ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 2 ΑΑΔ 415
28 Νοεμβρίου, 1997
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ALEXANDER GARKAVKA KAI AΛΛOΣ,
Εφεσείοντες,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 6403, 6404)
Ποινική Δικονομία — Εξασφάλιση απόλυσης υπόδικου με εγγύηση υπό όρους — Ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος, Κεφ. 155 Άρθρα 157 και 158 — Διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου — Εφαρμοστέες αρχές.
Οι εφεσείοντες είναι αλλοδαποί. Ο πρώτος αντιμετώπιζε κατηγορία για πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης και ο δεύτερος για επίθεση προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη και παράνομη παραμονή στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το Δικαστήριο ασκώντας τις εξουσίες του δυνάμει των Άρθρων 157 και 158 του Κεφ. 155, τους απόλυσε μέχρι την ημερομηνία της δίκης υπό τους εξής όρους:
α) Παράδοση του διαβατηρίου τους στην Αστυνομία.
β) Τοποθέτηση των ονομάτων τους στον κατάλογο των προσώπων των οποίων απαγορεύεται η έξοδος από την Κύπρο.
γ) Κατάθεση ποσού εκ ΛΚ1000 ο καθένας ως εγγύηση και παροχή πρόσθετης προσωπικής εγγύησης μαζί με ένα αξιόχρεο εγγυητή για το ποσόν των ΛΚ4.000.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση της απόλυσής τους υπό όρους και αμφισβήτησαν το είδος των όρων που επιβλήθηκαν. Αναφέρθηκε εκ μέρους τους ότι η κακή οικονομική τους κατάσταση τους στερούσε τη δυνατότητα να συμμορφωθούν με αυτούς και επίσης ότι παραβιάσθηκαν τα συνταγματικά τους δικαιώματα.
Το Εφετείο αφού αναφέρθηκε στις αρχές που διέπουν την υποχρέωση του Δικαστηρίου για διασφάλιση της προσέλευσης κατηγορουμένου στο Δικαστήριο την ημέρα της δίκης, επέτρεψε μερικώς την έφεση και αποφάνθηκε ότι:
Οι όροι α) και β) ήταν οι ελάχιστοι που θα μπορούσαν να τεθούν στους εφεσείοντες υπό τις περιστάσεις. Οι προσωπικές συνθήκες των υποδίκων λαμβάνονται υπόψη στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, σε συνάρτηση πάντα με την πρόγνωση για την προσέλευση του κατηγορουμένου κατά την ημέρα της δίκης, που συνιστά το βασικό κριτήριο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Η υποχρέωση του Δικαστηρίου για διασφάλιση της προσέλευσης των εφεσειόντων, κατά την ημέρα της δίκης, μπορούσε να εκπληρωθεί ικανοποιητικά χωρίς τον όρο καταβολής σε μετρητά του ποσού των ΛΚ1.000. Ως εκ τούτου ο όρος αυτός δεν μπορεί να υποστηριχθεί και ακυρώνεται.
H έφεση επιτρέπεται μερικώς.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Rodosthenous and Another v. Police 1961 C.L.R. 50,
Papakleovoulou v. Police (1978) 2 C.L.R. 446,
Attorney General v. Mehmet (1966) 2 C.L.R. 12,
Loukaides v. Police (1988) 2 C.L.R. 119.
Έφεση.
Έφεση από τους Alexander Garkavka και Igor Kovshiariov εναντίον του διατάγματος που εκδόθηκε από το Eπαρχιακό Δικαστήριο Πάφου (Παπαμιχαήλ, E.Δ.) (Ποινική Yπόθεση Aρ. 10261/97) ημερομηνίας 10 Oκτωβρίου, 1997 για απόλυση τους υπό τους εξής όρους μέχρι την ημερομηνία της δίκης:
α) Παράδοση του διαβατηρίου τους και κάθε άλλου ταξιδιωτικού εγγράφου που κατέχουν, στην Aστυνομία.
β) Tοποθέτηση των ονομάτων τους στον κατάλογο των προσώπων των οποίων απαγορεύεται η έξοδος από την Kύπρο.
γ) Kατάθεση στο Πρωτοκολλητείο του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου μετρητά ΛK1000 ο καθένας ως εγγύηση "και οι ίδιοι μαζί με ένα αξιόχρεο κύπριο εγγυητή θα εγγυηθούν για ΛK4000 την παρουσία τους στο δικαστήριο".
Μ. Μιχαηλίδης, για τους Eφεσείοντες.
Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κραμβής.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες είναι αλλοδαποί. Στις 10.10.1997 ενώ τελούσαν υπό αστυνομική κράτηση μεταφέρθηκαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου και απαγγέλθηκαν εναντίον τους κατηγορίες για διάπραξη ποινικών αδικημάτων. Οι κατηγορίες περιέχονται σε κοινό κατηγορητήριο. Ο πρώτος εφεσείων κατηγορήθηκε για πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης κατά παράβαση του άρθρου 231 του Ποινικού Κώδικα και ο δεύτερος εφεσείων κατηγορήθηκε για επίθεση προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη κατά παράβαση του άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα και για παράνομη παραμονή στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας κατά παράβαση σχετικών διατάξεων και κανονισμών του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε.
Οι εφεσείοντες αρνήθηκαν ενοχή στις κατηγορίες και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 22.10.1997 και εν συνεχεία στις 4.12.1997.
Το δικαστήριο ενασκώντας τις εξουσίες που παρέχουν τα άρθρα 157 και 158 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 απόλυσε τους εφεσείοντες μέχρι την ημερομηνία της δίκης υπό τους εξής όρους:
(α) Παράδοση του διαβατηρίου τους και κάθε άλλου ταξιδιωτικού εγγράφου που κατέχουν στην Αστυνομία.
(β) Τοποθέτηση των ονομάτων τους στον κατάλογο των προσώπων των οποίων απαγορεύεται η έξοδος από την Κύπρο.
(γ) Κατάθεση στο Πρωτοκολλητείο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου μετρητά ΛΚ1000 ο καθένας ως εγγύηση "και οι ίδιοι μαζί με ένα αξιόχρεο κύπριο εγγυητή θα εγγυηθούν για ΛΚ4000 την παρουσία τους στο δικαστήριο".
Με τις δύο αυτές εφέσεις, οι εφεσείοντες προσβάλλουν ο καθένας χωριστά την απόφαση του δικαστηρίου για την υπό όρους απόλυσή τους. Οι εφέσεις εκδικάστηκαν ταυτόχρονα λόγω ταυτότητας γεγονότων και νομικών σημείων που εγείρονται.
Προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ο όρος για καταβολή ΛΚ1000 σε μετρητά από τον κάθε εφεσείοντα χωριστά και συνάμα η παροχή πρόσθετης προσωπικής εγγύησης μαζί με ένα αξιόχρεο εγγυητή για το ποσό των ΛΚ4000 κατέστησε εκ των πραγμάτων ανέφικτη την συμμόρφωση των εφεσειόντων προς τους όρους που έθεσε το δικαστήριο για λόγους οι οποίοι αναφέρονται στην οικονομική τους κατάσταση και τις εν γένει προσωπικές τους συνθήκες με αποτέλεσμα να παραμείνουν τελικά υπό κράτηση.
Οι εφεσείοντες για πρώτη φορά διατείνονται πως λόγω της κακής οικονομικής τους κατάστασης δεν παρεχόταν σ' αυτούς η δυνατότητα να καταβάλουν ο καθένας σε μετρητά το ποσό των ΛΚ1000 και πως κανένας κύπριος αξιόχρεος εγγυητής δεν ήταν διατεθειμένος να εγγυηθεί την πληρωμή ΛΚ4000 σε περίπτωση παράβασης των όρων απόλυσής τους που έθεσε το δικαστήριο.
Αναφέρθηκε εκ μέρους των εφεσειόντων πως και οι δύο στερούνται περιουσίας και εισοδημάτων και ότι ο δεύτερος είναι άνεργος. Ο πρώτος εφεσείων κατόπιν καταβολής οφειλομένων μισθών του από τον κύπριο εργοδότη του κατέθεσε μεταγενέστερα το ποσό των ΛΚ1000 στον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου και μετά από παραχώρηση εγγύησης για το ποσό των ΛΚ4000 από το δικηγόρο που τον εκπροσωπεί ο πρώτος εφεσείων αφέθηκε τελικά ελεύθερος. Ωστόσο, η συνέχιση της παρούσας κατάστασης πραγμάτων καθόσον αφορά τον πρώτο εφεσείοντα είναι αβέβαιη εφόσον για λόγους που έχουν εξηγηθεί είναι ορατή η πιθανότητα απόσυρσης της εγγύησης από τον εγγυητή - συνήγορό του. Σε περίπτωση που θα σημειωθεί μια τέτοια εξέλιξη, ο πρώτος εφεσείων αναπόφευκτα θα τεθεί ξανά υπό κράτηση εφόσον δεν προδιαγράφεται καμιά πιθανότητα εξεύρεσης άλλου προσώπου πρόθυμου να τον εγγυηθεί.
Προβάλλεται ακόμα ο ισχυρισμός πως οι όροι που έθεσε το δικαστήριο για παράδοση των διαβατηρίων και άλλων ταξιδιωτικών εγγράφων των εφεσειόντων στις αστυνομικές αρχές καθώς και η καταχώρηση των ονομάτων τους στον κατάλογο προσώπων των οποίων απαγορεύεται η έξοδος από την Κύπρο αντίκειται προς διατάξεις του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο ισχυρισμός περί καταστρατήγησης δικαιωμάτων κατοχυρωμένων από το Σύνταγμα διατυπώθηκε γενικά και αόριστα χωρίς συγκεκριμένη αναφορά ή εξειδίκευση έτσι ώστε να υπάρχει βάθρο εξέτασης θέματος πάνω σε πραγματικές διαστάσεις. Η οποιαδήποτε προσπάθεια ακαδημαϊκής συζήτησης παρέλκει του σκοπού της έφεσης.
Το δικαστήριο έχει υποχρέωση να διασφαλίσει την προσέλευση του κατηγορουμένου στο δικαστήριο την ημέρα της δίκης. Βλ. Lefkios Rodosthenous and Another v. The Police 1961 C.L.R. 50, και Papakleovoulou v. The Police (1978) 2 C.L.R. 446. Αυτή η υποχρέωση εκπληρώνεται από το δικαστήριο είτε με την έκδοση διαταγής κράτησης του κατηγορουμένου μέχρι την ημέρα της δίκης είτε με την απόλυσή του χωρίς όρους με οδηγίες να παρουσιαστεί την ημέρα της δίκης είτε με την απόλυση του κατηγορουμένου υπό όρους, το είδος των οποίων θα παρέχει κατά σοβαρή πιθανολόγηση το εχέγγυο προσέλευσης του κατηγορουμένου στο δικαστήριο κατά την ορισθείσα δικάσιμο.
Στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο κρίνει ότι η υπό όρους απόλυση κατηγορουμένου δυνητικά διασφαλίζει την παρουσία του κατά την ημέρα της δίκης τότε το δικαστήριο θα πρέπει να επιλέξει τους πιο κατάλληλους υπό τις περιστάσεις όρους λαμβάνοντας προς τούτο υπόψη τις περιβάλλουσες πραγματικές περιστάσεις μία προς μία αλλά και στο σύνολό τους σε συνάρτηση προς τα νομολογημένα κριτήρια και τις σχετικές αρχές δικαίου. Η εξουσία του δικαστηρίου είναι εν προκειμένω διακριτική. Βλ. The Attorney General of the Republic v. Yousouf Mehmet (1966) 2 C.L.R. 12. Αυτή η εξουσία πρέπει να ασκείται λογικά και όχι αυθαίρετα. Οι σχετικοί παράγοντες πρέπει να σταθμίζονται και όσο τούτο είναι δυνατό να εξισορροπούνται. Τα ατομικά δικαιώματα νόμιμα υποχωρούν άλλοτε σε μικρότερο και άλλοτε σε μεγαλύτερο βαθμό μπροστά στην ανάγκη η οποία εκπηγάζει από το δημόσιο συμφέρον για την ομαλή λειτουργία και ορθή απονομή της δικαιοσύνης.
Στην προκειμένη περίπτωση δεν αμφισβητείται η ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου δικαστή για απόλυση των κατηγορουμένων υπό όρους. Εκείνο που αμφισβητείται είναι το είδος των όρων που επιβλήθηκαν και αυτή η αμφισβήτηση εστιάζεται μόνο στους όρους για παράδοση των διαβατηρίων και ταξιδιωτικών εγγράφων των κατηγορουμένων στην αστυνομία και στην καταχώρηση των ονομάτων τους στον κατάλογο των προσώπων των οποίων απαγορεύεται η έξοδος από την Κύπρο. Υπό αμφισβήτηση είναι και το ύψος του ποσού της εγγύησης που καθορίστηκε στις ΛΚ4000 καθώς και στον όρο για συνεγγύηση από κύπριο αξιόχρεο εγγυητή. Αμφισβητείται επίσης ο όρος για κατάθεση ποσού ΛΚ1000 σε μετρητά από τον κάθε εφεσείοντα.
Καθόσον αφορά το πρώτο ζήτημα που άπτεται των όρων για παράδοση των διαβατηρίων και ταξιδιωτικών εγγράφων στην αστυνομία καθώς και την καταχώριση των ονομάτων των εφεσειόντων στον κατάλογο των προσώπων των οποίων απαγορεύεται η έξοδος από την Κύπρο η αμφισβήτηση της ορθότητας της κρίσης του δικαστηρίου είναι εντελώς ανεδαφική. Οι όροι αυτοί ήταν οι ελάχιστοι που θα μπορούσαν να τεθούν στους εφεσείοντες υπό τις περιστάσεις. Οι προσωπικές συνθήκες των υποδίκων λαμβάνονται υπόψη στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου πάντa βέβαια σε συνάρτηση προς το βασικό κριτήριο που διέπει την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου που είναι η πρόγνωση για την προσέλευση του κατηγορουμένου κατά την ημέρα της δίκης. Βλ. μεταξύ άλλων Loukaides v. The Police (1988) 2 C.L.R. 119.
Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι οι όροι που αφορούν τις χρηματικές εγγυήσεις εκ των πραγμάτων απέβησαν γι' αυτούς καταπιεστικοί αφενός λόγω της πραγματικής αδυναμίας τους να καταθέσουν σε μετρητά το ποσό των ΛΚ1000 ο καθένας και αφετέρου λόγω της αδυναμίας να εξεύρουν πρόθυμο συνεγγυητή για το ποσό των ΛΚ4000.
Στην προκειμένη περίπτωση ο όρος που έθεσε το δικαστήριο για πληρωμή από τον κάθε εφεσείοντα ποσού ΛΚ1000 σε μετρητά παράλληλα προς τον όρο για προσωπική εγγύηση με συνεγγυητή αξιόχρεο κύπριο εγγυητή προδιέγραψε το αποτέλεσμα. Η κράτηση των εφεσειόντων κατέστη αναπόφευκτη λόγω της πραγματικής αδυναμίας τους να ανταποκριθούν θετικά και να συμμορφωθούν με τους όρους που τέθηκαν.
Οι όροι που αφορούν τις εγγυήσεις συνεκτιμώμενοι στο σύνολό τους και σε συνάρτηση προς τις προσωπικές περιστάσεις των εφεσειόντων και ιδιαίτερα προς την οικονομική τους κατάσταση καθώς και προς τους άλλους σχετικούς παράγοντες οι οποίοι προσμετρούν κρίνονται ως καταπιεστικοί. Το αποτέλεσμα που προέκυψε εξαιτίας της αδυναμίας συμμόρφωσης των εφεσειόντων προς τους όρους που τέθηκαν είναι εκείνο που ο πρωτόδικος δικαστής θέλησε από την αρχή να αποφύγει. Το δικαστήριο κατά την επιβολή του όρου για κατάθεση ποσού ΛΚ1000 σε μετρητά από τον κάθε εφεσείοντα παρέβλεψε εντελώς την πραγματική αδυναμία των εφεσειόντων να ανταποκριθούν θετικά και να συμμορφωθούν με το συγκεκριμένο όρο. Η υποχρέωση του δικαστηρίου για διασφάλιση της προσέλευσης των εφεσειόντων στο δικαστήριο κατά την ημέρα της δίκης μπορούσε να εκπληρωθεί ικανοποιητικά χωρίς τον όρο καταβολής σε μετρητά του ποσού των ΛΚ1000. Ο όρος αυτός ήταν αντινομικός προς τη βασική θέση του δικαστηρίου ότι δεν εδικαιολογείτο η κράτηση των εφεσειόντων χωρίς να προσθέτει οτιδήποτε το ουσιαστικό στους όρους για τη διασφάλιση της παρουσίας τους στη δίκη. Ο όρος αυτός δεν μπορεί να υποστηριχθεί και ακυρώνεται.
Η έφεση επιτρέπεται μερικώς.
Η έφεση επιτρέπεται μερικώς.