ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 2 ΑΑΔ 225
21 Μαΐου, 2002
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
AΡΗΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7301)
Διάταγμα προσωποκράτησης ― Το Άρθρο 11.6 του Συντάγματος ρητά ορίζει ότι ένταλμα προσωποκράτησης μπορεί να εκδοθεί μόνο για το αδίκημα ή τα αδικήματα, για τα οποία έχει συλληφθεί ο ύποπτος ― Η ίδια αρχή αντανακλάται και στις διατάξεις του Άρθρου 24 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.
Στην υπόθεση αυτή το Εφετείο ακύρωσε διάταγμα προσωποκράτησης που είχε εκδοθεί εναντίον του εφεσείοντος, επειδή ο Δικαστής ο οποίος επελήφθη του αιτήματος για προσωποκράτηση, συνάρτησε την απόφασή του κυρίως με τη διερεύνηση αδικημάτων άλλων από εκείνα για τα οποία είχε συλληφθεί ο εφεσείων. Λειτούργησε, κάτω από το νομικό σφάλμα ότι αυτό ήταν εφικτό. Η ίδια η Αστυνομία βάσισε το αίτημά της για την έκδοση του διατάγματος προσωποκράτησης και για αδικήματα άλλα από εκείνα για τα οποία ο ύποπτος είχε συλληφθεί. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το Άρθρο 11 του Συντάγματος ρητά ορίζει ότι ένταλμα προσωποκράτησης μπορεί να εκδοθεί μόνο για το αδίκημα ή τα αδικήματα, για τα οποία έχει συλληφθεί ο ύποπτος. Η ίδια αρχή αντακλάται και στις διατάξεις του Άρθρου 24 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Περιορισμός θεμελιώδους δικαιώματος, όπως του δικαιώματος της ελευθερίας που κατοχυρώνει το Άρθρο 11.1 του Συντάγματος είναι επιτρεπτός μόνο για τους λόγους που καθορίζει το ίδιο το Σύνταγμα, στενά ερμηνευόμενους, όπως ρητά προβλέπεται στο Άρθρο 33.2 του Συντάγματος.
Η έφεση επιτράπηκε. Το εκδοθέν διάταγμα προσωποκράτησης ακυρώθηκε.
Έφεση εναντίον Διατάγματος Κράτησης.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Yπόθεση Aρ. 180/2002) ημερομηνίας 18/5/2002, με την οποία, κατόπιν αιτήματος της Aστυνομίας, διατάχθηκε η κράτησή του για έξι ημέρες προς διευκόλυνση των ανακρίσεων, ως υπόπτου για τα τρία ακόλουθα αδικήματα:
(1) του αυτουργού κατά τη διάπραξη ποινικού αδικήματος - (Ποινικός Κώδικας, Κεφ. 154, Άρθρο 20(δ)),
(2) της συνωμοσίας για διάπραξη πλημμελήματος - (Κεφ. 154, Άρθρο 372) και
(3) της παροχής βοήθειας σε απαγορευμένο μετανάστη να παραμείνει στη Δημοκρατία, κατά παράβαση του Άρθρου 19(1)(ζ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105.
Ε. Ευσταθίου, Λ. Γεωργίου και Α. Χριστοφίδου, για τον Εφεσείοντα.
Γ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π..
ΠΙΚΗΣ, Π.: Ο εφεσείων συνελήφθη βάσει δικαστικού εντάλματος, με την υπόνοια ότι ενείχετο στις ακόλουθες πράξεις - ότι «παράνομα συμβούλευσε αλλοδαπούς από το Πακιστάν να καταστρέψουν ή αποκρύψουν τα διαβατήρια τους και να δηλώσουν ψευδή στοιχεία στις αρχές της Δημοκρατίας με σκοπό να εξαπατήσουν τις Αρχές της Δημοκρατίας και να εξασφαλίσουν πολιτικό άσυλο.» - εξικνούμενες, όπως κατέθεσε αργότερα ο Λοχίας Μ. Ιωάννου ενώπιον του Δικαστηρίου προς υποστήριξη αιτήματος για την έκδοση εντάλματος προσωποκράτησης του υπόπτου για οκτώ ημέρες, στα ακόλουθα τρία αδικήματα:-
(α) Του αυτουργού κατά τη διάπραξη ποινικού αδικήματος - (Ποινικός Κώδικας, Κεφ. 154, Άρθρο 20(δ)).
(β) Της συνωμοσίας για διάπραξη πλημμελήματος - (Κεφ. 154, Άρθρο 372).
(γ) Της παροχής βοήθειας σε απαγορευμένο μετανάστη να παραμείνει στη Δημοκρατία, κατά παράβαση του Άρθρου 19(1)(ζ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105.
Στο ένταλμα σύλληψης εξειδικεύεται ότι τα αδικήματα, τα οποία διερευνώνται και για τα οποία ζητήθηκε η σύλληψη του εφεσείοντος, διαπράχθηκαν στις 23 - 24 Απριλίου, 2002.
Ποίες οι αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες ζητήθηκε η σύλληψη του υπόπτου, εξηγούνται στην ένορκη ομολογία του Λοχία Μ. Ιωάννου, στην οποία βασίστηκε το αίτημα. Σ' αυτή, αναφέρεται ότι τα περί ων ο λόγος αδικήματα διαπράχθηκαν μεταξύ της 23ης και 24ης Απριλίου, 2002, και ότι από κάθε ένα από τους επηρεαζόμενους αλλοδαπούς ο ύποπτος, δικηγόρος το επάγγελμα, εισέπραξε £225,00.
Η μαρτυρία, στην οποία θεμελιώνεται ο ισχυρισμός για τη διάπραξη των αδικημάτων και από την οποία εγείρονται οι υπόνοιες για τη σύμπραξη του εφεσείοντος στην εκτέλεσή τους, καθορίζεται στην ένορκη ομολογία του κ. Ιωάννου, προερχόμενη από τις καταθέσεις τριών αλλοδαπών, ονομαστικά των Jilani Badar, Haroon Mustaza και Syed Shahid Hussain.
Ο εφεσείων οδηγήθηκε την επαύριον της σύλληψής του ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, προς εξέταση αιτήματος των Αστυνομικών Αρχών για την προσωποκράτησή του για οκτώ ημέρες, προς διευκόλυνση των ανακρίσεων.
Το αίτημα υποστηρίχθηκε με μαρτυρία του κ. Ιωάννου, ο οποίος έκαμε συγκεκριμένη αναφορά σε υπόνοιες για συμμετοχή του εφεσείοντος στη διάπραξη των καθορισθέντων αδικημάτων στις 23 και 24 Απριλίου, 2002, αναφορικά με τους προαναφερθέντες Mustaza και Hussain, από κάθε ένα από τους οποίους ο εφεσείων εισέπραξε, κατ' ισχυρισμό, ποσό £225,00 για τις παράνομες υπηρεσίες του. Σε σχέση με τους ρηθέντες αλλοδαπούς, ο κ. Ιωάννου κατέθεσε ότι η υπόθεση εναντίον τους μπορεί να θεωρηθεί ως εξιχνιασθείσα.
Δεν περιορίστηκε, όμως, η μαρτυρία του κ. Ιωάννου, στα αδικήματα για τα οποία είχε συλληφθεί ο εφεσείων. Επεκτάθηκε και σε άλλα αδικήματα, τα οποία αποκαλύπτονται στην τελευταία κατάθεση του Jilani Badar, στη διάπραξη των οποίων εμπλέκει τον εφεσείοντα. Αυτά αφορούν δεκατρείς άλλους αλλοδαπούς, για τους οποίους, επίσης, παραποιήθηκαν τα δεδομένα για την παραμονή τους στην Κύπρο, προς το σκοπό εξασφάλισης πολιτικού ασύλου, με τη σύμπραξη του εφεσείοντος, ως γίνεται ισχυρισμός. Το Δικαστήριο, που εξέτασε το αίτημα προσωποκράτησης, κάμνει αναφορά στην απόφασή του και σ' αυτά τα αδικήματα, για να διαπιστώσει ότι, σε σχέση με τους ενεχόμενους αλλοδαπούς:-
«..., θα ελλοχεύει ο κίνδυνος συνεννόησης και επηρεασμού των 13 ατόμων που σύμφωνα με την μαρτυρία που εξασφάλισε η αστυνομία και τέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου εμπλέκονται με τον καθ' ου η αίτηση στην διάπραξη των αδικημάτων».
Σε μεταγενέστερο σημείο της απόφασης το Δικαστήριο επεξηγεί:-
«Δεν διαλανθάνει της προσοχής του δικαστηρίου ότι ήδη από τις 16.5.02 η αστυνομία είχε την πληροφορία από το φερόμενο ως 'ενδιάμεσο πρόσωπο' για τις 13 άλλες περιπτώσεις.»
Κυρίως για τη διερεύνηση αυτών των αδικημάτων, το Επαρχιακό Δικαστήριο έκρινε αναγκαία την κράτηση του εφεσείοντος για έξι ημέρες.
Προκύπτει αβίαστα, από την απόφαση του Δικαστηρίου, ότι θεώρησε πως το αίτημα για την προσωποκράτηση του εφεσείοντος δεν αφορούσε μόνο τη διερεύνηση των αδικημάτων στα οποία εμπλέκονταν οι Mustaza και Hussain αλλά και των αδικημάτων τα οποία σχετίζονταν με τους δεκατρείς άλλους αλλοδαπούς, στους οποίους αναφέρθηκε στην κατάθεσή του ο Badar. Σε τούτο, άλλωστε, κατέτεινε και το αίτημα για προσωποκράτηση των Αστυνομικών Αρχών ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, όπως προκύπτει από τη μαρτυρία που δόθηκε από τον κ. Ιωάννου προς υποστήριξή του.
Ο εφεσείων υπέβαλε ότι η απόφαση είναι λανθασμένη, πρωτίστως γιατί το Δικαστήριο ενέκρινε την προσωποκράτησή του για αδικήματα άλλα από εκείνα για τα οποία είχε συλληφθεί. Το Άρθρο 11 του Συντάγματος, στο οποίο παρέπεμψε ο κ. Ευσταθίου, προσδιορίζει επ' ακριβώς πότε και κάτω από ποιες συνθήκες μπορεί άτομο να στερηθεί της ελευθερίας του. Οι διατάξεις του Άρθρου 11.2(γ) επιτρέπουν τη σύλληψη ατόμου, εφόσον υπάρχει εύλογος υπόνοια ότι αυτό ενέχεται στη διάπραξη αδικήματος ή αδικημάτων. Το Άρθρο 11.6 επιτρέπει επέκεινα την κράτηση του συλληφθέντος: «..., οσάκις η περί της διαπράξεως του αδικήματος ανάκρισις, δι' ο συνελήφθη, δεν συνεπληρώθη ...». Παρέχεται, τοιουτοτρόπως, ευχέρεια έκδοσης εντάλματος προσωποκράτησης, μόνο εφόσον αυτή κρίνεται αναγκαία για τους σκοπούς διερεύνησης του αδικήματος ή των αδικημάτων για τα οποία συνελήφθη ο ύποπτος.
Η ίδια αρχή ενσωματώνεται και στο Άρθρο 24 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155, το οποίο ρητά προβλέπει ότι δικαιολογείται η κράτηση συλληφθέντος, εφόσον το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτή είναι αναγκαία για τους σκοπούς διερεύνησης του αδικήματος για το οποίο ο ύποπτος συνελήφθη. Θέση περί του αντιθέτου δε χωρεί.
Στην Parpas v. Republic (1988) 2 C.L.R. 5, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε απαράδεκτη τη διερεύνηση, κατά τη διάρκεια της κράτησης του υπόπτου, της διάπραξης άλλων αδικημάτων, ξένων προς τους σκοπούς της σύλληψης και της κράτησής του - (απόφαση Τριανταφυλλίδη, Π.).
Καθοδηγούμενο από το ίδιο πνεύμα, το Ανώτατο Δικαστήριο στη Σιακαλλή ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 583, επεσήμανε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο:- (Η απόφαση του Εφετείου δόθηκε από το Νικολάου, Δ.)
«Έλαβε υπόψη και τις ανάγκες επέκτασης της διερεύνησης σε ενδεχόμενη διάπραξη άλλων παρόμοιων αδικημάτων που αφορούσαν πρόσθετη ποσότητα ναρκωτικών. Αυτό ήταν σφάλμα.»
Ο κ. Παπαϊωάννου, για την εφεσίβλητη, δεν αμφισβήτησε ότι η έκδοση εντάλματος προσωποκράτησης ήταν παραδεκτή μόνο για τα αδικήματα για τα οποία συνελήφθη ο ύποπτος, πλην εισηγήθηκε ότι, στην προκείμενη περίπτωση, η σύλληψη του εφεσείοντος δεν αφορούσε μόνο τα αδικήματα που σχετίζονται με τους Mustaza και Hussain αλλά και με τις περιπτώσεις των δεκατριών άλλων αλλοδαπών, στους οποίους αναφέρθηκε ο Jilani Badar στην κατάθεσή του. Η θέση αυτή καταρρίπτεται από την ένορκη ομολογία του κ. Ιωάννου προς έκδοση του εντάλματος σύλληψης όπως και από το ίδιο το ένταλμα σύλληψης, το οποίο προσδιορίζει τα διαπραχθέντα αδικήματα ως συντελεσθέντα μεταξύ 23ης και 24ης Απριλίου, 2002, και το ποσό της χρηματικής αμοιβής που καταβλήθηκε για τις προσφερθείσες υπηρεσίες - £225,00 από τον καθένα από τους δύο. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του κ. Ιωάννου ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, τα αδικήματα που διαπράχθηκαν μεταξύ 23ης - 24ης Απριλίου, 2002, και για τα οποία καταβλήθηκε από εκάτερο αμοιβή £225,00, αφορούσαν αποκλειστικά τους Mustaza και Hussain. Δε χωρεί αμφιβολία ότι ο Δικαστής, ο οποίος επελήφθη του αιτήματος για προσωποκράτηση, συνάρτησε την απόφασή του κυρίως με τη διερεύνηση αδικημάτων άλλων από εκείνα για τα οποία είχε συλληφθεί ο ύποπτος. Λειτούργησε, κάτω από το νομικό σφάλμα ότι αυτό ήταν εφικτό. Η ίδια η Αστυνομία βάσισε το αίτημά της για την έκδοση του εντάλματος προσωποκράτησης και για αδικήματα άλλα από εκείνα για τα οποία ο ύποπτος είχε συλληφθεί. Αυτό προκύπτει ευθέως από τη μαρτυρία του κ. Ιωάννου ενώπιον του Δικαστηρίου.
Το Άρθρο 11.6 του Συντάγματος ρητά ορίζει ότι ένταλμα προσωποκράτησης μπορεί να εκδοθεί μόνο για το αδίκημα ή τα αδικήματα, για τα οποία έχει συλληφθεί ο ύποπτος. Η ίδια αρχή αντανακλάται και στις διατάξεις του Άρθρου 24 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Περιορισμός θεμελιώδους δικαιώματος, όπως του δικαιώματος της ελευθερίας που κατοχυρώνει το Άρθρο 11.1 του Συντάγματος, είναι επιτρεπτός μόνο για τους λόγους που καθορίζει το ίδιο το Σύνταγμα, στενά ερμηνευόμενους, όπως ρητά προβλέπεται από το Άρθρο 33.2 του Συντάγματος.
Στην προκείμενη περίπτωση, η κράτηση του εφεσείοντος διατάχθηκε, πρωτίστως, για τη διερεύνηση αδικημάτων άλλων από εκείνα για τα οποία είχε συλληφθεί. Η διαπίστωση αυτή εκθεμελιώνει το εκδοθέν ένταλμα και ανατρέπει τη διαταγή για την κράτησή του.
Η έφεση επιτρέπεται. Το εκδοθέν ένταλμα προσωποκράτησης ακυρώνεται.
H έφεση επιτρέπεται. Tο εκδοθέν διάταγμα προσωποκράτησης ακυρώνεται.