ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2023:A52
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 316/2014)
15 Φεβρουαρίου, 2023
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]
1. UNITED FIVE DEVELOPMENT CO (HOLDINGS) LTD
2. UNITED FIVE DEVELOPMENT COMPANY LTD
3. ΙΩΑΝΝΗ ΣΤΡΟΓΓΥΛΟΥ
4. ΑΙΜΙΛΙΟΥ ΕΛΛΗΝΑ
5. ΑΝΔΡΕΑ ΚΟΚΚΙΝΙΔΗ
6. ΒΑΣΣΟΥ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ
7. ΙΩΑΝΝΗ ΠΕΤΣΑ
Εφεσείοντες,
ν.
STIGHTING ALTAS SPECIALS
Εφεσίβλητων,
......
Α. Πετρίδης, για Πολύκαρπος Δ. Πετρίδης & Σία, για τους Εφεσείοντες.
Κ. Πασιαρδής, για Γιώργος Ζ. Γεωργίου και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τον Σάντη, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Με την υπό κρίση έφεση, οι Εφεσείοντες/Εναγόμενοι («οι Εφεσείοντες») αντιτίθενται στην ορθότητα της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 5.9.14 («η Πρωτόδικη Απόφαση») με την οποία - στην Αγωγή 1583/04 («η Αγωγή») - επιδικάστηκε εναντίον τους και υπέρ των Εφεσίβλητων/Εναγόντων («οι Εφεσίβλητοι») ποσό €300.000,00 (πλέον τόκοι και έξοδα) με υπόβαθρο τη Συμφωνία Πιστωτικής Διευκόλυνσης/Credit Facility Agreement ημερομηνίας 30.8.02 μεταξύ Εφεσειόντων και Εφεσίβλητων 1 με εγγύηση των Εφεσίβλητων 2-7 («η Συμφωνία Πιστωτικής Διευκόλυνσης»).
Οι Εφεσείοντες - έχοντας αποσύρει κατά την ακρόαση της έφεσης τούς λόγους έφεσης 1, 3 και 9 - εναντιώνονται στην Πρωτόδικη Απόφαση με τους εναπομείναντες έξι λόγους έφεσης, την αρίθμηση των οποίων θα διατηρήσουμε ώστε να μη διαταραχθεί η σχετική αντιστοιχία στα περιγράμματα.
Προτού εισδύσουμε στους λόγους έφεσης - αλλά και στο προδικαστικό θέμα/ένσταση των Εφεσίβλητων περί του «. λανθασμένου καταρτισμού του περιγράμματος αγόρευσης των Εφεσειόντων» - θεωρούμε ωφέλιμη μια σύντομη αναφορά στα κατά βάσιν παραδεκτά γεγονότα ώστε να καταστούν πιο κατανοητά τα επίδικα θέματα και όσα θα ακολουθήσουν ως εφετειακή ανάλυση.
Η βάση της Αγωγής προέκυψε από τη Συμφωνία Πιστωτικής Διευκόλυνσης, που αφορούσε στην παροχή πιστωτικής διευκόλυνσης από τους Εφεσίβλητους προς τους Εφεσείοντες 1 για ποσό μέχρι €500.000,00. Τη Συμφωνία Πιστωτικής Διευκόλυνσης συνυπέγραψαν την 2.9.02 και οι Εφεσείοντες 2 ως εγγυητές των Εφεσειόντων 1, εγγυώμενοι στους Εφεσίβλητους την αποπληρωμή τού υπολοίπου, συμπεριλαμβανομένων εξόδων και πληρωτέου τόκου. Περιπλέον, οι Εφεσείοντες 3-7 συνυπέγραψαν την 7.9.02 - και αυτοί ως εγγυητές των Εφεσίβλητων εγγυώμενοι τους Εφεσίβλητους για το μέρος που αναλογούσε στο μετοχικό κεφάλαιο που έκαστος των Εφεσειόντων 3-7 κατείχε στους Εφεσείοντες 2 (ήτοι το 20% του εκδοθέντος κεφαλαιουχικού αποθέματος) - την εξόφληση του κυρίως υπολοίπου της Συμφωνίας Πιστωτικής Διευκόλυνσης (περιλαμβανομένων εξόδων και τόκου). Η πιστωτική διευκόλυνση που οι Εφεσίβλητοι παρείχαν προς τους Εφεσείοντες 1 (με αυτούς να τη λαμβάνουν), ανήλθε σε €300.000,00, τούτο εντούτοις το ποσό δεν αποπληρώθηκε (με τους αναλογούντες τόκους) μέχρι τη συμφωνηθείσα ημερομηνία (30.6.03), παρά τις οχλήσεις των Εφεσίβλητων. Πέραν της Συμφωνίας Πιστωτικής Διευκόλυνσης, υπογράφθηκε μεταξύ των Εφεσίβλητων και Εφεσειόντων 1 την 18.9.02, ως το Τεκμήριο 22, Συμφωνία Χρηματοδότησης/Funding Agreement («η Συμφωνία Χρηματοδότησης»).
Προχωρούμε στη σύνοψη των λόγων έφεσης.
