ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:A415
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 14/2014 και 89/2014)
30 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ, 2021
[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 14/2014)
ΧΧΧ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΧΧΧ ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ,
Εφεσίβλητης.
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 89/2014)
ΧΧΧ ΧΧΧ ΛΟΥΙΖΙΔΟΥ,
Εφεσείουσα,
ν.
ΧΧΧ ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ,
Εφεσίβλητης.
Ν. Θρασυβούλου, για τον Εφεσείοντα στην ΠΕ 14/2014.
Γ. Λουϊζίδης, για την Εφεσείουσα στην ΠΕ 89/2014.
Ν. Πιριλίδης, για την Εφεσίβλητη και στις δύο εφέσεις.
_ _ _ _ _ _
Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Λ. Παρπαρίνος, Δ. με την οποία συμφωνεί και ο Τ. Οικονόμου, Δ. Η απόφαση της μειοψηφίας θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση η εφεσίβλητη, ιδιοκτήτρια του ακινήτου υπ΄ αριθμ. εγγραφής 2/3ΧΧΧ6, Τεμ. 3Χ2 επί της οδού χχχ χχχ χχχ, εις Λεμεσό, πώλησε αυτό, δυνάμει εγγράφου συμφωνίας ημερ. 24.7.2002, στην εταιρεία Pafilia Property Developers Limited (εν τοις εφ΄ εξής «Pafilia»), έναντι του ποσού των Λ.Κ. 3400000. Διά την επίτευξη της συμφωνίας αυτής, ο εφεσείων/εναγόμενος παρέστησε προς την εφεσίβλητη ότι υπάλληλοι κλειδιά της «Pafilia» ζήτησαν το ποσό των Λ.Κ. 100000 ως αντάλλαγμα της εξάσκησης της επιρροής τους στη διεύθυνση της «Pafilia» για ολοκλήρωση της πώλησης, διαφορετικά η πώληση δεν θα ολοκληρωνόνταν. Η εφεσίβλητη συμφώνησε στην πληρωμή του ποσού σε χρόνο και τόπο που θα της υποδείκνυε ο εφεσείων και, αφού πληρώνετο πρώτα η ίδια, λόγω οικονομικής αδυναμίας να το πληρώσει νωρίτερα. Μετά την υπογραφή του πωλητηρίου εγγράφου, ο εφεσείων παρέστησε προς την εφεσίβλητη ότι το ποσό των Λ.Κ. 100000 σύμφωνα με τους υπαλλήλους της «Pafilia», θα έπρεπε να καταβληθεί μέσω του ιδίου, για σκοπούς διατηρήσεως της ανωνυμίας τους και αποφυγής οποιασδήποτε χρονικής σύνδεσης της πληρωμής με την υπογραφή του πωλητηρίου εγγράφου. Η εφεσίβλητη συμφώνησε με τα πιο πάνω και προς υλοποίησή τους προχώρησε σε άνοιγμα λογαριασμού στην ALPHA BANK που της υπέδειξε ο εφεσείων, κατέθεσε το συμφωνηθέν ποσό και παραχώρησε πληρεξούσιο έγγραφο σ΄ αυτόν για τη διαχείριση του λογαριασμού. Ο εφεσείων εν συνεχεία με την χρήση του πληρεξουσίου εγγράφου τμηματικά με την έκδοση επιταγών, μετέφερε το συνολικό ποσό των Λ.Κ. 100000 σε τραπεζικό λογαριασμό επ΄ ονόματι της εναγομένης 2, θυγατέρας του, ο οποίος ανοίχθηκε στον ίδιο χρόνο που ανοίχθηκε και ο πρώτος λογαριασμός στην ίδια Τράπεζα.
Με την αγωγή της η Εφεσείουσα/Ενάγουσα αξίωνε εναντίον των Εφεσίβλητων/Εναγομένων τις ακόλουθες θεραπείες:
«Α. Γενικές και/ή ειδικές αποζημιώσεις ύψους €170,860.14 (Λ.Κ.100.000) πλέον τόκους προς 8% ετησίως επί ποσού €153,774.13 (Λ.Κ.90,000) από κατά ή περί την 02/10/2007 μέχρι εξόφλησης και επί ποσού €17,000 (Λ.Κ.10,000) από 04/01/2008 μέχρι εξόφλησης διά δόλου και/ή ψευδείς και/ή αμελείς και/ή άλλως παραστάσεις και/ή για συνομωσία προς εξαπάτηση της Εναγούσης και/ή για αδικαιολόγητο πλουτισμό και/ή λόγω αμελείας ως λεπτομερώς εκτίθεται ανωτέρω.
Β. Διάταγμα και/ή δήλωση του Δικαστηρίου ότι η Ενάγουσα δικαιούται να εντοπίσει (tracing) τα οποιαδήποτε ποσά και/ή κέρδη έχουν πληρωθεί και/ή εμβασθεί από τον Εναγόμενο 1 μέσω του Τραπεζικού Λογαριασμού με επιταγές και/ή εμβάσματα στο τραπεζικό λογαριασμό της Εναγομένης 2 στην Alpha Bank κατά τρόπο παράτυπο ή παράνομο και/ή άλλως ως λεπτομερώς εκτίθεται ανωτέρω.»
Μετά από ακροαματική διαδικασία το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαίωσε την εφεσίβλητη έναντι του εφεσείοντα/εναγόμενου και εξέδωσε εναντίον του απόφαση για €170660.14 πλέον τόκο. Αντίθετα απέρριψε την απαίτηση εναντίον της εναγόμενης 2 για τον λόγο ότι δεν αποδείχθηκε. Δεν επιδικάστηκαν οποιαδήποτε έξοδα υπέρ της εναγόμενης 2.
Με την Ανταπαίτηση του ο Εναγόμενος 1/Εφεσίβλητης 1 ανταπαιτούσε τα ακόλουθα:
«(Α) Λ.Κ.300.000.= (ισότιμον εις Ευρώ €512.580,43) υπόλοιπον διά υπηρεσίας προσφερθείσας ως ανωτέρω ή/και διά συμφωνηθέν ποσόν διά φιλοδώρημα ή/και αμοιβή δια αόκνους προσπαθείας ή/και δι' επιχειρηματικήν επιδεξιότητα η/και κερδοφόρων δια την Ενάγουσα χειρισμών ή/και άλλως πως.»
Ο εφεσείων/εναγόμενος 1 προσβάλλει ως εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση με δέκα λόγους (΄Εφεση Αρ. 14/2014).
Η εφεσείουσα/εναγόμενη 2 επίσης προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με τέσσερις λόγους έφεσης ως εσφαλμένη αναφορικά και μόνο με το μέρος που αφορά τη μη επιδίκαση εξόδων προς όφελός της. (΄Εφεση Αρ. 89/2014).
ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 14/2014
Με τους τέσσερις πρώτους λόγους και λόγους έξι και επτά, προσβάλλεται ως εσφαλμένη η αξιολόγηση της μαρτυρίας και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ενώ με τον πέμπτο λόγο ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη του τη νομική αρχή ex turpi causa και την αρχή πως κανένα Δικαστήριο δεν θα βοηθήσει κάποιον ο οποίος βασίζει την αγωγή του πάνω σε ανήθικη ή παράνομη ενέργεια όπως είναι η δωροδοκία.
Με τον όγδοο λόγο προβάλλεται ότι πλανήθηκε το Δικαστήριο ως προς την απόδειξη ύπαρξης ζημιάς της εφεσίβλητης που είναι συστατικό στοιχείο της απάτης, άρθρο 36 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου και με τον ένατο λόγο ότι το Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα το απαιτούμενο βάρος απόδειξης αναφορικά με τον ισχυριζόμενο δόλο εκ μέρους του εφεσείοντα. Τέλος, υποβάλλεται ότι εσφαλμένα απέρριψε την ανταπαίτηση.
Λόγος Αρ. 5
Θα εξετάσουμε πρώτα τον λόγο αυτό, καθ΄ ότι, τυχόν επιτυχία του θα έχει καταλυτικές συνέπειες στην έφεση.
Σύμφωνα με τον εφεσείοντα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη και/ή αγνόησε τη νομική αρχή του ex turpi causa και κατ΄ επέκταση της αρχής ex dolo malo non oritur actio και την αρχή πως κανένα Δικαστήριο δεν θα βοηθήσει κάποιον, ο οποίος βασίζει την αγωγή του πάνω σε ανήθικη ή παράνομη ενέργεια, όπως είναι η δωροδοκία.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον εφεσείοντα, εισηγήθηκε ότι, παρ΄ όλο που η υπεράσπιση της αρχής ex turpi causα non oritur actio δεν δικογραφήθηκε στην ΄Εκθεση Υπεράσπισης, εντούτοις το Δικαστήριο μπορεί να την εξετάσει αυτεπάγγελτα καθ΄ ότι πρόκειται περί παρανομίας αλλά και διότι είναι αντίθετη με το περί δικαίου κοινό αίσθημα. Εις την υπό εξέταση υπόθεση, σύμφωνα με το συνήγορο, η εφεσίβλητη βάσει των ιδίων της ισχυρισμών συμμετείχε θεληματικά σε παράνομη ενέργεια η οποία συνίστατο εις δωροδοκία υπαλλήλων της «Pafilia», ενέργεια η οποία είναι και ποινικό αδίκημα.
Από την άλλη ο ευπαίδευτος συνήγορος εισηγήθηκε ότι σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, η συμμετοχή της εφεσίβλητης ήταν συγκριτικά πολύ υποδεέστερη έναντι αυτής του εφεσείοντα, ο οποίος υπήρξε ο ιθύνων νους. Αυτός κατέστρωσε το όλο σενάριο και, εκμεταλλευόμενος την επιρροή και την εμπιστοσύνη της εφεσίβλητης λόγω της μακροχρόνιας σχέσης τους, την εξαπάτησε και ιδιοποιήθηκε Λ.Κ. 100000. Η εφεσίβλητη απλώς συμφώνησε να πληρώσει μέσω του εφεσείοντα το άνω ποσό στη βάση των παραστάσεων του σε πρόσωπα τα οποία ουδέποτε συνάντησε και στη βάση μιας υποθετικής συμφωνίας στην οποία η εφεσίβλητη ουσιαστικά ξεγελάστηκε να συμμετάσχει.
Εξετάσαμε όλα όσα μας τέθηκαν, σε συνάρτηση με τα δικόγραφα και ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Δικογραφικά δεν εγείρεται η υπεράσπιση του λατινικού αξιώματος ex turpi causa non oritur actio και το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με το θέμα αυτό. Παρ΄ όλα τούτα δεν εμποδίζεται το Εφετείο να εξετάσει το θέμα εφ΄ όσον σύμφωνα με τη νομολογία το θέμα της παρανομίας ήταν πάντοτε σοβαρό και η αυτεπάγγελτη εξέτασή του είναι επιτρεπτή, εάν η παρανομία προκύπτει κατά τρόπο έκδηλο από τα γεγονότα της υπόθεσης. (Βλ. Ιωάννου ν. Μουσκάλη (1997) 1 ΑΑΔ 1595). Εις την Χριστοδούλου v. Antonius H.F. M. Vraets (2009) 1 ΑΑΔ 802, αναφέρεται ότι το Δικαστήριο οφείλει ταυτόχρονα να αποστερήσει το διάδικο που αναμειγνύεται σε παράνομες ενέργειες από οποιαδήποτε θεραπεία ασχέτως της δικογραφικής ανεπάρκειας.
Εις την παρούσα υπόθεση σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ο εφεσείων 1 παρέστησε στην εφεσίβλητη σαν γεγονός ότι υπάλληλοι της «Pafilia» ζήτησαν ως αντάλλαγμα το ποσό των Λ.Κ. 100000 ως αντάλλαγμα για την άσκηση της επιρροής τους προς την διεύθυνση της «Pafilia» για ολοκλήρωση της πώλησης του ακινήτου της για το ποσό των Λ.Κ. 3400000 άλλως η πώληση δεν θα ολοκληρώνετο. Η εφεσίβλητη συνεφώνησε και διαβίβασε την συμφωνία της στους εν λόγω υπαλλήλους μέσω του εφεσείοντα «συμφωνήσασα έτσι να πληρώσει προς αυτούς το εν λόγω ποσό σε αντάλλαγμα εξάσκησης της πιο πάνω επιρροής τους .» . Τα δεδομένα αυτά συνιστούσαν δωροδοκία, η οποία είναι αθέμιτη συμπεριφορά. Τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, μέλος της οποίας είναι και η Κυπριακή Δημοκρατία, αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στην καταπολέμησή της, τόσο στο δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, καθ΄ ότι η δωροδοκία αποτελεί απειλή για μια σύννομη κοινωνία, στρεβλώνει τον ανταγωνισμό σε σχέση με την αγορά αγαθών ή εμπορικών υπηρεσιών και εμποδίζει την υγιή οικονομική ανάπτυξη, όπως αναφέρεται στις σκέψεις της απόφασης-πλαίσιο αριθ. 2003/568/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 22ας Ιουλίου 2003 για την καταπολέμηση της δωροδοκίας στον ιδιωτικό τομέα. Με την απόφαση πλαίσιο σκοπείται η καταπολέμηση της δωροδοκίας στον ιδιωτικό τομέα, τόσο της ενεργητικής όσο και της παθητικής δωροδοκίας συμπεριλαμβανομένης της ηθικής αυτουργίας και συνέργειας. Τα άρθρα 2 και 3 προβλέπουν:
«΄Αρθρο 2
Ενεργητική και παθητική δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα.
1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι οι ακόλουθες εκ προθέσεως πράξεις συνιστούν ποινικό αδίκημα, εφόσον τελούνται στο πλαίσιο επιχειρηματικών δραστηριοτήτων:
α) υπόσχεση, προσφορά ή παροχή, απευθείας ή μέσω τρίτου, σε ένα πρόσωπο το οποίο ασκεί διευθυντική λειτουργία ή εργάζεται υπό οποιαδήποτε ιδιότητα σε ιδιωτικό φορέα, μη οφειλομένου πλεονεκτήματος οιασδήποτε φύσεως, για τον εαυτό του ή για τρίτον, προκειμένου το πρόσωπο να τελέσει ή να μην τελέσει πράξη, κατά παράβαση των καθηκόντων του.
β) απευθείας ή μέσω τρίτου αίτηση ή αποδοχή μη οφειλομένου πλεονεκτήματος οιασδήποτε φύσεως, ή αποδοχή της υπόσχεσης τέτοιου πλεονεκτήματος, για τον εαυτό του ή για τρίτον, εκ μέρους προσώπου το οποίο ασκεί διευθυντική λειτουργία ή εργάζεται υπό οποιαδήποτε ιδιότητα σε ιδιωτικό φορέα, προκειμένου να τελέσει ή να μην τελέσει πράξη κατά παράβαση των καθηκόντων του.
2. Η παράγραφος 1 ισχύει επί επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στο πλαίσιο κερδοσκοπικών και μη κερδοσκοπικών φορέων.»
Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι μέλος της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την ποινικοποίηση της Διαφθοράς, η οποία έγινε στις 27.1.1997. Στο κυρωτικό νόμο της Σύμβασης, Ν. 23(ΙΙΙ)/2000, όπως τροποποιήθηκε από τον Ν.22(ΙΙΙ)/12, άρθρο 4 προβλέπονται οι πράξεις και ενέργειες που συνιστούν αδικήματα, μεταξύ των οποίων είναι η ενεργός δωροδοκία και δωροληψία στον ιδιωτικό τομέα.
«Άρθρο 4. Οι πράξεις και ενέργειες οι οποίες αναφέρονται στα πιο κάτω άρθρα της Σύμβασης συνιστούν αδικήματα τα οποία τιμωρούνται με φυλάκιση επτά ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι εκατό χιλιάδες ευρώ (€100.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές άνευ επηρεασμού του εκδικάζοντος την υπόθεση δικαστηρίου να επιβάλει οποιαδήποτε άλλη ποινή ή να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα το οποίο θα δύναται να επιβάλει ή εκδώσει κατά την εκδίκαση ποινικών υποθέσεων, και τα άρθρα αυτά είναι:
2 Ενεργός δωροδοκία οικείων δημόσιων αξιωματούχων.
3 Δωροληψία από οικείους δημόσιους αξιωματούχους.
4 Δωροδοκία μελών οικείων δημόσιων οργανισμών.
5 Δωροδοκία αλλοδαπών δημόσιων λειτουργών.
6 Δωροδοκία μελών αλλοδαπών δημόσιων συνελεύσεων.
7 Ενεργός δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα.
8 Δωροληψία στον ιδιωτικό τομέα.
9 Δωροδοκία αξιωματούχων διεθνών οργανισμών.
10 Δωροδοκία μελών διεθνών κοινοβουλευτικών συνελεύσεων.
11 Δωροδοκία δικαστών και αξιωματούχων διεθνών δικαστηρίων.
12 Εμπορία επηρεασμού.
13 Συγκάλυψη παράνομων εσόδων από αδικήματα διαφθοράς.
14 Λογιστικά αδικήματα.
15 Πράξεις συμμετοχής.
18 Εταιρική ευθύνη.»
Παρατηρούμε συναφώς ότι με το Άρθρο 4 οι πράξεις και ενέργειες που αναφέρονται σ' αυτό συνιστούν κακουργήματα τιμωρούμενα με φυλάκιση μέχρι επτά έτη ή με χρηματική ποινή μέχρι €100.000 ή και με αμφότερες τις ποινές. Οι ποινές καταδεικνύουν την σοβαρότητα των αδικημάτων αυτών.
Οι ενέργειες της Εφεσίβλητης συνιστούν το αδίκημα της ενεργού δωροδοκίας στον ιδιωτικό τομέα, με την έννοια του Άρθρου 4 (άνω). Παρατηρούμε ακόμη ότι η Εφεσείουσα προχώρησε και σε ενέργειες απόκρυψης της παρανομίας της με την δημιουργία λογαριασμού επ' ονόματι τρίτου απ' όπου θα πληρώνοντο οι δωροληψίες.
Εις την υπό εξέταση υπόθεση, όπως και αν εξετασθεί το θέμα, το γεγονός παραμένει με βάση την διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα γνώριζε το παράνομο των ενεργειών της, συμμετέσχε με την θέλησή της στην συμφωνία και ήτο in pari delicto με τον εφεσείοντα. Συνεπώς δεν τίθεται θέμα εφαρμογής τεστ αναλογικότητας, όπως είναι η εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσίβλητης. Υπάρχει ενιαίο σύμπλεγμα γεγονότων και στοιχείων που συνέθεταν την όλη συμφωνία και η εφεσίβλητη έλαβε μέρος στην συμφωνία εν πλήρη γνώσει της και θεληματικά, προτείνοντας η ίδια και τον χρόνο πλήρωσης του συμφωνηθέντος ποσού δωροδοκίας. Συνεπώς, το δόγμα ex turpi causa non oritur actio τυγχάνει εφαρμογής.
Εις την Χριστοδούλου ν. Antonius H.F.M. Vraets (2009) 1 ΑΑΔ 802 αναφέρεται:
«Ο γενικός κανόνας είναι ότι τα Δικαστήρια δεν επιτρέπουν την επανάκτηση μεταβιβασθέντων οφελημάτων που προέρχονται από παράνομα συμβόλαια. Αυτή η αρχή υπερίσχυσε στην προσπάθεια να εξισορροπηθούν δύο αντικρουόμενες τάσεις, δηλαδή, να εμποδίζεται από τη μια ο αδικαιολόγητος πλουτισμός και από την άλλη να απαγορεύεται η συνομολόγηση παρανόμων συμβάσεων.
Όπως εξηγείται στο σύγγραμμα Street on Torts 11η έκδ. σελ. 106-109, παρόλο που η αρχική εφαρμογή του δόγματος του ex turpi causa σχετιζόταν με το δίκαιο των συμβάσεων και όχι το δίκαιο των αστικών αδικημάτων, κανένα Δικαστήριο δεν θα εφαρμόσει μια συμφωνία που προέρχεται από παράνομη συναλλαγή, αυτό δε επεκτείνεται σ' όλο το φάσμα του δικαίου. Όπως, επί λέξει, αναφέρεται:
«.. if the claimant must rely on an illegal contract to succeed in tort, his action in tort must also fail. So, in Taylor v. Chester the claimant deposited a £50 note with the defendant as security for his agreement to pay her for the 'rent' of her brothel for an orgy. His claim in detinue for return of the pledge failed because he could only deny the validity of the pledge by showing its illegal and immoral purpose.»
Σε μεταγενέστερες αποφάσεις όπως τις Euro-Diam Ltd v. Bathurst [1990] 1 Q.B. 1 και Howard v. Shirlstar Container Transport Ltd [1990] 1 W.L.R. 1292, θεωρήθηκε ότι το δόγμα θα μπορούσε να τυγχάνει μιας πιο ελαστικής αντιμετώπισης κατά την οποία μικρές παρανομίες θα μπορούσαν να μην αποτελούν εμπόδιο στην επιδίωξη θεραπείας, άν κατά τα άλλα δεν θα ήταν αντίθετες με το περί δικαίου κοινό αίσθημα («public conscience»). Η προσπάθεια αυτή όμως αποδοκιμάστηκε στην απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στη Tinsley v. Milligan [1994] 1 A.C. 340, με αναφορά στη διαχρονική νομολογία, αρχής γενομένης από την Holman v. Johnson (πιο πάνω). Η απόφαση αυτή αφορούσε το δίκαιο των συμβάσεων, αλλά τυγχάνει εφαρμογής κατ' αναλογίαν και στις θεραπείες που στηρίζονται στο δίκαιο των αστικών αδικημάτων ή τουλάχιστον έχει θέσει υπό σοβαρή αμφισβήτηση ανάλογη θεραπεία ή ανάλογη προσέγγιση και στον τομέα των αστικών αδικημάτων. Έτσι, τόσο στην προγενέστερη απόφαση Pitts v. Hunt [1991] 1 Q.B. 24, όσο και στη μεταγενέστερη Clunis v. Camden and Islington Health Authority [1998] 3 All E.R. 180, η νομική αντιμετώπιση τέτοιων ζητημάτων στα αστικά αδικήματα εδράστηκε περισσότερο στην απαγόρευση απόδοσης θεραπείας λόγω της άμεσης συμμετοχής του ενάγοντος σε εγκληματική ενέργεια, παρά λόγω θεμάτων που άπτονται της δημόσιας πολιτικής ή του δημοσίου κοινού αισθήματος, έννοιες ακαθόριστες και μη επιδεχόμενες ακριβούς ερμηνείας. Όπως αναφέρεται στη σελ. 107 του πιο πάνω συγγράμματος, εξηγώντας τις πιο πάνω αποφάσεις:
«For their Lordships, ex turpi was not a 'wholly discretionary' defence. If a claim in tort arises from participation in criminal conduct, no cause of action will lie against the claimant's fellow miscreants. And, similarly, when the harm complained of derives entirely from his own conviction for a criminal offence, any claim must also fail.»
Εις την παρούσα υπόθεση, η αξίωση της εφεσίβλητης περιβάλλεται από κολάσιμη συμπεριφορά και ενέργειες της ίδιας, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή και Κυπριακή Νομοθεσία και ακόμη εναντίον του δημοσίου κοινού αισθήματος. Ως αποτέλεσμα το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να επιτρέψει την επανάκτηση του πληρωθέντος ποσού.
Για τους πιο πάνω λόγους ο λόγος έφεσης επιτυγχάνει όπως και η έφεση και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Συναφώς δεν μπορεί να επιτύχει, για τους ίδιους λόγους, ο δέκατος λόγος, που αφορά την ανταπαίτηση του εφεσείοντα. Εν όψει της απόφασής μας ως ανωτέρω, δεν παρίσταται ανάγκη εξέτασης των υπόλοιπων λόγων έφεσης.
Εν όψει της παρανομίας που περιβάλλει την συναλλαγή, δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα και περαιτέρω η διαταγή ως προς τα έξοδα που επιδικάσθηκαν πρωτοδίκως ακυρώνεται.
ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 89/2014
Εις την παρούσα έφεση η εφεσείουσα/εναγόμενη 2 παραπονείται με τέσσερις λόγους έφεσης για την μη επιδίκαση υπέρ της εξόδων, παρ΄ όλη την απόρριψη της αγωγής εναντίον της.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσείουσα δεν εδικαιούτο σε έξοδα εν όψει του ότι είχε κοινό δικηγόρο με τον εναγόμενο 1, εναντίον του οποίου εξεδόθη απόφαση πλέον διαταγή για τα έξοδα. Όλοι οι λόγοι προβάλλουν ως αυθαίρετη την ενέργεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Σύμφωνα με τη Νομολογία, (βλ. Λυσιώτης χχχ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 1 Α.Α.Δ. 363) η απόφαση για έξοδα «απορρέει από την άσκηση διακριτικής ευχέρειας. Επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται,
(α) Όπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το Νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες.
(β) Όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο (Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988, 989, Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1992) 1 Α.Α.Δ. 710).
(γ) Όπου υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπόψη άσχετων στοιχείων, μη λήψη υπόψη σχετικών στοιχείων (Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954, Donald Campbell & Co. Ltd v. Pollak [1927] A.C. 732, Evans v. Bartlam [1937] A.C. 473, Young v. Thomas [1892] 2 Ch. 234 και Egerton v. Jones [1939] 3 All E.R. 892).»
Έχουμε παραθέσει το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου και κρίνουμε ότι δεν χωρεί επέμβαση μας, λαμβάνοντας υπόψιν ότι αν και η Εφεσείουσα/Εναγόμενη 2 δεν κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ενέχετο στην παρανομία, εντούτοις προέβη σε εύρημα ότι «ιδιοποιήθηκε παράνομα το ποσό των Λ.Κ.100.000 μαζί με τον πατέρα της, Εναγόμενο 1» εύρημα το οποίο δεν προσεβλήθη. Συνεπώς, η Εφεσείουσα είχε κέρδος από την παρανομία και θα ήτο ενάντια σε κάθε έννοια δικαίου να της αποδοθούν και έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται. Δια τους ίδιους λόγους που αναφέρθηκαν για το θέμα των εξόδων στην ΄Εφεση Αρ. 14/2014, ουδεμία διαταγή για έξοδα εκδίδεται.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
ΣΦ.
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 14/2014 και 89/2014)
30 Σεπτεμβρίου, 2021
[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ Δ/στές]
(Πολιτική Έφεση Αρ. 14/2014)
ΧΧΧ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ,
Εφεσείων
- και -
ΧΧΧ ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ,
Εφεσίβλητη
____________________
(Πολιτική Έφεση Αρ. 89/2014)
ΧΧΧ ΧΧΧ ΛΟΥΙΖΙΔΟΥ,
Εφεσείουσα
- και -
ΧΧΧ ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ,
Εφεσίβλητη
Ν. Θρασυβούλου, για τον Εφεσείοντα στην Π.Ε. 14/2014.
Γ. Λουϊζίδης, για την Εφεσείουσα στην Π.Ε. 89/2014.
Ν. Πιριλίδης, για την Εφεσίβλητη και στις δύο Εφέσεις.
__________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Μειοψηφίας)
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.: Η χχχ Μαυροπούλου (Εφεσίβλητη στην Π.Ε. 14/14) το 2008 καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού αγωγή εναντίον του xxx Ανδρονίκου (Εναγόμενος 1-Εφεσείων στην Π.Ε. 14/14) εναντίον της xxx xxx Λουϊζίδου (Εναγόμενη 2-Εφεσείουσα στην Π.Ε. 89/14) και εναντίον της Alpha Bank Cyprus Ltd (Εναγόμενη 3). Η αγωγή εναντίον της τελευταίας απεσύρθη και συνεπώς δεν θα μας απασχολήσει.
Η xxx Μαυροπούλου με την εν λόγω αγωγή, ουσιαστικά αξίωνε εναντίον των Εναγομένων 1 και 2 το χρηματικό ποσό των €170.860,14.- (Λ.Κ.100.000) «. δια δόλο και/ή ψευδείς και/ή αμελείς και/ή άλλως παραστάσεις και/ή για συνωμοσία προς εξαπάτηση της Εναγούσης και/ή για αδικαιολόγητο πλουτισμό και/ή λόγω αμελείας». Η δικογραφημένη της θέση ήταν ότι και οι δύο Εναγόμενοι (που είναι πατέρας και θυγατέρα) στη βάση κοινού σχεδίου την εξαπάτησαν και της απέσπασαν το πιο πάνω ποσό. Η κατ΄ ισχυρισμόν παράνομη συμπεριφορά των Εναγομένων 1 και 2 έλαβε χώρα όταν αυτή ενδιαφέρθηκε να πωλήσει ακίνητο της στη Λεμεσό. Το καλοκαίρι του 2007 ενδιαφέρθηκαν αρκετοί για να αγοράσουν το εν λόγω ακίνητο της, ανάμεσα σ΄ αυτούς και η εταιρεία Pafilia Property Developers Ltd (στο εξής Pafilia) με τους οποίους η Ενάγουσα είχε συζητήσεις και διαπραγματεύσεις. Ο Εναγόμενος 1 ως έμπιστος και στενός οικογενειακός της φίλος, προθυμοποιήθηκε να τη βοηθήσει στις εν λόγω διαπραγματεύσεις και/ή να της εξεύρει αγοραστή του ακινήτου της με τιμή πώλησης Λ.Κ.3.500.000.- ποσό που η Ενάγουσα αξίωνε.
Αρχές Ιουλίου του 2007, ο Εναγόμενος 1 της ανέφερε ότι μετά από συζητήσεις που είχε με διάφορους επίδοξους αγοραστές, ανάμεσα σ΄ αυτούς και η εταιρεία Pafilia, διαπίστωσε ότι αυτοί δεν επιθυμούσαν να αγοράσουν το ακίνητο στην τιμή των Λ.Κ.3.500.000.- αλλά σε τιμή πέριξ των Λ.Κ.3.000.000.- Της ανέφερε ότι για να «ολοκληρωνόταν» η αγορά του ακινήτου από την Pafilia «θα έπρεπε να πληρωθούν διάφορα χρηματικά ποσά συνολικού ύψους Λ.Κ.100.000.- σε πρόσωπα που βρίσκονταν στην υπηρεσία της Pafilia, τα οποία δεν κατονόμασε τα οποία ήταν σε θέση επιρροής και/ή κατείχαν θέσεις κλειδιά και/ή θα εξασκούσαν την επιρροή τους στους διευθυντές της Pafilia για την εκ μέρους της Pafilia αγορά του ακινήτου στην τιμή που ζητούσε η Ενάγουσα ή σε ελαφρώς χαμηλότερη τίμη».
Οι Εναγόμενοι 1 και 2, οι οποίοι πρωτόδικα εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο δικηγόρο (ο οποίος ειρήσθω εν παρόδω ήταν άλλος από αυτούς που τους εκπροσώπησε κατ΄ έφεση), καταχώρισαν ξεχωριστά δικόγραφα με διαφορετικές δικογραφημένες υπερασπίσεις. Μάλιστα, ο Εναγόμενος 1, ο οποίος παραδέχθηκε τη λήψη του ποσού των Λ.Κ.100.000 από την Ενάγουσα, αξίωσε εναντίον της, με Ανταπαίτηση του, το πρόσθετο ποσό των Λ.Κ.300.000 ως υπόλοιπο για προσφερθείσες υπηρεσίες και/ή ως φιλοδώρημα και/ή ως αμοιβή «δια αόκνους προσπαθείας ή/και δι΄επιχειρηματικήν επιδεξιότητα ή/και κερδοφόρων δια την Ενάγουσα χειρισμών ή/και άλλως πως».
Ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου κατέθεσαν και οι τρεις διάδικοι (Ενάγουσα, Εναγόμενος 1 και Εναγόμενη 2). Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας την προσαχθείσα μαρτυρία, βρήκε ότι ο Εναγόμενος 1 ήταν αναξιόπιστος για συγκεκριμένους λόγους που καταγράφει στην απόφαση του. Η Ενάγουσα, η οποία έκανε πολύ καλή εντύπωση στο Δικαστήριο, κρίθηκε αξιόπιστη με αποτέλεσμα, το Πρωτόδικο Δικαστήριο να βασιστεί στη μαρτυρία που έδωσε και να προβεί σε ευρήματα. Όσον αφορά στην Εναγόμενη 2, βρήκε ότι αυτή ξεγελάστηκε από τον Εναγόμενο 1 και κατ΄ επέκταση ότι δεν είχε ευθύνη. Σύμφωνα με τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου «Οι πιο πάνω παραστάσεις γεγονότων αποτελούν ψευδείς παραστάσεις γεγονότων στις οποίες προέβηκε ο Εναγόμενος 1 στην Ενάγουσα, έγιναν εκ προθέσεως και εν πλήρη γνώση ότι αυτές δεν ήταν αληθινές στη βάση των οποίων η Ενάγουσα πεισθείσα περί της αλήθειας τους προχώρησε και του έθεσε στη διάθεση του το ποσό των Λ.Κ.100.000».
Εν κατακλείδι, το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον του Εναγόμενου 1 για το αξιούμενο ποσό, με νόμιμο τόκο, καταδικάζοντας τον Εναγόμενο 1 στα έξοδα. Απέρριψε την Ανταπαίτηση του Εναγόμενου 1 χωρίς έξοδα. Τέλος, απέρριψε την αγωγή εναντίον της Εναγόμενης 2. Για τους λόγους που αναφέρει, αποφάσισε να μην επιδικάσει προς όφελος της τελευταίας έξοδα.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 14/14.
Ο Εναγόμενος 1 με 10 λόγους έφεσης προσβάλλει ως εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση. Υπάρχουν λόγοι έφεσης που αφορούν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας στην οποία προέβη το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Δεν θεωρώ όμως ότι υπάρχουν περιθώρια για παρέμβαση στον τρόπο που το Πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τους μάρτυρες (Θρασυβούλου κ.α. ν. Φλωρίδη (2015) 1 ΑΑΔ, 89). Ως εκ τούτου, οι σχετικοί με το πιο πάνω θέμα λόγοι έφεσης, απορρίπτονται. Το ίδιο ισχύει και για τους λόγους έφεσης ότι δεν αποδείχθηκε η απαίτηση της Ενάγουσας. Στη βάση της μαρτυρίας που το Πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ως αξιόπιστη, δικαιολογημένα κατέληξε ότι η Ενάγουσα απέδειξε την υπόθεση της εναντίον του Εναγόμενου 1, και ορθά εξέδωσε εναντίον του απόφαση. Δικαιολογημένα επίσης απέρριψε την Ανταπαίτηση του Εναγόμενου 1 αφού δεν υπήρχε ενώπιον του αξιόπιστη μαρτυρία σε σχέση με αυτήν.
Επικεντρώνομαι στον 5ο λόγο έφεσης που έχει ως εξής:
«Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη και/ή αγνόησε την καθιερωμένη νομική αρχή του ex turpi causa και την αρχή πως κανένα δικαστήριο δεν θα βοηθήσει κάποιον ο οποίος βασίζει την αγωγή του πάνω σε ανήθικη ή παράνομη ενέργεια όπως είναι η δωροδοκία.»
Να σημειώσω από τώρα πως τέτοιο θέμα, ουδέποτε ετέθη ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου και κατ΄ επέκταση ούτε μαρτυρία προσκομίστηκε πάνω σ΄ αυτή τη βάση. Ο Εφεσείων στο δικόγραφο του ουδέποτε ανέφερε ότι η κατ΄ ισχυρισμόν συμφωνία προσέκρουε στις διατάξεις οποιουδήποτε Νόμου. Τουναντίον, αυτό που ανέφερε στο δικόγραφο του ήταν ότι η πώληση του ακινήτου στην εταιρεία Pafilia πραγματοποιήθηκε «. με την εξυπνάδα, την διαπραγματευτική ικανότητα και επιδεξιότητα και κατόπιν άοκνων προσπαθειών και κόπων του ιδίου». Για να καταλήξει ότι «. η Ενάγουσα κατέθεσε χωρίς καμιά πίεση, δόλο ή ψευδείς παραστάσεις ή άλλως πως Λ.Κ.100.000 (€170.860,14) επ΄ ονόματι της και υπέγραψε από μόνη της πληρεξούσιο εις το στενό φίλο της διότι τα λεφτά αυτά ήταν μέρος του υποσχεθέντος φιλοδωρήματος ή/και αμοιβής προς αυτόν δια τις άοκνες, επιτυχείς και κερδοφόρες προσπάθειες του». Να σημειώσω πως τις ίδιες θέσεις προέβαλε και ενώπιον του Εφετείου αφού θεωρεί πως κακώς το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Ανταπαίτηση του, η οποία αφορούσε σε Λ.Κ.300.000 «. ως υπόλοιπον δια υπηρεσίας προσφερθείσας ως ανωτέρω ή/και δια συμφωνηθέν ποσόν δια φιλοδώρημα ή/και αμοιβή δια αόκνους προσπαθείας ή/και δι΄ επειχηματικήν επιδεξιότητα ή/και κερδοφόρων δια την Ενάγουσα χειρισμών ή/και άλλως πως».
Ουσιαστικά η εμπλοκή της Eφεσίβλητης (Ενάγουσας), σύμφωνα πάντα με τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, τα οποία βρίσκω ότι δικαιολογούνται πλήρως από την αξιολόγηση της μαρτυρίας στην οποία προέβη, ήταν να δώσει και έδωσε χρήματα (Λ.Κ.100.000.-) στον Eφεσείοντα για να μεριμνήσει ο τελευταίος να τα δώσει σε αντιπροσώπους της εταιρείας Pafilia οι οποίοι θα έπειθαν ουσιαστικά την εταιρεία να αγοράσει το ακίνητο της έναντι του ποσού των Λ.Κ.3.400.000.- Να σημειώσω ότι η Ενάγουσα είχε αναφέρει, ανάμεσα σ΄ άλλα, ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι: «Ο εναγόμενος 1 της ανέφερε ότι μετά από συζητήσεις που είχε με τους αντιπροσώπους της Pafilia, θα έπρεπε, για να ολοκληρώνετο η αγορά του ακινήτου από αυτούς να πληρωθούν διάφορα χρηματικά ποσά συνολικού ύψους Λ.Κ.100.000.- σε πρόσωπα που εργάζονταν στην Pafilia». Όπως καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση, η Εφεσίβλητη συμφώνησε να καταβληθεί στους υπαλλήλους το εν λόγω ποσό «σε αντάλλαγμα εξάσκησης επιρροής στη διεύθυνση της Pafilia για ολοκλήρωση της πώλησης του ακινήτου».
Δεν διαπιστώνω στη βάση της πιο πάνω μαρτυρίας και ευρημάτων, τη διάπραξη ποινικού αδικήματος εκ μέρους της Εφεσίβλητης. Να σημειωθεί πως δεν ετέθη ποτέ θέμα παράνομης ή αθέμιτης άσκησης επιρροής προς την Εταιρεία Pafilia. Κατ΄ επέκταση, ουδέποτε είχε τεθεί ότι η κατ΄ ισχυρισμόν επιρροή ήταν για να ξεγελάσει ή παραπλανήσει οιοσδήποτε την Εταιρεία Pafilia, η οποία σε κάθε περίπτωση, όχι μόνο δεν εξαπατήθηκε αλλά συνήψε, με την ελεύθερη θέληση της, την επίδικη νόμιμη συμφωνία πώλησης.
Δεν θεωρώ ότι εδώ τίθεται θέμα δωροδοκίας στον ιδιωτικό τομέα. Στα άρθρα 7 και 8 της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς (Ν 23(ΙΙΙ)/2000) αναφέρονται τα ακόλουθα στην Αγγλική γλώσσα:
«Article 7 - Active bribery in the private sector
Each Party shall adopt such legislative and other measures as may be necessary to establish as criminal offences under its domestic law, when committed intentionally in the course of business activity, the promising, offering or giving, directly or indirectly, of any undue advantage to any persons who direct or work for, in any capacity, private sector entities, for themselves or for anyone else, for them to act, or refrain from acting, in breach of their duties.
Article 8 - Passive bribery in the private sector
Each Party shall adopt such legislative and other measures as may be necessary to establish as criminal offences under its domestic law, when committed intentionally, in the course of business activity, the request or receipt, directly or indirectly, by any persons who direct or work for, in any capacity, private sector entities, of any undue advantage or the promise thereof for themselves or for anyone else, or the acceptance of an offer or a promise of such an advantage, to act or refrain from acting in breach of their duties.»
Και σε ελληνική μετάφραση (από τον ίδιο το Νόμο):
«Άρθρο 7 - Ενεργός δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα
Κάθε Μέρος υιοθετεί τέτοια νομοθετικά και άλλα μέτρα τα οποία κρίνονται ως απαραίτητα για την καθιέρωση ως ποινικού αδικήματος στο εσωτερικό του δίκαιο, όταν διαπράττεται με πρόθεση κατά τη διάρκεια επιχειρηματικής δραστηριότητας, της υπόσχεσης, προσφοράς ή παροχής, άμεσα ή έμμεσα, οποιουδήποτε παράτυπου πλεονεκτήματος σε πρόσωπα τα οποία διευθύνουν ή εργάζονται υπό οποιαδήποτε ιδιότητα για οντότητες του ιδιωτικού τομέα, προς όφελος τους ή προς όφελος οποιουδήποτε άλλου, προς το σκοπό όπως ενεργήσουν, ή απέχουν από ενέργειες, κατά παράβαση των καθηκόντων τους.
Άρθρο 8 -Δωροληψία στον ιδιωτικό τομέα
Κάθε Μέρος υιοθετεί τέτοια νομοθετικά και άλλα μέτρα τα οποία κρίνονται ως απαραίτητα για την καθιέρωση ως ποινικών αδικημάτων στο εσωτερικό του δίκοιο, όταν διαπράττονται με πρόθεση, κατά τη διάρκεια επιχειρηματικής δραστηριότητας, του αιτήματος ή της λήψης, άμεσα ή έμμεσα, από οποιαδήποτε πρόσωπα τα οποία διευθύνουν ή εργάζονται υπό οποιαδήποτε ιδιότητα για οντότητες του ιδιωτικού τομέα, οποιουδήποτε παράτυπου πλεονεκτήματος ή υπόσχεσης για αυτό προς όφελος τους ή προς όφελος οποιουδήποτε άλλου, ή της αποδοχής προσφοράς ή υπόσχεσης για τέτοιο πλεονέκτημα, για να ενεργήσουν ή να απέχουν από ενέργειες κατά παράβαση των καθηκόντων τους.»
(Η υπογράμμιση γίνεται από εμένα).
Εδώ, ουδέποτε ετέθη θέμα ότι τα πρόσωπα ή οι υπάλληλοι ή οι Διευθυντές της εταιρείας Pafilia θα ενεργούσαν ή θα απείχαν από ενέργειες, κατά παράβαση των καθηκόντων τους.
Τα γεγονότα της δικής μας υπόθεσης διαφοροποιούνται πλήρως από τα γεγονότα της υπόθεσης Χριστοδούλου κ.α. ν. Vraets (2009) 1 ΑΑΔ, 802. Εκεί κρίθηκε ότι:
«. η αξίωση για θεραπεία εδραζομένη επί αστικού αδικήματος είχε ως βάση την ανάμειξη του εφεσίβλητου σε ποινικά κολάσιμη συμπεριφορά, ως φανερώνεται από τα παρατεθέντα άρθρα του Νόμου αρ. 7/85 της Αγκόλας, στην παρ. 4(α) της τροποποιημένης υπεράσπισης του εφεσείοντα, όπου όλα τα ακατέργαστα διαμάντια ανήκουν στο κράτος της Αγκόλας, η δε εξαγωγή τους χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση τιμωρείται με 12-16 χρόνια φυλάκισης, τιμωρείται δε ως κλοπή και η κατοχή και η απλή κατακράτησή τους. Όπως αναφέρθηκε και πριν, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέκτηκε ως γεγονός το αλλοδαπό δίκαιο και την επί αυτού μαρτυρία του δικηγόρου-μάρτυρα του εφεσείοντος. Δεν το ενέταξε όμως σφαιρικά στην κρίση του ώστε να αχθεί σε ορθή κατάληξη.»
Εδώ, εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρχε παρανομία δεν υπάρχει αφού, επαναλαμβάνω, ουδέποτε ήταν η θέση του Εφεσείοντα ότι υπήρχε τέτοια. Τουναντίον, ως ελέχθη, η Εφεσίβλητη δεν έχει φανεί να είναι αναμεμειγμένη σε ποινικά κολάσιμη συμπεριφορά. Στη Vraets (πιο πάνω) ήταν η θέση του Εφεσείοντα ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, και δόθηκε μαρτυρία ενώπιον του, πως «. ενόψει της όλης παράνομης επιχείρησης που αφορούσε την αγορά, κατοχή και εξαγωγή ακατέργαστων διαμαντιών από την Αγκόλα, που με βάση τον εκεί Νόμο αρ. 75/85, ήταν παράνομες πράξεις επιφέρουσες πολυετείς ποινές φυλάκισης, σε κανένα ποσό δεν δικαιούτο ο εφεσίβλητος λόγω της συμμετοχής του στην παρανομία». Κατ΄ επέκταση εκεί υπήρχε και εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσίβλητος είχε συμμετοχή στην παράνομη συναλλαγή με σκοπό να αποκομίσει τεράστιο κέρδος εν γνώσει του ότι επρόκειτο για μια παράνομη δραστηριότητα. Εδώ η Ενάγουσα όχι μόνο δεν επεδίωξε να αποκομίσει κέρδος από παράνομη δραστηριότητα αλλά επεδίωξε να πωλήσει και πώλησε το ακίνητο της σε συγκεκριμένη τιμή που η Εταιρεία Pafilia αποδέχθηκε με την ελεύθερη θέληση της.
Εν κατακλείδι η θέση μου είναι ότι:
(α) Η γραπτή συμφωνία πώλησης του ακινήτου της Eφεσίβλητης προς την εταιρεία Pafilia έναντι του συμφωνηθέντος τιμήματος των Λ.Κ.3.400.000.- έλαβε χώρα στις 24.7.2007 και ήταν καθόλα νόμιμη. Για ό,τι αξίζει σημειώνεται πως ουδέποτε η Εταιρεία Pafilia ισχυρίστηκε ότι η καταρτισθείσα συμφωνία ήταν παράνομη ή ότι αυτή καταρτίστηκε κατόπιν παράνομης ή αθέμιτης επιρροής εκ μέρους οποιουδήποτε, και
(β) Η Eφεσίβλητη κατέβαλε στον Eφεσείοντα το ποσό των Λ.Κ.100.000.- ο οποίος ουσιαστικά το απέσπασε από αυτή με ψευδείς παραστάσεις και/ή με απάτη.
Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι η συμπεριφορά της Εφεσίβλητης ήταν επιλήψιμη (παρόλο που η κατ΄ ισχυρισμόν επιρροή σε καμιά περίπτωση δεν θα εξαπατούσε την εταιρεία Pafilia), εν ουδεμιά περίπτωσει μπορεί να συγκριθεί με την ανέντιμη συμπεριφορά του Εφεσείοντα ο οποίος ξεγέλασε και απέσπασε από την Εφεσίβλητη το συγκεκριμένο ποσό καταστρώνοντας συγκεκριμένο δόλιο σχέδιο. Όπως ορθά σημειώνουν οι ευπαίδευτοι συνηγόροι της Εφεσίβλητης, η συμμετοχή του Εφεσείοντα σε κάθε περίπτωση «είναι αναλογικά και συγκριτικά πιο καταδικαστέα από τη συμμετοχή της Εφεσίβλητης». Εάν δε ληφθεί υπόψη ότι η συμφωνία που η Εφεσίβλητη επεδίωξε να καταρτίσει με την εταιρεία Pafilia και που τελικά συνήψε ήταν καθόλα νόμιμη, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι στη βάση της αναλογικότητας («proportionality test») δεν θα πρέπει να αφεθεί ο Eφεσείων να απολαύσει τους καρπούς της παρανομίας του και της ανέντιμης συμπεριφοράς του (to keep the fruits of his fraud -Saunders and another v. Edwards and another (1987) 2 All E.R. 651), που εδώ είχε ως αποτέλεσμα να υφαρπάξει από την Ενάγουσα-Εφεσίβλητη το ποσό των Λ.Κ.100.000. Να επαναλάβω, για ό,τι αξίζει, πως η σταθερή θέση του Εφεσείοντα ήταν πως ουδέποτε υπήρξε οποιαδήποτε παρανομία και ότι τα χρήματα τα έλαβε από την Εφεσίβλητη ως φιλοδώρημα που αυτή του υποσχέθηκε για να καταρτιστεί η επίδικη νόμιμη συμφωνία με δικές του ενέργειες, εξού και η Ανταπαίτηση του για περαιτέρω αμοιβή του.
Βρίσκω ότι όλοι οι λόγοι έφεσης, συμπεριλαμβανομένου και του 10ου λόγου που αφορά στην απόρριψη της Ανταπαίτησης, είναι αβάσιμοι.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 89/14.
Η Έφεση αυτή καταχωρίστηκε από την Εναγόμενη 2 και αφορά στο παράπονο της ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο, παρόλο που την δικαίωσε, δεν επεδίκασε προς όφελος της έξοδα. Με τέσσερεις λόγους Έφεσης ουσιαστικά θεωρεί ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε εσφαλμένα τη διακριτική του ευχέρεια στο θέμα των εξόδων αφού αδικαιολόγητα παραγνώρισε το αποτέλεσμα της δίκης.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι η εναγόμενη 2 «δεν γνώριζε για τις πράξεις του εναγόμενου 1 ούτε για την προέλευση του χρηματικού ποσού των Λ.Κ.100.000.- Ούτε συνέπραξε η εναγόμενη 2 με τον εναγόμενο 1 για την εξασφάλιση του πιο πάνω ποσού από την ενάγουσα. Η εναγόμενη 2 έκανε ότι έκανε, δηλαδή με το άνοιγμα του τραπεζικού λογαριασμού και την παραχώρηση του πληρεξούσιου προς τον πατέρα της (εναγόμενο 1), βασιζόμενη στις εξηγήσεις που της έδωσε ο ίδιος ο πατέρας της, ότι δηλαδή είχε σχέση με την πτωχευτική του ιδιότητα» (σελ. 24 από την πρωτόδικη απόφαση). Είναι γεγονός ότι στη σελ. 20 της πρωτόδικης απόφασης, ατυχώς, σημειώνεται ότι το ποσό των Λ.Κ.100.000.- «. ιδιοποιήθηκαν παράνομα οι εναγόμενοι 1 και 2». Λέγω ατυχώς γιατί από την αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας στην οποία προέβη το Πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν δικαιολογείται κάτι τέτοιο. Ούτε βεβαίως ήταν ποτέ εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι και η Εναγόμενη 2 απέσπασε από την Ενάγουσα το ποσό των Λ.Κ.100.000. Αν έτσι είχαν τα πράγματα, τότε θα εξέδιδε και εναντίον της δικαστική απόφαση, και δεν θα απέρριπτε την αξίωση της Ενάγουσας εναντίον της. Άλλωστε, μια δικαστική απόφαση προσεγγίζεται ως ενιαίο σύνολο και όχι αποσπασματικά.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, παρόλο που δικαίωσε την εναγόμενη 2, δεν επεδίκασε προς όφελος της έξοδα στη βάση του ακόλουθου σκεπτικού: «Εφόσον οι εναγόμενοι έχουν τον ίδιο δικηγόρο και δεν φαίνεται να έχουν δημιουργηθεί ξεχωριστά έξοδα για την εναγόμενη 2, δεν θα επιδικαστούν οποιαδήποτε δικηγορικά έξοδα υπέρ της εναγόμενης 2».
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε το γεγονός ότι οι Εναγόμενοι 1 και 2 είχαν μεν κοινό δικηγόρο πλην όμως είχαν καταχωρίσει ξεχωριστά δικόγραφα. Η Εναγόμενη 2 με το δικόγραφο της αρνήθηκε ότι είχε οποιαδήποτε επαφή με την Ενάγουσα και κατ΄ επέκταση αρνήθηκε όλες τις κατ΄ ισχυρισμόν ψευδείς παραστάσεις. Αρνήθηκε επίσης ότι γνώριζε λεπτομέρειες για τις υπηρεσίες που παρείχε ο πατέρας της, Εναγόμενος 1, προς την Ενάγουσα. Για το άνοιγμα του λογαριασμού στο όνομα του πατέρα της και για τη χορήγηση πληρεξούσιου σ΄ αυτόν, είχε αναφέρει πως ενήργησε καλόπιστα. Με άλλα λόγια εκείνο που διαφαίνεται είναι ότι οι Εναγόμενοι 1 και 2 δεν είχαν ουσιαστικά κοινή υπεράσπιση αφού ο Εναγόμενος 1, εν αντιθέσει με την Εναγόμενη 2, είχε παραδεχθεί πως είχε επαφή με την Ενάγουσα με την οποία συνήψε μαζί της μια νόμιμη συμφωνία σε σχέση με την πώληση του ακινήτου της στην εταιρεία Pafilia. Θεωρώ ότι δικαιολογημένα είχαν καταχωριστεί ξεχωριστά δικόγραφα υπεράσπισης.
Στη Χρυσοστόμου ν. Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού Λτδ (2015) 1(Γ) ΑΑΔ, 2221, επαναλαμβάνεται για άλλη μια φορά ότι ο γενικός κανών είναι ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης, εκτός αν υπάρχει καλός λόγος για έκδοση διαφορετικής διαταγής αφού δεν είναι αποδεκτή η αποστέρηση των εξόδων του επιτυχόντα διαδίκου χωρίς αποχρώντα λόγο. Το Εφετείο (απόφαση πλειοψηφίας που εξέδωσε ο Χριστοδούλου, Δ.) ανατρέποντας την πρωτόδικη απόφαση, βρήκε ότι τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης «. δεν αναδείκνυαν καλό λόγο ώστε να αποστερηθεί ο Εφεσείοντας τα έξοδα του». Στην εν λόγω υπόθεση το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρόλο που απέρριψε την αγωγή των Εφεσιβλήτων-Εναγόντων εναντίον του Εφεσείοντα-Εναγόμενου 1, εντούτοις αποφάσισε όπως κάθε πλευρά επωμισθεί τα έξοδα της.
Εδώ θεωρώ πως η προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με το θέμα των εξόδων ήταν εσφαλμένη και η εναγόμενη 2 δεν έπρεπε να είχε αποστερηθεί των εξόδων της. Με δεδομένο όμως ότι κάποια μαρτυρία θα εδίδετο και χωρίς την ύπαρξη της Εναγόμενης 2 (Εταιρεία Κώστας Γαβριηλίδης & Υιοί Λτδ κ.α. (2006) 1(Β) ΑΑΔ, 1428) θεωρώ ορθό και δίκαιο όπως η επιτυχούσα Εναγόμενη 2 θα έπρεπε να είχε λάβει τα έξοδα της, μειωμένα όμως κατά το εν δεύτερο. Να σημειώσω πως στην υπόθεση Γαβριηλίδης (πιο πάνω) υπήρξε κοινό δικόγραφο υπεράσπισης και εκεί αποφασίστηκε πως «. η όλη μαρτυρία που δόθηκε ήταν τέτοια που θα εδίδετο και πάλι έστω και αν δεν υπήρχαν οι επιτυχόντες εναγόμενοι», κάτι που εδώ δεν συμβαίνει.
Εν κατακλείδι, θα απέρριπτα την Πολιτική Έφεση αρ. 14/14, με έξοδα εναντίον του Εφεσείοντα και θα έκανα δεκτή την Πολιτική Έφεση αρ. 89/14 ως πιο πάνω, με έξοδα υπέρ της Εφεσείουσας.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
/ΕΑΠ.