ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Δημητριάδου-Ανδρέου, Λένα Π. Ευθυβούλου-Ευθυμίου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας με Θ. Παπακυριακού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Αιτητή. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-02-23 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΥΠ' ΑΡ. 109/2021 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, Πολιτική Αίτηση Αρ. 15/2022, 23/2/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:D72

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 15/2022)

 

 

23 Φεβρουαρίου, 2022

 

 

[ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.]

 

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΩΝ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI KAI PROHIBITION

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΥΠ' ΑΡ. 109/2021 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 20/1/2022

 

 Π. Ευθυβούλου-Ευθυμίου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας με                   Θ. Παπακυριακού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του  Γενικού Εισαγγελέα, για τον Αιτητή.

 

  Η. Στεφάνου με Γ. Νεάρχου, για τους Καθ'ων η Αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.:  Με άδεια που δόθηκε από το Δικαστήριο τούτο στις 21/1/2022 στην Αίτηση υπ' αρ. 8/2022, ακολούθησε η καταχώρηση της παρούσας Αίτησης με την οποία επιζητείται η έκδοση εντάλματος της φύσης Certiorari για ακύρωση της Απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερ. 20/1/2022, στην Αίτηση υπ' αρ. 109/2021, με την οποία αποφασίστηκε η επιστροφή των Τεκμηρίων             2-37 και 52-57.

 

Όπως προέκυψε από τα τεθέντα ενώπιον του Δικαστηρίου γεγονότα, στο πλαίσιο διερεύνησης της διάπραξης ποινικών αδικημάτων αναφορικά με αριθμό πολιτογραφήσεων ξένων επενδυτών, εκδόθηκαν τρία εντάλματα έρευνας που αφορούσαν συγκεκριμένο υποστατικό (γραφεία δικηγορικής εταιρείας), τα οποία εκτελέστηκαν και παραλήφθηκε αριθμός τεκμηρίων σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή. Τα σχετικά εντάλματα έρευνας εκτελέστηκαν στις 29/7/2021 και 30/7/2021.

 

Μετά την κατάσχεση των τεκμηρίων και συγκεκριμένα στις 2/8/2021 η Αστυνομία απετάθη, ως όφειλε[1], στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με αίτημα για εξασφάλιση Διατάγματος Κατακράτησης Τεκμηρίων «μέχρι τη συμπλήρωση των αστυνομικών εξετάσεων καθώς και την αποπεράτωση οποιασδήποτε ποινικής διαδικασίας η οποία δυνατό να διεξαχθεί σε σχέση με αυτά». Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αφού «ανέγνωσε την Ένορκη Δήλωση που κατατέθηκε εκ μέρους του αιτητή ως επίσης άκουσε όλα όσα λέχθηκαν από ή εκ μέρους του αιτητή», εξέδωσε Διάταγμα κατακράτησης των τεκμηρίων που αναφέρονταν στην ένορκη μαρτυρία του Υπαστυνόμου Α. Ανδρέου του ΤΑΕ Αρχηγείου Αστυνομίας. Καθόρισε δε ως περίοδο ισχύος του εν λόγω Διατάγματος την περίοδο του ενός μηνός από την ημερομηνία έκδοσης του. Το Δικαστήριο κατά την έκδοση του έδωσε ταυτόχρονα οδηγίες όπως «το παρόν διάταγμα να επιδοθεί στους Καθ΄ών η Αίτηση Α., Γ. και Δ. Δημητριάδη το συντομότερο».

 

Ακολούθησε νέα αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας από πλευράς Αστυνομίας, την 1/9/2021, αυτή τη φορά για ανανέωση του Διατάγματος Κατακράτησης Τεκμηρίων.

 

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αφού έδωσε τη δυνατότητα στους Καθ΄ων η Αίτηση, μέσω των δικηγόρων τους, να καταχωρήσουν Ένσταση και να προβάλουν τις θέσεις τους, με Απόφαση του ημερομηνίας 13/12/2021, απέρριψε την Αίτηση για ανανέωση του Διατάγματος Κατακράτησης Τεκμηρίων στο μεγαλύτερο της μέρος και ειδικότερα καθ' όσον αφορά τα Τεκμήρια 2-37 και 52-57. Το αιτιολογικό της απόρριψης ήταν ότι δεν γινόταν ειδική αναφορά επί της ένορκης δήλωσης που υποστήριζε την Αίτηση ποια τεκμήρια συνδέονταν με το κάθε ένταλμα έρευνας με αποτέλεσμα, όπως το Δικαστήριο ανέφερε, να μην είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος ως προς το εάν καλύπτονταν ή όχι τα επίδικα τεκμήρια από τα εντάλματα έρευνας βάσει των οποίων κατασχέθηκαν.

