ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:A59
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ.196/2014)
15 Φεβρουαρίου, 2022
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/στες]
Μ. ΠΑΛΑΟΝΤΑΣ,
Εφεσείων/Εναγόμενος,
ν.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσιβλήτου/Εναγομένου.
------------------------
Ν. Ιακώβου (κα) με κ.Μ.Ξιαρή, για τον Εφεσείοντα
Μ. Αναστασίου (κα) για Μ.Αναστασίου & ΣΙΑ ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο
-----------------------
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: H Κυπριακή Δημοκρατία ως ιδιοκτήτρια κρατικής οικίας συνομολόγησε στις 12.2.1981 με τον Δ. Παλάοντα (πατέρα του Εφεσείοντα) συμφωνία παροχής άδειας χρήσης κρατικής οικίας μετ΄αναλόγου αυλής ευρισκομένης στον Οικισμό XXXXX, οδός XXXXX 24, Λεμεσός, η οποία ανήκει στη Δημοκρατία («η οικία»). H oικία παραχωρήθηκε σ΄αυτόν σύμφωνα με τους όρους της άδειας.
Χρήσιμο είναι πριν την ενασχόληση μας με την αγωγή που είχε εγείρει ο Εφεσίβλητος για παράνομη επέμβαση εναντίον του Εφεσείοντα, να παραθέσουμε συγκεκριμένους όρους της γραπτής αυτής συμφωνίας-αδείας χρήσεως («η άδεια») - τεκμήριο 1.
Πρόκειται για τους εξής όρους:
1(α) Το ακίνητον θα χρησιμοποιήται αποκλειστικώς ως ιδιωτική κατοικία υπό του Αδειούχου και της οικογενείας του μόνον.
(β) Ο Αδειούχος δεν θα ποιήται ή επιτρέπη χρήσιν του ακινήτου δι΄οιονδήποτε έτερον σκοπόν, πλην εκείνου όστις καθορίζεται εν τη παραγράφω (α) του παρόντος άρθρου άνευ της επί τούτω προηγουμένης εγγράφου αδείας του Ιδιοκτήτου.
(η) Ο Αδειούχος δεν θα εκχωρή ή υπεκμισθή είς οιονδήποτε φυσικόν πρόσωπον ή οργανισμόν το Ακίνητον ή οιονδήποτε μέρος τούτου, ουδέ παραχωρή οιανδήποτε εμπράγματον δουλείαν, δικαίωμα διαβάσεως ή προνόμιον επί του ακινήτου.
(θ) ΄Αμα τη λήξει της ισχύος της παρούσης Άδειας ο Αδειούχος υποχρεούται να αποδώση τω Ιδιοκτήτη το Ακίνητον μεθ' όλων των επ' αυτού επενεχθεισών βελτιώσεων και οιωνδήποτε κτιρίων και άλλων οικοδομών αίτινες ήθελον ανεγερθή επί του Ακινήτου δυνάμει των προνοιών της παρούσης Άδειας εν καλή καταστάσει καί τάξει.
Επί τούτω αι προμνησθείσαι βελτιώσεις, κτίρια και άλλαι οικοδομαί θα περιέλθωσιν εις την απόλυτον κυριότητα του Ιδιοκτήτου όστις ουδεμίαν υποχρέωσιν υπέχει όπως καταβάλη τω Αδειούχω την αξίαν αυτών ή οιανδήποτε ετέραν αποζημίωσιν.
(κ) Ο Ιδιοκτήτης δύναται όπως μεταστεγάση τον Αδειούχον και τους μετ' αυτού διαμένοντας εις ετέραν οικίαν εάν ο Αριθμός των μετ ' αυτού διαμενόντων ελαττωθή ή αυξηθή εις τοιούτον βαθμόν
ώστε να δικαιολογήται ή τοιαύτη μεταστέγασις.
6. Ο Αδειούχος αναγνωρίζει ότι η ενέργεια του Ιδιοκτήτου να επιτρέψη εις αυτόν και τα λοιπά μέλη της οικογενείας του ως εμφαίνονται εις τον κάτωθι Πίνακα, να κατοικήση εις το περί ου ο λόγος Ακίνητον ουδόλως δημιουργεί σχέσεις Ιδιοκτήτου και Ενοικιαστού μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και οιονδήποτε δικαίωμα κατοχής ή Αποζημιώσεως προς όφελος αυτού.
7. Η ισχύς της παρούσης Αδείας θα διαρκέση καθ΄ον χρονικό διάστημα ο Αδειούχος θα έχει, κατά την απόλυτον κρίσιν του Ιδιοκτήτου, ανάγκην χρήσεως της κρατικής οικίας δια σκοπούς διαμονής.»
(Τονίζονται κάποιοι όροι που σχολιάζονται πιο κάτω).
Μετά ακριβώς την παράγραφο 7 αναφέρονται σε σχετικό μέρος του εντύπου της αδείας συγκεκριμένα ονόματα μελών της οικογενείας του Δ. Παλάοντα (η σύζυγος και τα 3 του παιδιά, μεταξύ των οποίων ο Εφεσείων).
Όπως έχει ήδη σημειωθεί πιο πάνω, ο Εφεσίβλητος είχε πρωτοδίκως εγείρει αγωγή με αγώγιμο δικαίωμα την παράνομη επέμβαση. Επίσης ο Εφεσείων είχε καταχωρήσει Ανταπαίτηση με την οποία ζητούσε κυρίως να του αναγνωριστεί ότι νόμιμα κατείχε την οικία καθώς και άλλες παρεπόμενες θεραπείες.
Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατατέθηκε κατάλογος παραδεκτών γεγονότων και αριθμός τεκμηρίων και οι συνήγοροι περιορίσθηκαν σε αγορεύσεις.
Θα πρέπει να λεχθεί ότι ο ως άνω Δ. Παλάοντας πέθανε το 1995, ενώ η σύζυγος του το 2000. Από δε το 2000-2004 διέμενε στην οικία η Π. Κουδουνά (κόρη της αδελφής του Εφεσείοντα, Μ. Κουδουνά), το όνομα της οποίας, δεν αναφέρεται στην άδεια).
Προκύπτει ακόμη από τα κατατεθέντα έγγραφα (τεκμήρια) ότι ο Εφεσείων το 2005 υπέβαλε προς τις αρμόδιες Αρχές αίτημα να του μεταβιβασθεί επ΄ονόματι του η άδεια χρήσης. Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε.
Σημειωτέον επίσης ότι εκ μέρους της Δημοκρατίας δεν απεστάλη οποιαδήποτε «επιστολή τερματισμού», σημείο που απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, ασχολήθηκε με τη νομική πτυχή του αγώγιμου δικαιώματος, ήτοι του αστικού αδικήματος της παράνομης επέμβασης. Ενδιαφέρουν τα συμπεράσματα και η κατάληξη του.
Εν πρώτοις, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν μπορεί να κριθεί ότι μεταξύ των διαδίκων υπήρξε ποτέ σχέση ιδιοκτήτη και ενοικιαστή. Η υπόθεση δεν αφορά ενοικίαση αλλά άδεια χρήσης της επίδικης οικίας η οποία παραχωρήθηκε στον πατέρα του Εφεσείοντα για να χρησιμοποιείται αποκλειστικά ως ιδιωτική κατοικία αυτού και της οικογένειας του. Επισημαίνεται επίσης η μη καταβολή ενοικίου οποτεδήποτε εκ μέρους του αδειούχου ο οποίος κατονομάζεται ως τέτοιος. Περαιτέρω, ρητά αναφέρεται στον ως άνω όρο 6 ότι ουδόλως δημιουργείται σχέση ιδιοκτήτη και ενοικιαστή. Όλο δε το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 1 περιέχει τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την άδεια χρήσης. Στη βάση των πιο πάνω απέρριψε προδικαστική ένσταση του Εφεσείοντα για έλλειψη δικαιοδοσίας.