Οι Εφεσείοντες αμφισβητούν ως λαθεμένο το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Συμφωνία Πιστωτικής Διευκόλυνσης και η Συμφωνία Χρηματοδότησης δεν έχουν εφαρμογή στην υπόθεση εφόσον υπογράφθηκαν μεταξύ των Εφεσίβλητων και των Εφεσειόντων 1 (λόγος έφεσης 2). Εσφαλμένο, ισχυρίζονται είναι και το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου πως κατά τούς όρους της Συμφωνίας Χρηματοδότησης «. το οποιονδήποτε υπόλοιπο οι Ενάγοντες/Εφεσίβλητοι κατέβαλαν προς την Εναγομένη αρ.1-Εφεσείουσα, δε θα εξοφλείτο με την παραχώρηση ανάλογου αριθμού μετοχών στην Εναγομένη αρ.1-Εταιρεία» (λόγος έφεσης 4), με το Πρωτόδικο Δικαστήριο να παρερμηνεύει προσέτι τους όρους 3.2 και 5.2 της Συμφωνίας Πιστωτικής Διευκόλυνσης, φθάνοντας έτσι, κακώς, σε εύρημα «. αναφορικά με τον συμψηφισμό του χορηγουμένου δανείου και της εξόφλησης του διά μετοχών επί του Κεφαλαίου της Εναγομένης αρ.10-Εφεσείουσας» (λόγος έφεσης 5). Άστοχο ήταν και το πόρισμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η προχρηματοδότηση και χρηματοδότηση καταλήγουν σε ξέχωρα ποσά και χρηματοδοτήσεις ανεξάρτητες μεταξύ τους «. για συνολικό ποσό χρηματοδότησης των €12.500.000,00 .» αφού τούτο δεν «. υποστηρίζεται από τους όρους των επιδίκων Συμφωνιών» (λόγος έφεσης 6), πέραν του ότι λανθασμένη κρίνεται και η μνεία του Πρωτόδικου Δικαστηρίου πως «. στον πίνακα με τα ενδεικτικά παραδείγματα εφαρμογής της φόρμουλας παραλείπεται να υποδειχθεί η αρμόζουσα διαδικασία μετατροπής του ποσού των €500.000,00, του Credit Facility, που, ουσιαστικά, οδήγησε το Δικαστήριο στη κατάληξη, ότι, το ποσόν των €500.000,00, δεν εξασφαλιζόταν με μετοχές, αλλά ήταν ανεξάρτητο ποσόν .» (λόγος έφεσης 7). Τέλος, οι Εφεσείοντες προτάσσουν πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ως αξιόπιστη μάρτυρα «. τη ΜΕ1, μοναδική Διευθύνουσα Σύμβουλο των Εναγόντων Εφεσιβλήτων, αφού, ως έχει διαφανεί κατά το στάδιο της αντεξέτασης, η μάρτυρας αυτή, επιμελώς, έχει επιχειρήσει να αποκρύψει, ό,τι υπήρχε σε ισχύ και δεύτερη Συμφωνία, ημ. 18/9/2002, με τίτλο «Funding Agreement»» (λόγος έφεσης 8).
Αποτιμήσαμε καθετί που τέθηκε, στην πλήρη του μορφή.
Έτσι πράξαμε και με τις αγορεύσεις των ευπαίδευτων δικηγόρων.
Θα ασχοληθούμε καταρχάς με το προδικαστικό θέμα εν είδει προδικαστικής ένστασης των Εφεσίβλητων, η οποία σύγκειται στο ότι οι Εφεσείοντες, κατά τη θέση συνέταξαν το περίγραμμα αγόρευσης τους κατά τρόπο αντιβαίνοντα καταλυτικώς - σε βαθμό που να καλεί σε απόρριψη της έφεσης - τις πρόνοιες του Κανονισμού 10 των Περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικού Κανονισμού 4/96 («ΔΚ 4/96»).
Το κύριο παράπονο των Εφεσίβλητων επί του θέματος εστιάζεται στο ότι, ως λέγουν, το «. τιτλοφορούμενο έγγραφο ως περίγραμμα αγόρευσης των Εφεσειόντων .» καταγράφει «. μόνο τους εννιά λόγους έφεσης με την σχετική αιτιολογία, ακριβώς όπως καταγράφονται στην ειδοποίηση Έφεσης .».
Οι Εφεσείοντες αντιτείνουν ότι οι λόγοι έφεσης (και το αιτιολογικό τους) αντανακλούν αυθεντικώς τις αντιρρήσεις τους προς την Πρωτόδικη Απόφαση, παρέχοντας προς τούτο συγκεκριμένη και διεξοδική αιτιολογία η οποία τυγχάνει, απλώς, να ταυτίζεται και ευθυγραμμίζεται με το εφετήριο.
Δεν συγκλίνουμε με τις θέσεις των Εφεσίβλητων.
Σύμφωνα με τον Κανονισμό 10, ΔΚ 4/96 (στην έκταση που εδώ ενδιαφέρει):
«[.] Στον καταρτισμό του περιγράμματος αγόρευσης τηρούνται οι ακόλουθες αρχές:
(α) Προσδιορίζονται τα ουσιώδη σημεία στα οποία και επικεντρώνεται η επιχειρηματολογία. Οι λόγοι έφεσης αναπτύσσονται ξεχωριστά, εκτός αν είναι επάλληλοι ή συναφείς.
(β) Όπου το σημείο της έφεσης είναι νομικό, γίνεται αναφορά στη σχετική πρόνοια του Συντάγματος ή του νόμου, ανάλογα με την περίπτωση, καθώς και στις βασικές αυθεντίες που άπτονται του σημείου το οποίο συζητείται και εξειδικεύονται τα αποσπάσματα των αποφάσεων που κατ' εξοχήν στοιχειοθετούν την αρχή που επικαλείται ο διάδικος. Φωτοαντίγραφα των αυθεντιών με υπογραμμισμένα τα ουσιώδη αποσπάσματα επισυνάπτονται.
(γ) Όπου το σημείο της έφεσης αφορά ευρήματα γεγονότων ή συμπεράσματα το Πρωτόδικου Δικαστηρίου, γίνεται αναφορά στα σχετικά αποσπάσματα της μαρτυρίας στα πρακτικά και στις αρχές δικαίου που τείνουν να δικαιολογήσουν ή που καθιστούν απαράδεκτη, ανάλογα με την περίπτωση, την επέμβαση του Εφετείου στα ευρύματα ή τα συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.
(δ) Το περίγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντος συνοδεύεται από χρονολογικό πίνακα, στον οποίο σκιαγραφείται το ιστορικό της διαδικασίας [.] ».
Δεν διαπιστώνουμε ότι στην προκειμένη, η αυτούσια μεταφορά των δικογραφημένων λόγων έφεσης (μετά της αιτιολογίας τους) στο περίγραμμα των Εφεσειόντων, εκφεύγει των βασικών κανονιστικών γνωρισμάτων που πρέπει, στην κανονική πορεία των πραγμάτων, να χαρακτηρίζει τέτοια περιγράμματα, ή (προπαντός), πώς η όποια τέτοια διαπίστωση επηρεάζει εδώ (ή θα μπορούσε να επηρεάσει), κρισίμως, τη δυνατότητα των Εφεσίβλητων να εννοήσουν τα εφετειακά παράπονα των Εφεσειόντων και να τοποθετηθούν σε αυτά επαρκώς.
Κατά συνέπεια, θεωρούμε πως δεν παρέχεται, λελογισμένως, προοπτική απόρριψης της έφεσης κατά όσα προέταξαν οι Εφεσίβλητοι. Αυτό, γιατί, πέραν των άλλων που υπογραμμίσαμε, ένα τέτοιο μέτρο θα μπορούσε να θεωρηθεί, εκτός ίσως κάποιων εξαιρετικών περιπτώσεων στις οποίες πάντως διόλου δεν εμπίπτει η τρέχουσα, ως παραβιαστικό θεμελιακών συνταγματικών δικαιωμάτων των Εφεσειόντων, και μάλιστα για τυπικούς βασικώς λόγους η οποίοι παρεμπιπτόντως - αν και δεν διαρθρώθηκε σε αυτές τις γραμμές η θέση των Εφεσίβλητων - πολύ απέχουν από το να κατατάσσουν την έφεση απορριπτέα ως απαράδεκτη, προπετή ή προδήλως αβάσιμη ή ως ασκηθείσα προς τον σκοπό παρέλκυσης της δικαιοσύνης, κατά τις αντίστοιχες προβλέψεις του Κανονισμού 10(ι), ΔΚ 4/96.
Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε.
Η προδικαστική ένσταση των Εφεσίβλητων απορρίπτεται.
Σε ό,τι αφορά στους λόγους έφεσης - και ένεκα του περιεχομένου τους - θα ενασχοληθούμε αρχικώς με τον λόγο έφεσης 8 ξεχωριστά, και ύστερα με τους λόγους έφεσης 2, 4, 5, 6 και 7, σωρευτικά.
Με τον λόγο έφεσης 8, οι Εφεσείοντες θίγουν τη μαρτυριακή αξιολόγηση της ΜΕ1 από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ως αξιόπιστης μάρτυρος. Για αυτό είναι που επιλέξαμε να αναλύσουμε πρώτα τον λόγο έφεσης 8, επειδή αν τούτος γινόταν αποδεκτός, θα μπορούσε, αλυσιδωτά, να επιδράσει, αναλόγως, στην απόληξη επί των υπόλοιπων λόγων έφεσης, εν μέρει ή εν όλω.
Διατείνονται λοιπόν οι Εφεσείοντες διά του λόγου έφεσης 8, ότι ενώ η μάρτυς κατά την κυρίως εξέταση προσπάθησε να εξηγήσει τη Συμφωνία Πιστωτικής Διευκόλυνσης, όταν της υποδείχθηκε η Συμφωνία Χρηματοδότησης που «. αποτελούσε και αποτελεί μέρος της βάσης της υπεράσπισης των Εναγομένων .», υποστήριξε πως δεν την αναγνωρίζει και ότι η Συμφωνία Χρηματοδότησης «. δεν έχει οποιανδήποτε σχέση με την υπόθεση και ούτε συνδέεται με οποιονδήποτε τρόπο με τη Συμφωνία Πιστωτικής Διευκόλυνσης, ημ. 2/9/2002», και πως η αντίδραση αυτή της μάρτυρος «. κατά το στάδιο που έδιδε ένορκη προφορική μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου .» θα έπρεπε σαφώς «. να επιδράσει καταλυτικά, ως προς το θέμα της αναξιοπιστίας της .», με το Πρωτόδικο Δικαστήριο μολαταύτα να παραγνωρίζει το γεγονός.
Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η εισήγηση των Εφεσειόντων.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ως συνάγεται από την ετυμηγορία του (μια και δεν το απέγραψε τούτο ρητώς στο σκεπτικό), κατέταξε την ΜΕ1 ως αξιόπιστη, με αυτήν (ως μετέφερε στο κείμενο της απόφασης του την περί ης ο λόγος αξιολογική εικόνα το Πρωτόδικο Δικαστήριο), να παραθέτει άνετα και με σαφήνεια τα όσα είχε να πει, δίνοντας σαφώς την εντύπωση πως γνήσια απέδωσε αυτά που πίστευε ότι ίσχυαν στην υπόθεση. Το ίδιο - με όμοιο δικαστικό λεκτικό - και ο ΜΥ1.
Ωστόσο, το Πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας προηγουμένως αναφέρει και το ότι «. ένας μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός μερικώς ή ολικώς (Αγαπίου ν. Παναγιώτου, (1988) 1 Α.Α.Δ. 263, Γενικός Εισαγγελέας ν. Μανώλη, (1995) 1 Α.Α.Δ. 207 .», υπογράμμισε πως , δοσμένου ότι «. μέρος (σημαντικό μάλιστα) της μαρτυρίας .» των (δύο συνολικώς) μαρτύρων που κατέθεσαν (ένας για κάθε πλευρά) «. δεν είναι καν αποδεκτό .» αφ' ης στιγμής «. μέρος της μαρτυρίας αποτελεί τη θέση των μαρτύρων ως προς την ερμηνεία που το Δικαστήριο θα πρέπει να δώσει στη συμφωνία ...», καθίσταται αντιληπτό (ως προσέθεσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο) «. ότι το μέρος της μαρτυρίας, συμπεριλαμβανομένων και των Τεκμηρίων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, που αφορά τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των πλευρών ή και τοποθετήσεις τους ως προς την πρόθεση τους, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές από το Δικαστήριο από τη στιγμή που η μεταξύ των πλευρών συμφωνία περιορίστηκε σε γραπτό κείμενο. Συναφώς, τέτοιο μέρος της μαρτυρίας δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη .». Επιπλέον, το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, ακόμη και αν οι Εφεσείοντες υπόσχονταν (κατά τους Εφεσίβλητους), αρχικώς αποπληρωμή και μετά υπαναχώρησαν, τούτο δεν μπορούσε να ταξινομηθεί ως ουσιώδες αφού «. η έκβαση της υπόθεσης εξαρτάται από ένα νομικό ζήτημα όπως είναι η ερμηνεία της μεταξύ των μερών συμφωνίας .», και πως, ακριβώς για αυτό τον λόγο, το Πρωτόδικο Δικαστήριο θα προχωρούσε, ως έπραξε, «. στην εξέταση του επίδικου θέματος της διαπίστωσης των συμφωνηθέντων μεταξύ των μερών».
Τονίζουμε, ότι οι ως άνω χειρισμοί τού Πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως και οι αντίστοιχες αποφάνσεις του, δεν εφεσιβλήθηκαν ευθέως από τους Εφεσείοντες, και συνεπώς όσα συναφώς εξετάστηκαν στο πλαίσιο τής κρίσης του αυτής, δεν θα μας απασχολήσουν (Χατζηχαμπή και Άλλης ν. Γκάϋ και Άλλων, Π.Ε. Ε112/22, ημ. 13.1.23, Cat Gmbh Consulting Agency Trade & Company (Cyprus) και Άλλων ν. ΑΒ PCO Investment Limited, Π.Ε. Ε9/17, ημ. 11.7.22, Μ. Παλάοντας ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Π.Ε. 196/14, ημ. 15.2.22, ECLI:CY:AD:2022:A59, Σταύρου ν. Marfin Popular Bank Public Co Ltd, Π.Ε. 52/14, ημ. 29.11.21, ECLI:CY:AD:2021:D560).
Ούτε και εφεσιβλήθηκε το πρωτόδικο εύρημα πως, κατ' ουσίαν, τα επίδικα θέματα περιορίστηκαν αυστηρώς στη νομική ερμηνεία των συμφωνιών μεταξύ των διαδίκων, και ότι η όποια τέτοια ερμηνεία μπορούσε να επιτευχθεί με αποκλειστική αναφορά στο περιεχόμενο των συμφωνιών (ή και στην αφορώσα παραδεκτή μαρτυρία), δίχως, αντιλαμβανόμαστε, να συντρέχουν, κατά τον πρωτόδικο συλλογισμό ως τον έχουμε αντιληφθεί, οι προϋποθέσεις που θα δικαιολογούσαν την αποδοχή εξωγενούς μαρτυρίας προς ερμηνεία των εν λόγω συμφωνιών (Κούπανου και Άλλων ν. J Aristodemou Ideal Homes Limited, Π.Ε. 249/14, ημ. 25.11.22, ECLI:CY:AD:2022:A458, Χριστέλεν (Επενδύσεις) Λτδ ν. Κανναουρίδης και Άλλου, Π.Ε. Ε181/13, ημ. 27.10.21).
Επομένως, το αν το Πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς κατέταξε - έστω και κατά συμπερασμό - την ΜΕ1 ως αξιόπιστη (απορρίπτοντας όμως μέρος των λεχθέντων της ως αποδεικτικώς μη αποδεκτά), αν και με τη δική του δυνητική αξία, δεν θα μπορούσε εδώ να επενεργήσει ουσιωδώς προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση, ένεκεν των επίδικων θεμάτων και της τυπικότητας πλέον τής μαρτυρίας της μάρτυρος εν σχέσει προς το ζητούμενο ως εκ της μεθοδολογίας που ακολούθησε το Πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στο τι προέβαλε ως επίδικο στην υπόθεση (Χατζηλοΐζου ν. Λοϊζίδη και Άλλων, Π.Ε. 162/12, ημ. 28.11.17, ECLI:CY:AD:2017:A422).
Εν πάση περιπτώσει, τα όσα οι Εφεσείοντες αποδίδουν στην μάρτυρα ως επιλήψιμη αντίδραση ενώ κατέθετε - τέτοια ιδίως που να την κατατάσσει και ως αναξιόπιστη - δεν υποστηρίζονται από το ακριβές περιεχόμενο τής μαρτυρίας της ως αποτυπώνεται στα πρακτικά (τα οποία και μελετήσαμε διεξοδικώς), εξακριβώνοντας, χωρίς να προβαίνουμε εμείς σε μαρτυριακή αξιολόγηση, πως η μαρτυρία τής ΜΕ1 προσεγγίστηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο συνολικά και όχι μεμονωμένα, ως έπρεπε, με αναφορά και στα επίμαχα ζητήματα (Λεβέντη και Άλλης ν. Alpha Bank Cyprus Ltd, Π.Ε. 253/14, ημ. 5.12.22, ECLI:CY:AD:2022:A475, Badar v. Ηλία, Π.Ε. 17/14, ημ. 25.10.22, ECLI:CY:AD:2022:A400, Μάρκαρη ν. Παρασκευά, Π.Ε. 314/14, ημ. 14.6.22, ECLI:CY:AD:2022:D240).
Παρά ταύτα, δεν μπορούμε να μην υπενθυμίσουμε ότι, κανονικώς εχόντων των πραγμάτων - με τις όποιες σπάνιες εξαιρέσεις θα μπορούσαν να υπάρξουν για παρέκβαση από τον κανόνα αυτό - το Δικαστήριο οφείλει να αξιολογεί όλους τους μάρτυρες που καταθέτουν ενώπιον του και να προβαίνει σε σαφή και αναλυτική κατά το δέον της περίπτωσης κατάληξη ως προς ποιους αποδέχεται ως αξιόπιστους και ποιους όχι, σε ποια έκταση, και γιατί, ώστε η δικαστική κρίση, μαζί με άλλες επιβεβλημένες παραμέτρους, να καθίσταται πιο συμπαγής και κατανοητή (U.I.B. Insurance Reinsurance & Consultants Brokers Ltd, Π.Ε. 53/14, ημ. 8.6.22, ECLI:CY:AD:2022:D230, Ελληνική Τράπεζα Λτδ ν. Κυριακίδης (2015) 1(Β) Α.Α.Δ. 1840, ECLI:CY:AD:2015:A579, 1854-1860, Σταύρου και Άλλων ν. Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Αβδελλερού Λάρνακος (2014) 1(Α) Α.Α.Δ. 319, ECLI:CY:AD:2014:A97, 330, Κωνσταντίνου ν. Τσιλίδη (2011) 1(Α) Α.Α.Δ. 301, 307-310, Αντωνιάδου ν. Αντωνιάδη (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2009, 2013-2014).
Ο λόγος έφεσης 8 απορρίπτεται.
Με τους λόγους έφεσης 2, 4, 5, 6 και 7, οι Εφεσείοντες διαφωνούν με την πρωτόδικη ερμηνευτική των συμφωνιών και τις όποιες νομικές υποχρεώσεις δημιουργούνταν ως εξ αυτών στους συμβαλλομένους.
Οι Εφεσείοντες - με τους Εφεσίβλητους να εισηγούνται τα αντίστροφα - υποβάλλουν ότι υπήρξε σαφής, πρωτοδίκως, η θέση τους πως η Συμφωνία Χρηματοδότησης συμπληρώνει τη Συμφωνία Πιστωτικής Διευκόλυνσης και ότι τούτη θα έπρεπε να ήταν η κατάληξη τού Πρωτόδικου Δικαστηρίου για να είναι σωστή. Αυτό, διότι, προδήλως, η Συμφωνία Χρηματοδότησης υπογράφθηκε μετά από τη Συμφωνία Πιστωτικής Διευκόλυνσης, και πως ως εκ τούτου του γεγονότος, οι συμβαλλόμενοι επιθυμούσαν να ρυθμίσουν με εξαντλητικό και λεπτομερή τρόπο «. το θέμα της χρηματοδότησης, η οποία επήλθε μέσω της πρώτης συμφωνίας, με τίτλο Συμφωνία Πιστωτικής Διευκόλυνσης .». Περαιτέρω, κατά τους όρους των συμφωνιών η πιστωτική διευκόλυνση που θα παραχωρείτο, θα συμψηφιζόταν με τη Συμφωνία Χρηματοδότησης και θα εξοφλείτο με την παραχώρηση ανάλογου αριθμού μετοχών στους Εφεσίβλητους 1. Όμως, το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε τους όρους 3.2 και 5.2 της Συμφωνίας Πιστωτικής Διευκόλυνσης καταλήγοντας σε λάθος αποτέλεσμα αναφορικώς προς τον συμψηφισμό του δανείου και την εξόφληση του με μετοχές. Λάθος ήταν, προσθέτουν οι Εφεσείοντες, και το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η προχρηματοδότηση και χρηματοδότηση απολήγουν σε ξεχωριστά ποσά και ξεχωριστές χρηματοδοτήσεις.
Μήτε και με αυτές τις θέσεις των Εφεσειόντων συμφωνούμε.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ως βάθρο για όσα θα επακολουθούσαν ως πραγμάτευση επί των ως άνω θέσεων των Εφεσειόντων - οι οποίες αδρομερώς αναπτύχθηκαν και πρωτοδίκως - κατέγραψε και αυτά:
«....................................
Όπως προκύπτει από τη συμφωνία πιστωτικής διευκόλυνσης (Τεκμήριο 5) ο δανειολήπτης (εναγόμενη 1) είχε ως σκοπό την ανάπτυξη ξενοδοχειακού συγκροτήματος στο νησί Aλατάς στην Ελλάδα. Οι δανειστές (ενάγοντες) αποδέχτηκαν να παρέχουν τη διευκόλυνση των €500.000 στην εναγόμενη 1. Σύμφωνα με τον όρο 1.2 της εν λόγω συμφωνίας το συνολικό ποσό της διευκόλυνσης εξαιρουμένου οφειλόμενου τόκου, δεν μπορεί να υπερβαίνει τις €500.000. Σύμφωνα με τον όρο 1.3 της εν λόγω συμφωνίας, η διευκόλυνση στοχεύει στην προχρηματοδότηση του έργου της ανάπτυξης στο νησί Αλατάς και παραχωρήθηκε αποκλειστικά γι΄αυτό το σκοπό. Σύμφωνα με τον όρο 2.1 η διευκόλυνση θα καθίστατο διαθέσιμη μέσω διαδοχικών αναλήψεων ποσών €100.000 μέσα σε μια περίοδο 3 μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία όλα τα μέρη θα είχαν υπογράψει την εν λόγω συμφωνία και σύμφωνα με τον όρο 2.2 οι καταβολές θα γίνονταν κατά παράκληση του δανειζόμενου τηρουμένης δεκαήμερης προηγούμενης γραπτής ειδοποίησης από τον δανειζόμενο στους δανειστές. Από τον όρο 2.4 προκύπτει ότι η πρώτη πληρωμή €100.000 είχε προηγηθεί, στις 11.6.2002. Σύμφωνα με τον όρο 3 της συμφωνίας πιστωτικής διευκόλυνσης, το υπόλοιπο της διευκόλυνσης (στην έκταση που καταβάλλετο ως δάνειο) θα ήταν οφειλόμενο και πληρωτέο στις 30.6.2003 (όρος 3.1) ενώ η διευκόλυνση θα συμψηφίζετο στους όρους που περιέχονται στη βασική αρχική συμφωνία μετά από την επικύρωση της σε λεπτομερή συμφωνία χρηματοδότησης. Σε τέτοια περίπτωση δεν θα οφειλόταν τόκος από το δανειζόμενο (όρος 3.2). Σύμφωνα με τον όρο 3.3 η διευκόλυνση θα μπορούσε να προπληρωθεί εν όλω ή εν μέρει τηρουμένων σχετικών προϋποθέσεων που τίθενται στον όρο αυτό. Στον όρο 4 της εν λόγω συμφωνίας προνοείται η ύπαρξη μη συσσωρευμένου τόκου προς 5% ετησίως από το χρόνο της εκάστοτε οφειλής, οφειλόμενου και πληρωτέου με το οφειλόμενο υπόλοιπο στις 30.6.2003, εκτός εάν τα μέρη συμφωνήσουν γραπτώς για μεταγενέστερη ημερομηνία.
.................................».
Ακολούθως, το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αποτύπωσε ότι από τα γεγονότα τούτα (απορρέοντα από την ερμηνεία των συμφωνιών), προέκυπτε πως πρόθεση των συμβαλλομένων ήταν η αποπληρωμή του εκάστοτε οφειλόμενου ποσού με μόνο θέμα προς εξέταση να παραμένει το κατά πόσο - και αν ναι πώς - θα μπορούσε να ανατραπεί αυτή η διαπίστωση από τις πρόνοιες του όρου 3.2 της Συμφωνίας Πιστωτικής Διευκόλυνσης.
Είπε και αυτά το Πρωτόδικο Δικαστήριο επί τούτω:
«..................................
Yπενθυμίζω ότι ο όρος 3.2 της Συμφωνίας Πιστωτικής Διευκόλυνσης προνοεί ότι η διευκόλυνση θα συμψηφιζόταν στους όρους που περιέχονται στη Βασική Αρχική Συμφωνία μετά από την επικύρωση της σε κατάλληλη λεπτομερή συμφωνία χρηματοδότησης. Το αυθεντικό κείμενο της συμφωνίας στην αγγλική γλώσσα αναφέρει «The facility will be set off at the terms contained in the Basic Initial Agreement following its ratification in an appropriate detailed funding agreement format (the «Funding Agreement"). Η Βασική Αρχική Συμφωνία καθορίζεται στο προοίμιο της Συμφωνίας Πιστωτικής Διευκόλυνσης να αποτυπώνεται στα "Annex A" και "Annex B" (Τεκμήρια 1 και 2).
Όπως προκύπτει από το Τεκμήριο 22, κατά την 18.9.2002, υπογράφτηκε μεταξύ των εναγόντων και της εναγόμενης 1, η Συμφωνία Χρηματοδότησης (Funding Agreement) η οποία προνοεί στο (e) του προοιμίου της τα ακόλουθα σε ελεύθερη μετάφραση: «To SAS και η United Five έχουν διαπραγματευτεί με σκοπό το SAS να συμμετέχει (μέσω χρηματοδότησης equity και πιστωτικής διευκόλυνσης) στο Έργο Ανάπτυξης του Νησιού Αλατάς. Αυτές οι διαπραγματεύσεις είχαν ως αποτέλεσμα να υπογραφεί στις 30 Αυγούστου 2002 συγκεκριμένη Συμφωνία Πιστωτικής Διευκόλυνσης (εν τοις εφεξής: Η Συμφωνία Πιστωτικής Διευκόλυνσης), και η παρούσα Συμφωνία Χρηματοδότησης. Η Συμφωνία Πιστωτικής Διευκόλυνσης και η παρούσα αποτελούν τη συνολική συμφωνία και συναντίληψη μεταξύ της Εταιρείας και του SAS σχετικά με το αποτέλεσμα των εν λόγω διαπραγματεύσεων και υπερέχει και ακυρώνει οποιεσδήποτε προηγούμενες συμφωνία (ες) μεταξύ των Μερών σχετικά μ΄ αυτές, ειδικότερα την προσφορά που έγινε ως αποτέλεσμα συνάντησης στις 19 Μαΐου 2002 και της (υπό όρους) αποδοχής αυτής, που έγινε σε επιστολή ημερομηνίας 22 Μαΐου 2002.
...................................».
Διά αυτής της ανάπτυξης το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως η «... Βασική Αρχική Συμφωνία ...» ακυρώθηκε διά της Συμφωνίας Χρηματοδότησης και ότι η Συμφωνία Πιστωτικής Διευκόλυνσης και η Συμφωνία Χρηματοδότησης, απάρτιζαν τη συνολική συμφωνία των μερών. Κατ' ακολουθίαν, το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση πως η Συμφωνία Πιστωτικής Διευκόλυνσης δεν εφαρμοζόταν εφόσον υπογράφθηκε η Συμφωνία Χρηματοδότησης και πως η μόνη συμφωνία των συμβαλλομένων ήταν πλέον η Συμφωνία Χρηματοδότησης, και τούτο γιατί η προσέγγιση των Εφεσειόντων δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί από οποιαδήποτε μαρτυρία ή όρο των επίδικων συμφωνιών. Αντιθέτως, ως ευλόγως έκρινε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, στον όρο 1.4 της Συμφωνίας Χρηματοδότησης προνοείτο ότι «. (σε ελεύθερη μετάφραση) «Αν το SAS ειδοποιήσει την Εταιρεία ότι δεν επιθυμεί να δεσμευτεί να χορηγήσει τα €1.500.000 που αναφέρονται στο άρθρο 1.2, αυτή η Συμφωνία Χρηματοδότησης και οι υποχρεώσεις των Μερών δυνάμει αυτής θα τερματιστούν αμέσως, χωρίς να οφείλονται οποιεσδήποτε αποζημιώσεις από οποιοδήποτε από τα μέρη και οι υποχρεώσεις των μερών προς αλλήλους θα τερματιστούν»».
Με αυτά στο μυαλό, το Πρωτόδικο Δικαστήριο, εύστοχα, κατέληξε και επί της πραγματικής πρόθεσης των συμβαλλομένων στην περίπτωση εκείνη που οι Εφεσίβλητοι δεν επιθυμούσαν να προχωρήσουν με τη χρηματοδότηση των €1.500.000,00.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έγραψε σχετικώς:
«....................................
Από αυτό συνάγεται ότι πρόθεση των μερών ήταν, στην περίπτωση που οι ενάγοντες δεν επιθυμούν να προχωρήσουν με τη χρηματοδότηση του €1.500.000, εφόσον ειδοποιούσαν για τούτο την εναγόμενη εταιρεία, ουδεμία υποχρέωση θα είχαν, όπως ούτε και η εναγόμενη 1, δυνάμει της Συμφωνίας Χρηματοδότησης. Και επειδή το €1.500.000 θα έπρεπε να είναι διαθέσιμο κατά ή πριν την 31.12.2002, λογικό επακόλουθο είναι τέτοια ειδοποίηση να έπρεπε να δοθεί το αργότερο τότε. Πουθενά όμως δεν γίνεται πρόνοια ότι θα απαλλάσσονταν οι πλευρές από τυχόν υποχρεώσεις ή ευθύνες τους δυνάμει της Συμφωνίας Πιστωτικής Διευκόλυνσης. Όπως επίσης, πουθενά δεν αναφέρεται ότι το ποσό των €1.500.000 περιλαμβάνει τις €500.000 για τις οποίες προνοεί η Συμφωνία Πιστωτικής Διευκόλυνσης. Πέραν της ρητής αναφοράς σε προχρηματοδότηση στη μια συμφωνία και χρηματοδότηση στην άλλη, σαφώς προκύπτει ότι πρόκειται για ξεχωριστά ποσά και από το ότι η καταβολή της προχρηματοδότησης θα γινόταν σε λογαριασμό του δανειολήπτη (όρος 2.3 της συμφωνίας πιστωτικής διευκόλυνσης) ενώ της χρηματοδότησης θα γινόταν ως προβλέπεται στον όρο 1.5 της συμφωνίας χρηματοδότησης και μάλιστα θα αποδεσμευόταν στην εταιρεία ταυτόχρονα με την έκδοση των αναλογούντων μετοχών προς το SAS. Συνεπώς, καθίσταται ξεκάθαρο ότι πρόκειται για διαφορετικά ποσά.
Το δε ανεξάρτητο των δύο ποσών και συμφωνιών, που καταρρίπτει παράλληλα και την εισήγηση ότι με την υπογραφή της Συμφωνίας Χρηματοδότησης πλέον οι ενάγοντες θα δικαιούνταν μόνο μετοχές και όχι αποπληρωμή του ποσού, είναι και το τι προνοείται στον όρο 9 της Συμφωνίας Χρηματοδότησης. Στον εν λόγω όρο, αφού καθορίζεται ο τρόπος υπολογισμού των δικαιούμενων μετοχών, τίθεται πίνακας ο οποίος αναφέρεται ότι δείχνει παραδείγματα εφαρμογής της φόρμουλας υπολογισμού. Σαφώς εμφαίνεται ότι για ποσό κάτω των €1.500.000, ο αριθμός των μετοχών θα ήταν μηδέν. Επομένως, δεν ευσταθεί η εισήγηση ότι οι ενάγοντες για το ποσό των €300.000 δικαιούνταν σε ποσοστό 0.915% του μετοχικού αποθέματος. Αν τέτοια ήταν η πρόθεση των μερών, θα ανέμενε κανείς ανάλογη πρόνοια στον εν λόγω πίνακα. Ούτε μπορεί να υπάρξει λογική σε εισήγηση ότι με την υπογραφή της Συμφωνίας Χρηματοδότησης, οι ενάγοντες έχασαν το δικαίωμα αποπληρωμής του ποσού της πιστωτικής διευκόλυνσης αφού κάτι τέτοιο θα σήμαινε παντελή απώλεια του ποσού στην περίπτωση μη εφαρμογής της χρηματοδότησης. Περαιτέρω δε, από μια απλή ανάγνωση του όρου 5.2 της Συμφωνίας Πιστωτικής Διευκόλυνσης συνάγεται ξεκάθαρα το ενδεχόμενο συνύπαρξης οφειλόμενων πληρωμών προς το Δανειστή και της Συμφωνίας Χρηματοδότησης φανερώνοντας ότι ο συμψηφισμός που προβλέπεται στον όρο 3.2 της Συμφωνίας Πιστωτικής Διευκόλυνσης δεν τίθεται σε εφαρμογή απλώς και μόνο με την υπογραφή της Συμφωνίας Χρηματοδότησης.
...................................».
Ούτε και εδώ παρέχεται πεδίο ανατροπής.
Η πρωτόδικη προσέγγιση εκπορεύθηκε από ορθή εφαρμογή των σχετικών νομολογιακών αρχών που το Πρωτόδικο Δικαστήριο μερίμνησε να πραγματευθεί πριν υπεισέλθει στα της ερμηνείας των αφορώντων συμφωνιών, παραπέμποντας μεταξύ άλλων, και ορθά - για τις αρχές ερμηνείας εγγράφων και την κατά κανόνα αποφυγή αποδοχής και συνυπολογισμού εξωγενών παραγόντων και περιστάσεων στην ερμηνευτική προσπάθεια - στην Glory Worldwide Holdings v. Αθλητικού Συλλόγου Ομόνοια Λευκωσίας (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1633, 1639, Χατζησωτηρίου ν. Κυπριακές Αερογραμμές Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1406, 1414-1415, Λίλλης ν. Ξενή (2009) 1 Α.Α.Δ. 217, 220, και Marketrends Finance Ltd v. Πέρδικου και Άλλων (2006) 1(B) Α.Α.Δ. 1042, 1048-1049).
Απολήγοντας, το Πρωτόδικο Δικαστήριο είπε και αυτά:
«..................................Είναι ξεκάθαρο ότι η πρόθεση των μερών δεν ήταν η Συμφωνία Χρηματοδότησης να εξουδετερώνει τη Συμφωνία Πιστωτικής Διευκόλυνσης. Εμφανώς, η τελευταία παρέμεινε να ισχύει και στην περίπτωση κατά την οποία οι πλευρές θα προχωρούσαν με τη συνεργασία τους για τη χρηματοδότηση του έργου, σαφώς και θα επηρεαζόταν αφού τότε θα ετίθετο σε ισχύ η πρόνοια για συμψηφισμό της στο πλαίσιο της παροχής μετοχών. Όπως, όμως, εξελίχθηκαν τα γεγονότα, η υποχρέωση αποπληρωμής καλώς υφίσταται ως οι σχετικές πρόνοιες της συμφωνίας.
Αυτή είναι η πρόθεση των μερών, ως μπορεί να συναχθεί από το περιεχόμενο των μεταξύ τους συμφωνιών, με βάση τις ως άνω αρχές της νομολογίας.
Συνακόλουθα όλων των ως άνω και για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, καταλήγω ότι υφίσταται η αξιούμενη οφειλή από μέρους της εναγόμενης 1 προς τους ενάγοντες με τόκο προς 5% ετησίως από την ημερομηνία καταβολής του κάθε ποσού. Υφίσταται παράλληλα η ίδια οφειλή από την εναγόμενη 2 η οποία παρείχε στους ενάγοντες πλήρη εγγύηση της υποχρέωσης της εναγόμενης 1 ενώ από πλευράς εκάστου των εναγομένων 3, 4, 5, 6 και 7 υφίσταται, δυνάμει της δικής του εγγύησης, οφειλή ίση με το 20% του ως άνω ποσού.
...................................».
Από όσα ορθώς αναλύθηκαν στην Πρωτόδικη Απόφαση, με αναφορά στη νομολογία, στις επίμαχες συμφωνίες και στην αναντίλεκτα παραδεκτή μαρτυρία (την οποία και το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξονύχισε), η Συμφωνία Πιστωτικής Διευκόλυνσης δεν είχε ενσωματωθεί στη Συμφωνία Χρηματοδότησης με τρόπο κιόλας που να καταργούνται οι πρόνοιες της. Αντιθέτως, αποτελούσαν, και οι δύο, ξεχωριστές και αυθύπαρκτες συμφωνίες, με ανάλογες βεβαίως και τις δημιουργούμενες συμβατικές υποχρεώσεις για τους συμβαλλομένους.
Οι λόγοι έφεσης 2, 4, 5, 6 και 7 απορρίπτονται.
Εν κατακλείδι.
Ουδείς των λόγων έφεσης ευσταθεί.
Η έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζουμε υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον των Εφεσειόντων, έξοδα ύψους €5.000,00 πλέον ΦΠΑ (αν υπάρχει).
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/κβπ