προς ανατροπή της εκκαλούμενης απόφασης δεν βρίσκει πρόσφορο έδαφος.
5. Η ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα 1 δεν αποτελεί άνιση μεταχείριση, συγκρινόμενη με την ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα 2, ενόψει του γεγονότος ότι και οι δύο διαδραμάτισαν τον ίδιο σημαντικό ρόλο.
Η ποινή που επιβλήθηκε στους εφεσείοντες είναι μεν αυστηρή όχι όμως έκδηλα υπερβολική.
Οι εφέσεις απορρίφθηκαν.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Ομήρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 98,
Ιωακείμ ν. Ιωαννίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 996,
Fereos Ltd v. Martin Brothers Tobacco Company Inc (1997) 1 Α.Α.Δ. 378,
Rex v. Kendrick and Smith, The Law Times, Vol. 144, p. 748,
R. v. Bernhard [1938] 2 K.B. 264,
R. v. Collister and Warhurst [1955] 39 Cr. App. R. 100,
R. v. Clear [1968] 1 All E.R. 74,
R. v. Miard [1844] 1 Cox. 22,
R. v. Tomlinson [1895] 1 QB 706,
R. v. Robertson [1864] L. & C. 483,
R. v. Garwood [1987] 1 All E.R. 1032,
Thorne v. Motor Trade Association [1937] A.C. 797.
Eφέσεις εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.
Eφέσεις από τους Eφεσείοντες οι οποίοι αρνήθηκαν ενοχή στις πέντε κατηγορίες που τους είχαν απαγγελθεί και σε στάδιο ακροαματικής διαδικασίας, αθωώθηκαν στις κατηγορίες 1-4 όταν διαπιστώθηκε πως δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον τους, εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου�Λεμεσού (Yπόθεση Aρ. 23209/2002), ημερομηνίας 13/2/2004, με την οποία κρίθηκαν ένοχοι στην πέμπτη κατηγορία που αφορούσε στο αδίκημα της απαίτησης περιουσίας με απειλές με σκοπό την κλοπή κατά παράβαση των Άρθρων 290 και 20 του Ποινικού Kώδικα, Kεφ. 154 και τους επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δύο χρόνων.
Κ. Σαβεριάδης, για τους Εφεσείοντες.
Ε. Παπαγαπίου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες αρνήθηκαν ενοχή στις πέντε κατηγορίες που τους είχαν απαγγελθεί και στο κατάλληλο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας, αθωώθηκαν στις κατηγορίες 1-4 όταν διαπιστώθηκε πως δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον τους για να κληθούν σε απολογία. Η δίκη συνεχίστηκε και στο τέλος, κρίθηκαν ένοχοι στην πέμπτη κατηγορία που αφορούσε στο αδίκημα της απαίτησης περιουσίας με απειλές με σκοπό την κλοπή κατά παράβαση των άρθρων 290 και 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και τους επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δυο χρόνων. Οι εφεσείοντες με τις χωριστές εφέσεις που καταχώρισαν, εφεσιβάλλουν την καταδίκη και την ποινή που τους έχει επιβληθεί.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος, οι εφεσείοντες στις 30.1.2002 στη Λεμεσό με σκοπό την κλοπή ΛΚ 600.-, απαίτησαν από τον Andre Robert Huyghe από το Βέλγιο το πιο πάνω ποσό με απειλές.
Τα γεγονότα της υπόθεσης με βάση τα συμπεράσματα και τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου συνοψίζονται ως εξής:
Το βράδυ της 30.1.02 ο παραπονούμενος Andre Robert Huyghe έφυγε από εστιατόριο για να επιστρέψει στο ξενοδοχείο που διέμενε. Οδηγώντας έχασε το δρόμο του και σταμάτησε σε σημείο του παραλιακού δρόμου της Λεμεσού. Ένα ταξί στάθμευσε δίπλα από το αυτοκίνητο του. Ο οδηγός του ταξί τον ρώτησε τί γύρευε και αυτός του εξήγησε ότι έχασε το δρόμο του. Ο άγνωστος, που ονομαζόταν Αντρέας, προσφέρθηκε να του δείξει το δρόμο προς το ξενοδοχείο και να τον κεράσει καφέ. Ο παραπονούμενος δέχθηκε την πρόσκληση και ακολούθησε το ταξί. Οταν έφθασαν σε ένα σκοτεινό χώρο στάθμευσης κατέβηκαν από τα αυτοκίνητα και μπήκαν στο καμπαρέ MAYFAIR όπου υπήρχαν αρκετές κοπέλες αλλά δεν υπήρχαν πελάτες. Ο παραπονούμενος κάθισε και χωρίς να παραγγείλει ο,τιδήποτε, ο εφεσείων στην Ποινική Έφεση αρ. 7619 (στο εξής «ο εφεσείων 2») που ήταν γκαρσόνι, του έφερε μια μπύρα. Στη συνέχεια κάθισαν δίπλα του δυο κοπέλες και ο εφεσείων 2 τους έφερε σαμπάνιες. Ο παραπονούμενος διαμαρτυρήθηκε γιατί δεν είχε παραγγείλει τα ποτά. Του έφεραν και δεύτερη μπύρα και όταν ήπιε λίγο από αυτή, κατάλαβε ότι η γεύση της δεν ήταν καλή. Αρχισε να νιώθει κουρασμένος και απαθής και τον κυρίευσε ένα παράξενο συναίσθημα. Μετά από αυτά, ο παραπονούμενος πήγε στο μπαρ και είπε στον εφεσείοντα 2 ότι ήθελε να πληρώσει τις δυο μπύρες. Ο τελευταίος του είπε πως έπρεπε να πληρώσει ΛΚ750. Γύρισε στη θέση του για να σκεφθεί πώς θα μπορούσε να ξεφύγει από την κατάσταση που δημιουργήθηκε. Μίλησε ξανά με τον εφεσείοντα 2 για το λογαριασμό αρνούμενος να πληρώσει ο,τιδήποτε άλλο εκτός από τις δύο μπύρες. Ο εφεσείων 2, οδήγησε τον παραπονούμενο σε ένα πολύ μικρό δωμάτιο μέσα στο οποίο κάθονταν 4-5 δυνατοί άντρες ντυμένοι στα μαύρα. Εκπλάγηκε που τους είδε και ένιωσε ανίσχυρος. Εκεί, ήταν παρών και ο εφεσείων στην Ποινική Έφεση αρ. 7618 (στο εξής «ο εφεσείων 1»). Ο εφεσείων 2 είπε στον παραπονούμενο ότι για να επιλυθεί η διαφορά έπρεπε να τους πληρώσει 600 δολάρια, οπότε κατάλαβε ότι ολοκληρώθηκε ο εκφοβισμός. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ένιωσε φόβο και συνάμα αντιμετώπισε το δίλημμα αν έπρεπε να πληρώσει ή να μην πληρώσει το ποσό των 600 δολαρίων που του ζητούσαν. Τελικά ενέδωσε, τους παρέδωσε την πιστωτική του κάρτα και υπέγραψε το σχετικό δελτίο πληρωμής. Διαπίστωσε εκ των υστέρων ότι η χρέωση ήταν για ΛΚ 600 και όχι για 600 δολάρια. Είναι σαφής η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο παραπονούμενος διαμαρτυρήθηκε από την αρχή για τις σαμπάνιες που έφεραν χωρίς να τις είχε παραγγείλει και ότι ξεκάθαρα αρνήθηκε να πληρώσει για τα ποτά που δεν παράγγειλε. Δεν δόθηκε στον παραπονούμενο οποιαδήποτε εξήγηση για το ποσό των 600 δολαρίων, αναγκάστηκε όμως να πληρώσει λόγω της πίεσης που ένιωσε μετά την παγίδευσή του από τους εφεσείοντες. Η κατάσταση στην οποία βρέθηκε ο παραπονούμενος περιγράφεται με τρόπο παραστατικό στις διαπιστώσεις του δικαστηρίου. Μεταφέρουμε μικρή περικοπή από την εκκαλούμενη απόφαση:
«Ο παραπονούμενος είχε από την αρχή διαμαρτυρηθεί όταν ήλθαν και του έφεραν τα δοχεία με σαμπάνια που δεν παρήγγειλε και το έκανε καθαρό ότι δεν θα πλήρωνε. Ποτέ δεν του έδωσαν εξήγηση για το ποσό των 600 δολαρίων. Είχε καταλάβει ότι παγιδεύτηκε σε μια κατάσταση που δεν ήθελε και τι θα έκαμνε τότε. Αναγκάστηκε να πληρώσει 600 δολάρια. Αισθάνθηκε παγιδευμένος. Οι κατηγορούμενοι δεν τον απείλησαν σωματικά. Ήταν όμως καθαρό ότι έπρεπε να πληρώσει και υπήρχε πίεση. Τον πήραν στο μικρό μέρος και έβγαλε το πορτοφόλι του και από αυτό την κάρτα του και την έδωσε χωρίς να θέλει να πληρώσει. Συμφώνησε μόνο να υπογράψει το δελτίο πληρωμής για να μπορέσει να φύγει. Ενιωσε μέσα στο μικρό δωμάτιο ως ένας ποντικός με γάτους γύρω του που θέλουν να υπογράψει και έτσι πως θα αντιδρούσε. Τα πρόσωπα των ατόμων που βρίσκονταν στο μικρό δωμάτιο έλεγαν πολλά του παραπονούμενου και ήξερε ότι έπρεπε να συμφωνήσει με το τί είχε συμβεί για να βγει απ' εκείνη την κατάσταση. Αυτό ήταν καθαρό χωρίς λέξεις, χωρίς λόγια. Η έκφραση τους ήταν αρκετή για τον ίδιο. Ο παραπονούμενος έδωσε την πιστωτική του κάρτα στον Κατηγορούμενο 1 ο οποίος είναι ο διευθυντής του MAYFAIR και το άτομο που είναι υπεύθυνο για τις πληρωμές των πελατών με πιστωτική κάρτα και χειρίζεται τη μηχανή λήψης πιστωτικών καρτών της JCC σε γραφείο που διαθέτει στο χώρο του κέντρου MAYFAIR. Την πέρασε λοιπόν την πιστωτική κάρτα του παραπονούμενου από τη μηχανή αυτή και αφαιρέθηκε από το λογαριασμό της πιστωτικής κάρτας του παραπονούμενου ποσό Λ.Κ. 600 το οποίο πιστώθηκε στο λογαριασμό του κέντρου MAYFAIR.»
Το πρωτόδικο δικαστήριο κατόπιν ορθής υπαγωγής των γεγονότων στο νόμο και στις αρχές δικαίου που διέπουν το θέμα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απαίτηση του ποσού των 600 δολαρίων έγινε με απειλές των εφεσειόντων και άλλων άγνωστων προσώπων που είχαν συγκεντρωθεί μέσα στο μικρό δωμάτιο όπου, ο εφεσείων 2 οδήγησε τον παραπονούμενο. Η συμπεριφορά των εφεσειόντων και των άλλων προσώπων προς τον παραπονούμενο κρίθηκε ότι αποτελούσε απειλή με σκοπό την κλοπή του χρηματικού ποσού που απαιτούσαν από τον παραπονούμενο.
Στο κάθε εφετήριο διατυπώνονται πέντε ταυτόσημοι λόγοι έφεσης που αφορούν στην καταδίκη και άλλοι δυο ταυτόσημοι λόγοι έφεσης, που αφορούν στην ποινή. Οι λόγοι έφεσης 1-3, αφορούν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας με αναφορά στις μαρτυρίες του παραπονούμενου και του Γεώργιου Ανδρέα Λοϊζου (ΜΥ3). Υποστηρίχθηκε από πλευράς εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αξιολόγησε σωστά τη μαρτυρία του παραπονούμενου αφού δεν έλαβε υπόψη ένα σημαντικό μέρος της εν λόγω μαρτυρίας που επηρέαζε άμεσα την αξιοπιστία του με αποτέλεσμα να καταλήξει το δικαστήριο σε λανθασμένες διαπιστώσεις και/ή συμπεράσματα. Εισηγούνται επίσης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι η μαρτυρία του Γεώργιου Αντρέα Λοϊζου (ΜΥ3) που κρίθηκε ως αξιόπιστος μάρτυρας δεν αγγίζει τον παραπονούμενο και συνεπώς την αξιοπιστία του. Με τον τέταρτο λόγο της έφεσης, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχε ικανοποιητική μαρτυρία στο βαθμό που απαιτούν ο νόμος και η νομολογία που να δικαιολογεί την καταδίκη ενώ στον πέμπτο λόγο της έφεσης ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα και ενάντια στη νομολογία κλήθηκαν σε απολογία από το δικαστήριο και ότι έπρεπε να είχαν αθωωθεί στο στάδιο που η Κατηγορούσα Αρχή έκλεισε την υπόθεσή της εφόσον δεν αποδείχθηκε με βάση τη μαρτυρία εκ πρώτης όψεως υπόθεση.
Εξετάσαμε ό,τι ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων έθεσε ενώπιόν μας σχετικά με το θέμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας σε συνάρτηση προς τις διαπιστώσεις που αφορούν στα γεγονότα και στην αξιοπιστία του παραπονούμενου. Έχουμε την άποψη ότι η μαρτυρία αξιολογήθηκε αναλυτικά και με την πρέπουσα προσοχή. Η ευπαίδευτη δικαστής αφού εξέτασε τις διαφορές μεταξύ της κατάθεσης που έδωσε ο παραπονούμενος στην αστυνομία και στην ένορκη μαρτυρία του, διαπίστωσε ότι επρόκειτο για επουσιώδεις αντιφάσεις που δεν μπορούσαν να πλήξουν καίρια την αξιοπιστία του μάρτυρα. (Βλ. Όμηρος Σάββα Ομήρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 98.)
Δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε σφάλμα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας που να καθιστά αδικαιολόγητες ή επισφαλείς τις διαπιστώσεις που αναφέρονται στα γεγονότα ή την αξιοπιστία των μαρτύρων που κατέθεσαν. Οι διαπιστώσεις επί των γεγονότων συνάδουν με τη μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη και συνεπώς δεν υπάρχουν περιθώρια επέμβασής μας. Η εισήγηση κατ' έφεση ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι εσφαλμένη ή αδικαιολόγητη πρέπει να υποστηρίζεται με πολύ πειστικά επιχειρήματα. Βλ. Ιωακείμ ν. Ιωαννίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 996 και Fereos Ltd v. Martin Brothers Tobacco Company Inc (1997) 1 Α.Α.Δ. 378. Οι εφεσείοντες απέτυχαν να ικανοποιήσουν το Εφετείο ότι τα ευρήματα είναι λανθασμένα και συνεπώς οι επάλληλοι λόγοι έφεσης 1-3 δεν ευσταθούν.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων εισηγήθηκε ότι το αδίκημα του άρθρου 290* είναι αδίκημα απόπειρας και ότι στην έννοια του όρου «πολύτιμο πράγμα» (valuable thing) που απαντάται στην εν λόγω διάταξη δεν περιλαμβάνονται τα χρήματα. Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση. Θεωρούμε ότι το αδίκημα συντελείται όταν ο δράστης με πρόθεση να κλέψει ένα πολύτιμο πράγμα από άλλο πρόσωπο, απαιτεί τούτο με βία ή απειλές. Για την ολοκλήρωση του αδικήματος η επιτυχία του σκοπού δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση εφόσον τα συστατικά του αδικήματος είναι η απαίτηση περιουσίας (πολύτιμου πράγματος), η απαίτηση να συνοδεύεται με βία ή απειλές και να υπάρχει ο σκοπός της κλοπής.