 

Έχοντας το κατώτερο Δικαστήριο απορρίψει την Αίτηση για ανανέωση κατακράτησης των επίδικων τεκμηρίων άφησε ταυτόχρονα ανοικτό προς απόφαση, όπως το ίδιο κατέγραψε, το κατά πόσο θα έπρεπε να εκδοθεί, για τα εν λόγω Τεκμήρια, διαταγή επιστροφής. Για το σκοπό αυτό διέταξε όπως, προηγουμένως, ακούσει τα μέρη αναφορικά με την τύχη των Τεκμηρίων αυτών, όπως και έπραξε σε μεταγενέστερη ημερομηνία και συγκεκριμένα στις 17/12/2021 και στη συνέχεια, στις 20/1/2022, το Δικαστήριο εξέδωσε νέα Απόφαση με την οποία διέταξε την επιστροφή των εν λόγω Τεκμηρίων εντός 48 ωρών στους δικηγόρους των Καθ΄ων η Αίτηση καθώς και την καταχώρηση, από μέρους της Αστυνομίας, στο φάκελο του Δικαστηρίου, εντός τριών εργασίμων ημερών στη συνέχεια, Ένορκης Δήλωσης που να βεβαιώνει την εν λόγω παράδοση. Αυτή η Απόφαση αποτελεί και το αντικείμενο της υπό κρίση Αίτησης.

 

Στην υπό κρίση Αίτηση κατεχωρήθη Ένσταση από τους Καθ΄ων η Αίτηση η οποία υποστηρίζεται από Ένορκη Δήλωση του Δ. Δημητριάδη, δικηγόρου και ενός εκ των Διευθυντών και μετόχων της δικηγορικής εταιρείας Ανδρέας Δημητριάδης και Σία ΔΕΠΕ.

 

Με τους ακόλουθους 9 Λόγους Ένστασης οι Καθ΄ων η Αίτηση ενίστανται στην αιτούμενη θεραπεία:

 

1)   Η παρούσα αίτηση είναι καταχρηστική αφού, ο Αιτητής, στο πλαίσιο της έφεσης που άσκησε αναφορικά με την προηγηθείσα της προσβαλλόμενης απόφασης, απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου, με την οποία απερρίφθη το αίτημα κατακράτησης τεκμηρίων, προέβαλε όμοιο με το παρόν αίτημα, ήτοι έθεσε ως λόγο ανατροπής της απόφασης, μεταξύ άλλων, ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο «αποφάσισε ότι τα Τεκμήρια υπ' αριθμό 2-37 και 52- 57 «θα πρέπει να επιστραφούν εφόσον ο δικαστικός έλεγχος δεν είναι δυνατός ως προς το εάν καλύπτονται ή όχι από τα εντάλματα έρευνας με βάση των οποίων κατασχέθηκαν».

 

2)   Ο Αιτητής δεν νομιμοποιείται και/ή κωλύεται να εγείρει ζήτημα υπέρβασης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, αφού η προηγηθείσα δική του θέση - εισήγηση, μέσω της εκπροσώπου του στη διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ήταν ότι τα Τεκμήρια θα έπρεπε να παραμείνουν στη φύλαξη της Νομικής Υπηρεσίας, ως ανεξάρτητου τρίτου.

 

3)   Με δεδομένο ότι σε κανένα στάδιο δεν δόθηκε δικαίωμα στον Αιτητή να κατακρατεί Τεκμήρια μέχρι την συμπλήρωση των αστυνομικών εξετάσεων ή την αποπεράτωση τυχόν ποινικής διαδικασίας, ο Αιτητής δεν νομιμοποιείται να ισχυρίζεται ότι «η μόνη εξουσία που είχε το Δικαστήριο ήταν να ελέγξει κατά πόσο υφίστανται ποινικές έρευνες και να αποφασίσει για την ανάγκη ανανέωσης του διατάγματος κατακράτησης αυτών και σε κάθε περίπτωση να διατάξει το αρμόδιο πρόσωπο για κατακράτηση των τεκμηρίων».

 

4)   Υπήρχε άλλο ένδικο μέσο για προσβολή της προσβαλλόμενης Απόφασης. Η Απόφαση και/ή Διαταγή του Δικαστηρίου θα μπορούσε να προσβληθεί με έφεση είτε δυνάμει του Άρθρου 32Α, είτε δυνάμει των Άρθρων 2 και 25(1)(α) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/1960 και εν πάση περιπτώσει, δεν καταδείχθηκαν εξαιρετικές περιστάσεις για ενεργοποίηση της προνομιακής διαδικασίας.

 

5)   Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης Απόφασης, ενήργησε εντός των πλαισίων της δικαιοδοσίας του.

 

6)   Η Αίτηση για Άδεια δεν είναι σύμφωνη με τον Τύπο Β του σχετικού Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου (5/2018). Η δε Έκθεση η οποία συνοδεύει την Αίτηση δεν είναι σύμφωνη με τον Τύπο Β, αφού καταχωρίστηκε ως έγγραφο μέρος της Αίτησης για Άδεια, και όχι ως ξεχωριστό έγγραφο με τον προκαθορισμένο τίτλο.

 

7)   Η Αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί αφού αντίθετα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην Έκθεση η οποία συνοδεύει την Αίτηση για Άδεια, δεν παρατίθενται γεγονότα, ούτε και υιοθετήθηκαν γεγονότα ή η ίδια έστω η Έκθεση από τον ενόρκως δηλούντα.

8)   Το Πρωτόδικο Δικαστήριο είχε εξουσία διαταγής επιστροφής των Τεκμηρίων τόσο δυνάμει των προνοιών των Άρθρων 27(γ)(ι) και 32 αλλά και του Άρθρου 170 του Κεφ.155.

9)   Τα Τεκμήρια τα οποία αποφασίστηκε να επιστραφούν στους Καθ΄ων η Αίτηση αποτελούν περιουσία τους. Το περιουσιακό δικαίωμα προστατεύεται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος το οποίο δεν προνοεί περιορισμό ή στέρηση για χάριν των αστυνομικών ερευνών και εν πάση περιπτώσει είχε εκδοθεί δικαστική απόφαση ότι η κατακράτηση τους από την Αστυνομία δεν νομιμοποιείτο πλέον.

Έχω εξετάσει με την επιβαλλόμενη προσοχή όσα τέθηκαν ενώπιον μου, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν από τους ευπαίδευτους συνηγόρους τόσο γραπτώς όσο και δια ζώσης.

 

Κρίνεται σκόπιμο, εν πρώτοις, να εξετασθούν εκείνα τα ζητήματα που  αφορούν σε κατ' ισχυρισμό παραλείψεις και/ή μη συμμόρφωση με ό,τι προβλέπεται από τον περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2018, 5/2018.

 

Προβλήθηκε ότι η Αίτηση για άδεια δεν ήταν σύμφωνη με τον Τύπο Β του Κανονισμού. Ειδικότερα, η θεραπεία η οποία εζητείτο ήταν «Άδεια του Σεβαστού Δικαστηρίου για την καταχώρηση Αίτησης με κλήση για την έκδοση εντάλματος Certiorari .» και όχι «Διάταγμα Certiorari για μεταφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο ..» όπως προνοεί ο Τύπος Β. Ουσιαστικά και με την Αίτηση δια κλήσεως ο Αιτητής εξακολουθεί να ζητά Άδεια. Επίσης, προβλήθηκε ότι στον τίτλο της Αίτησης για Άδεια αναφέρεται «Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για έκδοση προνομιακού εντάλματος φύσεως Certiorari και Prohibition" και όχι «Αναφορικά με την αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για ΑΔΕΙΑ..»  όπως προνοεί ο Τύπος Α. Περαιτέρω προβάλλεται ότι η Έκθεση που συνοδεύει την Αίτηση δεν είναι σύμφωνη με τον Τύπο Β αφού καταχωρίστηκε ως έγγραφο μέρος της Αίτησης για άδεια και όχι ως ξεχωριστό έγγραφο με τον προκαθορισμένο τίτλο. Προβλήθηκε, επίσης, ότι στην Έκθεση δεν παρατίθενται γεγονότα, ούτε υιοθετήθηκαν γεγονότα ή η ίδια η Έκθεση από τον ενόρκως δηλούντα.

 

Αν δεν χρησιμοποιήθηκε εντελώς ο σωστός τίτλος στην Αίτηση για Άδεια με βάση τα καθοριζόμενα στον Τύπο Α ή η διατύπωση της θεραπείας δεν ήταν επακριβώς ως προβλέπεται στον Τύπο Β του Διαδικαστικού Κανονισμού, αυτά είναι, κατά την κρίση μου, επουσιώδη ζητήματα τα οποία δεν θα πρέπει να οδηγήσουν σε ακυρότητα. Αναφορικά με τον τίτλο της Έκθεσης Γεγονότων αποτελεί γεγονός ότι αυτή δεν φέρει τον προδιαγεγραμμένο από τους Διαδικαστικούς Κανονισμούς τίτλο με βάση τα καθοριζόμενα στον Τύπο Β. Η εν λόγω παρατυπία δεν είναι, ωστόσο, ουσιαστική και ούτε μπορεί να επιφέρει οποιαδήποτε ακυρότητα. Το σημαντικό είναι ότι η εν λόγω Έκθεση έχει, στην πραγματικότητα, την αυτοτέλεια της εφόσον περιέχει τους λόγους επί τους οποίους βασίζεται. Το ότι δεν γίνεται σαφής ή ρητή παραπομπή από τον ενόρκως δηλούντα στο κείμενο της Έκθεσης Γεγονότων δεν ισοδυναμεί με παράβαση τύπου, αφού, όπως προκύπτει, το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης συνάδει με το περιεχόμενο της Έκθεσης ως προς τα εγειρόμενα σημεία, τόσο σε σχέση με τα γεγονότα όσο και σε σχέση με τις νομικές θέσεις.

 

Το επόμενο ζήτημα που πρέπει να  απασχολήσει αφορά στη θέση των Καθ΄ων η Αίτηση ότι η παρούσα Αίτηση είναι καταχρηστική.

 

Όπως συγκεκριμένα υποστηρίχθηκε, η υπό κρίση Αίτηση είναι καταχρηστική στη βάση του ότι ο Αιτητής στο πλαίσιο της Έφεσης που άσκησε εναντίον της Απόφασης που προηγήθηκε της προσβαλλόμενης, με την οποία απερρίφθη το αίτημα κατακράτησης τεκμηρίων, προέβαλε όμοιο με το παρόν αίτημα, θέτοντας ως λόγο ανατροπής της Απόφασης και το ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι τα επίδικα τεκμήρια θα πρέπει να επιστραφούν. Επισυνάπτεται προς τούτο ως Τεκμήριο 1 στην Ένορκη Δήλωση της Ένστασης αντίγραφο της Ποινικής Έφεσης υπ'. αρ. 205/2021.

Η πιο πάνω θέση δεν βρίσκει σύμφωνο το Δικαστήριο.

 

Εξέταση του Πέμπτου Λόγου Έφεσης αποκαλύπτει ότι η αναφορά στο τι το Πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε στο πλαίσιο της απόφασης του ημερ. 13/12/2021 και στο ότι, μεταξύ άλλων, είχε αποφασίσει και την επιστροφή των επίδικων τεκμηρίων, προβάλλεται στο πλαίσιο προώθησης της θέσης του Αιτητή ότι «η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αποτελεί αντικανονικότητα διαδικασίας και είναι νομικώς εσφαλμένη». Στον ίδιο Λόγο Έφεσης και στο πλαίσιο παράθεσης της αιτιολογίας που τον στηρίζει, γίνεται αναφορά και σε άλλα σημεία της απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου που σχετίζονται με τον προβληματισμό του Πρωτόδικου Δικαστηρίου αν θα προχωρούσε ή όχι και σε διάταγμα επιστροφής, σε μια προσπάθεια, προφανώς, η πλευρά του Αιτητή να καταδείξει αντιφάσεις και ανακολουθίες στα όσα το Δικαστήριο αναφέρει ως προς το χειρισμό που ενδείκνυτο να γίνει και την ακολουθητέα διαδικασία σε σχέση με τα επίδικα τεκμήρια.

 

Όπως διαφαίνεται και από τους ίδιους τους Λόγους Έφεσης στην Έφεση υπ'. αρ. 205/2021, λόγος έφεσης που να αφορά την απόφαση του Δικαστηρίου για επιστροφή των τεκμηρίων δεν προωθήθηκε. Όπως δε ορθά επισημαίνεται από την πλευρά του Αιτητή, κατάχρηση θα υφίστατο αν προωθούνταν δύο διαφορετικά ένδικα μέσα προς τον ίδιο σκοπό, ήτοι την ανατροπή και/ή ακύρωση της ίδιας απόφασης. Στην προκείμενη περίπτωση η προσβαλλόμενη απόφαση είναι η Απόφαση για επιστροφή των τεκμηρίων ημερ. 20/1/2022, ενώ αντικείμενο της Έφεσης υπ'. αρ. 205/2021 είναι η απόφαση ημερ. 13/12/2021 η οποία αφορούσε την απόρριψη αιτήματος κατακράτησης.

 

Υπό το φως των πιο πάνω, η θέση των Καθ΄ων η Αίτηση ότι επιδιώκεται μέσω της παρούσας Αίτησης η προσβολή της ίδιας απόφασης με διαφορετικά ένδικα μέσα, είναι άνευ ερείσματος.

 

Πολύς λόγος έγινε αναφορικά με τη σημασία και επιπτώσεις που προκύπτουν ένεκα δηλώσεων που έγιναν από μέρους της εκπροσώπου του Αιτητή στη διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου τις οποίες το Δικαστήριο μετέφερε στην Απόφαση του, ήτοι, ότι εάν δεν εγκρινόταν η αίτηση κατακράτησης Τεκμηρίων, θα έπρεπε να επιστραφούν τα Τεκμήρια, καθώς και το ότι αυτά θα έπρεπε να παραμείνουν στη φύλαξη της Νομικής Υπηρεσίας. Υποστηρίχθηκε εν προκειμένω ότι, ενόψει τέτοιας δήλωσης, ο Αιτητής δεν νομιμοποιείται και/ή κωλύεται να εγείρει ζήτημα υπέρβασης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.

 

Δεν συμφωνώ με την πιο πάνω προσέγγιση. Το κατά πόσο υπήρξε στην προκείμενη περίπτωση υπέρβαση δικαιοδοσίας από πλευράς του Δικαστηρίου, θα κριθεί ανεξαρτήτως των όποιων θέσεων έχουν προβληθεί και δεν μπορεί να τίθεται οποιοδήποτε κώλυμα ή εμπόδιο σε οποιονδήποτε, αν θεωρεί ότι εγείρεται τέτοιο ζήτημα, να το εγείρει.

 

Όσον αφορά το θέμα της ύπαρξης άλλου ένδικου μέσου και, στην περίπτωση που τούτο υπάρχει, κατά πόσο υφίστανται εξαιρετικές περιστάσεις, σημειώνονται τα ακόλουθα.

 

Επί του ζητήματος της ύπαρξης άλλου ένδικου μέσου, οι Καθ΄ων η Αίτηση προέβαλαν, μεταξύ άλλων, ότι η απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου θα μπορούσε να προσβληθεί με έφεση δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 32Α του Κεφ.155.

 

Ούτε και αυτή η θέση ευσταθεί.

 

Είναι σαφές ότι αντικείμενο έφεσης με βάση τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 32(Α) του Κεφ.155[2] είναι απόφαση του Δικαστηρίου η οποία εκδίδεται στο πλαίσιο του εδαφίου (1) του Άρθρου 32, αναφορικά με την κράτηση αντικειμένων που κατασχέθηκαν δυνάμει εντάλματος έρευνας και όχι απόφαση που αφορά σε διάταγμα επιστροφής των αντικειμένων που είναι η υπό κρίση περίπτωση.

 

Ακόμη και αν προσφέρετο άλλο ένδικο μέσο - που δεν είναι η περίπτωση -οι συνέπειες που ενδέχεται να προκύψουν από τυχόν επιστροφή των τεκμηρίων στη δυνατότητα πλήρους διερεύνησης της ποινικής υπόθεσης δημιουργούν, κατά την κρίση μου, εξαιρετικές περιστάσεις για παροχή της αιτούμενης θεραπείας.

 

Εισερχόμενη στην ουσία της υπόθεσης, το ερώτημα που σαφώς εγείρεται εν προκειμένω είναι κατά πόσο ενέπιπτε στις εξουσίες του Δικαστηρίου που επιλαμβάνεται αίτησης για ανανέωση διατάγματος κατακράτησης τεκμηρίων, να εκδώσει το υπό κρίση Διάταγμα επιστροφής των επίδικων Τεκμηρίων.

 

Η αναφορά στο  νομικό πλαίσιο που διέπει τις διαδικασίες αναφορικά με την κατάσχεση και κατακράτηση τεκμηρίων με παραπομπή στις σχετικές διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, θα βοηθήσει στην απλοποίηση του ζητήματος που απασχολεί.

 

Η εξουσία για κατακράτηση αντικειμένων τα οποία ανευρέθηκαν και κατασχέθηκαν στα πλαίσια εκτέλεσης εντάλματος έρευνας δυνάμει του Άρθρου 27 του Κεφ. 155 παρέχεται από το Άρθρο 32(1), στο οποίο ορίζεται ότι πράγμα που έχει κατασχεθεί κατά την εκτέλεση εντάλματος έρευνας και προσκομιστεί ενώπιον Δικαστή, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 27, δύναται να κατακρατηθεί μέχρι την αποπεράτωση οποιασδήποτε ποινικής διαδικασίας η οποία είναι δυνατό να διεξαχθεί σε σχέση με αυτό.

Σκοπός των διαδικασιών αναφορικά με την κατακράτηση τεκμηρίων είναι ο καθορισμός της τύχης των παραληφθέντων και κατασχεθέντων αντικειμένων και πραγμάτων πέραν της περιόδου που έπεται της έρευνας.

 

Αν ο Δικαστής είναι της γνώμης ότι οτιδήποτε κατασχέθηκε δυνάμει εντάλματος έρευνας δεν είναι αναγκαίο πλέον για οποιαδήποτε ποινική διαδικασία τότε, εκτός αν εξουσιοδοτείται ή υποχρεώνεται από αυτόν ή οποιοδήποτε άλλο Νόμο να διαθέσει αυτό διαφορετικά, διατάσσει:[3]

 

(α)   όπως το αντικείμενο ή οποιοδήποτε μέρος του επιστραφεί στο πρόσωπο το οποίο φαίνεται στο Δικαστή ότι έχει δικαίωμα σε αυτό και, αν το εν λόγω πρόσωπο είναι ο κατηγορούμενος, όπως επιστραφεί στον ίδιο ή σε τέτοιο άλλο πρόσωπο ως ο κατηγορούμενος ήθελε ορίσει. ή

 

(β)   όπως το αντικείμενο, αν ανήκει στον κατηγορούμενο, ή μέρος αυτού, χρησιμοποιηθεί για την πληρωμή οποιωνδήποτε εξόδων ή αποζημιώσεων τα οποία ο κατηγορούμενος διατάχθηκε να πληρώσει.

 

 

Οι πρόνοιες των Άρθρων 27 και 32 έτυχαν εξέτασης από το Ανώτατο Δικαστήριο για πρώτη φορά στην υπόθεση Concrete Mix Limited v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 360. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή οι διατάξεις που αφορούν την κατάσχεση και κράτηση αντικειμένων για ανακριτικούς και αποδεικτικούς σκοπούς είναι ταξινομημένες με χρονολογική σειρά, η οποία αντανακλά τα τρία ξεχωριστά στάδια που οριοθετούνται και ρυθμίζονται από το Νόμο. Το Άρθρο 27 διέπει την εξουσία για την κατάσχεση αντικειμένων. Αυτά μπορεί να κατασχεθούν κατά την εκτέλεση εντάλματος έρευνας εφόσον η εξέτασή τους κρίνεται αναγκαία για τους σκοπούς της αστυνομικής έρευνας. Η κατάσχεση αντικειμένου, βάσει του Άρθρου 27[4], παρέχει μόνο περιορισμένο δικαίωμα κράτησης, μέχρι την παρουσίασή του, το συντομότερο δυνατό, ενώπιον του Δικαστηρίου, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 32(1). Κριτής της αναγκαιότητας της περαιτέρω κράτησης του αντικειμένου για τους σκοπούς των ανακρίσεων και μελλοντικής ποινικής διαδικασίας είναι το Δικαστήριο. Οι πρόνοιες του Άρθρου 32(1)[5] παρέχουν διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να διατάξει την κράτηση και φύλαξη κατασχεθέντος αντικειμένου από τις αστυνομικές αρχές για καθορισμένο χρονικό διάστημα ή μέχρι και την αποπεράτωση ποινικής διαδικασίας η οποία ήθελε προκύψει από τις αστυνομικές έρευνες και ανακρίσεις. Η εξουσία η οποία παρέχεται από το Άρθρο 32(3) για αποδέσμευση των αντικειμένων από την αστυνομική φύλαξη συναρτάται άμεσα με την προσαγωγή του υπόπτου στο Δικαστήριο με τη διατύπωση κατηγορίας εναντίον του. Η πρόσαψη κατηγορίας οριοθετεί το τρίτο στάδιο της διαδικασίας για την κράτηση κατασχεθέντων αντικειμένων. Το εδάφιο (3) του Άρθρου 32 του Νόμου παρέχει εξουσία για επιστροφή του αντικειμένου στον κάτοχο ή ιδιοκτήτη του, νοουμένου ότι η κράτηση και φύλαξή του δεν απαιτείται για τους σκοπούς της εγερθείσας ποινικής δίωξης.[6]

 

Εν ολίγοις, όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Concrete Mix Limited (ανωτέρω)[7], το Άρθρο 27 διέπει και καθορίζει την κατάσχεση αντικειμένων στο προκαταρκτικό στάδιο της έρευνας, το Άρθρο 32(1) την κράτηση και φύλαξή τους από τις αστυνομικές αρχές μετά την κατάσχεσή τους και το Άρθρο 32(3) την αποδέσμευσή τους μετά την πρόσαψη κατηγορίας στο Δικαστήριο, αν η περαιτέρω κράτησή τους δεν απαιτείται για τους σκοπούς εγερθείσας ποινικής δίωξης.

 

Έχοντας κατά νου το πιο πάνω νομικό πλαίσιο και τις σχετικές διατάξεις, είναι φανερό ότι, στο πλαίσιο του Άρθρου 32(1) του Κεφ.155, η μόνη εξουσία που παρέχεται στο Δικαστήριο είναι να διατάξει ή να μην διατάξει την κατακράτηση και φύλαξη αντικειμένων που κατασχέθηκαν από τις Αστυνομικές αρχές στη βάση του Άρθρου 27, για καθορισμένο χρονικό διάστημα ή μέχρι και την αποπεράτωση ποινικής διαδικασίας η οποία ήθελε προκύψει από τις αστυνομικές έρευνες και ανακρίσεις. Στο στάδιο αυτό το Δικαστήριο αναλαμβάνει αρμοδιότητα για το ζήτημα και ειδικά            για την αναγκαιότητα της περαιτέρω κράτησης των κατασχεθέντων αντικειμένων, αφού προηγήθηκε η πρώτη φάση μέσω της κατάσχεσης κατά την εκτέλεση εντάλματος έρευνας η οποία παρέχει, ως ήδη πιο πάνω επισημάνθηκε, περιορισμένο δικαίωμα κράτησης τους μέχρι την παρουσίαση τους, το συντομότερο δυνατόν ενώπιον του Δικαστηρίου. Δεν παρέχεται, με βάση το Άρθρο 32(1), εξουσία στο Δικαστήριο να πράξει οτιδήποτε άλλο και σίγουρα δεν προκύπτει από το κείμενο του Νόμου, αλλά και την υπάρχουσα νομολογία, τέτοια εξουσία όπως το κατώτερο Δικαστήριο την αντιλήφθηκε, ήτοι για επιστροφή ή αποδέσμευση των αντικειμένων που κατασχέθηκαν που ήταν εν προκειμένω η Διαταγή του κατώτερου Δικαστηρίου. Τέτοια εξουσία, για επιστροφή, παρέχεται στο Δικαστήριο υπό τους όρους και προϋποθέσεις που τίθενται στο εδάφιο (3) του Άρθρου 32, ήτοι με την πρόσαψη κατηγορίας εναντίον προσώπων και εφόσον η κράτηση των τεκμηρίων δεν απαιτείται για σκοπούς της εγερθείσας ποινικής δίωξης.

 

Όσον αφορά την εξουσία του Δικαστηρίου με βάση το Άρθρο 32(1), παρόμοια ήταν και η προσέγγιση από την αδελφή Δικαστή Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα, Πολιτική Έφεση Αρ. 10/2022, ημερ. 17/2/2022, ECLI:CY:AD:2022:D71, όπου, μεταξύ άλλων, ανέφερε:

 

«Συμφωνώντας με την πλευρά του Αιτητή θεωρώ ότι, όπως ερμηνεύεται το άρθρο από τη νομολογία, η εξουσία του Δικαστηρίου αναφορικά με το ζήτημα της κατακράτησης/ανανέωσης κατακράτησης τεκμηρίων είναι περιορισμένη στην ίδια την έκδοση ή μη διαταγής για κατακράτηση/ανανέωση τεκμηρίων κατασχεθέντων δυνάμει του άρθρου 27 «για καθορισμένο χρονικό διάστημα ή μέχρι την αποπεράτωση ποινικής διαδικασίας, η οποία ήθελε προκύψει από τις ανακρίσεις».»

 

 

Ούτε και η θέση των Καθ΄ων η Αίτηση ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο είχε εξουσία για έκδοση διαταγής επιστροφής των τεκμηρίων δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 170 του Κεφ.155, έχει οποιοδήποτε έρεισμα. Το εν λόγω Άρθρο αναφέρεται στη δυνατότητα έκδοσης, στο πλαίσιο αιτήματος είτε της Αστυνομίας είτε προσώπου που διεκδικεί την περιουσία,  διατάγματος διάθεσης περιουσίας η οποία βρίσκεται στην κατοχή της Αστυνομίας, νοουμένου ότι τέτοια περιουσία περιέλθει στην κατοχή της σε σχέση με οποιαδήποτε ποινική διαδικασία.

 

Ο όρος «ποινική διαδικασία» με βάση το ερμηνευτικό Άρθρο 2[8] του Κεφ.155 έχει την έννοια της διαδικασίας που εγείρεται ενώπιον Δικαστηρίου εναντίον οποιουδήποτε προσώπου προς τιμωρία του για ποινικό αδίκημα που διαπράχθηκε κατά παράβαση οποιουδήποτε νομοθετήματος. Στην παρούσα υπόθεση είναι σαφές ότι δεν ευρισκόμεθα ενώπιον τέτοιας περίπτωσης εφόσον ουδεμία ποινική διαδικασία έχει, μέχρι σήμερα, εγερθεί ενώπιον Δικαστηρίου.

 

Ό,τι, συνεπώς, ευρίσκετο στην προκείμενη περίπτωση ενώπιον του  κατώτερου Δικαστηρίου προς εξέταση και απόφαση ήταν το αίτημα της Αστυνομίας για κράτηση και/ή περαιτέρω κράτηση αντικειμένων που είχαν προηγουμένως και στη βάση Ενταλμάτων Έρευνας κατασχεθεί. Με την Απόφαση του το κατώτερο Δικαστήριο να διατάξει την επιστροφή των επίδικων Τεκμηρίων με την παράδοση τους στους δικηγόρους των Καθ΄ων η Αίτηση, υπερέβη τις εξουσίες που κέκτητο με βάση τις διατάξεις που αναφέρθηκαν ανωτέρω και, συνακόλουθα, ενήργησε εκτός δικαιοδοσίας. Ενήργησε, δηλαδή, καθ' υπέρβαση της εξουσίας του.

 

Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Χ. Φεσσά (1990) 1 Α.Α.Δ. 704, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

«Ο έλεγχος των κατώτερων Δικαστηρίων με το ένταλμα certiorari γίνεται, μεταξύ άλλων, για να περιορίζονται τα κατώτερα Δικαστήρια μέσα στη δικαιοδοσία τους και να τηρούν το νόμο. Το ένταλμα είναι διορθωτικού χαρακτήρα. (Βλ. μεταξύ άλλων, The Attorney - General v. Panayiotis Christou (1962) C.L.R. 129· Christofi and Others v. lacovidou (1986) 1 C.L.R. 236· In re Argyrides (1987) 1 C.L.R. 23· Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 467).

 

"Δικαιοδοσία ή αρμοδιότητα" σημαίνει την εξουσία την οποία έχει ένα Δικαστήριο να αποφασίζει θέματα τα οποία παρουσιάζονται ενώπιόν του, ή να επιλαμβάνεται θεμάτων τα οποία παρουσιάζονται σύμφωνα με δικονομικούς κανόνες ενώπιόν του για απόφαση. Τα όρια της δικαιοδοσίας ή αρμοδιότητας καθορίζονται από το Νόμο ο οποίος καθιδρύει το Δικαστήριο. Η δικαιοδοσία πρέπει να υπάρχει πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης - (βλ. Thompson v. Shiel [1840] 3 Ir. Eq. R. 135٠Λαυρέντης Α. Δημητρίου, Αιτήσεις Αρ. 39/88 και 40/88 (1990) 1 Α.Α.Δ. 256).

Το πρακτικό της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου εξετάζεται και, αν υπάρχει υπέρβαση δικαιοδοσίας ή πρόδηλη πλάνη νόμου, τότε η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.»

 

Ως προς τη συνταγματική διάσταση του θέματος και τη θέση των Καθ΄ων η Αίτηση ότι το Άρθρο 23 του Συντάγματος δεν προνοεί περιορισμό ή στέρηση χάριν των αστυνομικών ερευνών, είναι αρκετό να παραπέμψω στην υπόθεση Phedias I. Kyriakides ν. The Republic (1961)                          1 R.S.C.C. 66, στην οποία λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 "Α law providing for the seizure of movable property and the temporary detention thereof for purposes of production before a court in criminal proceedings is constitutional within the meaning of paragraph (3) of Article 23 in that it provides for the imposition of restrictions or limitations in the interest of public safety as well as for the protection of the rights of others".

 

Με βάση όλα όσα έχουν πιο πάνω εκτεθεί η υπό κρίση Αίτηση είναι δικαιολογημένη και επιτυγχάνει.

 

Εκδίδεται συνεπώς προνομιακό ένταλμα Certiorari με το οποίο ακυρώνεται η Απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 20/1/2022.

 

Τα έξοδα της Αίτησης, όπως και τα έξοδα της Αίτησης 8/2022 για την άδεια, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ΄ων η Αίτηση.

 

 

 

                                                    Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,

                         Δ.



[1] Δυνάμει του Άρθρου 27(γ)(ι) και του Άρθρου 32(1) του Κεφ.155.

[2] 32Α.—(1) Κάθε απόφαση δικαστηρίου, η οποία εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (1) του
άρθρου 32, υπόκειται σε έφεση.

[3] Δέστε Άρθρο 32(3) του Κεφ. 155.

 

[4] 27. Όταν δικαστής ικανοποιείται με ένορκη έγγραφη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη αιτία να
πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει —

 

(γ) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να
χρησι
μοποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος, ο δικαστής δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να εκδώσει ένταλμα (το οποίο αναφέρεται στο νόμο αυτό ως "ένταλμα έρευνας"), που εξουσιοδοτεί το πρόσωπο που κατονομάζεται σε αυτό -


(ι) να ερευνήσει τον τόπο αυτό προς ανεύρεση οποιουδήποτε τέτοιου πράγ
ματος και να
κατάσχει και
μεταφέρει αυτό ενώπιον του Δικαστηρίου από το οποίο εκδόθηκε το
ένταλ
μα έρευνας ή ενώπιον άλλου Δικαστηρίου για να τύχει αυτό μεταχείρισης
σύ
μφωνα με το νόμο·

                                       (Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

[5] 32.-(1) Όταν, κατά την εκτέλεση εντάλματος έρευνας, κατασχεθεί οτιδήποτε και προσκομιστεί ενώπιον Δικαστή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 27, το πράγμα αυτό, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου αυτού, δύναται να κατακρατηθεί από τέτοιο πρόσωπο ως ο Δικαστής ήθελε ορίσει, λαμβανόμενης πάντοτε εύλογης φροντίδας για τη διατήρηση του μέχρι την αποπεράτωση οποιασδήποτε ποινικής διαδικασίας η οποία είναι δυνατό να διεξαχθεί σε σχέση με αυτό.

                                             (Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

[6] Δέστε Concrete Mix Limited (ανωτέρω) στη σελ. 366-367.

[7] Δέστε, επίσης, Ησαΐα v. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 669,  Ch. & G. Emporium Cars Ltd v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 70/2015, ημερ. 12/7/2016, ECLI:CY:AD:2016:B350, Λοΐζου v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 247/2018, ημερ. 2/10/2018, ECLI:CY:AD:2018:B425, Αναφορικά με την Αίτηση της ΜΕΦΑΛ ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΤΔ, Πολιτική Αίτηση Αρ. 127/2021, ημερ. 25/6/2021. .

[8] «ποινική διαδικασία» και συναφείς εκφράσεις σημαίνουν οποιαδήποτε διαδικασία που εγείρεται ενώπιον Δικαστηρίου εναντίον οποιουδήποτε προσώπου προς τιμωρία του για ποινικό αδίκημα που διαπράχθηκε κατά παράβαση οποιουδήποτε νομοθετήματος∙


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο