ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:A517
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. 452/11)
16 Νοεμβρίου, 2021
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. ΑΝΔΡΕΑ Ζ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΙ
2. ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΡΟΔΟΣΘΕΝΟΥΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΜΑΙΡΗΣ (ΜΑΡΙΑΣ) ΓΙΑΝΝΗ ΦΕΙΔΕΡΙΚΟΥ
3. Α.Ζ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ
4. Γ.Α. ΓΕΩΡΓΙΟΥ
5. Α.Α. ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Εφεσείοντες/Eναγόμενοι,
ν.
1. ΔΡΑ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΛΗΡΙΔΗ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΘΩΜΑ ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΥ
2. ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΦΕΙΔΕΡΙΚΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΥ
Εφεσιβλήτων/Εναγόντων,
ΚΑΙ ΔΙ' ΑΝΤΑΠΑΙΤΗΣΕΩΣ
1. Α.Ζ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΙ
2. ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΡΟΔΟΣΘΕΝΟΥΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΜΑΙΡΗΣ (ΜΑΡΙΑΣ) ΓΙΑΝΝΗ ΦΕΙΔΕΡΙΚΟΥ
3. Γ.Α. ΓΕΩΡΓΙΟΥ
4. Α.Α. ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Εφεσείοντες/Ενάγοντες εξ' Ανταπαιτήσεως,
ν.
1. ΔΡΑ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΛΗΡΙΔΗ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΘΩΜΑ ΦΡΙΔΕΡΙΚΟΥ
2. ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΩΣΑΝΤΟΣ ΜΙΧΑΛΗ ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΥ
3. ΣΧΟΛΑΙ ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΥ ΛΤΔ
Εφεσιβλήτων/Εναγομένων εξ' Ανταπαιτήσεως.
.......
Αλ. Γαβριηλίδης με Α. Μίτσιγγα (κα) για Γ. Γεωργίου και Σία
ΔΕΠΕ, για τους εφεσείοντες
Χρ. Κληρίδης, για τους εφεσίβλητους 1 και 2
Δ. Παπαδόπουλος για Παπαδόπουλος & Σία, για τους
εφεσίβλητους 3
...................
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σωκράτους, Δ.
......
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι διεκδικούσαν με αγωγή που καταχώρησαν, την επ' ονόματι τους μεταβίβαση 10000 μετοχών της εφεσίβλητης 3/εναγομένης 6, Σχολαί Φρειδερίκου Λτδ (η Σχολή), οι οποίες ήσαν εγγεγραμμένες επ' ονόματι της αδελφής τους Μαίρης (Μαρίας) Γιάννη Φρειδερίκου (η Μαίρη) η οποία, ως η θέση τους, τις κατείχε ως εμπιστευματοδόχος τους. Σύμφωνα με όσα η Έκθεση Απαίτησης τους διελάμβανε, είναι οι ιδρυτές της σχολής και μεταβίβασαν τις μετοχές, από 5000 έκαστος, τον Οκτώβριο 1983, επ' ονόματι της αδελφής τους Μαίρης, η οποία εξέδωσε και υπέγραψε προς ένα έκαστο των εφεσιβλήτων γραπτή δήλωση εμπιστεύματος ημερ. 15/10/1983.
Η Μαίρη απεβίωσε στις 30/7/1989, και κατέλειπε ως κληρονόμους της, τους εφεσείοντες 3, 4 και 5, σύζυγο και τέκνα της, αντίστοιχα.
Μετά το θάνατο της, οι εφεσίβλητοι ζήτησαν από τους εφεσείοντες 1 και 2, διαχειριστές της περιουσίας της Μαίρης, τη μεταβίβαση των υπό εμπίστευμα μετοχών χωρίς όμως ανταπόκριση. Στη συνέχεια, οι εφεσείοντες 1 και 2 καταχώρησαν την υπ' αρ. 326/97 Γενική Αίτηση επιζητώντας την εγγραφή των 10,000 μετοχών επ' ονόματι των παιδιών της Μαίρης, εφεσειόντων 4 και 5. Η Αίτηση απορρίφθηκε με οδηγίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως το θέμα της ιδιοκτησίας των μετοχών αποφασιστεί στα πλαίσια αγωγής την οποίαν και κατεχώρησαν οι εφεσίβλητοι.
Οι εφεσείοντες, υπερασπιζόμενοι, προέβαλαν διάφορους ισχυρισμούς, αρνούμενοι την αξίωση των εφεσιβλήτων, κυριότερος των οποίων ήταν, ότι η Μαίρη ουδέποτε υπέγραψε τις δηλώσεις εμπιστεύματος και ότι η φερόμενη υπογραφή της ήταν πλαστογραφημένη. Διαζευκτικά προέταξαν τη θέση ότι η υπογραφή της ετέθη αφού δέχθηκε ψυχική πίεση από τους εφεσείοντες.
Ισχυρίσθηκαν επίσης ότι η Μαίρη απασχολείτο ασταμάτητα στη σχολή, χωρίς αμοιβή, η επιχείρηση εθεωρείτο οικογενειακή ήτοι ανήκουσα εξ ίσου στους εφεσίβλητους και στις δύο αδελφές τους, τη Μαίρη και Ρ. (Μ.Ε.1), σε ποσοστό 25% έκαστος. Γι' αυτό διεκδίκησαν ανταπαιτητικώς 62,500 μετοχές (από το σύνολο των 250,000) ή ποσοστό 25%.