Στις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρου 4 του Ποινικού Κώδικα ο όρος «χρήματα» έχει την έννοια,
«'Χρήματα' περιλαμβάνει χαρτονομίσματα, τραπεζογραμμάτια, τραπεζικές συναλλαγματικές, τραπεζικές επιταγές καθώς και κάθε άλλη επιταγή, ένταλμα ή παράκληση πληρωμής χρημάτων.»
Οι πρόνοιες του άρθρου 290 προσομοιάζουν με αυτές του άρθρου 30 του Lanceny Act 1916 της Αγγλίας.
«Every person who with menaces or by force demands of any person anything capable of being stolen with intent to steal the same shall be guilty of felony and on conviction thereof liable to [imprisonment] for any term not exceeding five years.»
Η διαφορά που υπάρχει μεταξύ των δύο διατάξεων εντοπίζεται στον προσδιορισμό του αντικειμένου. Το άρθρο 290 αναφέρεται σε «πολύτιμο πράγμα» («valuable thing») ενώ το άρθρο 30 της αγγλικής διάταξης αναφέρεται σε ό,τι δύναται να κλαπεί («anything capable of being stolen»).
Στις Rex v. Kendrick and Smith, The Law Times, Vol. 144, p. 748 και R. v. Bernhard [1938] 2 K.B. 264, παρέχεται σαφής ένδειξη ότι τα χρήματα εμπίπτουν στην έννοια του όρου valuable thing του άρθρου 29(1)* Larceny Act 1916.
Το χρήμα, ως πράγμα κινητό, χρησιμοποιείται στις συναλλαγές με διάφορες μορφές είτε ως φορέας αξίας είτε ως μέτρο αξίας δηλαδή, μέτρο σύγκρισης της αξίας των διαφόρων αγαθών. Και εφόσον το χρήμα έχει αξία, δεν μπορεί παρά να θεωρείται πράγμα πολύτιμο.
Στην R. v. Collister and Warhurst [1955] 39 Cr. App. R. 100, με αναφορά στο άρθρο 21 του Theft Act 1968, αναφέρεται ότι η απαίτηση δεν είναι κατ' ανάγκη ρητή. Αν όμως είναι εξυπακουόμενη οπωσδήποτε πρέπει να είναι τέτοια ώστε ο μέσος λογικός άνθρωπος να μπορεί να αντιληφθεί ότι κάτι απαιτείται από αυτόν. Στην προκείμενη περίπτωση η απαίτηση για καταβολή συγκεκριμένου ποσού χρημάτων ήταν ρητή. Καθόσον αφορά την έννοια της απειλής, μπορεί να αντληθεί χρήσιμη καθοδήγηση από την ερμηνεία που έδωσαν τα αγγλικά δικαστήρια στον αντίστοιχο όρο «menaces» σε υποθέσεις που αφορούσαν αδικήματα με βάση το άρθρο 14 του Larceny Act 1916 και μεταγενέστερα το άρθρο 21(1) του Theft Act 1968 για παρόμοιας φύσης αδίκημα. Κρίθηκε πως η συμπεριφορά του κατηγορούμενου για να συνιστά απειλή πρέπει να είναι τέτοιας φύσης και έκτασης ώστε να μπορεί να επηρεάσει την κρίση λογικού ανθρώπου κανονικού θάρρους ή αυτός να φοβηθεί ώστε να ενδώσει παρά τη θέλησή του στην απαίτηση. Σχετικές με το θέμα είναι οι πιο κάτω αγγλικές αποφάσεις από τις οποίες το πρωτόδικο δικαστήριο πήρε καθοδήγηση και αναφέρονται στην εκκαλούμενη απόφαση. R. v. Clear [1968] 1 All E.R. 74, R. v. Miard [1844] 1 Cox. 22, R. v. Tomlinson [1895] 1 QB 706, R. v. Robertson (1864) L. & C. 483, R. v. Garwood [1987] 1 All E.R. 1032, Thorne v. Motor Trade Association [1937] A.C. 797.
Στο σύγγραμμα BLACKSTONE (2003) παρα. B5.88, σελ. 354 κάτω από τον τίτλο «Meaning of menaces» αναφέρονται τα εξής:
«In drafting the proposals which later became incorporated into the TA 1968, s.21 the Criminal Law Revision Committee adopted the term "menaces" in preference to "threats" on the basis that the latter term might possibly be too wide. As the Court of Appeal later said in Clear [1968] 1 Q.B. 670:
«Words or conduct which would not intimidate or influence anyone to respond to the demand would not be menaces . . ., but threats and conduct of such a nature and extent that the mind of an ordinary person of normal stability and courage might be influenced or made apprehensive so as to accede unwillingly to the demand would be sufficient for a jury's consideration.»
Στην περίπτωση που εξετάζουμε ο εφεσείων 2 απαίτησε αρχικά από τον παραπονούμενο να πληρώσει ΛΚ 750 και στη συνέχεια ο ίδιος μείωσε το ποσό στα 600 δολάρια. Η απαίτηση, σύμφωνα με την ορθή εκτίμηση των γεγονότων από το πρωτόδικο δικαστήριο, έγινε με απειλητική διάθεση και συμπεριφορά των εφεσειόντων και άλλων άγνωστων προσώπων προς τον παραπονούμενο μέσα στο μικρό δωμάτιο του καμπαρέ όπου ο εφεσείων 2 οδήγησε τον παραπονούμενο. Η συμπεριφορά των εφεσειόντων όπως περιγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση ήταν πράγματι τέτοιας μορφής και έκτασης που θα μπορούσε εύκολα να κάμψει την άρνηση του παραπονούμενου και χωρίς τη θέλησή του να ενδώσει όπως και ενέδωσε στην απαίτηση. Εν ολίγοις, ο παραπονούμενος υπό το κράτος φόβου ένεκα της απειλητικής συμπεριφοράς των εφεσειόντων υποχρεώθηκε να πληρώσει ένα μεγάλο ποσό χρημάτων που απαιτούσαν οι εφεσείοντες το οποίο, δεν είχε υποχρέωση να πληρώσει εφόσον εκτός από τις δύο μπύρες που ήπιε δεν παράγγειλε ούτε κατανάλωσε άλλα ποτά. Υπενθυμίζουμε ότι το ποσό των ΛΚ 600.- που πήραν οι εφεσείοντες από τον παραπονούμενο ήταν μεγαλύτερο από εκείνο που απαίτησαν.
Ο σκοπός των εφεσειόντων αναδύεται από το σύνολο των περιστάσεων και δεν ήταν άλλος από την κλοπή των χρημάτων που με την απειλητική συμπεριφορά τους απαίτησαν από τον παραπονούμενο. Ο ισχυρισμός για καλόπιστη αξίωση δικαιώματος που πρόβαλαν οι εφεσείοντες ως επιχείρημα προς ανατροπή της εκκαλούμενης απόφασης δεν βρίσκει πρόσφορο έδαφος.
Αναφορικά με το θέμα της ποινής η θέση των εφεσειόντων είναι ότι αυτή είναι έκδηλα υπερβολική. Ο ευπαίδευτος συνήγορος τους ανέφερε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο άνκαι έλαβε υπόψη ότι οι εφεσείοντες είναι λευκού ποινικού μητρώου, την έλλειψη προσχεδιασμού, τις οικογενειακές τους συνθήκες και ότι δεν υπάρχει έξαρση στη διάπραξη του συγκεκριμένου αδικήματος ώστε να δικαιολογείται η επιβολή αποτρεπτικής ποινής εντούτοις τους καταδίκασε στην υπερβολικά αυστηρή ποινή φυλάκισης των δύο ετών.
Το δικαστήριο έλαβε υπόψη για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής το λευκό μητρώο των εφεσειόντων, ότι είναι νυμφευμένοι και έχουν παιδιά και ότι η διάπραξη του συγκεκριμένου αδικήματος, άνκαι δεν παρουσιάζει έξαρση εντούτοις η φύση του και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες διαπράχθηκε παρέχουν έρεισμα για επιβολή αποτρεπτικών ποινών.
Στο σκεπτικό της απόφασης για την ποινή φαίνεται ότι κυριάρχησαν οι συνθήκες διάπραξης του αδικήματος. Αναφέρεται συναφώς ότι οι εφεσείοντες με τη συμπεριφορά τους έφεραν σε δεινή θέση ένα αλλοδαπό επισκέπτη ο οποίος χωρίς να γνωρίζει κανένα από τους δράστες παγιδεύτηκε από αυτούς και στο τέλος υπό το κράτος φόβου ένεκα των απειλών αναγκάστηκε να ενδώσει στην απαίτηση. Η πρωτόδικος δικαστής στηλίτευσε την παράνομη συμπεριφορά των εφεσειόντων και επιδίωξε μέσω της ποινής να στείλει το μήνυμα ότι τέτοιου είδους συμπεριφορές και ενέργειες από άτομα που διαθέτουν κέντρα διασκέδασης προς τους πελάτες τους πρέπει να τιμωρούνται αυστηρά.
Η προβλεπόμενη από το νόμο ποινή του συγκεκριμένου αδικήματος είναι μέχρι πέντε χρόνια φυλάκιση. Το πρωτόδικο δικαστήριο προσέγγισε το θέμα της επιμέτρησης της ποινής μέσα στις σωστές διαστάσεις. Οι παρατηρήσεις είναι εύστοχες και ας αποτελέσουν προειδοποιητικό μήνυμα προς τους επιχειρηματίες κέντρων διασκέδασης και τους εργαζόμενους σε τέτοιου είδους κέντρα.
Η εγκληματική δράση των εφεσειόντων δεν μπορεί να διαχωριστεί. Και οι δυο ενήργησαν από κοινού για την επίτευξη κοινού σκοπού. Ο εφεσείων 1 συμμέτοχος στα δρώμενα ανέχτηκε την παρανομία και τίποτε δεν έπραξε για να την αποτρέψει ή να δηλώσει έστω την αποδοκιμασία του. Η απλή παρουσία του στο μικρό δωμάτιο μαζί με τους υπόλοιπους σωματώδεις άνδρες υπό τις συνθήκες που έχουν προαναφερθεί διαδραμάτισε τον ίδιο σημαντικό ρόλο. Ενόψει των πιο πάνω δεν διακρίνουμε άνιση μεταχείριση των εφεσειόντων από το πρωτόδικο δικαστήριο.
Δυνατότητα επέμβασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς ανατροπή της ποινής παρέχεται μόνο όπου το στοιχείο της υπερβολής βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα από το συσχετισμό της ποινής προς το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης. Στην προκείμενη περίπτωση η ποινή που επιβλήθηκε στους εφεσείοντες είναι μεν αυστηρή όχι όμως έκδηλα υπερβολική γι' αυτό θεωρούμε πως δεν υπάρχει πεδίο επέμβασης.
Oι εφέσεις απορρίπτονται.
Oι εφέσεις απορρίπτονται.