Επί της ουσίας κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσια τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Παρά το γεγονός ότι δεν στάληκε οποιαδήποτε επιστολή στον Εναγόμενο για ανάκληση της άδειας χρήσης (Τεκμήριο 1), κρίνεται πως η άδεια χρήσης έχει τερματισθεί με το θάνατο του πατέρα του Εναγόμενου το 1995 ο οποίος κατονομαζόταν ως ο αδειούχος. Προς ενίσχυση της θέσης του Δικαστηρίου γίνεται παραπομπή στο σύγγραμμα Woodfall on Landlord And Tenant, 25η έκδοση, παράγραφος 19, σελ. 12, όπου διατυπώνεται η άποψη ότι η ανακλητή άδεια χρήσης τερματίζεται, μεταξύ άλλων, και με το θάνατο είτε του ιδιοκτήτη είτε του κατόχου της άδειας. Το ότι άλλα άτομα της οικογένειας είχαν δικαίωμα διαμονής, μεταξύ αυτών και ο Εναγόμενος, δε σημαίνει ότι κατέστηκαν όλοι αδειούχοι είτε από την αρχή είτε μετά το θάνατο του αδειούχου. Σε κάθε περίπτωση, μετά το θάνατο του αδειούχου, εναπόκειτο στο κράτος ή τις αρμόδιες υπηρεσίες να παραχωρήσουν άδεια χρήσης σε άλλο πρόσωπο της οικογένειας ή όχι, η δε πράξη παραχώρησης εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου. Κατ΄ επέκταση, εφόσον ο Εναγόμενος ουδέποτε κατέστηκε αδειούχος της επίδικης οικίας, δεν υπήρχε και η ανάλογη υποχρέωση του κράτους ή των υπηρεσιών του για ανάκληση προς αυτόν οποιασδήποτε άδειας, περιλαμβανομένου του Τεκμηρίου 1.
Περαιτέρω είναι ξεκάθαρο πως επί της άδειας χρήσης δεν προνοήθηκε η μεταβίβαση της σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο μετά το θάνατο του αδειούχου. Αντίθετα, ρητά προνοείται στον όρο (η) ότι απαγορεύεται στον αδειούχο να εκχωρήσει ή υπεκμισθώσει σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο την επίδικη οικία ή να παραχωρήσει εμπράγματη δουλεία ή προνόμιο.
Συνακόλουθα με όλα τα πιο πάνω, κρίνεται ότι ο Εναγόμενος ουδέποτε κατέστηκε αδειούχος χρήσης της επίδικης οικίας. Κατ' επέκταση ο Ενάγοντας έχει αποδείξει ότι ο Εναγόμενος επεμβαίνει στην επίδικη οικία. Ο δε Εναγόμενος στον οποίο μετατέθηκε το βάρος να αποδείξει ότι η επέμβαση του πηγάζει από το νόμο ή κανονισμό ή σύμβαση ή άλλως πως απέτυχε να το αποσείσει. Ως εκ τούτου κρίνεται ότι κατέχει παράνομα την επίδικη οικία, παρ' ότι κλήθηκε με τα τεκμήρια 6 και 12 να παραδώσει αυτήν. Η θέση του ότι κατονομάζεται στην άδεια χρήσης ως μέλος της οικογένειας στην οποία παραχωρήθηκε η άδεια χρήσης, έχει ήδη απαντηθεί μέσα από τα προαναφερόμενα. Επίσης προσκρούει και στο λογικό ερώτημα γιατί να μεταβιβασθεί στο όνομα αυτού μόνο και όχι σε οποιοδήποτε άλλο από τα αδέλφια του. Ο ίδιος αποτάθηκε στις αρμόδιες υπηρεσίες του κράτους για να του παραχωρηθεί άδεια χρήσης και όταν απορρίφθηκε η αίτηση του δεν αποτάθηκε με προσφυγή για να ανατρέψει το αποτέλεσμα.
Παρεμβάλλει εδώ ακόμη και το παραδεκτό γεγονός ότι επί της επίδικης οικίας διέμενε τρίτο πρόσωπο (που δεν ήταν σύμφωνα με το Τεκμήριο 1 ούτε μέλος της οικογένειας και ούτε αδειούχος ή δικαιούχος να διαμένει), από το 2000 μέχρι το 2004 (πρόκειται για την Π. Κουδουνά), οπότε διερωτάται το Δικαστήριο πώς μπορεί να προωθείται επιχείρημα ή θέση από τον Εναγόμενο ότι αυτός ήταν ο αδειούχος μετά το θάνατο του πατέρα του.
Πέραν της απόρριψης της υπεράσπισης του Εναγόμενου, τα προλεχθέντα κρίνεται ότι δεν επιτρέπουν την επιτυχή κατάληξη της Ανταπαίτησης του Εναγόμενου η οποία απορρίπτεται. Όπως έχει διευκρινισθεί ήδη, το θέμα παραχώρησης της επίδικης κατοικίας είναι θέμα δημοσίου δικαίου και αρμοδιότητας του κράτους και των υπηρεσιών του. Δεν είναι συνεπώς δυνατό να δοθεί από το Δικαστήριο αναγνωριστική απόφαση ότι ο Εναγόμενος είναι αδειούχος χρήσης της επίδικης οικίας, αφού στην ουσία αυτό είναι που ζητά ο Εναγόμενος με τις αιτούμενες θεραπείες στην Ανταπαίτηση. Κατ΄ επέκταση ούτε και οποιεσδήποτε αποζημιώσεις είναι δυνατό να επιδικασθούν στον Εναγόμενο.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, εκδίδονται προς όφελος του Ενάγοντα και εναντίον του Εναγόμενου διατάγματα ως οι παράγραφοι Α, Β και Γ της έκθεσης απαίτησης. Το Γ να έχει το ακόλουθο περιεχόμενο: «Ο Εναγόμενος και/ή αντιπρόσωποι αυτού διατάσσονται να άρουν την παράνομη κατακράτηση και/ή επέμβαση επί της επίδικης οικίας και παραδώσουν αυτή στην Κυπριακή Δημοκρατία, με την παράδοση των κλειδιών της εν λόγω οικίας που βρίσκεται στην οδό XXXXX 24, στο Συνοικισμό XXXXX της Επαρχίας Λεμεσού, στον Τοπικό Διαχειριστή Κυβερνητικών Οικισμών Λεμεσού κ. xxx Χαριτωνίδη, στα γραφεία του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Λεμεσού η ώρα 9 π.μ. της 2ης Δευτέρας από την ημερομηνία επίδοσης πιστού αντιγράφου του παρόντος διατάγματος».
Αναφορικά με τη διεκδίκηση αποζημιώσεων, απορρίπτεται η αξίωση του Ενάγοντα καθότι δεν προσκομίστηκε εκ μέρους του μαρτυρία για την αγοραία ενοικιαστική αξία του επίδικου ακινήτου. Επικάζονται μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις ύψους €100,00 εναντίον του Εναγόμενου και προς όφελος του Ενάγοντα».
Ως προς τα έξοδα έκρινε πως θα είναι προς όφελος του Εφεσιβλήτου, στην κλίμακα €2,000-10,000 (και όχι στην κλίμακα της αγωγής). Η διαταγή των εξόδων είναι ο μόνος λόγος Αντέφεσης εκ μέρους του Εφεσιβλήτου, ο οποίος παραπονείται ότι η κλίμακα επιδίκασης των εξόδων θα έπρεπε να είναι η υψηλότερη κλίμακα €100,000-500,000, αφού η αξία της οικίας ήταν ΛΚ74,000.
Ο δε Εφεσείων προσβάλλει ως λανθασμένη την πρωτόδικη κρίση με τέσσερις τελικά λόγους έφεσης (ο τρίτος λόγος έχει αποσυρθεί). ΄Οτι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι υπάρχει επέμβαση και λανθασμένα εξέδωσε διάταγμα άρσης της επέμβασης (πρώτος λόγος), ότι λανθασμένα καθοδηγήθηκε για τη λήψη της απόφασης του «από γεγονότα και λογικούς συνειρμούς που αφορούν τη διαδικασία αναφορικά με το αίτημα μεταβίβασης της περιουσίας του Εφεσείοντα» (δεύτερος λόγος), ότι απέτυχε να αντιληφθεί και να συνεκτιμήσει ότι η απόφαση του Εφεσίβλητου να πάρει μέτρα έξωσης εναντίον του Εφεσείοντα (χωρίς πρώτα να ανακαλέσει την επίδικη ΄Αδεια Χρήσης, ως όφειλε), όχι μόνο ήταν παράνομη αλλά παραβίαζε το δικαίωμα του Εφεσείοντα σε αποτελεσματική θεραπεία (τέταρτος λόγος), ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να αντιληφθεί πως δια της αποφάσεως του και του εκδοθέντος Διατάγματος, μεταξύ άλλων παραβίαζε και το δικαίωμα του Εφεσείοντα για ειρηνική απόλαυση της περιουσίας και κατοικίας του καθώς και για μη δυσμενή διάκριση (πέμπτος λόγος).
Φρονούμε ότι όλοι οι λόγοι έφεσης έχουν τον ίδιο πυρήνα και επιβάλλεται να εξεταστούν σε ομοούσιο πλαίσιο.
Το πιο βασικό επιχείρημα και θέση του Εφεσείοντα ότι δηλαδή είναι και ο ίδιος δικαιούχος εκ της ως άνω αδείας καταρρέει από το ίδιο το περιεχόμενο του τεκμ.1 του οποίου τα κύρια σημεία έχουμε παραθέσει πιο πάνω.
Η άδεια και η συμφωνία εν γένει ήταν προσωποπαγής και υφίστατο με τον αντισυμβαλλόμενο της Δημοκρατίας, δηλαδή τον πατέρα του Εφεσείοντα. Απολύτως εύλογα κρίθηκε πρωτόδικα ότι η άδεια τερματίστηκε με το θάνατο του αδειούχου. Το δικαίωμα διαμονής των άλλων προσώπων της οικογένειας που κατονομάζονταν δεν δημιουργούσε ανεξάρτητο τέτοιο δικαίωμα, αφού ακριβώς η διαμονή τους συναρτάτο με το πρόσωπο του δικαιούχου. Πολύ ορθά δε παρατήρησε ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής ότι μετά το θάνατο του αδειούχου, εναπόκειτο στη Δημοκρατία, δια των αρμοδίων υπηρεσιών, να παραχωρήσουν ή μη άδεια χρήσης σ΄άλλο πρόσωπο της οικογένειας.
Στην Αγγελίδης και Φιλίππου Λτδ ν. Σπύρος Κολοκασίδης Εστέιτς Λτδ (1991) 1 Α.Α.Δ. 327 έχει υιοθετηθεί ο ορισμός του όρου licence (άδεια) από το Σύγγραμμα Hill and Redman's Law of Landlord and Tenant, 15η έκδοση, σελ.21:
"Rule 7 - A licence is a permission which entitles the licensee to do some act on the land which would otherwise be a trespass, but which does not create any estate of interest in the land.
Rule 8. - A licence is either (a) a gratuitous or bare licence, or (b) a licence coupled with the grant of an interest, or (c) a contractual licence. The assignability and the revocability of a licence depend on the category into which it falls."
(Bλ. και Royal Ris Ltd ν. Δήμου Λάρνακας (2005)1 Α.Α.Δ. 1149).
Στη βάση της πιο πάνω νομολογίας επικυρώνουμε ως ορθά τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αφού η επίδικη συμφωνία έχει όλα τα χαρακτηριστικά της έννοιας της άδειας χρήσης.
Το δε συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η πράξη ή άρνηση τέτοιας παραχώρησης εμπίπτει στη σφαίρα του Δημοσίου Δικαίου, δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης.
Η μη ύπαρξη δικαιώματος εκ μέρους του Εφεσείοντα ως πιο πάνω εύλογα διαγνώστηκε πρωτοδίκως, απαντά βεβαίως και στο γιατί δεν θα μπορούσε να γίνει τερματισμός ως η εισήγηση ή ότι δεν τίθετο θέμα παραβίασης οποιουδήποτε δικαιώματος του για ειρηνική απόλαυση της περιουσίας ως έχει παρατεθεί από την πλευρά του. Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι στην οικία για διάστημα ετών διέμενε η αδελφότεκνη του, για την οποία η Δημοκρατία επίσης κινήθηκε δια σχετικών ειδοποιήσεων, και όχι ο ίδιος. ΄Εχει δε τη σημασία που σημειώθηκε πρωτοδίκως, το γεγονός ότι ο ίδιος αποτάθηκε για να του αναγνωρισθεί το δικαίωμα ή να του δοθεί σχετική άδεια και κρίθηκε ότι δεν πληροί τα προσόντα, μη αμφισβητώντας την άρνηση με προσφυγή. (Βλ. Καρεσίου ν. Καραπίττα κ.ά. (2002)1 Α.Α.Δ. 338).
Χρήσιμο είναι να αποδοθούν αποσπάσματα αυτής της αλληλογραφίας.
Μέρος επιστολής εκ μέρους του Εφεσείοντα ημερ.28.3.2005 - τεκμ.3.
«΄Ηδη από μακρού χρόνου επεδίωκα να κατοικήσω μαζί με την οικογένεια μου στην εν λόγω οικία και δη αμέσως μετά το θάνατο του πατέρα μου, αλλά τούτο δεν κατέστη δυνατό λόγω της κατοχής της από μέλος της ευρύτερης οικογένειας μας. Το εν λόγω πρόσωπο ως πληροφορούμαι εγκαταλείπει πλέον την οικία και ως εκ τούτου σας ενημερώνω ότι προτίθεμαι να ασκήσω το δικαίωμα μου να εγκατασταθώ σ΄αυτήν μαζί με την οικογένεια μου».
Μέρος επιστολής εκ μέρους των αρμοδίων Αρχών, ημερ. 6.7.2005 - τεκμ. 6 (αφού αναφέρεται ότι ο Εφεσείων διαθέτει ιδιόκτητη οικία).
«Ενόψει των ανωτέρω, η προαναφερόμενη οικία στον Κυβερνητικό Οικισμό XXXXX δεν μπορεί να σας μεταβιβαστεί. Μπορεί όμως να σας παραχωρηθεί ολόκληρο το ποσό της οικονομικής βοήθειας που θα εδικαιούστο αν υποβάλλατε αίτηση για ανέγερση κατοικίας σήμερα, νοουμένου ότι θα παραδώσετε την οικία των γονέων σας στην Αρμόδια Αρχή. Να σημειωθεί ότι το θέμα σας τέθηκε ενώπιον της Επιτροπής Στεγαστικής Βοήθειας στις 07.06.05 όπου και το απέρριψε».
Επιστολή του Εφεσείοντα ημερ. 12.7.2005 - τεκμ.7:
«Αιτούμαι λοιπόν όπως επανεξετάσετε το θέμα ως δικαιούχος να στεγάζομαι στην πιο πάνω οικία και τούτο ως καταχωρημένος στην άδεια χρήσης της και ως μη βοηθηθείς μέσω των στεγαστικών σχεδίων για εκτοπισθέντες. Το ότι η σύζυγος μου, όχι εγώ, πήρε από προίκα των γονέων της και έχει ιδιόκτητη οικία, αυτό δεν είναι απαγορευτικό και ούτε θέμα που μπορεί να βαρύνει αρνητικά την απόφαση σας στο δικό μας αίτημα ουαί και αλίμονο εάν δεν μπορεί οποιοσδήποτε πολίτης (εκτοπισθείς ή μη) να προχωρήσει στη ζωή του και να μη δικαιούται να αποκτήσει ιδιόκτητη οικία μετά από τριάντα (30) χρόνια προσφυγιάς. Τυχόν αντίθετη άποψη θεωρείται οικονομική καταπίεση και αντισυνταγματική πρόθεση σας ενάντια στο ανθρώπινο δικαίωμα μου να δικαιούμαι και να αποκτώ ελεύθερα και μέσα στις δυνατότητες μου ακίνητη περιουσία».
Και εν κατακλείδι η τελική άρνηση των αρμοδίων Αρχών ημερ. 9.9.2005 - τεκμ.11 για τον ίδιο λόγο, ότι η σύζυγος του είναι κάτοχος ιδιόκτητης οικίας.
Οι διαπιστώσεις και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν τα μόνα εύλογα, στη βάση των πιο πάνω και ορθώς εκρίθη η στοιχειοθέτηση της παράνομης επέμβασης. Τα σχετικά αποσπάσματα από την αλληλογραφία των μερών θέτουν εκ ποδών τα όποια επιχειρήματα του Εφεσείοντα για αποκλεισμό ένδικης προστασίας ή αποστέρηση περιουσίας ή δυσμενή διάκριση.
Οι λόγοι έφεσης απορρίπτονται.
Θα εξετάσουμε στη συνέχεια το λόγο αντέφεσης που όπως αναφέραμε αφορά το θέμα των εξόδων.
Η επιλογή της χαμηλότερης κλίμακας για την επιδίκαση των εξόδων από το πρωτόδικο Δικαστήριο έγινε για δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος αφορά τη μη αναφορά στην ΄Εκθεση Απαίτησης της αξίας της οικίας. Σχετική είναι η Δ.2 θ.10 των περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμών, όπου αναφέρεται ότι σε αγωγές για ανάκτηση κατοχής ακίνητης περιουσίας, η οπισθογράφηση στο κλητήριο πρέπει να εκθέτει την αξία της επίδικης περιουσίας που ζητείται η ανάκτηση της και στις αγωγές για παράνομη επέμβαση την αξία του μέρους εκείνου που γίνεται η επέμβαση. Στην προκειμένη περίπτωση βεβαίως γίνεται αναφορά στην αξία αλλά υπό μορφή σημείωσης μετά την ΄Εκθεση Απαίτησης. Οπότε τίθεται ερώτημα εάν πρόκειται όντως για παραβίαση της Δ.2 θ.10 και αν θα έπρεπε να εξεταστεί το θέμα ως ζήτημα παρατυπίας. (Βλ. Τράγκολας κ.ά. ν. Σιόπαχα κ.ά., Πολιτική Έφεση 434/2012 κ.ά., 6/6/2019). Ο δεύτερος λόγος για την επιλογή της χαμηλότερης κλίμακας αφορά στο ότι η Εφεσίβλητη δεν απέδειξε ζημίες και της επιδικάστηκαν μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις αξίας €100 μόνο.
Δεν είναι αναγκαίο να ασχοληθούμε με το θέμα της Δ.2 θ.10 αφού με βάση το δεύτερο λόγο ήταν απολύτως θεμιτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να επιλέξει χαμηλότερη κλίμακα ως προς τα έξοδα που επιδικάστηκαν υπέρ της Εφεσίβλητης. Πρόκειται για διακριτική ευχέρεια η οποία αιτιολογήθηκε. Συνεπώς δεν χωρεί επέμβαση μας. (Βλ. Α.Σ. ν. Κ.Τ. κ.ά., Πολιτική Έφεση 56/2010 κ.ά., 11/1/2019, Μενοίκου ν. Χριστοδουλίδη (2004) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1711 και Ελένη Στεφάνου-Μετζίτη (2010) 1 (Β) Α.Α.Δ. 891). Η αντέφεση ομοίως απορρίπτεται.
Ενόψει της κοινής αποτυχίας έφεσης και αντέφεσης, κρίνουμε ορθό όπως η κάθε πλευρά να είναι υπόλογη για τα δικά της έξοδα.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.