Προέβαλαν περαιτέρω τη θέση ότι, η μεταβίβαση των 10,000 μετοχών επ' ονόματι της έγινε ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες και την προσφορά της.
Κατά την ακροαματική διαδικασία κατέθεσαν για μεν τους ενάγοντες/εφεσίβλητους, ο εφεσίβλητος 1 Θωμάς Φρειδερίκου, η xxx Λοϊζίδου, Μ.Ε.1 και xxx Κέκκου, Μ.Ε.2. Για τους εφεσείοντες/εναγόμενους 1-5 κατέθεσε ο εναγόμενος/εφεσείων 3 Α. Γεωργίου και ακόμη δύο μάρτυρες. Για την εναγόμενη 6/εξ ανταπαιτήσεως 3 σχολή, κατέθεσε ο ενάγων 2 Μ. Φρειδερίκου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδεχόμενο τις θέσεις των εφεσιβλήτων και απορρίπτοντας εκείνες των εφεσειόντων, εξέδωσε απόφαση υπέρ των πρώτων ως η αξίωση τους και απέρριψε την ανταπαίτηση των δεύτερων.
Αποδέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των Θωμά Φρειδερίκου, xxx Λοϊζίδου (Μ.Ε.1) αδελφής τόσο των εναγόντων/εφεσιβλήτων όσο και της Μαίρης, και έκρινε ως γνήσια τα έγγραφα εμπιστεύματος, τεκμ. 3(Α) και 3(Β). Απέρριψε ταυτόχρονα, κρίνοντας την αναξιόπιστη, τη μαρτυρία του εφεσείοντα 3, συζύγου της Μαίρης, ο οποίος υποστήριζε ότι η υπάρχουσα υπογραφή επί των τεκμ. 3(Α) και 3(Β) δεν ετέθη από τη σύζυγο του.
Με την εκδοθείσα απόφαση, πέραν της διακήρυξης ότι επρόκειτο για εμπίστευμα, επ' ωφελεία των εφεσιβλήτων και ότι αυτοί εδικαιούντο να εγγραφούν ως ιδιοκτήτες των μετοχών, εξεδόθη διαταγή «διατάσσουσα τη μεταβίβαση ή/και την εγγραφή των εν λόγω μετοχών επ' ονόματι των εναγόντων, ανά 5000 μετοχές για κάθε ένα από τους ενάγοντες».
Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης προσβάλλεται με δεκατέσσερις (14) λόγους έφεσης, πλείστοι των οποίων άπτονται του ζητήματος της αξιοπιστίας και της «λανθασμένης αξιολόγησης των μαρτύρων».
Παρά το εκτενές των λόγων έφεσης και την εν πολλοίς επάλληλη κάλυψη θεμάτων σε διάφορους λόγους, θεωρούμε ορθό να ξεκινήσουμε από τους λόγους έφεσης οι οποίοι άπτονται του ζητήματος της αξιολόγησης της μαρτυρίας, διότι αν υφίσταται πρόβλημα σε σχέση με το πρωτόδικο έργο της αξιολόγησης, το βάθρο της περαιτέρω εξέτασης της έφεσης καθίσταται κατά κανόνα άνευ αντικειμένου. Ισχύει βεβαίως και το αντίθετο. Εάν το έργο της αξιολόγησης συντελέστηκε ορθά, τότε μπορούμε να προχωρήσουμε στην εξέταση των λοιπών λόγων έφεσης.
Σχετικοί λόγοι που πλήττουν τα ευρήματα αξιολόγησης και αξιοπιστίας και μπορούν να ενταχθούν στην ίδια ενότητα, όπως τους έχουν αναπτύξει και οι ευπαίδευτοι συνήγοροι, οι πρώτος, πέμπτος, έβδομος, όγδοος, δέκατος, και δέκατος τέταρτος.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης, στον οποίο θα μπορούσαν να ενταχθούν και οι υπόλοιποι, αφού αποτελούν εν πολλοίς μέρος της αιτιολογίας του, προβάλλεται ως επίκριση, η λανθασμένη από το Δικαστήριο, αξιολόγηση της μαρτυρίας και η κατάληξη στην οποία οδηγήθηκε, πως τα τεκμ. 3(Α) και 3(Β) ήσαν γνήσια.
Αποτελεί διακηρυγμένη αρχή από την σταθερή προσέγγιση της νομολογίας ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας επαφίεται πρωτίστως στο εκδικάσαν την υπόθεση Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να κρίνει τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης και να παρακολουθήσει τον τρόπο της κατάθεσης και την όλη συμπεριφορά τους κατά τη βάσανο της αντεξέτασης. Τα πρωτόδικα δικαστήρια διατηρούν το πλεονέκτημα ότι ζουν την ατμόσφαιρα της δίκης. Η εφετειακή παρέμβαση δικαιολογείται μόνο όταν τα συμπεράσματα αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή είναι αντίθετα με την αποδεκτή από το Δικαστήριο μαρτυρία (δες Γεωργίου ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ (2001) 1 ΑΑΔ 1037, Κουκούνη ν. Α.Ν. Stasis Estates Co. Ltd (2006) 1 AAΔ 489, Χρίστου ν. Ηροδότου κ.α. (2008) 1 ΑΑΔ676.) Δυνατότητα ανατροπής αξιοπιστίας μάρτυρα υπάρχει όταν ευρήματα είναι «εξ αντικειμένου ανυπόστατα» (Ludwing Bauer v. Διογένη Ηροδότου & Υιοί Λίμιτεδ (1994) 1 ΑΑΔ 325).
Διατηρούμε πάντοτε κατά νου ότι η ανεύρεση της αλήθειας και η ανάπλαση των γεγονότων δεν είναι βέβαια εύκολη υπόθεση. Οι κανόνες όμως του δικαίου της απόδειξης καθώς και οι εμπειρίες των δικαστών για τα ανθρώπινα είναι τα μόνα μέσα για τη διακρίβωση των περασμένων. Γι' αυτό και η επέμβαση μας περιορίζεται με τον τρόπο που έχει προσδιοριστεί από την πιο πάνω νομολογία.
(xxx Μουσουπέτρου ν. Α. Σκορδή ως διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντα Ν. Ψαθά, Πολ. Έφ. 335/13 ημερ. 16/6/21), ECLI:CY:AD:2021:A256
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, είχε ενώπιον του δύο εκδοχές αντικρουόμενες. Η πρώτη διακήρυττε εκ μέρους των εφεσιβλήτων, τη γνησιότητα των εμπιστευμάτων ενώ αντιθέτως προτάσσονταν δύο διαζευκτικές δικογραφημένες εκδοχές από τους εφεσείοντες για τη μη γνησιότητα τους, ήτοι πως τα έγγραφα: «ουδέποτε υπογράφησαν από την αποβιώσασα Μαίρη Α. Γεωργίου και/ή είναι χαλκευμένες και/ή πλαστογραφημένες. Διαζευκτικά, ότι αυτά υπογράφησαν συνεπεία ψυχικής πίεσης».
Ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο εντόπισε την αρχή πως ενώ είναι νομικά παραδεκτή η διαζευκτική προβολή υπεράσπισης, ωστόσο «τίθενται εκ προοιμίου ερωτηματικά για την υπόσταση εκατέρας από αυτές» (Π. Κουντερίδης Λτδ. ν. Γεωργίου (2003) 1 (Β) ΑΑΔ 959,982).
Με γνώμονα την αρχή ότι σε αστική υπόθεση το βάρος απόδειξης γνησιότητας εγγράφου το φέρει εκείνος ο οποίος το προσήγαγε και επικαλείται την εγκυρότητα του (Ελληνική Τράπεζα ν. Autospares Enter Ltd κ.α. (1998) 1 ΑΑΔ 843, Cypromix v. Vitador N.V. (2001) 1 ΑΑΔ 676), έκρινε πως η προσκομισθείσα από τους ενάγοντες/εφεσίβλητους, μαρτυρία ήταν ικανή για απόδειξη του.
Επικροτούμε ως ορθό και συμφωνούμε με το συμπέρασμα αυτό. Οι εφεσίβλητοι προσκόμισαν τη θετική μαρτυρία προσώπων, ενώπιον των οποίων η αποβιώσασα Μαίρη, υπέγραψε, σε αντίθεση με αυτή των εφεσειόντων, ιδίως του Α. Γεωργίου συζύγου της, ο οποίος δεν είχε οποιαδήποτε στέρεα βάση να στηρίξει τη γνώμη, πεποίθηση και εικασίες του, πως η σύζυγος του δεν θα υπέγραφε και δεν θα έκανε κάτι για το οποίο να μην τον ενημέρωνε.
Υπενθυμίζουμε τη νομολογιακά καθιερωμένη αρχή, πως μια απόφαση δεν εξετάζεται μικροσκοπικά και κατ' απομόνωση συγκεκριμένων φράσεων και λέξεων, αλλά αντικρίζεται στην ολότητα της και σφαιρικά. (Γενικός Εισαγγελέας ν. Μαλλιώτης (αρ. 2) (1998) 2 ΑΑΔ 167).
Οι εφεσείοντες μίλησαν για αντιφάσεις μεταξύ της Μ.Ε.1 xxx Λοϊζίδου και των εφεσιβλήτων. Όμως δεν υποδείχθηκαν τέτοιες ουσιώδεις αντιφωνίες, ώστε να πλήττουν το θεμέλιο της υπόθεσης τους το οποίο ήταν η υπογραφή των τεκμ. 3(Α) και 3(Β) από τη Μαίρη, το οποίο αποτελεί και το ουσιώδες ζήτημα. Αμφότεροι, Μ.Ε.1 και ενάγων/εφεσίβλητος 1 κατέθεσαν ότι η Μαίρη υπέγραψε ενώ βρισκόταν στο σπίτι της, όχι σε κλινική, χωρίς να έχει ιδιαίτερη σημασία αν τη συγκεκριμένη ώρα ήταν στο υπνοδωμάτιο ή στην κουζίνα/τραπεζαρία του σπιτιού της ή αν υπεγράφησαν πέραν του ενός πρωτοτύπου και πόσος ήταν ο αριθμός των αντιγράφων.
Προτάθηκε, πως η Μ.Ε.1 είχε κίνητρο να μην πει την αλήθεια αλλά να πει ότι ήθελαν οι εφεσίβλητοι, δεδομένου ότι εργάζονταν τα παιδιά της, ως καθηγητές, στη σχολή τους και είχε προσωπικό όφελος.
Όμως παραβλέπουν οι εφεσείοντες πως η Μ.Ε.1, αδελφή των εφεσιβλήτων και της Μαίρης, θα αποκόμιζε μεγαλύτερο και πραγματικό οικονομικό όφελος, αν ταυτιζόταν με τη δική τους εκδοχή (των εφεσειόντων) σύμφωνα με την οποία, τα 4 αδέλφια εδικαιούντο σε ποσοστό 25% στη σχολή.
Σημειώθηκε ως δείγμα των αντιφάσεων, αναφορικά με τον αριθμό των πρωτοτύπων και αντιγράφων που υπογράφησαν, πως η Μ.Ε.1 xxx Λοϊζίδου είπε πως «εγώ μια υπογραφή έβαλα». Όμως μια εξέταση των πρακτικών καταδεικνύει πως η Μ.Ε.1 δεν αναφερόταν, όταν έδωσε, αυτήν την απάντηση, στον αριθμό των υπογραφών που έθεσε αλλά στην ανάμιξη της στη συζήτηση και στη γενικότερη συγγραφή των τεκμ. 3(Α) και 3(Β). Εξάλλου, όπως φαίνεται από τα ανωτέρω τεκμήρια, η Μ.Ε.1 αναγνώρισε ως δικές της, τουλάχιστον 2 υπογραφές. Μια σε κάθε ένα των τεκμηρίων 3(Α) και 3(Β).
Συνάφεια με τους ανωτέρω λόγους και την αξιολόγηση των μαρτύρων, παρουσιάζει και ο τρίτος από αυτούς, μέρος της αιτιολογίας του οποίου περιέχεται στον δέκατο τέταρτο. Αφορά τη λανθασμένη, κατά τους ισχυρισμούς τους, αποδοχή της γραπτής δήλωσης της xxx Λοϊζίδου, Μ.Ε.1 ως αποδεκτής μαρτυρίας, καθότι αντίκειτο στον περί Αποδείξεως Νόμο Κεφ. 9.
Σύμφωνα με την αιτιολογία που προσφέρεται, και την επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε, η xxx Λοϊζίδου κατέθεσε μεν γραπτή δήλωση, πλην όμως παραδέχτηκε ότι δεν ετοιμάστηκε από την ίδια, και ότι τη διάβασε για πρώτη φορά στο δικαστήριο και συνεπώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δική της γραπτή δήλωση. Επικρίνοντας το Δικαστήριο για την αποδοχή της μαρτυρίας της ως αξιόπιστης, σημειώνουν οι εφεσείοντες πως η ίδια δέχθηκε αντεξεταζόμενη για το θέμα της δήλωσης της πως «Μου την έδωσε έτοιμη». «Δεν ξέρω πώς την ετοίμασε». «Δεν έδωσα κατάθεση στον Κληρίδη».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε με το ακόλουθο σκεπτικό το οποίο και επικροτούμε, την εισήγηση αυτή:
«...Επίσης τα όσα ανέφερε ο συνήγορος των Εναγομένων 1-5 σχετικά με τη γραπτή δήλωση τεκμ. Β της Μ.Ε.1, ώστε αυτή να μην ληφθεί υπόψη, αλλά και προκειμένου να πληγεί η αξιοπιστία της, δεν ευσταθούν, αλλά πολύ περισσότερο δεν πλήττουν την αξιοπιστία της μάρτυρος. Αντίθετα, κατά την κρίση μου, αναφέροντας η μάρτυρας τα όσα ανέφερε σχετικά με τις συνθήκες και τρόπο ετοιμασίας της δήλωσής της, καταδεικνύει την ειλικρίνεια και γνησιότητα της μαρτυρίας της. Πέραν όμως τούτων, έστω και αν το τεκμήριο Β, γραπτή δήλωση της πιο πάνω μάρτυρος, ετοιμάσθηκε από άλλο, από τη στιγμή που η μάρτυρας ενόρκως ενώπιον του Δικαστηρίου υιοθέτησε το περιεχόμενο της και υπέγραψε αυτή, αυτόματα το περιεχόμενο της δήλωσης κατέστη μαρτυρία της ενώπιον του Δικαστηρίου. Περαιτέρω, με την αντεξέταση της κατέστη ολοφάνερο ότι όσα αναφέρονται στη δήλωσή της ήταν κτήμα της και αποτελούσαν γνώση της."
Προσθέτουμε, αφού διεξήλθαμε τα πρακτικά της διαδικασίας πως η xxx Λοϊζίδου, γνώριζε όλα όσα αφορούσαν την υπόθεση και περιλαμβάνονταν στη δήλωση της, τεκμ. Β, τοποθετώντας και υποστηρίζοντας, τοπικά και χρονικά όλα τα διαμειφθέντα γεγονότα.
Ερωτήσεις δε, για τον τρόπο ετοιμασίας της δήλωσης της, υποβλήθηκαν κατά το τέλος της μακράς αντεξέτασης της και αφού ήδη είχε απαντήσει σε σωρεία ερωτημάτων και υποβολών χωρίς να επικαλείται άγνοια ή λήθη. Αντίθετα, διάνθιζε την αφήγηση της με σημαντικές λεπτομέρειες, όπως πχ τα περιστατικά με τις λεκτικές επιθέσεις και επικρίσεις, τις οποίες δέχθηκε από τον Μ.Υ.1 Γεωργίου.
Ως μέρος των εισηγήσεων για ανατροπή του ευρήματος αξιοπιστίας προτάσσεται ο ισχυρισμός περί μη κλήτευσης ως μάρτυρος της xxx Δημοσθένους, γραμματέα της σχολής καθώς και του γεγονότος το οποίο χαρακτηρίζουν παράξενο, ότι τα έγγραφα, τεκμ. 3(Α) και 3(Β) ετοιμάστηκαν από Νιγηριανό νομικό τον Sule Κumo και όχι από Κύπριο δικηγόρο.
Για με το πρώτο θέμα, είναι αρκετό να λεχθεί πως ο τρόπος παρουσίασης της υπόθεσης καθώς και ο αριθμός των μαρτύρων που θα κληθούν επαφίεται στους διαδίκους. Εάν η προσφερθείσα μαρτυρία είναι ικανή, όπως στην κρινόμενη περίπτωση, για απόδειξη της υπόθεσης, είναι αδιάφορο και άσχετο το ότι παραλείφθηκε η κλήση κάποιου, ο οποίος δεν θα προσέθετε οτιδήποτε πέραν των όσων κατέθεσαν εκείνοι οι οποίοι είχαν προσωπική εμπλοκή και γνώση των διαδραματισθέντων γεγονότων.
Για το δεύτερο ζήτημα είναι άξιον απορίας ο λόγος για τον οποίο εγείρεται και μάλιστα για να καταδείξει αναξιοπιστία. Καμία σημασία έχει ο συντάκτης του εγγράφου εδώ τεκμ. 3 (Α) και 3(Β) αλλά η υπογραφή του. Εξάλλου ο εφεσίβλητος 1 έδωσε σαφή εξήγηση για τούτο. Ο Sule Κumo ήταν Νιγηριανός Καθηγητής Νομικής με τον οποίο συνεργαζόταν για χρόνια, δεδομένου πως πλείστες επιχειρήσεις του δραστηριοποιούνταν στη συγκεκριμένη χώρα και ο ίδιος ζούσε εκεί από νεαρή ηλικία, τους δέκα από τους δώδεκα μήνες του χρόνου.
Συνεπώς οι σχετικοί λόγοι έφεσης (1ος, 3ος, 5ος, 7ος, 8ος, 10ος, 14ος) είναι έκθετοι σε απόρριψη και απορρίπτονται.
Mε το δέκατο τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται πως «το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αξιολόγησε τη μαρτυρία του Μ.Υ.2 xxx Γαλάζη και λανθασμένα και εντελώς αναιτιολόγητα κατέληξε ότι αυτός δεν θυμόταν οτιδήποτε».
Η μαρτυρία του πιο πάνω, προσφέρθηκε με στόχο να ισχυροποιήσει τη θέση των εφεσειόντων ότι η Μαίρη στις 15/10/83 νοσηλευόταν στην κλινική Γαλάζη και δεν διέμενε στην οικία της, όπως ο σύζυγος της επέμενε.
Ο ιατρός xxx Γαλάζης σαφώς κατέθεσε ότι δεν θυμόταν οτιδήποτε, μετά το πέρας τόσων χρόνων, πλην του γεγονότος, το οποίο συνέδεσε, μετά από αίτημα του συζύγου της Μαίρης το οποίο έγινε το 1993, πως τον Οκτώβρη 1983 σε συγκεκριμένη ημερομηνία ήλθε στην Κύπρο στην κλινική του ο Αμερικανός γιατρός ο οποίος αφαίρεσε το νάρθηκα από το πόδι της Μαίρης, τον οποίο είχε τοποθετήσει στην Αμερική το Μάρτιο του ιδίου έτους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προβαίνει σε εκτεταμένη ανάλυση, της δοθείσας για το θέμα αυτό μαρτυρίας, θεωρώντας την ως μετέωρη και μη ικανή να αποδείξει το γεγονός αυτό. Επιλαμβάνεται δε διάφορες πτυχές της μαρτυρίας του εφεσίβλητου 3, την οποία και απορρίπτει ως αναξιόπιστη. Εύρημα το οποίο ουδόλως πλήττεται.
Ο σχετικός (13ος) λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Γίνεται εισήγηση με το δεύτερο λόγο έφεσης πως «λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο προέβηκε σε εύρημα ότι η μεταβίβαση των μετοχών προηγήθηκε της δημιουργίας των εμπιστευμάτων και συνεπώς τα εμπιστεύματα δημιουργήθηκαν νόμιμα και είχαν νομική ισχύ».
Η αιτιολογία του λόγου τούτου, η οποία αποτέλεσε και την επιχειρηματολογία, η οποία αναπτύχθηκε στο περίγραμμα των εφεσειόντων, αναφέρει πως ενώ το δικαστήριο προέβηκε σε εύρημα πως η εγγραφή των 10000 μετοχών επ' ονόματι της αποβιωσάσης Μαίρης γνωστοποιήθηκε στον Έφορο Εταιρειών στις 15/6/1985, κατέληξε ότι ακόμη και εάν η μεταβίβαση των μετοχών έγινε μετά τη δημιουργία των εμπιστευμάτων, αυτά ήσαν έγκυρα και ισχυρά. Κατ' αντίθεση με τη νομολογία και τις αυθεντίες τις οποίες το ίδιο το Δικαστήριο επικαλέστηκε.
Η θέση των εφεσιβλήτων, όπως προκύπτει με το περίγραμμα αγόρευσης τους, είναι πως «σε σχέση με το χρόνο μεταβίβασης των μετοχών δημιουργήθηκε «τρικυμία εν ποτηρίω» «storm in a teacup". Ότι ζήτημα ακυρότητας τους δεν ηγέρθηκε με τα δικόγραφα και πώς παρά ταύτα το δικαστήριο το εξέτασε, και έκρινε με βάση το τεκμ. 22 το οποίο αποτελεί την ετήσια έκθεση της σχολής για την περίοδο μέχρι 10/10/1984, στην οποία δηλώνεται ότι στις 15/10/1983 μεταβιβάστηκαν 5000 μετοχές από τον Μ. Φρειδερίκου και άλλες 5000 μετοχές από το Θωμά Φρειδερίκου στη Μαίρη Γεωργίου.
Συνεπώς, ορθά, εισηγείται ο συνήγορος των εφεσιβλήτων το δικαστήριο αποφάσισε ότι οι μετοχές ενεγράφηκαν στο όνομα της Μαίρης Γεωργίου πριν ή αμέσως μετά την υπογραφή των τεκμ. 3(Α) και 3(Β) «αλλά σίγουρα στις 15/10/1983».
Εξετάζοντας την έκθεση υπεράσπισης των εφεσειόντων διαπιστώνεται η έλλειψη δικογραφημένης θέσης περί ακυρότητας των εμπιστευμάτων, ως ανωτέρω εισηγούνται οι εφεσείοντες. Η προβληθείσα ακυρότητας τους, συναρτήθηκε με την κατ' ισχυρισμό πλαστογράφηση/χάλκευση της υπογραφής και διαζευκτικά την υπογραφή τους μετά από άσκηση ψυχικής πίεσης.
Συνεπώς, ως θέμα το οποίο δεν είχε δικογραφηθεί, δεν μπορεί να εξεταστεί κατ' έφεση (C. Ioannides v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, Π.Ε. 1/2010, ημερ. 8/7/2014), ECLI:CY:AD:2014:A484 και ως τέτοιο απορρίπτεται.
Σημειώνουμε δε πως, δεν αμφισβητείται, ότι υπό την αίρεση ότι η Μαίρη υπέγραψε τα τεκμ. 3(Α) και 3(Β) αυτά δημιουργούσαν εμπίστευμα προς όφελος των εφεσιβλήτων.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται το παράπονο πως το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αξιολόγησε το τεκμ. 41 και προέβηκε σε εύρημα ότι ήταν αδύνατο η Μαίρη Γεωργίου να ήταν στην κλινική του Μ.Υ.2 xxx Γαλάζη στις 15/10/83. Ο συγκεκριμένος λόγος μπορεί να ενταχθεί στο λόγο έφεσης δεκατρία με τον οποίο ασχοληθήκαμε αναφορικά με το ζήτημα της αξιοπιστίας του Μ.Υ.2 και συνεπώς συμπαρασύρεται από εκείνο και απορρίπτεται.
Με τον έκτο λόγο έφεσης επιπλήττεται το πρωτόδικο δικαστήριο ότι δεν έλαβε υπόψη αριθμό τεκμηρίων ουσιωδών για την ορθή αξιολόγηση της μαρτυρίας και συγκεκριμενοποιούνται τα τεκμ. 9, 36 και 37.
Το τεκμ. 9 αποτελεί την επιστολή ημερ. 8/11/1993 την οποία ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων απέστειλε προς τους εφεσείοντες αξιώνοντας μεταβίβαση των μετοχών. Τα τεκμ. 36 και 37είναι ετήσιες εκθέσεις των ετών 1992 και 1993. Σε αυτές παρουσιάζεται ως δικαιούχος των 10000 μετοχών η Μαίρη Γεωργίου.
Η επιχειρηματολογία η οποία αναπτύχθηκε από το συνήγορο των εφεσειόντων περί αναμονής του θανάτου της μητέρας των εφεσιβλήτων για να ζητηθούν οι μετοχές, διότι αυτή γνώριζε την αλήθεια γύρω από το καταπίστευμα, αποτελεί εικασία και δεν αλλάζει την εικόνα των πεπραγμένων υπέρ των εφεσιόντων, δεδομένου πως η εκδοχή αυτή προσφέρθηκε από τον εφεσείοντα Γεωργίου, ο οποίος κρίθηκε αναξιόπιστος, χωρίς να προσβληθεί το εύρημα αυτό. Τα δε τεκμ. 36 και 37 δηλώνουν μεν την ιδιοκτησία των μετοχών από τη Μαίρη, πλην όμως δεν προσθέτουν οτιδήποτε στη λύση του θέματος, το οποίο ήταν η γνησιότητα των εμπιστευμάτων.
Συνεπώς απορρίπτεται ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης.
Με τον 9ο λόγο έφεσης προσβάλλεται το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η αποβιώσασα Μαίρη λάμβανε σημαντικά οφέλη και χρήματα από τη σχολή για τη συνεισφορά της.
Το Δικαστήριο είχε ήδη απορρίψει ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία του Γεωργίου ότι η σύζυγος του Μαίρη δεν έλαβε καμιά αμοιβή και οικονομικό όφελος για τις υπηρεσίες τις οποίες πρόσφερε προς τη σχολή. Το Δικαστήριο οδηγήθηκε στο εύρημα περί αποκόμισης οφέλους της Μαίρης από τη σχολή λαμβάνοντας υπόψη επιστολή της Μαίρης, μέρος του τεκμ. 8 αναφέροντας τα ακόλουθα, όταν σχολίαζε τη μαρτυρία του εφεσείοντα Γεωργίου:
«...Ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι η Μαίρη δεν έλαβε ποτέ χρήματα ή δώρα από τους αδελφούς της πριν αρρωστήσει. Ουδέν αναληθέστερο. Η επιστολή ημερ. 14/5/97 (μέρος του τεκμ. 8) της Μαίρης τον διαψεύδει. Αναφέρει σχετικά:
«..Δεν φτάνει τα τόσα πολλά που εμείς σου ζητήσαμε για να ξεκινήσουμε, συνεχώς μας δίνεις. Ξενιτεύτηκες εσύ για να τα τρώμε εμείς;..»
Ασφαλώς όταν αναφέρεται στην επιστολή «για να ξεκινήσουμε» αναφέρεται στην έναρξη της συζυγικής της ζωής με τον εναγόμενο 3».
Πέραν τούτου εντοπίζουμε ως μέρος του τεκμ. 8 χειρόγραφη επιστολή ημερ. 14/5/77 του Α. Γεωργίου απευθυνόμενη προς τον εφεσίβλητο 1, δια της οποίας εκφράζει τις ευχαριστίες του για την προσφορά του προς την Μαίρη αναφέροντας «Οπωσδήποτε σ' ευχαριστούμε διά το cheque το οποίον συντελεί εις τας «ανάγκας του βίου» αν και η Μαίρη επειράχθη από το γεγονός «Ίντα λέει, να εργάζεται ο Θωμάς και να τα τρώμε εμείς; Της είπα κι εγώ, παρά άλλοι καλύτερα εμείς, μα δεν την έπεισα. Αυτό γι' αστείο..»
Τα όσα το πρωτόδικο δικαστήριο επεσήμανε, ως απόλυτα ορθά, τα επικροτούμε, χωρίς να υπάρχει ανάγκη περαιτέρω σχολίου και τα οποία αφήνουν έκθετο σε απόρριψη και αυτόν τον λόγο έφεσης.
Με τον εντέκατο λόγο έφεσης προβάλλεται πως λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξέτασε, δεν έλαβε υπόψη και δεν καθοδήγησε τον εαυτό του ότι απαίτηση εναντίον περιουσίας αποβιώσαντα απαιτεί αυξημένο βάρος απόδειξης.
Ως αιτιολογία αυτού, αφού υπενθυμίζεται ο κανόνας ότι το επίπεδο απόδειξης εξαρτάται από τα περιστατικά της υπόθεσης, γίνεται εισήγηση ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση υπήρξε αυξημένο βάρος απόδειξης εφόσον γινόταν απαίτηση εναντίον περιουσίας ατόμου το οποίο έχει αποβιώσει, δεν μπορούσε να δώσει μαρτυρία και η διαδικασία για ανάκτηση των μετοχών ξεκίνησε το 2004, δηλαδή 15 χρόνια μετά το θάνατο της.
Κρίνουμε πως ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Η μαρτυρία η οποία προσκομίστηκε, προφορική και γραπτή, αξιολογήθηκε δεόντως από το πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο έκρινε ότι ικανοποιούσε το αποδεικτικό βάρος το οποίο οι εφεσείοντες έφεραν. Η απόδειξη της γνησιότητας των εμπιστευμάτων ενισχύθηκε από τη μαρτυρία της ιδίας της αδελφής της αποβιωσάσης καθώς από έγγραφα/τεκμήρια τα οποία οι ίδιοι οι εφεσείοντες προσκόμισαν (π.χ. τεκμ. 8) ενώ η προσφερθείσα από το σύζυγο της Γεωργίου, Μ.Υ.1, μαρτυρία κρίθηκε αναξιόπιστη και ως τέτοια δεν έγινε δεκτή.
Ο δωδέκατος λόγος έφεσης άπτεται του ζητήματος της ανταπαίτησης και της κατ' ισχυρισμό, λανθασμένα, απόρριψης της. Προβάλλεται επίσης πως λανθασμένα το δικαστήριο δεν εξέτασε το γεγονός ότι είχε δημιουργηθεί εξ επαγωγής εμπίστευμα (constructive trust) προς όφελος της αποβιωσάσης για το 25% των μετοχών. Υποβάλλεται επίσης ως μέρος της αιτιολογίας, το παράπονο ότι δεν αξιολογήθηκε ορθά η μαρτυρία του Μ.Υ.1 Γεωργίου αναφορικά με την ανταπαίτηση και τις υποσχέσεις των εφεσιβλήτων περί οικογενειακής επιχείρησης και μεταβίβασης μετοχών.
Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Η μόνη μαρτυρία η οποία δόθηκε για το δικαίωμα της αποβιωσάσης για ποσοστό 25% επί της εναγομένης 1 ήταν του συζύγου της Μαίρης, η οποία απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη και το εύρημα αυτό δεν προσβλήθηκε με αυτοτελή λόγο έφεσης. Το δικαστήριο στη διεργασία της αξιολόγησης κατέγραψε σημαντικό αριθμό λόγων οι οποίοι τον οδήγησαν στην κρίση του αυτή.
Σημειώνουμε ορισμένους:
«Επίσης, όλα όσα ανέφερε διά μερίδιο της Μαίρης κατά ¼ εις τη Σχολή και Εναγομένη 6 δεν υποστηρίζονται από κανένα μέρος της μαρτυρίας που παρουσιάσθηκε στο Δικαστήριο, ακόμη και από αυτή που παρουσίασε ο ίδιος ή έγγραφα που δέχτηκε ότι είναι δικά του. Πιστεύω όμως ότι οι αναφορές του σε δύο ένορκες δηλώσεις του καταδεικνύουν από μόνες τους το αβάσιμο των ισχυρισμών του. Εις την ένορκο δήλωση του ημερ. 2/4/97, βλ. τεκμήριο 10, αναφέρει στην παρ. 5 «αποπεράτωση της διαχείρισης» με τη μεταβίβαση και εγγραφή των 10.000 μετοχών (επίδικων) εις τους δύο κληρονόμους (εναγομένους 4 και 5). Εις την ένορκο δήλωσή του ημερ. 19/3/99, βλ. τεκμήριο 11, αναφέρει επί λέξει τα ακόλουθα:
« .. αι ρηθείσαι μετοχαί εδόθησαν και ενεγράφησαν επ' ονόματι της αποβιωσάσης συζύγου μου κατόπιν απαιτήσεως μου ως αντάλλαγμα υπηρεσιών που προσέφερε προσωπικώς η ίδια από της ιδρύσεως των Σχολών Φρειδερίκου ...»
Εάν πραγματικά η σύζυγος του Μαίρη ήταν δικαιούχος του ¼ του συνόλου των μετοχών της Εναγομένης 6, ο Εναγόμενος 3 δεν θα ορκίζετο ασφαλώς τα πιο πάνω. Θα διεκδικούσε το ¼ των μετοχών της Εναγομένης 6 και δεν θα βιάζετο «να αποπερατώσει» τη διαχείριση ή να την «κλείσει όπως αναφέρει στην παρ. 13 της ενόρκου δηλώσεώς του, ημερ. 14/5/02, τεκμήριο 12, τη διαχείριση της περιουσίας της αποβιωσάσης συζύγου του.»
«Επίσης, από τη μια ισχυρίζεται ότι η σύζυγος του Μαίρη δεν θα κρατούσε από τον ίδιο τέτοιο μυστικό αναφερόμενος στα Τεκμήρια 3(Α) και 3(Β), και από την άλλη ισχυρίζεται ότι δεν ανακατεύτηκε στα εσωτερικά θέματα της οικογένειας της συζύγου του (βλ. παρ. 3 Τεκμηρίου Γ) και ότι δεν συζητούσε ποτέ για τα οικονομικά της οικογένειας της Μαίρης και ότι η τελευταία δεν συζητούσε ή σκεφτόταν πριν το 1974 (σε σχέση με το 25% του ισχυριζόμενου μεριδίου της) (βλ. παρ. 7 και 8 του Τεκμηρίου Γ). Περαιτέρω, στο Τεκμήριο 15, σελ. 12, ο Εναγόμενος 3 αναφέρει «το χαρτί αυτό δεν το ξέρω. Υπάρχει μια εταιρεία που ο Θωμάς χρησιμοποιούσε από τη Νιγηρία, αν η γυναίκα μου υπέγραφε ή όχι εγώ δεν ξέρω». Όλα αυτά δείχνουν ότι η σύζυγος του Μαίρη δεν του αποκάλυπτε όλα όσα έκανε με τα αδέλφια της. Επίσης, αν ο ισχυρισμός του Εναγομένου 3, ότι η σύζυγος του ήταν ή εδικαιούτο να ήταν κατά ¼ ιδιοκτήτρια της επιχείρησης της Σχολής και ακολούθως της Εναγομένης 6, γιατί τότε ο ίδιος ζήτησε 400 μόνο μετοχές (σχετικό το Τεκμήριο 1) της Εναγομένης 6 και δεν ζήτησε όλο το μερίδιο της συζύγου του, οπότε θα ισχυροποιείτο και η θέση του ως δημόσιος υπάλληλος που ήταν. Ακόμη και ο ισχυρισμός του ότι οι 10000 μετοχές μεταβιβάσθησαν στη σύζυγο του κατόπιν απαιτήσεως του δεν είναι ορθός. Το τεκμ. 1 από μόνο του τον διαψεύδει. Το τεκμήριο αυτό, όπως είναι παραδεκτό, το ετοίμασε ο ίδιος. Επίσης στο τεκμ. 5, επιστολή που ο ίδιος ετοίμασε την 29.5.85, δεν αναφέρει δια ιδιόκτητες μετοχές της συζύγου του αλλά δια διοίκηση.»
Με δεδομένη τη μη αποδεκτή μαρτυρία που προσφέρθηκε για το σκοπό αυτό οι θέσεις αυτές παρέμειναν απλά ως δικογραφημένοι ισχυρισμοί, με αποτέλεσμα ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο να κρίνει ότι έλειπε από το δικαστήριο οιονδήποτε πραγματικό ή νομικό έρεισμα για εξέταση της σχετικής απαίτησης, η οποία αναπόφευκτα οδηγήθηκε σε απόρριψη.
Η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα €4.000 πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, προς όφελος των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων.
Α. Λιάτσος, Δ.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.
/ΚΑσ