ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αρχείο σε μορφή PDF - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1989) 2 ΑΑΔ 285

24 Οκτωβρίου, 1989

(ΣΑΒΒΙΔΗΣ, ΚΟΥΡΡΗΣ, ΠΟΓΙΑΤΖΙΗΣ, Δ.Δ.)

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

 ν.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

 (Ποινική Έφεση Αρ. 5160).

Ποινή — Πλαστογραφία τραπεζικής επιταγής, κυκλοφορία  της πλαστής επιταγής, απόσπαση εμπορευμάτων με ψευδείς παραστάσεις, εξασφάλιση πίστωσης από μη αποκατασταθέντα πτωχεύσαντα — Τα Θύματα ζημιώθηκαν συνολικά £3,000 — Η πλαστογραφία αφορούσε υπογραφή της συζύγου του εφεσείοντα, η οποία τον είχε προηγουμένως εγκαταλείψει — Οκτώ   παρόμοια  εγκλήματα  λήφθηκαν   υπόψη—Ο  εφεσείων είχε παρόμοιο προηγούμενο — Ως ελαφρυντικά επικαλέσθη μεταμέλεια και την ψυχολογική του κατάσταση — Συντρέχουσες ποινές φυλακίσεως 3 ετών σε κάθε μία από τις δύο πρώτες κατηγορίες και ενός έτους σε κάθε μια από τις δύο τελευταίες — Δεν είναι υπερβολικές — Μάλλον μπορεί να λεχθή ότι η βαρύτητα που δόθηκε στις ελαφρυντικές περιστάσεις ήταν γενναιόδωρη.

Ποινή — Αρχές που διέπουν επέμβαση του Εφετείου.

Τα γεγονότα της υποθέσεως αυτής προκύπτουν ικανοποιητικά από τις πιο πάνω σημειώσεις.

Η έφεση απορρίπτεται. Αναφερόμενες αποφάσεις:

Hamtaz v. The Republic (1988) 2 C.L.R. 201.

Έφεση κατά της ποινής.

 Έφεση κατά της ποινής από τον Κωνσταντίνο Μιχαηλίδη που καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας

 Αρ. Υπόθεσης 16078/89) στις 28 Ιουνίου 1989 στην κατηγορία πλαστογραφίας τραπεζικής επιταγής κατά παράβαση των άρθρων 331,333(δ)(ι) και 336 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, στην κατηγορία κυκλοφορίας πλαστής επιταγής κατά παράβαση των άρθρων 331, 333(δ)(ι), 336 και 339 του Ποινικού Κώδικα, στην κατηγορία απόσπασης εμπορευμάτων με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση των άρθρων 297 και 298 του Ποινικού Κώδικα και στην κατηγορία εξασφάλισης πίστωσης από μή αποκατασταθέντα πτωχεύσαντα κατά παράβαση των άρθρων 2 και 117(α) του Περί Πτωχεύσεως Νόμου Κεφ. 5 και στον οποίο επεβλήθησαν από τον Προσ. Πρ. Επ. Δικ. Λαούτα, τον Προσ. Αν. Επ. Δικ. Ηλιάδη, και τον Επ. Δικ. Αρέστη συντρέχουσες ποινές φυλακίσεως 3 ετών στη πρώτη και δεύτερη κατηγορία και 1 έτους στη τρίτη και τέταρτη κατηγορία.

Ο Εφεσείων παρουσιάζεται αυτοπροσώπως.

Γ. Φράγκου (Κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας Β, για την εφεσίβλητη.

ΣΑΒΒΙΔΗΣ Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Ι. Πογιατζής.

