ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:D172
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αίτηση Aρ. 47/2022
3 Μαΐου 2022
[Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ xxx ΚΟΥΔΟΥΝΙΑ ΜΕ Α.Δ.Τ xxxx44 ΓΙΑ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 9/3/2022, ΕΚΔΟΘΕΝΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ, ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝ. ΛΟΧΙΑ xx2, Π. ΣΟΛΩΜΟΥ, ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 17, 18 ΚΑΙ 44 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦΑΛΑΙΟ 155.
_____________________
Α. Κορέλλης για Αγγελίδης, Ιωαννίδης, Λεωνίδου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Αιτητή.
____________________
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Ο Αιτητής ζητά άδεια για την καταχώριση αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για ακύρωση του εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε εναντίον του από Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας την 9.3.2022.
Κατά την εισήγηση του, το ένταλμα σύλληψης ήταν προϊόν απόκρυψης ουσιωδών στοιχείων από μέρους του αστυνομικού οργάνου που ορκίστηκε την ένορκη δήλωση στη βάση της οποίας αυτό εκδόθηκε. Δεν αποκαλύφθηκε ότι ο Αιτητής την 25.2.2022, δεκατρείς δηλαδή ημέρες προηγουμένως, κατόπιν ειδοποιήσεως από την Αστυνομία, είχε μεταβεί σε αστυνομικό σταθμό και είχε προβεί σε γραπτή κατάθεση αναφορικά με την υπόθεση για την οποία εκδόθηκε το ένταλμα. Περαιτέρω, υποστηρίζει ο Αιτητής, παρά το ότι υπήρχε μαρτυρία που τον ενέπλεκε στα υπό διερεύνηση αδικήματα, η έκδοση του εντάλματος σύλληψης δεν ήταν αναγκαία και αντέκειτο στην αρχή της αναλογικότητας.
Για να εκδοθεί ένταλμα σύλληψης πρέπει ο δικαστής σε πρώτο στάδιο να ικανοποιηθεί, στη βάση των όσων τίθενται ενώπιον του με γραπτή ένορκη δήλωση, ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια να πιστεύεται ότι το πρόσωπο εναντίον του οποίου θα στρέφεται το ένταλμα σύλληψης διέπραξε αδίκημα. Αφού έτσι ικανοποιηθεί, θα εκδώσει το σχετικό ένταλμα μόνο εφόσον θεωρήσει τη σύλληψη του υπόπτου εύλογα αναγκαία. Εδώ υπεισέρχεται και η αρχή της αναλογικότητας, που εγείρεται οποτεδήποτε εξετάζεται ζήτημα αναγκαιότητας. Και βέβαια, η πλήρωση της πρώτης προϋπόθεσης, για εύλογη υποψία, δεν οδηγεί χωρίς άλλο στην πλήρωση και της δεύτερης, για την αναγκαιότητα (Κυριάκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολ. Έφ.355/2019, ημερ.16.6.2021, ECLI:CY:AD:2021:A257).
Η υπόθεση αφορούσε στην εγγραφή εισαγμένων από το Ηνωμένο Βασίλειο στην Κύπρο αυτοκινήτων, που είχαν εμπλακεί σε συγκρούσεις και είχαν υποστεί ζημιές και που επιδιορθώνονταν και εγγράφονταν στη Δημοκρατία, χωρίς να καταχωρείται στο πιστοποιητικό εγγραφής τους ότι ήταν κτυπημένα.
Στην κατάθεση που είχε δώσει στην Αστυνομία ο Αιτητής, παρουσίαζε την ανάμιξη του στα γεγονότα να αφορούν ένα αυτοκίνητο μάρκας Renault Clio, που αγόρασε από κάποιο Π.Λ. (αναφέρεται το πλήρες όνομα του), ιδιοκτήτη «μάντρας» αυτοκινήτων.
Η πραγματικότητα είναι ότι στην ένορκη δήλωση στη βάση της οποίας εκδόθηκε το ένταλμα, γινόταν αναφορά στην κατάθεση που είχε δώσει ο Αιτητής στην Αστυνομία. Περιγραφόταν ως η κατάθεση που λήφθηκε από τον νυν ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου μάρκας Renault Clio, ενώ στη συνέχεια, σε άλλο μέρος της Ένορκης Δήλωσης, αναφερόταν ότι το αυτοκίνητο μάρκας Renault Clio και ακόμη ένα αυτοκίνητο εισάχθηκαν στην Κύπρο από τον Π.Λ. και παραδόθηκαν στον Αιτητή, που σε αυτό το σημείο περιγραφόταν ως ο ύποπτος, για εγγραφή τους στη Δημοκρατία.
Δεν διαπιστώνεται απόκρυψη του γεγονότος ότι ο Αιτητής είχε δώσει κατάθεση στην Αστυνομία για την υπόθεση, πολύ περισσότερο δόλος από μέρους του αστυνομικού οργάνου που ορκίστηκε την ένορκη δήλωση, αφού δεν αναδεικνύεται σκοπιμότητα. Με την κατάθεση του, ο Αιτητής παρουσίαζε μια πολύ διαφορετική εμπλοκή στην υπόθεση από αυτή που αναδυόταν από την κατάθεση που στη συνέχεια, την 9.3.2022, λήφθηκε από τον Π.Λ. Και σκοπός της σύλληψης δεν ήταν η εξασφάλιση νέας κατάθεσης, για την οποία θα μπορούσε ο Αιτητής να κληθεί εκ νέου στην Αστυνομία, σύμφωνα με το Άρθρο 5 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155.
Η εναντίον του μαρτυρία ήταν ότι ήταν στενός συνεργάτης του Π.Λ. και ότι είχαν συνεργαστεί πάρα πολλές φορές κατά τη διαδικασία εισαγωγής οχημάτων για λογαριασμό του Αιτητή. Σύμφωνα με την ίδια κατάθεση το πρόσωπο που είχε βοηθήσει τον Αιτητή να εγγράψει το Renault Clio χωρίς να παρουσιάζεται στο πιστοποιητικό εγγραφής του ότι έφερε ζημιές ήταν κάποιος Χ.Κ. (αναφέρεται το πλήρες όνομα του) ο οποίος καταζητείτο.
Το γεγονός λοιπόν ότι ο Αιτητής είχε δώσει κατάθεση την 25.2.2022 χωρίς να έχει συλληφθεί, αναδείκνυε ότι η Αστυνομία δεν προσέτρεξε να επιζητήσει τη σύλληψη του, παρά μόνο όταν εξασφάλισε μαρτυρία που προσέδιδε ένοχη διάνοια διάπραξης αδικημάτων στην ευρύτερη ανάμιξη του στα γεγονότα της υπόθεσης, αντίθετα με το περιεχόμενο της κατάθεσης του. Επομένως, δεν είχε και κανένα λόγο το αστυνομικό όργανο να αποκρύψει το γεγονός, αλλά να το τονίσει.
Η αναγκαιότητα για την έκδοση εντάλματος σύλληψης μπορεί να εδράζεται στο δημόσιο συμφέρον της διαφύλαξης της πορείας του ανακριτικού έργου από παρεμβάσεις του υπόπτου στην περίπτωση που παραμείνει ελεύθερος, σε σχέση με μάρτυρες ή και τεκμήρια της υπό διερεύνηση υπόθεσης και όχι μόνο. Ό,τι, σε τέτοια περίπτωση, πρέπει να τίθεται ενώπιον του δικαστή από τον οποίο ζητείται η έκδοση εντάλματος σύλληψης, είναι τα πρωτογενή γεγονότα που δίδουν βάση για τέτοιο ενδεχόμενο. Περί ενδεχομένου ο λόγος, και ο κίνδυνος πρέπει να καταφαίνεται υπαρκτός, σύμφωνα με την ανθρώπινη λογική και εμπειρία. Και για να εκδοθεί το ένταλμα πρέπει να είναι τέτοιος που να αντισταθμίζει το ατομικό δικαίωμα του υπόπτου στην ελευθερία του, ικανοποιώντας την αρχή της αναλογικότητας (Pitsillos v. the Police (1966) 2 C.L.R. 50, 55 και Γ. Μ. Πικής: «Ποινική Δικονομία στην Κύπρο», 2η έκδ., 1975, 43).
Και ενώ μπορεί να εφίσταται η προσοχή του Δικαστή στα γεγονότα που δίδουν βάση για την ύπαρξη του κινδύνου, σημασία έχει η παράθεση τους. Άλλωστε η διαπίστωση του κινδύνου ανήκει στον ίδιο το Δικαστή, όπως και τελική απόφαση κατά πόσο είναι τέτοιος που δικαιολογεί την έκδοση του εντάλματος (Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207).
Ότι ο ύποπτος είχε την ευκαιρία προηγουμένως να επηρεάσει μάρτυρες ή να καταστρέψει αποδεικτικά στοιχεία και δεν το έπραξε ή ορθότερα δεν υπάρχει μαρτυρία ότι το επεδίωξε ή το έπραξε, είναι μόνο μια ένδειξη, που μαζί με άλλες παραμέτρους θα καθορίσουν κατά πόσο υπάρχει κίνδυνος να το επιχειρήσει στη συνέχεια. Η ανθρώπινη λογική και εμπειρία καταδεικνύει ότι ο κίνδυνος δημιουργείται ή επιτείνεται όταν ο ύποπτος αισθάνεται τον κλοιό να σφίγγει γύρω του.
Όσο πιο πολλά πρόσωπα εμπλέκονται στο υπό διερεύνηση αδίκημα, είτε συνωμότες μαζί με τον ύποπτο, είτε διαφορετικά ή ακόμα και όταν αθώα πρόσωπα έχουν αναμιχθεί ή γνωρίζουν γεγονότα, τότε τόσο πιο μεγάλος παρουσιάζεται ο κίνδυνος να επιχειρήσει ο ύποπτος, εφόσον αφεθεί ελεύθερος να τα επηρεάσει.
Στην προκειμένη περίπτωση τέθηκε υπόψη του Δικαστή ότι βασικός συνεργάτης του Αιτητή, ο Χ.Κ. καταζητείτο. Το γεγονός ήταν ιδιαίτερα σημαντικό μέχρι και καθοριστικό για να καταστήσει την έκδοση του υπό έλεγχο εντάλματος σύλληψης εναντίον του Αιτητή αναγκαία. Η αναφορά στην ένορκη δήλωση του αστυνομικού οργάνου ότι: «Η σύλληψη του υπόπτου είναι ευλόγως αναγκαία και ανάλογη προς αποφυγή επηρεασμού μαρτύρων από τους οποίους λήφθηκαν ή πρόκειται να ληφθούν καταθέσεις και επέμβασης τους στο έργο της δικαιοσύνης» καμία σημασία δεν είχε, πέραν του να στρέψει την προσοχή του δικαστή στο ζήτημα του επηρεασμού μαρτύρων.
H Ζερβού (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1316 που επικαλέστηκε ο Αιτητής, υποδεικνύοντας ομοιότητα ως προς τα γεγονότα της με την περίπτωση του, δεν βοηθά στην ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας του. Κατά πρώτο λόγο δεν εφαρμόζεται αφού στην προκείμενη περίπτωση δεν υπήρξε απόκρυψη. Κατά δεύτερο λόγο, η υπόθεση Ζερβού κρίθηκε κάτω από τις ιδιαίτερες περιστάσεις της. Η αναγκαιότητα της σύλληψης εδραζόταν στην εξασφάλιση της παρουσίας της αιτήτριας για σκοπούς ανάκρισης και είχε αφεθεί η εντύπωση ότι η σύλληψη της ήταν προς τούτο επιβεβλημένη, ενώ αυτή ήταν ήδη στον αστυνομικό σταθμό και έδιδε οικειοθελώς κατάθεση, γεγονός που δεν είχε αποκαλυφθεί στο Δικαστήριο. Το ίδιο και στην Σαβεριάδης (2011) 1(Α) Α.Α.Δ. 243, που επίσης επικαλέστηκε ο Αιτητής. Μάλιστα και στις δύο αποφάσεις γίνεται αναφορά στα όσα επακολούθησαν των συλλήψεων και την απόλυση των αιτητών την επομένη, χωρίς ουσιαστικά να γίνει οτιδήποτε πέραν από τη λήψη των καταθέσεων τους. Είναι κάτω από αυτές τις περιστάσεις που κρίθηκε ότι η μη αποκάλυψη είχε μολύνει την κρίση των δικαστών που είχαν εκδώσει τα σχετικά εντάλματα σύλληψης.
Το υλικό που τέθηκε ενώπιον του Δικαστή δικαιολογούσε στις περιστάσεις της υπόθεσης την έκδοση του εντάλματος σύλληψης. Ο Δικαστής έχοντας υπόψη του το γεγονός ότι βασικός συνεργάτης του Αιτητή καταζητείτο, άσκησε την κρίση του και έκρινε την έκδοση του Εντάλματος Σύλληψης εναντίον του Αιτητή αναγκαία και μέτρο ανάλογο, κατά τρόπο ώστε να μην παρέχεται περιθώριο για άσκηση της προνομιακής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου για επέμβαση στην επιλογή του.
Το τελευταίο ζήτημα που εγείρει ο Αιτητής αφορά στη μη συμπερίληψη του Άρθρου 19 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, στο Ένταλμα Σύλληψης που εκδόθηκε. Δεν υποστήριξε ότι αυτό καθιστά το ένταλμα άκυρο (Μαρκίδης (2014) 1(Α) Α.Α.Δ. 756, ECLI:CY:AD:2014:A238, 767) αλλά ότι η παράλειψη που αποδίδει στο δικαστή που εξέδωσε το ένταλμα να εντοπίσει την απουσία του είναι ενδεικτική της μηχανιστικής του προσέγγισης.
Ο τύπος του εντάλματος σύλληψης προνοείται στους περί Ποινικής Δικονομίας Κανονισμούς (Δευτερογενής Νομοθεσία της Κύπρου, Τόμος ΙΙ, 337) και είναι ο Ποινικός Τύπος 4 στη σελ.344. Καταγράφεται σε παρένθεση «Sections 18 and 43». Η σχετική αναφορά είναι στον τότε ισχύοντα περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ.14. Στη σελ.341, όπου υπάρχει ευρετήριο των ποινικών τύπων, στην δεύτερη στήλη καταγράφεται το άρθρο που προνοεί για τον κάθε τύπο και για το ένταλμα σύλληψης τα Άρθρα 18 και 43 («Issue of warrant of arrest» και «Summons or warrant for compelling attendance» αντίστοιχα). Σήμερα και στο Κεφ.155 αντιστοιχούν στα Άρθρα 18 και 44[1] («Έκδοση εντάλματος σύλληψης» και «Κλήση ή ένταλμα για εξαναγκασμό παράστασης» αντίστοιχα). Η συμπερίληψη του Άρθρου 19 του Κεφ.155, που αφορά σε ζητήματα τύπου και περιεχόμενου, δεν προνοείται στον σχετικό Τύπο του εντάλματος σύλληψης και κατ' ακολουθία, η επιμέρους επιχειρηματολογία του Αιτητή πέφτει στο κενό.
Η Αίτηση απορρίπτεται.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
[1] Μετά την εισαγωγή νέου Άρθρου 26 για την Εξουσία για έρευνα μεταφορικού μέσου.