ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:A238
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 216/2020)
7 Ιουνίου, 2021
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ DARIMPEX LIMITED (HE 79359) ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ MANDAMUS
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΡΡΙΠΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 4/06/2020 ΚΑΙ/Η 01/07/2020 ΤΟΥ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 5(2)(Β) ΤΗΣ Κ.Δ.Π. 255/2012, ΓΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΜΕΛΕΤΗΤΗ - ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΠΟΥ ΑΦΟΡΑ ΤΟ ΥΠΟ ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΚΤΙΡΙΟ ΣΕ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΗ ΜΟΝΑΔΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΛΕΩΦΟΡΟΥ ΟΜΗΡΟΥ 7, ΔΗΜΟΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΕΝΟΡΙΑ ΤΡΥΠΙΩΤΗΣ, ΑΡ. ΤΕΜ. 1034, Φ/ΣΧ, 21/460504.
_ _ _ _ _ _
Η. Κυριακίδης, για την Εφεσείουσα.
_ _ _ _ _ _
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η Εφεσείουσα, στα πλαίσια των επενδυτικών της δραστηριοτήτων, απέκτησε το 2018 υφιστάμενο κτίριο επί της λεωφόρου Ομήρου, στη Λευκωσία, με σκοπό τη μετατροπή του σε ξενοδοχειακή μονάδα. Προς τον σκοπό αυτό, διόρισε ως αρχιτέκτονα του έργου την κα Τάππα. Ενώ το έργο βρισκόταν σε εξέλιξη προέκυψαν διαφορές στις σχέσεις των δυο μερών, της Εφεσείουσας και της αρχιτέκτονας, καθώς επίσης και με το μηχανικό του έργου. Ο,τι έχει σημασία για σκοπούς της υπό κρίση υπόθεσης, είναι η επιδίωξη της Εφεσείουσας όπως της δοθεί άδεια από το Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου (ΕΤΕΚ), ώστε να διορίσει άλλο αρχιτέκτονα για να συνεχίσει και ολοκληρώσει το έργο.
Σύμφωνα με το άρθρο 5(2)(β) του περί Δεοντολογίας των Μελών του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Κανονισμών (ΚΔΠ 255/2012):
«τα μέλη οφείλουν να μην αναλαμβάνουν εντολή, αν με οποιοδήποτε τρόπο γνωρίζουν ότι υπάρχει απαίτηση συναδέλφου τους που ασχολήθηκε προηγούμενα με το ίδιο αντικείμενο για αμοιβή ή αποζημίωση ή και τα δύο, δεδομένου ότι η εντολή μπορεί να αναληφθεί μόνο ύστερα από έγγραφη άδεια του συναδέλφου που έχει απαίτηση ή μετά τη νόμιμη αποχώρηση αυτού ή ύστερα από σχετική άδεια του Επιμελητηρίου.»
Παράβαση της πιο πάνω διάταξης επιφέρει πειθαρχική δίωξη και κυρώσεις στο μέλος/αρχιτέκτονα του ΕΤΕΚ, σύμφωνα με τα άρθρα 10 κ.ε. του ιδίου Κανονισμού.
Το ΕΤΕΚ, αφού έλαβε και τη θέση της κας Τάππα, πληροφόρησε την Εφεσείουσα, με επιστολές ημερ. 4.6.2020 και 1.7.2020, ότι το αίτημα της για παραχώρηση από το Επιμελητήριο άδειας για το διορισμό νέου αρχιτέκτονα και νέου εγγεγραμμένου μηχανικού δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό.
Υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων, η Εφεσείουσα κινήθηκε μονομερώς επιδιώκοντας να της δοθεί άδεια για εισαγωγή αίτησης διά κλήσεως προς το σκοπό έκδοσης προνομιακού εντάλματος Mandamus, με το οποίο να διατάσσεται το ΕΤΕΚ όπως εντός καθορισμένου χρονικού περιθωρίου δώσει γραπτή άδεια σε αυτήν, σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο 5(2)(β), να διορίσει νέο αρχιτέκτονα - μελετητή για το υπό αναφορά έργο, εις αντικατάσταση της κας Τάππα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης και παραθέτοντας το νομικό πλαίσιο που καλύπτει την ενεργοποίηση της διαδικασίας για έκδοση εντάλματος αυτής της μορφής, έκρινε ότι οι επίδικες ενέργειες ή αποφάσεις του ΕΤΕΚ, που οδήγησαν στην απόρριψη του αιτήματος της Εφεσείουσας, εντάσσονται στο πλαίσιο δημοσίου καθήκοντος, δεν μπορούν να θεωρηθούν πράξεις ιδιωτικού δικαίου και, συνακόλουθα, ελέγχονται στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου. Υπό τα δεδομένα αυτά, κατέληξε ότι η ενώπιόν του αίτηση ήταν εκτός της εμβέλειας έκδοσης προνομιακού εντάλματος Mandamus και την απέρριψε.
Το παράπονο της Εφεσείουσας επικεντρώνεται στη θέση ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η άρνηση του ΕΤΕΚ να παραχωρήσει στην Εφεσείουσα άδεια αντικατάστασης της αρχιτέκτονας εμπίπτει στο χώρο του δημοσίου δικαίου και πεπλανημένα εξέλαβε ότι δεν είχε δικαιοδοσία έκδοσης της αιτούμενης άδειας. Εισηγείται περαιτέρω ότι και αν ακόμη υπήρχε εναλλακτική θεραπεία η αιτούμενη άδεια θα έπρεπε να είχε παραχωρηθεί «.. ενόψει της δέσμιας νομικής υποχρέωσης του ΕΤΕΚ να προβεί σε συγκεκριμένη θετική ενέργεια και να υλοποιήσει το αίτημα της Εφεσείουσας.».
Στην πρωτόδικη απόφαση καταγράφεται διεξοδικά η νομική διάσταση που καλύπτει το υπό συζήτηση προνομιακό ένταλμα. Την παραθέτουμε:
«Η Αιτήτρια επιδιώκει την ενεργοποίηση της διαδικασίας για έκδοση εντάλματος τύπου mandamus. Το ένταλμα αυτό είναι προνομιακό ακριβώς επειδή εκδίδεται κατ΄εξαίρεση της συνήθους πορείας των πραγμάτων και γι΄ αυτό είναι αναγκαία η προηγούμενη λήψη σχετικής άδειας. Το ένταλμα φύσεως mandamus εκδίδεται βεβαίως κατ΄ αποκλειστικότητα από το Ανώτατο Δικαστήριο κατ΄ εξουσιοδότηση του ΄Αρθρου 155.4 του Συντάγματος και αντιδιαστέλλεται με τη δικαιοδοσία που ασκείται με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Δεν αποσκοπεί δε στο να ελέγξει μόνο τα κατώτερα δικαστήρια που αρνούνται να εκτελέσουν ένα καθήκον που τους επιβάλλει ο Νόμος αλλά και άλλες αρχές ή πρόσωπα για να υποχρεωθούν να εκτελέσουν δημόσιο καθήκον. (xxx Κωνσταντίνου κ.ά., Πολ.έφ.304/14, ημερ. 25.6.2015).
Στο σύγγραμμα Halsbury´s Laws of England, 3η έκδοση, τόμος 11, παρα.159 σελ.84 κ.ε., αναφέρονται τα εξής:
"The order of mandamus is an order of a most extensive remedial nature, and is, in form, a command issuing from the High Court of Justice, directed to any person, corporation, or inferior tribunal requiring him or them to do some particular thing therein specified which appertains to his or their office and is in the nature of a public duty. Its purpose is to supply defects of justice; and accordingly it will issue, to the end that justice may be done, in all cases where there is a specific legal right and no specific legal remedy for enforcing that right, and it may issue in cases where, although there is an alternative legal remedy, yet that mode of redress is less convenient, beneficial and effectual."
Στο Σύγγραμμα Phillips Constitutional and Administrative Law, 5η έκδ., σελ.542 αναφέρεται:
"The order of mandamus may be issued to any person or body (not necessarily an inferior court) commanding him or them to carry out some public duty. It is a residual remedy of use where no other remedy is available.»
(βλ. xxx Κυπριανού κ.ά. (2006) 1Δ Α.Α.Δ. 176 και ΒNK East Med. Ltd (1997) 1Γ Α.Α.Δ. 1302).
Στην πρόσφατη υπόθεση ΛοΪζου, Πολ.εφ. 138/18, 20.7.2018 οι πιο πάνω αρχές επαναλαμβάνονται με την εξής κατάληξη:
«Αποτελεί προϋπόθεση για την παραχώρηση του εντάλματος mandamus η υποβολή διακριτής απαίτησης (distinct demand) προς την αρμόδια Αρχή για εκτέλεση του καθήκοντός της σε σχέση με το οποίο υποβάλλεται ακολούθως το αίτημα, εφόσον δεν υπάρχει συμμόρφωση στο μεταξύ (βλ. Halsbury's Laws of England, 3η Έκδοση, Τόμος 11, σελ.106 και Basu «Commentary on the Constitution of India», Τόμος 3, σελ. 479[1]). Στην υπόθεση R. v. The Bristol and Exeter Railway Company 12 L.J.Q.B. λέχθηκε ότι «It is necessary, before a rule is applied for, that a distinct demand should be made upon those who are required to do an act, and that it should be distinctly pointed out to them what it is that they are required to do.». Δεν πρόκειται για τυπικό ζήτημα, αλλά για ζήτημα ουσίας (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση της Palm-Mount Holdings Ltd, ECLI:CY:AD:2018:A154, Πολιτική Έφεση αρ. 413/2016, ημερομηνίας 3.4.2018, ECLI:CY:AD:2018:A154).
Αποτελεί περαιτέρω προϋπόθεση για την απόδοση προνομιακού εντάλματος mandamus η ύπαρξη νομικού δικαιώματος ή υποχρέωσης. Όπως παρατηρείται στον Basu, πιο πάνω, σελ. 478, «The foundation of mandamus is the existence of the right. It is not intended to create a right but to restore a party who has been denied his right to the enjoyment of such right.». Η υποχρέωση πρέπει να είναι συγκεκριμένη και να προκύπτει από το Σύνταγμα, το νόμο, το Κοινοδίκαιο ή από κανονισμούς ή οδηγίες που έχουν νομοθετική υπόσταση.
Δεν υπάρχει δικαιοδοσία για έκδοση εντάλματος mandamus για διοικητικές πράξεις που εμπίπτουν με βάση το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου. Δεν μπορεί να εκδοθεί ένταλμα mandamus, εκτός εάν ο αιτητής έχει δικαίωμα να αξιώσει την άσκηση συγκεκριμένης νομικής υποχρέωσης του διοικητικού οργάνου, σε αντιπαραβολή με την άσκηση διακριτικής ευχέρειας. Όμως, προνομιακό ένταλμα μπορεί να εκδοθεί αν το καθήκον δημόσιας Αρχής αφορά σε θέμα ιδιωτικού και όχι δημόσιου δικαίου".
Είναι σαφές και νομολογιακά εδραιωμένο ότι mandamus δεν εκδίδεται, όταν και όπου το επιδιωκόμενο προς εκτέλεση καθήκον, εμπίπτει στο δημόσιο δίκαιο καθότι τότε η μόνη υπάρχουσα θεραπεία είναι αυτή της προσφυγής δυνάμει του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος (βλ. In re Moschatos (1985) 1 C.L.R. 381).
Το κρίσιμο ερώτημα που εγείρεται επικεντρώνεται στο κατά πόσο τα επίδικα θέματα που καλύπτουν την υπόθεση εμπίπτουν ή όχι στο δημόσιο δίκαιο. Κατά πάγια νομολογία, εάν το επιδιωκόμενο προς εκτέλεση καθήκον εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου δεν τίθεται ζήτημα ενεργοποίησης της προνομιακής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς έκδοση διατάγματος Mandamus.
Πρωτοδίκως η κρίση ότι η επίδικη πράξη εντάσσεται στη σφαίρα της δημόσιας λειτουργίας του ΕΤΕΚ εδράσθηκε στο ακόλουθο σκεπτικό:
«΄Εχοντας αυστηρά θεωρήσει το άρθ.5 με γνώμονα τον ίδιο το Νόμο περί ΕΤΕΚ, την υφή του ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και τους σκοπούς της ίδρυσης και της εξουσίας του, θεωρώ ότι το επίδικο θέμα, ως μου έχει τεθεί, εμπίπτει στο χώρο του δημοσίου δικαίου.
Η δυνατότητα ελέγχου εκ μέρους του ΕΤΕΚ για την αναγκαιότητα λήψης αδείας ως προς το διορισμό νέου αρχιτέκτονα είναι συνυφασμένη με το σκοπό της ίδρυσης του, αφού εντάσσεται στην ευταξία και έλεγχο των επαγγελματιών που καλύπτει ο περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμος του 1990 (Ν,224/1990) των οποίων οι πράξεις ή παραλείψεις άμεσα και πολλές φορές καταλυτικά επηρεάζουν τον περιβάλλοντα χώρο. Και υπό αυτή την έννοια εξυπηρετείται δημόσιος σκοπός. (Βλ. Δημοκρατία ν. Χανιού (1998)3 Α.Α.Δ. 690 και Ζέμπασιης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010)3 Α.Α.Δ. 442). To ίδιο το άρθρο 4 του ως άνω Νόμου αναφέρει πως το Επιμελητήριο «έχει σκοπό την προαγωγή της επιστήμης στους διάφορους τομείς που σχετίζονται με την ειδικότητα των μελών του, της μηχανικής και της τεχνολογίας γενικά και την ανάπτυξη τους για αυτοδύναμη οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη της Δημοκρατίας».
Σαφώς και συσχετίζεται το επάγγελμα του αρχιτέκτονα με την ευρύτερη ανάπτυξη, σκοπός ο οποίος, αν και ξεκινά ως προστασία του επαγγέλματος δεν παραμένει μόνο εκεί, έχοντας ευρύτερο δημόσιο όφελος. Υπό αυτές τις περιστάσεις δεν μπορεί να θεωρηθεί ιδιωτικού χαρακτήρα η απόφαση του ΕΤΕΚ.»
+
Με τον προσήκοντα σεβασμό, δεν μας βρίσκει σύμφωνους η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Στην απόφαση Δημοκρατία ν. Τόκα (1995) 3 ΑΑΔ 218, απασχόλησαν τα βασικά κριτήρια για την οριοθέτηση των τομέων του δημόσιου και ιδιωτικού δικαίου. Βασική παράμετρο συνιστά η εγγενής φύση της πράξης, σε συνδυασμό με το συμφέρον του κοινού στο συγκεκριμένο τομέα λειτουργίας δημόσιας αρχής ή οργάνου. Με δεδομένη τη διαπίστωση ότι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των δυο τομέων δικαίου είναι λεπτή και δεν είναι εύκολο πάντοτε να συρθεί, σημειώνονται τα ακόλουθα, στη σελίδα 222:
«O τομέας του δημοσίου δικαίου οριοθετείται, όπως διευκρινίζει η νομολογία, από το ενδιαφέρον του δημοσίου στην προαγωγή των σκοπών που αποβλέπει ο νομοθέτης να προάγει, με τη χορήγηση της εξουσίας, από την άσκηση της οποία απορρέει η απόφαση η οποία προσβάλλεται.
................ Η εγγενής φύση της πράξης, σε συνδυασμό με το συμφέρον του κοινού στο συγκεκριμένο τομέα λειτουργίας δημόσιας αρχής ή οργάνου, αποτελεί το βασικό κριτήριο για την οριοθέτηση των αντίστοιχων τομέων του δικαίου. Εάν η πράξη σκοπεί, κατά κύριο λόγο (primarily), στην προαγωγή δημόσιου σκοπού, αυτή ανάγεται στο πεδίο του δημοσίου δικαίου και, στην αντίθετη περίπτωση, σε εκείνο του ιδιωτικού δικαίου - (βλ. Antoniou and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 623. Machlouzarides v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2342, 2346).»
Όπως είχε την ευκαιρία να επαναλάβει το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Θεοχαρίδη, Π.Ε. 124/2018, ημερ. 26.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:A392:
«Ο πρωταρχικός σκοπός της πράξης είναι ο πιο καθοριστικός, παρά το όργανο που την εξέδωσε. Στην υπόθεση Ζέμπασιης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 442, τονίστηκε ότι «αν με την πράξη που εκδίδει διοικητικό όργανο επιδιώκεται πρωταρχικά η εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού, τότε η πράξη εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και μπορεί να προσβληθεί βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος». (Βλ. επίσης Antoniou and others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 623).»
Υπό το πρίσμα των πιο πάνω αρχών, μας βρίσκει σύμφωνους η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου της Εφεσείουσας ότι η συγκεκριμένη επίδικη πράξη και η συγκεκριμένη λειτουργία του ΕΤΕΚ, σε συνάρτηση με τις παραμέτρους και τις επιπτώσεις που ενείχε στα δικαιώματα της Εφεσείουσας, εμπίπτει στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου. Το κοινό δεν εντοπίζεται, εξ αντικειμένου και εκ της φύσεως των πραγμάτων, να έχει οποιοδήποτε συμφέρον στη σωστή εφαρμογή της συγκεκριμένης κανονιστικής διάταξης. Η άρνηση παραχώρησης άδειας διορισμού νέου αρχιτέκτονα, στη βάση του προαναφερθέντος κανονισμού, επηρεάζει τα ιδιωτικά συμφέροντα της Εφεσείουσας μόνο και δεν αφορά γενικότερο ζήτημα που άπτεται της ευταξίας ή των γενικών σκοπών δημοσίου ενδιαφέροντος που οι ανάλογες διατάξεις του περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμου, Ν. 224/90, ως τροποποιήθηκε, διαλαμβάνουν. Δεν βρισκόμαστε ενώπιον περίπτωσης κατά την οποία η διαφορά εστιάζεται στο κατά πόσο συγκεκριμένο πρόσωπο πληρεί τα προσόντα να ενεργεί ως αδειούχος αρχιτέκτονας για την εκτέλεση έργου. Αντιθέτως, με δεδομένη την κάλυψη των ακαδημαϊκών κριτηρίων, αυτό το οποίο επιζητείται είναι η αντικατάσταση, κάτω από τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις του κανονισμού 5, του αρχιτέκτονα προς ολοκλήρωση του έργου. Συνεπώς, το όλο ζήτημα δεν ανάγεται στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου, αφού δεν εξυπηρετείται, υπό τις συνθήκες, οποιοσδήποτε δημόσιος σκοπός.
Υπό το πρίσμα των πιο πάνω και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη ότι, πάντα εκ πρώτης όψεως, εντοπίζεται συγκεκριμένη υποχρέωση του οργάνου να ενεργήσει - στα πλαίσια των προϋποθέσεων που θέτει ο κανονισμός 5(2)(β), όταν η διαφορά έχει δρομολογηθεί προς επίλυση, είτε δικαστικώς είτε μέσω διαιτησίας - κρίνεται ότι η Εφεσείουσα έχει στοιχειοθετήσει τα αναγκαία προαπαιτούμενα προς παραχώρηση άδειας για καταχώρηση αίτησης διά κλήσεως για έκδοση προνομιακού εντάλματος Mandamus.
Ως εκ των ανωτέρω, η έφεση επιτυγχάνει. Δίδεται άδεια για την καταχώρηση αίτησης διά κλήσεως εντός 15 ημερών. Το πρωτοκολλητείο να ενεργήσει δεόντως ως προς τα περαιτέρω. Τα έξοδα να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της κυρίως αίτησης.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ, Δ.
Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
ΣΦ.