ΠΟΓΙΑΤΖΗΣ Δ.: Κατόπιν της δικής του παραδοχής ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος από το Εαρινό Κακουργιοδικείο Λευκωσίας στις εξής τέσσερις κατηγορίες: 1) Πλαστογραφία τραπεζικής επιταγής· 2) κυκλοφορία της πλαστής επιταγής· 3) απόσπαση εμπορευμάτων με ψευδείς παραστάσεις· και 4) εξασφάλιση πίστωσης από μη αποκατασταθέντα πτωχεύσαντα. Αφού άκουσε τα γεγονότα από τον ευπαίδευτο εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής και όλα όσα λέχθηκαν από τον ευπαίδευτο συνήγορο του κατηγορουμένου για μετριασμό της ποινής και αφού έλαβε υπόψη του Κοινωνική Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας που κατατέθηκε κατόπιν δικής του επιθυμίας, το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον εφεσείοντα στις 28 Ιουνίου 1989 συντρέχουσες ποινές άμεσης φυλάκισης διάρκειας τριών χρόνων στην κάθε μια από τις πρώτες δυο κατηγορίες και διάρκειας ενός χρόνου στην κάθε μια από τις δυο τελευταίες κατηγορίες. Στην επιβολή των πιο πάνω ποινών λήφθηκαν υπόψη οκτώ άλλες εκκρεμείς υποθέσεις εναντίον του εφεσείοντα, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 81 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, οι οποίες αφορούσαν στην πλειοψηφία τους παρόμοιας μορφής αδικήματα.

Με την παρούσα έφεσή του που καταχώρησε χωρίς νομική συμβουλή και υποστήριξε ενώπιον μας αυτοπροσώπως, ο εφεσείων προσβάλλει τις επιβληθείσες σ' αυτόν ποινές ισχυριζόμενος ότι είναι έκδηλα υπερβολικές.

Τα ουσιώδη παραδεκτά γεγονότα που συνθέτουν την εικόνα της διάπραξης των αδικημάτων και του προσώπου του εφεσείοντα είναι σε συντομία τα εξής: Ο εφεσείων είναι ηλικίας τριάντα χρόνων, νυμφευμένος και πατέρας ενός τέκνου. Ασκούσε το επάγγελμα του παραγγελιοδόχου μέχρι που κηρύχθηκε σε πτώχευση στις 14 Ιανουαρίου 1987. Η σύζυγος του τον εγκατέλειψε περί το τέλος του 1988. Οι γονείς του είναι εύποροι αλλά φαίνεται ότι τον έχουν απαρνηθεί. Στη διάρκεια του ομαλού συζυγικού του βίου η σύζυγος του διατηρούσε τραπεζικό λογαριασμό στην Τράπεζα Κύπρου και του παραχώρησε δικαίωμα να υπογράφει ο ίδιος σαν εκδότης τις επιταγές του λογαριασμού της. Ο τραπεζικός αυτός λογαριασμός είχε παραμείνει αδρανής για μεγάλο χρονικό διάστημα πριν το χωρισμό της οικογένειας. Όταν εγκατέλειψε τη συζυγική οικία η σύζυγος αμέλησε να πάρει μαζί της το βιβλιάριο των επιταγών της.

Στις 21 Ιανουαρίου 1989, χωρίς να αποκαλύψει ότι ήταν σε κατάσταση πτώχευσης και δεν είχε αποκατασταθεί, ο εφεσείων εξασφάλισε πίστωση £300 αξία ενός βίντεο που αγόρασε από το κατάστημα ηλεκτρικών ειδών του παραπονουμένου. Τρείς μέρες αργότερα ο εφεσείων αγόρασε από το ίδιο κατάστημα τρία βίντεο αξίας £840 τα οποία πλήρωσε με την επιταγή 465317 από το βιβλιάριο επιταγών της συζύγου του της οποίας είχε πλαστογραφήσει την υπογραφή. Η Τράπεζα Κύπρου επέστρεψε την επιταγή στον εκδότη της.

Στις 4 Μαρτίου 1989 η Αστυνομία συνέλαβε τον εφεσείοντα με δικαστικό ένταλμα. Την ίδια μέρα ο εφεσείων έκαμε θεληματική κατάθεση στην οποία παραδέχτηκε τη διάπραξη των αδικημάτων.

Ο Εφεσείων δεν έχει λευκό παρελθόν. Το ποινικό του μητρώο βαρύνεται με προηγούμενη καταδίκη για παρόμοια αδικήματα. Οι παραπονούμενοι στις διάφορες υποθέσεις εναντίον του εφεσείοντα ζημιώθηκαν συνολικό ποσό σχεδόν £3,000 το οποίο δεν τους έχει επιστραφεί μέχρι σήμερα.

Όταν το Κακουργιοδικείο επέβαλλε σ' αυτόν την υπό έφεση ποινή, ο εφεσείων εξέτιε ποινή φυλάκισης δεκαπέντε μηνών που του επέβαλε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 25 Απριλίου 1989.

Στην αγόρευση του ενώπιον του Κακουργιοδικείου για μετριασμό της ποινής ο ευπαίδευτος συνήγορός του είχε τονίσει ιδιαίτερα ότι ο εφεσείων είχε ενεργήσει κάτω από την πίεση της μεγάλης οικονομικής ανάγκης και ψυχικής απογοήτευσης για την απόρριψη του από τους γονείς και τη σύζυγό του.

Έχουμε επανειλημμένα τονίσει σε παρόμοιας φύσης εφέσεις ότι η επιμέτρηση και επιβολή της αρμόζουσας ποινής εμπίπτει στη δικαιοδοσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ότι το Εφετείο επεμβαίνει μόνο στις περιπτώσεις που διαπιστώνει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε κάτω από πλάνη αναφορικά είτε με τα γεγονότα είτε με το νόμο' ή ότι επηρεάστηκε από θέματα που δεν επηρεάζουν την ποινή' ή ότι η ποινή που επιβλήθηκε είναι έκδηλα υπερβολική κάτω από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης. Όπως πρόσφατα είχαμε την ευκαιρία να επεξηγήσουμε στην Ποινική Έφεση αρ. 5047 Σάλβα Χάμνταζ ν. Δημοκρατίας* η ποινή μπορεί να θεωρηθεί ως έκδηλα υπερβολική αν, κρινόμενη αντικειμενικά, είναι έκδηλα δυσανάλογη προς τις περιστάσεις που το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να συνεκτιμήσει στην επιμέτρησή της.

Το παράπονο του εφεσείοντα, όπως το έχει διατυπώσει σήμερα ενώπιον μας, είναι ότι στην επιμέτρηση της ποινής που του επέβαλε το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε υπόψη του τα ελαφρυντικά της παραδοχής του, της ψυχολογικής του κατάστασης και της μεταμέλειας του τα οποία είχαν τονισθεί από το δικηγόρο του. Στην απόφαση του το Κακουργιοδικείο έκαμε ρητήν αναφορά στα πιο πάνω ελαφρυντικά τα οποία έλαβε υπόψη του μαζί με τα περιστατικά της διάπραξης

* (1988)2CLR 201

των αδικημάτων συμπεριλαμβανομένης της μεγάλης σοβαρότητας ιδιαίτερα του αδικήματος της πλαστογραφίας τραπεζικών επιταγών που τιμωρείται με ανώτερο όριο ποινής τη φυλάκιση δια βίου. Η παραδοχή του κατηγορούμενου αποτελεί μορφή έμπρακτης μεταμέλειας και αποτελεί παράγοντα που ενεργεί πάντοτε προς όφελος του κατηγορούμενου. Μεταμέλεια όμως άλλης μορφής δεν υπάρχει στην παρούσα περίπτωση στην οποία οι παραπονούμενοι δεν έχουν αποζημιωθεί για τις απώλειες που έχουν υποστεί εξ αιτίας των δολίων πράξεων του εφεσείοντα.

Η βαρύτητα που επέδωσε το Κακουργιοδικείο στις ελαφρυντικές περιστάσεις στην παρούσα περίπτωση είναι δυνατό να χαρακτηριστεί σαν γενναιόδωρη μάλλον παρά σαν μικρότερη εκείνης που αξίζουν. Η ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα δεν είναι υπερβολική και η έφεση απορρίπτεται.

Εν όψει του γεγονότος ότι ο εφεσείων καταχώρησε την παρούσα έφεση χωρίς νομική συμβουλή, αποφασίσαμε να μη διατάξουμε να αρχίζει από σήμερα η περίοδος της φυλάκισής του.

Η έφεση απορρίπτεται. Η ποινή επικυρώνεται.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο