ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 2 ΑΑΔ 100
28 Φεβρουαρίου, 2001
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΦΑΙΔΩΝΑΣ ΑΝΔΡΕΑ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 6892)
Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Δίκαιη δίκη ― Σύνταγμα, Άρθρο 30.2 ― Εύλογος χρόνος για τη διάγνωση αστικών δικαιωμάτων και ποινικής ευθύνης ― Διάγνωσή τους εκτός του εν λόγω χρονικού πλαισίου ― Αποτελεί εκτροπή, που καθιστά τη διαδικασία άκυρη ― Αφετηρία του χρόνου σε ποινικές υποθέσεις είναι η ημέρα σύλληψης ή καταγγελίας ― Παράγοντες που διέπουν την έννοια του "εύλογου" χρόνου ― Φύση και περίπλοκος χαρακτήρας της υπόθεσης, συμπεριφορά ανακριτικών και εισαγγελικών αρχών και κατηγορουμένου.
Συνταγματικό Δίκαιο ― Ίση μεταχείριση ― Η ανισομερής αντιμετώπιση αιτημάτων των διαδίκων μπορεί να δημιουργήσει αισθήματα πικρίας για άνιση μεταχείριση που πλήττουν το κύρος της δικαιοσύνης ― Δεν καθιστά όμως, κατά τα άλλα, εσφαλμένη την απόφαση του Δικαστηρίου.
Δικαστική παρέμβαση ― Υποβολή ερωτήσεων προς διευκρίνιση ασαφών πτυχών της μαρτυρίας ― Δεν συνιστά ανεπίτρεπτη παρέμβαση Δικαστηρίου.
Δικαστική απόφαση ― Αιτιολογία ― Συνιστά ένα από τα εχέγγυα της δίκαιης δίκης που καθορίζει το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος.
Συνταγματικό Δίκαιο ― Σύνταγμα, Άρθρο 30.2 ― Κατοχυρώνει το δικαίωμα της δίκαιης δίκης.
Εκδίκαση ποινικών υποθέσεων ― Αναβολή ακροάσεως ― Καθήκον του Δικαστηρίου είναι ο προγραμματισμός της δικαστικής εργασίας ώστε οι υποθέσεις να ακούονται την ημέρα που ορίζονται για το σκοπό αυτό.
Στην υπόθεση αυτή η ποινική ευθύνη του κατηγορουμένου-εφεσείοντος δεν διαπιστώθηκε μέσα σε εύλογο χρόνο. Παρόλο ότι η υπόθεση δεν ήταν περίπλοκη και θα μπορούσε με τον κατάλληλο προγραμματισμό η ακρόασή της να αποπερατωθεί μέσα σε σύντομο χρόνο, η υπόθεση εξελίχθηκε, λόγω των αλλεπάλληλων και αδικαιολογήτων αναβολών σε μια ατέρμονη διαδικασία που είχε σαν αποτέλεσμα την αποπεράτωση της δίκης πέντε χρόνια μετά την καταχώρηση του κατηγορητηρίου και περισσότερα από έξι χρόνια αφότου ο εφεσείων κατηγορήθηκε γραπτώς από την Αστυνομία.
Ο εφεσείων είχε κριθεί ένοχος σε δώδεκα κατηγορίες κλοπής υπό αντιπροσώπου και είχε καταδικαστεί σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δέκα μηνών.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση ως προς την καταδίκη του για τους ακόλουθους λόγους:
1. Καθυστέρηση στην διάγνωση της ποινικής του ευθύνης μέσα σε εύλογο χρόνο όπως ορίζει το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος.
2. Άνιση μεταχείριση η οποία προέκυψε όταν, ενώ επανειλημμένα αιτήματα της κατηγορούσας αρχής για αναβολή της υπόθεσης έγιναν δεκτά χωρίς βάσιμο λόγο, το μόνο δικό του αίτημα για μικρή παράταση χρόνου που υποβλήθηκε για καλό λόγο, απορρίφθηκε.
3. Συμπερίληψη στο αποδεικτικό υλικό γραπτής μαρτυρίας που κατ' ισχυρισμό δεν κατατέθηκε, η θεώρησή της, καθώς και το πλαίσιο μέσα στο οποίο εξετάστηκε.
4. Ανάμειξη του δικαστή στην αντιδικία.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η έλλειψη χρόνου δεν είναι πανάκεια για την παράταση του χρόνου εκδίκασης των υποθέσεων. Καθήκον του Δικαστηρίου είναι να διασφαλίσει ότι η δικαιοσύνη απονέμεται μέσα σε εύλογο χρόνο, θέση που επιβάλλει τον προγραμματισμό της δικαστικής εργασίας, ώστε οι υποθέσεις να ακούονται την ημέρα που ορίζονται για το σκοπό αυτό.
2. Το σφάλμα της υπό έφεση απόφασης έγκειται στις πολλές και αδικαιολόγητες αναβολές, μετά από αίτημα της κατηγορούσας αρχής, που, συσχετιζόμενες με την απόρριψη του αιτήματος του εφεσείοντος, δημιουργούν αισθήματα άνισης μεταχείρισης.
3. Στην προκείμενη περίπτωση ο δικαστής δεν υπερέβη το μέτρο. Οι ερωτήσεις που υποβλήθηκαν από το δικαστήριο είχαν, κατ' εξοχή, διευκρινιστικό χαρακτήρα.
4. Η καθυστέρηση, στην παρούσα υπόθεση, ήταν τέτοια, που οδήγησε σε εκτροπή της διαδικασίας από τα θέσμια της δίκαιης δίκης, όπως καθορίζονται στο Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και επάγεται την ακυρότητα της διαδικασίας. Υπό τις συνθήκες αυτές δεν ενδείκνυται η διαταγή για επανεκδίκαση της υπόθεσης.
Η έφεση επιτράπηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 294,
Βίκτωρος ν. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512,
R. v. Crown Court ex p Norman [2000] 3 All E.R. 267,
Δημοκρατία ν. Κυριάκου κ.ά. (1990) 2 Α.Α.Δ. 264,
Evangelou a.o. v. Ambizas a.o. (1982) 1 C.L.R. 41,
R. v. Tuegel [2000] 3 All E.R. 872,
Σιλβέστρου ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 151,
Δημητρίου ν. Γαβριήλ, Πολιτική Έφεση Αρ. 10511 ημερ. 21.4.2000,
Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149,
Agapiou v. Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257,
Δημοκρατία ν. Ford (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232,
Εταιρεία Παφίτη & Ιορδάνου Κοντράκτορς Λτδ κ.ά. ν. Α. Σ. Στασής Εστέϊτς Κο. Λτδ (1998) 1 Α.Α.Δ. 916,
Γλυκύς ν. Δήμου Λεμεσού (1998) 1 Α.Α.Δ. 2319,
Λιασίδης (1999) 1 Α.Α.Δ. 185,
Αστυνομία ν. Φάντη κ.ά. (1994) 2 Α.Α.Δ. 160,
Bell v. DPP of Jamaica [1985] 2 All E.R. 585.
Έφεση εναντίον Καταδίκης.
Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της καταδίκης του από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, Υπόθεση Αρ. 245/95, ημερομηνίας 9/12/99, ο οποίος κρίθηκε ένοχος σε δώδεκα κατηγορίες κλοπής υπό αντιπροσώπου και καταδικάστηκε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δώδεκα μηνών.
Χρ. Παύλου, για τον Εφεσείοντα.
Έλ. Ζαχαριάδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.
ΠΙΚΗΣ, Π.: O εφεσείων κρίθηκε ένοχος σε δώδεκα κατηγορίες κλοπής υπό αντιπροσώπου. Καταδικάστηκε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δέκα μηνών. Η έκτιση της ποινής του αναστάληκε υπό τους συνήθεις όρους. (Βλ. Ν.95/72, όπως τροποποιήθηκε από το Ν.41(1)/97.)
Ο εφεσείων προσβάλλει την καταδίκη του για σειρά λόγων που εξειδικεύει στην έφεσή του· προ πάντων αμφισβητεί την εγκυρότητα της δίκης και επιζητεί την ακύρωσή της γιατί η ποινική του ευθύνη δεν διαγνώστηκε μέσα σε εύλογο χρόνο όπως ορίζει το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος. Kατά συνέπεια υποστήριξε ότι η ποινική του ευθύνη διαπιστώθηκε έξω από τις παραμέτρους της δίκαιης δίκης. Και μερικοί από τους άλλους λόγους έφεσης άπτονται της δίκαιης διεξαγωγής της (δίκης) όπως εκείνοι που αναφέρονται (α) στην κάθοδο του δικαστή στην αρένα της δίκης με την υποβολή σειράς ερωτήσεων στον εφεσείοντα όταν κατέθετε, εξεταστικού χαρακτήρα, και (β) στην άνιση αντιμετώπιση αιτήματος του εφεσείοντος για την παροχή χρόνου προς προετοιμασία μιας πτυχής της υπεράσπισής του.
Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης σχετίζονται με τη συμπερίληψη στο αποδεικτικό υλικό γραπτής μαρτυρίας που κατ' ισχυρισμό δεν κατατέθηκε, (έγινε μόνο δεκτή για σκοπούς αναγνώρισης), τη θεώρησή της, καθώς και το πλαίσιο μέσα στο οποίο εξετάστηκε· όπως και την εξαγωγή συμπερασμάτων από καταθέσεις του εφεσείοντος, αδικαιολόγητες κατά την εισήγησή του.
Ο εφεσείων ήταν ο διευθυντής του τμήματος μεταφορών της L.S.A. Packers and Forwarders Ltd., εταιρείας η οποία διεξήγαγε επιχείρηση μεταφοράς οικοσκευών από την Κύπρο στο εξωτερικό. Αρχικά κατηγορήθηκε ότι οικειοποιήθηκε ποσό £9,906.36 σεντ, το οποίο παρέλαβε από πελάτες της εταιρείας για λογαριασμό της. Μετά από αίτημα της υπεράσπισης για παροχή λεπτομερειών της κατηγορίας, συνυφασμένο με ισχυρισμούς ότι αυτή ήταν τρωτή λόγω πολλαπλότητας, και την έκδοση ενδιάμεσης απόφασης του δικαστηρίου επί του προκειμένου, έγινε κατανοητό ότι το ποσό των £9,906.36 σεντ, ήταν το άθροισμα σειράς αυτοτελών πράξεων υπεξαίρεσης περιουσίας της εταιρείας, που αντιστοιχούσαν προς ανάλογο αριθμό αδικημάτων οπόταν μετά από αίτηση της κατηγορούσας αρχής υποκαταστάθηκε η προσαφθείσα κατηγορία με δώδεκα νέες.
Η βάση της υπεράσπισης του εφεσείοντος ήταν ότι ουδέποτε είχε πρόθεση υπεξαίρεσης οποιουδήποτε ποσού χρημάτων το οποίο εισέπραξε για την εταιρεία. Εκτός από την είσπραξη ήταν υπεύθυνος και για την αποπληρωμή των υποχρεώσεων της εταιρείας. Ως εκ τούτου ποσά τα οποία παρελάμβανε για λογαριασμό της εταιρείας εχρησιμοποιούντο γι' αυτό το σκοπό. Το υπόλοιπο καταβαλλόταν στο ταμείο της εταιρείας περιοδικά, ανάλογα με την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της.
Τα αδικήματα διαπράχθηκαν το 1993 και σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις η υπόθεση καταγγέλθηκε στην αστυνομία τον ίδιο χρόνο· γεγονός που σηματοδότησε και την έναρξη της αστυνομικής έρευνας. Οι ανακρίσεις ολοκληρώθηκαν στις 20 Ιανουαρίου 1994, οπόταν κατηγορήθηκε γραπτώς ο εφεσείων από τις αστυνομικές αρχές. Παρά την ολοκλήρωση των ανακρίσεων τον Ιανουάριο του 1994, αναλώθηκε ένας ακόμα χρόνος για τη δίωξή του με την καταχώρηση του κατηγορητηρίου στις 30 Ιανουαρίου 1995. Ανταποκρινόμενος στην κλήτευσή του ο εφεσείων εμφανίστηκε στο Δικαστήριο στις 23 Φεβρουαρίου 1995 και αρνήθηκε την κατηγορία. Η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 29 Μαΐου 1995. Πριν αρχίσει η δίκη η υπεράσπιση ζήτησε λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου γνωστοποιώντας συγχρόνως στο δικαστήριο ότι θα ήγειρε ένσταση στο παραδεκτό της κατηγορίας λόγω πολλαπλότητας (duplicity). O δικαστής, ο οποίος αρχικά επιλήφθηκε της υπόθεσης, την ανέβαλε στις 20 Ιουνίου 1995 για αγορεύσεις επί του εγερθέντος θέματος. Αφού άκουσε τις αγορεύσεις των μερών επιφύλαξε την απόφασή του για τις 5 Ιουλίου 1995. Το δικαστήριο διαπίστωσε ότι η προσαφθείσα κατηγορία έπασχε από πολλαπλότητα, γεγονός που οδήγησε σε νέα αναβολή για να τροποποιήσει η κατηγορούσα αρχή το κατηγορητήριο. Μετά την τροποποίηση του κατηγορητηρίου και την αρνητική απάντηση του κατηγορουμένου στις νέες κατηγορίες που έγινε στις 18 Ιουλίου 1995, η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 31 Οκτωβρίου 1995. Την ημέρα εκείνη η ακρόαση της υπόθεσης αναβλήθηκε, μετά από αίτημα της κατηγορούσας αρχής για τις 23 Φεβρουαρίου 1996. Και κατά τις επόμενες δύο δικασίμους (23.2.96, 20.6.96), η ακρόαση αναβλήθηκε λόγω έλλειψης χρόνου του δικαστηρίου μεταθέτοντας την ακρόαση στις 4 Νοεμβρίου 1996.
Κατά την επόμενη εμφάνιση ενώπιον του Δικαστηρίου, προφανώς λόγω αλλαγής στο πρόγραμμα εργασίας των δικαστών του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, της ακρόασης της υπόθεσης επελήφθη άλλος δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ο οποίος τελικά εξεδίκασε την υπόθεση. Η ακρόαση της υπόθεσης αναβλήθηκε επανειλημμένα πριν αρχίσει η δίκη, είτε μετά από αίτηση της κατηγορούσας αρχής, είτε λόγω έλλειψης χρόνου του δικαστηρίου. και όταν άρχισε η δίκη, με την προσαγωγή μαρτυρίας η ακρόαση της υπόθεσης υπήρξε σπασμωδική με τις αναβολές της υπόθεσης να αποτελούν το κύριο χαρακτηριστικό της διαδικασίας. Χρειάστηκαν άλλες σαράντα-εννέα εμφανίσεις ενώπιον του δικαστηρίου πριν την αποπεράτωση της δίκης στις 9 Φεβρουαρίου 2000, πέντε χρόνια μετά την καταχώρηση του κατηγορητηρίου και περισσότερα από έξι χρόνια αφότου ο εφεσείων κατηγορήθηκε γραπτώς από την Αστυνομία.
Οι ενστάσεις της υπεράσπισης στα αιτήματα της κατηγορούσας αρχής για αναβολή της υπόθεσης ήταν συνεχείς και έντονες. Σε μια από αυτές ο δικηγόρος του εφεσείοντος έθεσε υπόψη του δικαστηρίου, την εκτροπή που έτεινε να σημειωθεί από τα θέσμια της δίκαιης δίκης ως αποτέλεσμα της παράτασης του χρόνου εκδίκασης της υπόθεσης παραπέμποντας προς τούτο σε δύο αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 294, και Βίκτωρος ν. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512. Το Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στις διατάξεις του άρθρου 48 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155, που παρέχουν εξουσία για την αναβολή ποινικών υποθέσεων, διατύπωσε τη θέση ότι εφόσον η αναβολή κρίνεται αναγκαία τεκμαίρεται και η εξυπηρέτηση των συμφερόντων της δικαιοσύνης με την παροχή της οπόταν δεν υπάρχει παρέκκλιση από τα θέσμια της δίκαιης δίκης. Ανάλογες διαπιστώσεις γίνονται και στην τελική απόφαση του Δικαστηρίου συσχετίζοντας το μακρύ του χρόνου για την ολοκλήρωση της διαδικασίας με την αναγκαιότητα των αναβολών. Αναφέρεται ο δικαστής στην έλλειψη χρόνου ωσάν να είναι πανάκεια για την παράταση του χρόνου εκδίκασης των υποθέσεων. Παραγνωρίζει το καθήκον του δικαστηρίου να διασφαλίσει ότι η δικαιοσύνη απονέμεται μέσα σε εύλογο χρόνο, θέση που επιβάλλει τον προγραμματισμό της δικαστικής εργασίας ώστε οι υποθέσεις να ακούονται την ημέρα που ορίζονται για το σκοπό αυτό. Το καθήκον για συντονισμό της δικαστικής εργασίας και την άνευ διακοπής, εκδίκαση των υποθέσεων κατά τον ορισθέντα χρόνο, τονίζεται σε πολλές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου όσο και σε εγκυκλίους που διαγράφουν το πλαίσιο απονομής της δικαιοσύνης.
Η έγκαιρη διαπίστωση της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου και των αστικών του δικαιωμάτων αποτελεί αφενός θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου και αφετέρου κεφαλαιώδη υποχρέωση της Πολιτείας, κατ' εξοχή της Δικαστικής Λειτουργίας, όπως ορίζει το Άρθρο 35 του Συντάγματος. Ανάλογη είναι και η σημασία που αποδίδεται από το κοινό δίκαιο στην έγκαιρη απονομή της δικαιοσύνης. Στην πρόσφατη απόφαση R. v. Crown Court ex p Norman [2000] 3 All E.R. 267, υπογραμμίζεται η σπουδαιότητα που ενέχει για την απονομή της δικαιοσύνης ο σύντομος ορισμός σοβαρών ποινικών υποθέσεων προς εκδίκαση και η δημιουργία των αναγκαίων προϋποθέσεων για την ακρόασή τους.
Παρά τις αλεπάλληλες αναβολές της ακρόασης της υπόθεσης μετά από αίτηση της κατηγορούσας αρχής, και κυρίως λόγω έλλειψης χρόνου του Δικαστηρίου, στη μόνη περίπτωση που η υπεράσπιση ζήτησε σύντομη αναβολή ώστε να προετοιμαστεί για την υποβολή μετά το πέρας της υπόθεσης της Κατηγορίας, εισήγησης ότι δεν αποδείκτηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση, το δικαστήριο αντιμετώπισε το αίτημα αρνητικά. Η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής έκλεισε στις 2 Ιουλίου 1999, ημέρα Παρασκευή, κατά την οποία ακούστηκαν οι τελευταίοι δύο μάρτυρες κατηγορίας. Η περαιτέρω ακρόαση της υπόθεσης ορίστηκε στις 5 Ιουλίου 1999, δηλαδή την επόμενη Δευτέρα. Αίτημα της υπεράσπισης για την παροχή περισσότερου χρόνου προς προετοιμασία της εισήγησής της απορρίφθηκε με το ακόλουθο δικαιολογητικό:
«Θεωρώ ότι ο χρόνος από σήμερα μέχρι τη Δευτέρα είναι αρκετός για ένα δικηγόρο να προετοιμασθεί αν υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Είναι θέμα που ο κάθε δικηγόρος πρέπει να έχει κατά νου κατά την διάρκεια της πορείας. Ασφαλώς δεν θα επιμένω να την αναβάλω για αύριο το πρωΐ μέχρι την Δευτέρα είναι αρκετός ο χρόνος να προετοιμασθεί αν θα κληθεί ή όχι σε απολογία.»
Παραπονείται ο εφεσείων ότι ενώ επανειλημμένα αιτήματα της κατηγορούσας αρχής για την αναβολή της υπόθεσης έγιναν δεκτά χωρίς βάσιμο λόγο, το μόνο δικό του αίτημα για μικρή παράταση του χρόνου που υποβλήθηκε για καλό λόγο, απορρίφθηκε. Αφήνεται η εντύπωση, όπως έγινε εισήγηση, υιοθέτησης δύο μέτρων και δύο σταθμών από το δικαστήριο στην αντιμετώπιση αιτημάτων των δύο πλευρών.
Στην προσέγγιση του δικαστηρίου δε διαπιστώνουμε λάθος. Αν υφίσταται σφάλμα, αυτό έγκειται στις πολλές και αδικαιολόγητες αναβολές, μετά από αίτημα της κατηγορούσας αρχής, που, συσχετιζόμενες με την απόρριψη του αιτήματος του εφεσείοντος, δημιουργούν αισθήματα άνισης μεταχείρισης.
Όπως υποδείξαμε στη Δημοκρατία ν. Κυριάκου & Άλλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 264, το μέτρο της δικαιοσύνης είναι πάντα το ίδιο. αμετάβλητο και σταθερό. Στην Ευσταθίου (ανωτέρω), υπογραμμίσαμε ότι η ανισομερής αντιμετώπιση αιτημάτων των διαδίκων, (του κατηγορουμένου σ' εκείνη την υπόθεση, όπως και στην παρούσα), μπορεί να δημιουργήσει αισθήματα πικρίας για άνιση μεταχείριση που πλήττουν το κύρος της δικαιοσύνης. Δεν καθιστά όμως, κατά τα άλλα, εσφαλμένη τη σχετική απόφαση του δικαστηρίου ούτε ο λόγος αυτός στοιχειοθετεί αφ' εαυτού βάσιμο λόγο έφεσης.
Το δεύτερο παράπονο του εφεσείοντος σχετίζεται με τη διεξαγωγή της δίκης και την κατ' ισχυρισμό κάθοδο του δικαστή στο πεδίο της αντιδικίας. Η ανάμειξη του δικαστή στην αντιδικία εκδηλώθηκε, ως η εισήγηση, μετά το πέρας της μαρτυρίας του κατηγορουμένου με την υποβολή σειράς ερωτήσεων εξεταστικού χαρακτήρα. Θεώρηση αυτού του μέρους του πρακτικού τείνει να αποκαλύψει ότι οι ερωτήσεις υποβλήθηκαν σε στάδιο κατά το οποίο μπορεί να υποβληθούν ερωτήσεις που αποβλέπουν στη διευκρίνιση πτυχών της μαρτυρίας του καταθέτοντος, ήταν περιορισμένες σε αριθμό (επτά) και δεν είχαν ως αντικείμενο την εισαγωγή νέου θέματος.
Στο σημείο αυτό δεν είναι άσκοπο να υπομνήσουμε τα όσα λέχθηκαν στην Evangelou & Another v. Ambizas and Another (1982) 1 C.L.R. 41, στη σ.62, στο επίμαχο θέμα:
«Α judge must invariably distance himself from the conflict that unfolds before him and maintain strictly his arbitral position throughout the proceedings. (See, Jones v. National Coal Board [1957] 2 All E.R. 155, and Yianni v. Yianni [1966] 1 All E.R. 231). Any departure from this stance of aloofness may compromise, in the eyes of the litigants, as well as third parties, his impartiality.»
Στην πρόσφατη απόφαση του Αγγλικού Εφετείου R. v. Tuegel [2000] 3 All E.R. 872, υπογραμμίστηκε ότι ενώ είναι καθήκον του δικαστή να επιζητεί τη διευκρίνηση ασαφών πτυχών της μαρτυρίας κατά το δυνατό ευθύς μετά την αποτύπωση της ασάφειας, άλλο τόσο είναι καθήκον του να αποφεύγει να υποβάλλει ερωτήσεις εξεταστικού περιεχομένου που να τον φέρουν να κατέρχεται στην αρένα της αντιδικίας - (βλ., επίσης, Σιλβέστρου ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 151 και Δημητρίου ν. Γαβριήλ, Πολιτική Έφεση Αρ. 10511, 21/4/2000).
Η κάθοδος του δικαστή στην αρένα της δίκης τείνει να διασαλεύσει το πεδίο της αντιδικίας και να αποδυναμώσει τη θέση του ως του αποστασιοποιημένου κριτή των επιδίκων θεμάτων. Στην προκείμενη περίπτωση, ο δικαστής δεν υπερέβη το μέτρο. Οι ερωτήσεις που υποβλήθηκαν από το δικαστήριο είχαν, κατ' εξοχή, διευκρινιστικό χαρακτήρα. Δόθηκε δε η ευκαιρία στους αντιδίκους να υποβάλουν, μετά τις ερωτήσεις του δικαστηρίου, οποιεσδήποτε συμπληρωματικές ερωτήσεις ήθελαν. Καμιά από τις δύο πλευρές δεν είχε άλλες ερωτήσεις. Το παράπονο του εφεσείοντος, σ' αυτό το σημείο, δεν ευσταθεί.
Κεντρική θέση του εφεσείοντος είναι ότι η ποινική του ευθύνη στις κατηγορίες που αποτέλεσαν το αντικείμενο της δίκης δεν διαπιστώθηκε μέσα σε εύλογο χρόνο κατ' αντίθεση προς τα εχέγγυα της δίκαιης δίκης ως καθορίζονται στο Άρθρο 30.2 του Συντάγματος. Έρεισμα για τη θέση του αντλήθηκε από σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, πρωτίστως από την Ευσταθίου (ανωτέρω). Στην υπόθεση εκείνη το δικαστήριο ακύρωσε την καταδίκη του εφεσείοντος για το λόγο ότι η ποινική του ευθύνη δεν διαπιστώθηκε μέσα σε εύλογο χρόνο. Το ακόλουθο απόσπασμα από την Ευσταθίου υποδηλώνει την προσέγγιση του δικαστηρίου για τις επιπτώσεις που ενέχει απόκλιση από το εχέγγυο της διάγνωσης της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου μέσα σε εύλογο χρόνο: (σ.303)
«Τέλος τα χρονικά πλαίσια τα οποία παρέχονται από το Δικαστήριο για την εκδίκαση της υπόθεσης και ο χρόνος μέσα στον οποίο ολοκληρώνεται η δίκη αποτελούν ουσιώδη, ίσως τον ουσιωδέστερο, παράγοντα στον καθορισμό του ευλόγου του χρόνου που απαιτήθηκε για την αποπεράτωση της διαδικασίας. Για τους λόγους που έχουν ενωρίτερα αναφερθεί, η υπόθεση αναβλήθηκε επανειλημμένα χωρίς βάσιμο λόγο και χωρίς υπαιτιότητα του κατηγορουμένου. Ενόψει των διαπιστώσεων στις οποίες έχουμε προβεί κρίνουμε ότι η ποινική ευθύνη του εφεσείοντα δεν προσδιορίστηκε μέσα σε εύλογο χρόνο κατά παράβαση του συνταγματικού δικαιώματος που κατοχυρώνει το άρθρο 30.2. Το συμπέρασμα αυτό οδηγεί στην ακύρωση της καταδίκης καθώς και της διαδικασίας στο σύνολό της περιλαμβανομένου του διατάγματος για τη σύλληψη του εφεσείοντα και την κατάσχεση της εγγύησής του.»
Στην ίδια υπόθεση το δικαστήριο πραγματεύεται τους παράγοντες που υπεισέρχονται στον προσδιορισμό του εύλογου του χρόνου διαπίστωσης της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου.* Διασαφηνίζεται ότι:
«Αφετηρία για την επιμέτρηση του χρόνου αποτελεί η ημέρα σύλληψης ή καταγγελίας του κατηγορουμένου.»
Οι άλλοι παράγοντες οι οποίοι επενεργούν στον καθορισμό του εύλογου του χρόνου είναι το περίπλοκο της υπόθεσης και η συμπεριφορά των διαδίκων. Παραβίαση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο Άρθρο 30.2 του Συντάγματος υπογραμμίζεται, καθιστά τη διαδικασία άκυρη στην ολότητά της.
Στην προκείμενη υπόθεση ο χρόνος άρχισε να προσμετρά από το 1993 που καταγγέλθηκε η υπόθεση στις αστυνομικές αρχές. Στην Ευσταθίου ο εφεσείων καταγγέλθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1987, ότι οδηγούσε μή εγγεγραμμένο αυτοκίνητο. Η δίκη ολοκληρώθηκε στις 3ης Ιανουαρίου 1990. Στην προκείμενη υπόθεση παρήλθαν περισσότερο από έξι χρόνια για την ολοκλήρωση της δίκης αφότου έγινε η καταγγελία και πέντε χρόνια αφότου η υπόθεση άχθηκε ενώπιον του δικαστηρίου. Μεσολάβησε ένας περίπου χρόνος μεταξύ καταγγελίας και προσαγωγής του παραβάτη στο δικαστήριο. Περίπου ανάλογο ήταν το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των δύο γεγονότων και στην Ευσταθίου, (έντεκα μήνες). Στην Ευσταθίου, η υπόθεση αναβλήθηκε πέντε φορές πριν την αποπεράτωση της δίκης. Στην παρούσα υπόθεση η δίκη αναβλήθηκε περίπου πενήντα-πέντε φορές σε δεκαεννέα από τις οποίες μετά από αίτημα της κατηγορούσας αρχής.
Άλλο στοιχείο το οποίο λαμβάνεται υπόψη είναι το περίπλοκο της υπόθεσης. Παρ' όλο που οι κατηγορίες στην παρούσα υπόθεση είναι πλέον σοβαρές από εκείνες στην Ευσταθίου καμιά από τις δύο υποθέσεις δεν ήταν περίπλοκη.
Και στο πεδίο της πολιτικής δικαιοδοσίας ανάλογη υπήρξε η προσέγγιση του δικαστηρίου στη θεώρηση των επιπτώσεων εκτροπής από το εύλογο του χρόνου στη διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων των διαδίκων. Στη Βίκτωρος (ανωτέρω) ειπώθηκε: (σ.519)
«Η λειτουργία της δικαστικής εξουσίας έξω ή κατά παράβαση του άρθρου 30.2 καθιστά το έργο της δικαιοσύνης ατελέσφορο και την απόφαση άκυρη.»
Δεν θα αναφερθούμε στη νομολογία η οποία άπτεται παραβιάσεων των δικαιωμάτων που κατοχυρώνουν τα Άρθρα 30.3 (διάδικος) και 12.5 (κατηγορούμενος) του Συντάγματος, συνυφασμένων με τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης, οι οποίες εξετάστηκαν στη Δημοκρατία v. Ford (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232.* Θα αναφερθούμε όμως σε δύο άλλες αποφάσεις που διαφωτίζουν για τις συνέπειες παρέκκλισης από ένα άλλο από τα εχέγγυα της δίκαιης δίκης που καθορίζει το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, εκείνο της αιτιολόγησης των δικαστικών αποφάσεων.
Στην Εταιρεία Παφίτη & Ιορδάνου Κοντράκτορς Λτδ κ.ά. ν. Α. Σ. Στασής Εστέϊτς Κο. Λτδ. (1998) 1 Α.Α.Δ. 916 το εφετείο παραμέρισε την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου για το λόγο ότι δεν ήταν αιτιολογημένη και κατά συνέπεια αφίστατο των εχέγγυων της δίκαιης δίκης, τα οποία καθορίζει το Άρθρο 30.2. Ανάλογη υπήρξε η κατάληξη του δικαστηρίου ως προς τις συνέπειες αναιτιολόγητης δικαστικής απόφασης στην Κώστας Γλυκύς ν. Δήμου Λεμεσού (1998) 1 Α.Α.Δ. 2319.
Τέλος στην Αίτηση Ευθύβουλου Λιασίδη (1999) 1 Α.Α.Δ. 185 επαναλαμβάνεται ότι:
«Η δίκη καθίσταται άδικη, εάν η ποινική ευθύνη του κατηγορουμένου διαπιστωθεί έξω από τα θέσμια της δίκαιης δίκης ή κατ΄ αντίθεση προς τα δικαιώματα υπεράσπισης του κατηγορουμένου, που εξασφαλίζονται από τα Άρθρα 12.5 και 30.3 του Συντάγματος.»
Η κα. Ζαχαριάδου ευθέως αναγνώρισε ότι υπήρξε καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης. Παράλληλα επεσήμανε ότι η καθυστέρηση λήφθηκε υπόψη ως μετριαστικός παράγοντας στην επιμέτρηση της ποινής. Δεν συμφώνησε όμως ότι υπήρξε καθυστέρηση τέτοια που να έχει εκτρέψει τη διαδικασία από τα θέσμια της δίκαιης δίκης.
Κάτω από όποιο φακό και αν ήθελε κριθεί η καθυστέρηση της διάγνωσης της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου στις κατηγορίες που προσάφθηκαν εναντίον του, η κρίση του Δικαστηρίου δεν θα μπορούσε να ήταν άλλη από το ότι η ποινική ευθύνη του δεν διαπιστώθηκε μέσα σε εύλογο χρόνο. Στην πραγματικότητα η ποινική ευθύνη του κατηγορουμένου κρίθηκε μακράν της συνταγματικής υποχρέωσης για τη διαπίστωσή της μέσα σε εύλογο χρόνο.
Η υπόθεση δεν ήταν περίπλοκη. Συνολικά κατέθεσαν επτά μάρτυρες για την κατηγορούσα αρχή, μερικοί των οποίων πολύ σύντομοι και εκτός από τον εφεσείοντα, τέσσερις σύντομοι μάρτυρες για την υπεράσπιση. Με τον κατάλληλο προγραμματισμό η ακρόαση της υπόθεσης θα μπορούσε να αποπερατωθεί μέσα σε σύντομο χρόνο. Αντί τούτου η υπόθεση εξελίχθηκε σε μια ατέρμονη διαδικασία αφήνοντας τη διαπίστωση της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου στη δίνη του χρόνου· αγνοώντας το δικαίωμα του ανθρώπου να μάθει αν κρίνεται ένοχος ή αθώος, τόσο σημαντικό για την υπόστασή του.
Εκτροπή από τα θέσμια της δίκαιης δίκης, όπως καθορίζονται στο Άρθρο 30.2 του Συντάγματος επάγεται την ακυρότητα της διαδικασίας. Εφόσον οι ατέλειες στην απονομή της δικαιοσύνης μπορεί να θεραπευθούν με την επανάληψη της δίκης, διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης, όχι όμως όπου τούτο δεν είναι δυνατό. Όπως υπογραμμίστηκε από τη Δικαστική Επιτροπή του Ανακτοβουλίου (Privy Council), στην Βell v. DPP of Jamaica [1985] 2 All E.R. 585 αναφορικά με τις συνέπειες εκτροπής από τα συνταγματικά θέσμια για την διαπίστωση της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου μέσα σε εύλογο χρόνο που κατοχυρώνει το σύνταγμα της Ιαμαϊκής, κατά όμοιο τρόπο προς το Κυπριακό Σύνταγμα:
«If the constitutional rights of the appellant had been infringed by failing to try him within a reasonable time, he should not be obliged to prepare for a retrial which must necessarily be convened to take place after an unreasonable time.» (σελ. 587)
Η έφεση επιτρέπεται. Η δίκη ακυρώνεται. Η καταδίκη του εφεσείοντος παραμερίζεται. Δεν χωρεί αναδίκαση της ποινικής υπόθεσης.
Η έφεση επιτρέπεται.