ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 2 ΑΑΔ 208
16 Μαΐου, 2002
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΠΕΤΡΟΥ «ΠΑΤΑΤΑΡΗΣ»,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑTIAΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7271)
Ποινική Δικονομία ― Διαταγή για κράτηση κατηγορουμένου κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της εμφάνισής του ενώπιον του Κακουργιοδικείου και της έναρξης της δίκης, που αναβλήθηκε λόγω άλλης δικαστικής εργασίας του Κακουργιοδικείου ― Ύπαρξη κινδύνου μη προσέλευσης του κατηγορουμένου στη δίκη και διάπραξης άλλων σοβαρών αδικημάτων ― Τήρηση όρων με τους οποίους ο κατηγορούμενος είχε αφεθεί ελεύθερος μετά την παραπομπή της υπόθεσης του για εκδίκαση από το Κακουργιοδικείο ― Συνεκτιμούμενη μέσα στο σύνολο των στοιχείων δεν μπορούσε να αποβεί κρίσιμη ― Η διακριτική εξουσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου ασκήθηκε ορθά και δεν παρεχόταν πεδίο για επέμβαση του Εφετείου κατ' έφεση.
Ο εφεσείων, ο οποίος αντιμετώπιζε κατηγορίες για ένοπλη ληστεία και κατοχή πυροβόλου όπλου, αφέθηκε ελεύθερος υπό όρους μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσής του από το Κακουργιοδικείο στις 13.3.2002, στο οποίο είχε παραπεμφθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο.
Ο εφεσείων τήρησε τους όρους και εμφανίστηκε στο Κακουργιοδικείο. Κατηγορήθηκε και δεν παραδέχθηκε ενοχή οπότε η υπόθεση αναβλήθηκε για διεξαγωγή της δίκης στις 17.6.2002. Η Κατηγορούσα Αρχή υπέβαλε αίτημα για κράτηση του εφεσείοντος με αναφορά τον κίνδυνο μη προσέλευσής του όπως και τον κίνδυνο διάπραξης στο μεταξύ άλλων αδικημάτων. Ως προς τον κίνδυνο της μη προσέλευσής του επικαλέσθηκε και ένα νέο αποδεικτικό στοιχείο το οποίο προέκυψε μετά την παραπομπή. Επρόκειτο περί μαρτυρίας για την ανεύρεση γενετικού υλικού (DNA) του εφεσείοντος σε τεκμήρια τα οποία η Κατηγορούσα Αρχή συνέδεε άμεσα με τη διάπραξη των αδικημάτων και τα οποία, κατά την Κατηγορούσα Αρχή, λογικά αποκλείεται να έφεραν δικό του γενετικό υλικό αν δεν ήταν αυτός ο δράστης.
Το Κακουργιοδικείο κατέληξε, ενόψει ιδιαίτερα των πρόσφατων αποτελεσμάτων της επιστημονικής μαρτυρίας για DNA, που επαύξαναν την πιθανότητα καταδίκης, ότι υπήρχε πραγματικός κίνδυνος μη προσέλευσης του εφεσείοντος στη δίκη. Δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη το ότι, όπως τόνισε ο συνήγορος υπεράσπισης, ο εφεσείων τήρησε τους όρους με τους οποίους είχε αφεθεί ελεύθερος. Υπέδειξε ωστόσο ότι αυτό, συνεκτιμούμενο μέσα στο σύνολο των στοιχείων, δεν μπορούσε υπό τις περιστάσεις να αποβεί κρίσιμο. Ως προς τον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων το Κακουργιοδικείο, αντίθετα με ό,τι το παραπέμπον Δικαστήριο, εξέφρασε την άποψη ότι και αυτός ο κίνδυνος ήταν εν προκειμένω υπαρκτός. Διέταξε λοιπόν την κράτηση του εφεσείοντος μέχρι τη δίκη.
Ο εφεσείων άσκησε έφεση.
Αποφασίστηκε ότι:
Η νέα επιστημονική μαρτυρία διαφοροποίησε την κατάσταση προς το δυσμενέστερο για τον εφεσείοντα και, στην όψη των πραγμάτων αφού με μόνο την όψη τους ασχολείται κανείς σε αυτό το στάδιο, επαύξανε την πιθανότητα καταδίκης συγκριτικά με ό,τι υπήρχε κατά την παραπομπή και επακόλουθα, όπως είναι φυσικό, την αγωνία του υποδίκου, καθιστώντας έτσι τον κίνδυνο μη προσέλευσης απτό και εύκολα κατανοητό. Αναφορικά με τον κίνδυνο διάπραξης άλλου σοβαρού αδικήματος, το ιστορικό του εφεσείοντος όντως παρέχει έδαφος για ανησυχία, ιδιαίτερα σε μια τέτοιου είδους υπόθεση, όταν μάλιστα ο δράστης εμφανίζεται να κρατούσε πυροβόλα όπλα που δεν βρέθηκαν.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Έφεση εναντίον Διατάγματος Kράτησης.
Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Kακουργιοδικείου Λεμεσού (Yπόθεση Aρ. 2952/2002) ημερομηνίας 13/3/2002, με την οποία διατάχθηκε η κράτησή του μέχρι τη δίκη του στις 17/6/2002 και ο οποίος αντιμετώπιζε κατηγορία ένοπλης ληστείας κατά παράβαση των Άρθρων 282 και 283 του Ποινικού Kώδικα, Kεφ. 154, και κατοχής πυροβόλου όπλου κατά παράβαση του Άρθρου 3(1)(β) και 3(2)(β) του περί Πυροβόλων Όπλων Nόμου του 1974 (N. 38/74 όπως τροποποιήθηκε).
Ο εφεσείων εμφανίζεται αυτοπροσώπως.
Α. Κανναουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ..
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Στις 7 Φεβρουαρίου 2002 ο εφεσείων, ο οποίος αντιμετώπιζε κατηγορία ένοπλης ληστείας κατά παράβαση των άρθρων 282 και 283 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, και κατοχής πυροβόλου όπλου κατά παράβαση του άρθρου 3(1)(β) και 3(2)(β) του περί Πυροβόλων Όπλων Νόμου του 1974 (Ν. 38/74 όπως τροποποιήθηκε), παραπέμφθηκε σε δίκη στο Κακουργιοδικείο που θα συνεδρίαζε στις 13 Μαρτίου 2002 στη Λεμεσό. Η Κατηγορούσα Αρχή ζήτησε όπως ο εφεσείων παραμείνει στο μεταξύ υπό κράτηση, προβάλλοντας ότι υπό τις περιστάσεις προέκυπτε κίνδυνος μη προσέλευσης όπως και κίνδυνος διάπραξης στο ενδιάμεσο άλλων αδικημάτων αφού, σε σχέση με το δεύτερο, ο εφεσείων είχε προηγούμενες καταδίκες σε κατηγορίες μεταξύ άλλων για αδικήματα βίας, ναρκωτικών και εναντίον περιουσίας. Το Επαρχιακό Δικαστήριο θεώρησε, από ό,τι μπορούμε να συναγάγουμε, πως δεν προέκυπτε υπολογίσιμος κίνδυνος σε σχέση με είτε τον ένα λόγο είτε τον άλλο, και διέταξε την απόλυση του εφεσείοντος με όρους.
Ο εφεσείων τήρησε τους όρους και εμφανίστηκε στο Κακουργιοδικείο. Κατηγορήθηκε και δεν παραδέχθηκε ενοχή οπότε η υπόθεση, λόγω άλλης δικαστικής εργασίας, αναβλήθηκε για διεξαγωγή της δίκης στις 17 Ιουνίου 2002. Η Κατηγορούσα Αρχή υπέβαλε ξανά αίτημα για κράτηση του εφεσείοντος, με αναφορά στους ίδιους όπως και πριν λόγους. Επικαλέστηκε ωστόσο, κυρίως ως προς τον κίνδυνο μη προσέλευσης, και ένα νέο αποδεικτικό στοιχείο το οποίο προέκυψε στις 22 Φεβρουαρίου 2002 - μετά την παραπομπή - με τη συμπλήρωση επιστημονικών εξετάσεων τα αποτελέσματα των οποίων δόθηκαν στην υπεράσπιση. Επρόκειτο περί μαρτυρίας για την ανεύρεση γενετικού υλικού (DNA) του εφεσείοντος σε τεκμήρια τα οποία η Κατηγορούσα Αρχή συνέδεε άμεσα με τη διάπραξη των αδικημάτων και τα οποία, κατά την Κατηγορούσα Αρχή, λογικά αποκλείεται να έφεραν δικό του γενετικό υλικό αν δεν ήταν αυτός ο δράστης. Σύμφωνα με την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής, ο δράστης της ληστείας, που έγινε στις 17 Ιανουαρίου 2002 σε παράρτημα τράπεζας στην Αμαθούντα, κουκουλοφόρος και οπλισμένος με δύο καλασνίκωφ ένα στο χέρι και το άλλο κρεμασμένο στον ώμο, εισήλθε λίγο πριν από το μεσημέρι στην τράπεζα και απειλώντας απέσπασε χρηματικό ποσό £10.626 όπως και ξένο συνάλλαγμα. Όταν βγήκε, διέφυγε από τη σκηνή με κλοπιμαίο όχημα μάρκας Toyota. Το άφησε σε απόσταση περίπου 700 μέτρων όπου υπήρχε δεύτερο κλοπιμαίο όχημα μάρκας Peugeot με το οποίο εν συνεχεία απομακρύνθηκε οδηγώντας σε χρωματόδρομο αφού προηγουμένως, εκεί στο Toyota, θεάθηκε να κρατά ένα πετόνι. Το πετόνι, στο οποίο είχε τοποθετηθεί εύφλεκτη ύλη, εντοπίστηκε λίγο αργότερα κοντά στο εγκαταλελειμμένο Toyota το οποίο ο δράστης είχε περιλούσει με την εύφλεκτη ύλη. Έπειτα εντοπίστηκε, χωρίς καθυστέρηση, εγκαταλελειμμένο και το Peugeot. Στο πετόνι όπως και στο τιμόνι και μοχλό ταχυτήτων του Peugeot βρέθηκε γενετικό υλικό του εφεσείοντος. Τα κλαπέντα δεν βρέθηκαν. Ούτε και τα όπλα.
Το Κακουργιοδικείο κατέληξε, ενόψει ιδιαίτερα των πρόσφατων αποτελεσμάτων της επιστημονικής μαρτυρίας για DNA, που επαύξαναν την πιθανότητα καταδίκης, ότι υπήρχε πραγματικός κίνδυνος μη προσέλευσης του εφεσείοντος στη δίκη. Δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη το ότι, όπως τόνισε ο συνήγορος υπεράσπισης, ο εφεσείων τήρησε τους όρους με τους οποίους είχε αφεθεί ελεύθερος. Υπέδειξε ωστόσο ότι αυτό, συνεκτιμούμενο μέσα στο σύνολο των στοιχείων, δεν μπορούσε υπό τις περιστάσεις να αποβεί κρίσιμο. Ως προς τον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων το Κακουργιοδικείο, αντίθετα με ό,τι το παραπέμπον Δικαστήριο, εξέφρασε την άποψη ότι και αυτός ο κίνδυνος ήταν εν προκειμένω υπαρκτός. Διέταξε λοιπόν την κράτηση του εφεσείοντος μέχρι τη δίκη.
Ο εφεσείων άσκησε αυτή την έφεση χωρίς τις υπηρεσίες δικηγόρου και, παρόλον που του προσφέρθηκε νομική αρωγή για διορισμό συνηγόρου, επέλεξε να την προωθήσει ενώπιον μας αυτοπροσώπως. Επέμενε στην αθωότητά του και απέδωσε στις διωκτικές αρχές εκδικητική διάθεση εναντίον του. Σχολιάζοντας τη σημασία της μαρτυρίας περί DNA ανέφερε ότι πετόνια χρησιμοποιούσε πολλά στη δουλειά του και δεν διατηρούσε έλεγχο για το καθένα ενώ για το γενετικό υλικό στο όχημα Peugeot ανέφερε ότι έτυχε να μπει σε πολλά αυτοκίνητα και αυτό μπορεί να ήταν ένα από εκείνα. Ανέφερε δε πως εν πάση περιπτώσει κατά τη δίκη θα αμφισβητούσε τη μαρτυρία περί ανεύρεσης δικού του γενετικού υλικού σε τεκμήρια και θα καλούσε, για αυτό τον σκοπό, εμπειρογνώμονα από το εξωτερικό. Υπέβαλε εξάλλου ότι αφού μετά την παραπομπή εμφανίστηκε στο Κακουργιοδικείο δεν υπήρχε λόγος για την άποψη πως δεν θα εμφανιζόταν και πάλι. Για δε τις προηγούμενες καταδίκες υπέβαλε πως αφορούσαν διαφορετικού είδους αδικήματα και δεν θα έπρεπε να τους είχε δοθεί σημασία.
Δεν διακρίναμε σφάλμα στις αναφερθείσες εκτιμήσεις του Κακουργιοδικείου. Η νέα επιστημονική μαρτυρία διαφοροποίησε την κατάσταση προς το δυσμενέστερο για τον εφεσείοντα και, στην όψη των πραγμάτων αφού με μόνο την όψη τους ασχολείται κανείς σε αυτό το στάδιο, επαύξανε την πιθανότητα καταδίκης συγκριτικά με ό,τι υπήρχε κατά την παραπομπή και επακόλουθα, όπως είναι φυσικό, την αγωνία του υποδίκου, καθιστώντας έτσι τον κίνδυνο μη προσέλευσης απτό και εύκολα κατανοητό ιδίως όταν αναλογιστεί κανείς πως για το αδίκημα της ένοπλης ληστείας προβλέπεται κατ' ανώτατο όριο η διά βίου φυλάκιση. Τέλος, σε ό,τι αφορά τον κίνδυνο διάπραξης άλλου σοβαρού αδικήματος, το ιστορικό του εφεσείοντος όντως παρέχει έδαφος για ανησυχία, ιδιαίτερα σε μια τέτοιου είδους υπόθεση, όταν μάλιστα ο δράστης εμφανίζεται να κρατούσε πυροβόλα όπλα που δεν βρέθηκαν.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
H έφεση απορρίπτεται.