ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Μαλαχτός, Χάρης CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-01-07 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Κ.Χ. , Πολιτική Aίτηση Αρ. 223/2019, 7/1/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:D3

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Aίτηση Αρ. 223/2019)

 

7 Ιανουαρίου 2020

 

 

[Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 144(1), (2) και 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 9, 11 ΚΑΙ 15 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν. 33/64) ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Κ.Χ. (ΠΙΟ ΚΑΤΩ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΩΣ «Ο ΑΙΤΗΤΗΣ») ΑΠΟ ΤΑ xxx, ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ Ή/ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI Ή/ΚΑΙ  PROHIBITION Ή/ΚΑΙ MANDAMUS

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ Ή/ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΓΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡ. 29.11.2019, ME THN ΟΠΟΙΑ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ ΓΙΑ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΕΡΩΤΗΜΑΤΩΝ ΣΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, ΠΟΥ ΑΠΤΟΝΤΑΙ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 14Α(1), (2), (3) ΚΑΙ 14Β ΤΟΥ Ν. 232/1991 ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ. Η ΑΙΤΗΣΗ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗΣ ΕΓΕΡΘΗΚΕ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΣΥΖΥΓΩΝ, ΑΡ. 85/2015, ΤΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ. ΟΙ ΠΡΟΒΑΛΛΟΜΕΝΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ Ή/ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΓΙΑ ΑΠΟΡΡΙΨΗ, ΑΝΑΦΕΡΟΥΝ ΟΤΙ ΤΑ ΑΙΤΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΕΡΩΤΗΜΑΤΩΝ ΔΕΝ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΑ ΕΠΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ, ΟΤΙ ΕΓΕΙΡΟΝΤΑΙ ΠΡΟΩΡΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΟΥ ΤΑ ΑΦΟΡΟΥΝ ΚΑΙ ΣΥΝΕΠΩΣ ΑΟΡΙΣΤΑ (IN ABSTRACTO) ΚΑΙ ΓΙΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ.  ΤΕΛΟΣ ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΣΧΟΛΙΑΖΕΙ ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 6 ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ, ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟ ΚΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΕΡΩΤΗΜΑΤΩΝ ΜΕ ΣΧΟΛΙΟ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ, ΚΑΙ ΔΙΕΡΩΤΑΤΑΙ ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΤΟΝ ΑΠΑΣΧΟΛΕΙ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΗ ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΤΟΥ ΓΙΑ ΠΛΗΜΜΕΛΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ.  ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΧΕΙ ΣΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΥΣΕΙ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ ΝΑ ΕΓΕΙΡΕΙ ΤΑ ΕΝ ΛΟΓΩ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ, ΕΚΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΣΧΟΛΙΑ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΠΙΘΑΝΟ ΝΑ ΙΣΟΔΥΝΑΜΟΥΝ ΜΕ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΗ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΗ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ Ή/ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ Ή/ΚΑΙ ΜΕ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟ ΕΠΗΡΕΑΣΜΟΥ ΤΗΣ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑΣ ΤΟΥ.  Η ΑΠΟΦΑΣΗ Ή/ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΓΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡ. 29.11.2019 ΛΗΦΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΟΛΟΤΗΤΑ ΤΗΣ, ΚΑΘ΄ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΕΞΟΥΣΙΑΣ Ή/ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΛΑΝΗΣ Ή/ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΚΑΝΟΝΩΝ ΦΥΣΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ.

-----------------------

Λ. Σιακαλλή (κα) με Φ. Νικολάου, για Τ. Παπαδόπουλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. και Χρυσαυγή Αργυρού και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

 

----------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Ο Αιτητής αιτείται άδεια για την καταχώρηση αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακού  εντάλματος mandamus για την προσαγωγή από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας  στο Ανώτατο Δικαστήριο της αίτησης περιουσιακών διαφορών αρ. 85/2015 για εξέταση της νομιμότητας της ενδιάμεσης απόφασης ημερ. 29.11.2019.  Περαιτέρω για την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων certiorari για την ακύρωση της πιο πάνω ενδιάμεσης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του για εξέταση συνταγματικού ερωτήματος  σε σχέση με τα άρθρα 14Α(1), (2) και (3) και 14Β του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν.232/1991).  Ακόμα για την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων prohibition που να απαγορεύουν στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας να συνεχίζει να επιδεικνύει προκατάληψη προς τον Αιτητή και να επιτρέπει την προώθηση οποιουδήποτε διαβήματος μέχρι την εκδίκαση της παρούσας ή την εκδίκαση και έκδοση απόφασης επί των συνταγματικών ερωτημάτων που τέθηκαν με την αίτηση του.

 

Ο Αιτητής είναι ο πρώην σύζυγος της αιτήτριας στην αίτηση 85/2015 του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας - Δικαιοδοσία Περιουσιακών Διαφορών.  Στα πλαίσια της διαδικασίας εκείνης ο Αιτητής υπόβαλε ένορκη δήλωση αποκάλυψης της περιουσίας του σύμφωνα με διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου. 

 

Πρόκειται για τη διαδικασία που προνοείται στο άρθρο 14Α(1) του Νόμου που παρέχει διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο «να εκδώσει διάταγ΅α, βάσει του οποίου ο καθ' ου η αίτηση υποχρεούται, . να υποβάλει ένορκη δήλωση στο Δικαστήριο, στην οποία να περιγράφει πλήρως, ΅ε σαφήνεια και κατά συγκεκρι΅ένο τρόπο την περιουσία στην οποία είχε οποιοδήποτε ά΅εσο ή έ΅΅εσο συ΅φέρον κατά την η΅ερο΅ηνία της διακοπής της  συ΅βίωσης ή κατ' άλλη σχετική η΅ερο΅ηνία που το Δικαστήριο ορίζει στο διάταγ΅α.»

 

Δεν είχε αποκαλύψει λεπτομέρειες της περιουσίας του στο εξωτερικό διατηρώντας τη θέση ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας δεν είχε επί αυτής δικαιοδοσία.  Ωστόσο, όταν την 3.3.2017 με ενδιάμεση απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου διατάχθηκε να καταχωρήσει συμπληρωματική ένορκη δήλωση αποκάλυψης και αυτής της περιουσίας συμμορφώθηκε, αφού απέτυχε να εξασφαλίσει αναστολή της διαταγής την οποία εφεσίβαλε.  Την 31.1.2019 η πρώην σύζυγος του αιτήθηκε την αντεξέταση του αμφισβητώντας την ορθότητα αμφότερων των ενόρκων δηλώσεων του. 

 

Πρόκειται για τη διαδικασία που προνοείται στο άρθρο 14Α(3) του Νόμου που παρέχει διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο «ύστερα από αίτηση του αιτητή να ορίσει η΅ερο΅ηνία για εξέταση του καθ' ου η αίτηση σχετικά ΅ε την ορθότητα των ενόρκων δηλώσεων ή των συ΅πληρω΅ατικών ενόρκων δηλώσεων ή άλλων στοιχείων αναφορικά ΅ε την περιουσιακή του κατάσταση». 

 

Όπως επεξηγείται στη Π. ν. Π. (2000) 1Α Α.Α.Δ. 656, 692, αντικείμενο των διατάξεων του άρθρου 14Α και 14Β που έχουν εισαχθεί με το περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων (Τροποποιητικό) Νόμο του 1998 (Ν.25(Ι)/1998) «είναι η καθιέρωση διαδικασίας προς ανίχνευση των περιουσιακών στοιχείων των συζύγων μετά την διάρρηξη του γάμου, στο πλαίσιο αγωγής για συνεισφορά που εγείρεται βάση του άρθρου 14 του νόμου και εξασφάλιση της αποτελεσματικότητάς της».

 

Την 14.6.2019 ο Αιτητής καταχώρησε αίτηση αιτούμενος την παραπομπή ερωτήματος προς εξέταση από το Ανώτατο Δικαστήριο αναφορικά με τη συνταγματικότητα των προνοιών των άρθρων 14Α(1), (2) και (3) και 14Β του Νόμου.  Η πρώην σύζυγος του καταχώρησε ένσταση και κατόπιν ακρόασης το Οικογενειακό Δικαστήριο εξέδωσε την υπό έλεγχο απόφαση την 29.11.2019 απορρίπτοντας την αίτηση του.  Κατά την εισήγηση του η απόφαση «λήφθηκε καθ΄υπέρβαση εξουσίας ή/και παράνομα ή/και καταχρηστικά, αφού το Οικογενειακό Δικαστήριο δεν διαθέτει εκ του Νόμου ή/και εκ της φύσης των αρμοδιοτήτων του ή/και των εξουσιών του, την δυνατότητα ή/και ευχέρεια να εξετάσει την παραπομπή συνταγματικών ερωτημάτων που τίθενται ενώπιον του.»

Παραπονείται ακόμα ο Αιτητής ότι στην απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου εμπεριέχονται «σχόλια τα οποία δείχνουν την εξαγωγή δυσμενών συμπερασμάτων προς το πρόσωπο [τ]ου, που ενδεχομένως να δείχνει προκατάληψη ή/και αρνητική εντύπωση σε σχέση με τις προθέσεις [τ]ου στην προώθηση της διαδικασίας».  Είναι η περαιτέρω θέση του ότι τα σχόλια παραπέμπουν στο ότι έχει επί της ουσίας πρόθεση να αποκρύψει περιουσιακά στοιχεία κατά παράβαση του άρθρου 14Α  και γι΄ αυτό εγείρει ζήτημα συνταγματικότητας του άρθρου 14Β(1) του Νόμου που καθιστά πρόσωπο το οποίο παρέχει ψευδείς, ανακριβείς ή μη πλήρεις πληροφορίες για θέμα που αναφέρεται στο άρθρο 14Α ένοχο αδικήματος.

 

Το Δικαστήριο συμφωνεί με την τοποθέτηση του Αιτητή ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο δεν έχει την εξουσία να εξετάσει ζήτημα συνταγματικότητας οιασδήποτε νομοθετικής πρόνοιας που τυγχάνει εφαρμογής σε υπόθεση που εκδικάζει.  Πώς προκύπτει αυτή η αδυναμία επεξηγείται στην Νικολάου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 963 και στη Νικολάου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 1045. Πολύ συνοπτικά, γιατί έφεση από το Οικογενειακό Δικαστήριο εκδικάζεται από το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο, που δεν έχει την εξουσία ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων που έχει το Ανώτατο Δικαστήριο μετά την θέσπιση του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Ν.33/1964).

 

Στη Ζ. ν. Ζ. (Αρ.1) (2002) 1Α Α.Α.Δ. 445, 450, αναφέρεται πως η παραπομπή από το Οικογενειακό Δικαστήριο στο Ανώτατο Δικαστήριο ζητήματος αντισυνταγματικότητας νόμου επιβάλλεται οποτεδήποτε η κρίση του είναι ουσιώδης για την επίλυση του αντικειμένου της αγωγής. Η παραπομπή δεν συναρτάται ΅ε την κατ' αρχή θεώρηση του νόμου ως αντισυνταγματικού από το Οικογενειακό Δικαστήριο και συνεπώς δεν υπεισέρχεται η κρίση του Οικογενειακού Δικαστηρίου για τη συνταγματικότητα του νόμου.

 

Επομένως, οποτεδήποτε εγείρεται ζήτημα συνταγματικότητας που είναι ουσιαστικό για την διάγνωση της ενώπιον του διαφοράς, το Οικογενειακό Δικαστήριο είναι επιφορτισμένο με το καθήκον παραπομπής και στερείται αρμοδιότητας να προχωρήσει στην ακρόαση της επίδικης διαφοράς προτού αποφασίσει επί του ζητήματος της συνταγματικότητας το Ανώτατο Δικαστήριο.

 

Ωστόσο, η απόφαση κατά πόσο το ζήτημα συνταγματικότητας είναι ουσιώδης για την επίλυση του αντικείμενου της αγωγής λαμβάνεται από το ίδιο το Οικογενειακό Δικαστήριο και η ορθότητα της απόφασης του αυτής δεν κρίνεται με την διαδικασία προνομιακού εντάλματος αλλά, όπως η ορθότητα κάθε άλλης απόφασης του, από το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο κατ' έφεση, όπως προνοείται από τον περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμο του 1990 (Ν.23/1990).

 

Με την υπό έλεγχο απόφαση του το Οικογενειακό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η διαδικασία που ορίζεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 14Α αναφορικά με την αποκάλυψη περιουσίας δεν ήταν επίδικο θέμα, εφόσον διατάγματα δυνάμει των διατάξεων του είχαν ήδη εκδοθεί.  Αποφάνθηκε ακόμα ότι η διαδικασία που ορίζεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 14Α αναφορικά με την αποκάλυψη συμφέροντος σε περιουσία που ο Αιτητής είχε αλλά έπαψε να ανήκει σε αυτόν δεν ήταν επίδικο θέμα και εγειρόταν πρόωρα χωρίς να είχε διαπιστωθεί η προϋπόθεση που τίθεται στο εδάφιο.  Δηλαδή, στα γεγονότα της υπόθεσης δεν εγειρόταν ζήτημα σε σχέση με περιουσία που είχε πάψει να ανήκει στον Αιτητή. 

 

Το Οικογενειακό Δικαστήριο διέκρινε ως το μόνο επίδικο ζήτημα που είχε παραμείνει ενώπιον του για εξέταση, πριν την ακρόαση της εναρκτήριας αίτησης και ανταπαίτησης, το αίτημα της συζύγου του Αιτητή για εξέταση του στη βάση του άρθρου 14(3) του Νόμου.  Επί τούτου, σημείωσε ότι η αναγκαιότητα της εξέταση δεν είχε ακόμα κριθεί και όπως αναφέρεται στην ένορκη δήλωση του Αιτητή που υποστηρίζει την παρούσα Αίτηση, η αίτηση είναι ορισμένη για ακρόαση την 15.1.2020. Αποφάνθηκε, συνεπώς, το Οικογενειακό Δικαστήριο ότι το αίτημα του Αιτητή αναφορικά με το εδάφιο (3) του άρθρου 14Α είχε εγερθεί πρόωρα.  Δηλαδή, ζήτημα συνταγματικότητας του εδαφίου (3) δεν απαιτείτο να εξεταστεί προτού το Οικογενειακό Δικαστήριο αποφασίσει να ασκήσει την εξουσία που του παρέχει το εδάφιο (3) και να ορίσει ημερομηνία για εξέταση του Αιτητή.  Κατ' ακολουθία, πρόωρη έκρινε και την κρίση ζητήματος αντισυνταγματικότητας του άρθρου 14Β, που στα γεγονότα της ενώπιον του διαδικασίας θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής ως αποτέλεσμα των διαπιστώσεων της εξέτασης του Αιτητή.

 

Για σκοπούς κρίσης της παρούσας Αίτησης αρκεί η διαπίστωση ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο αποφάσισε ότι η κρίση των συνταγματικής φύσης ζητημάτων που ήγειρε ο Αιτητής δεν ήταν αναγκαία για την επίλυση του ενώπιον του επίδικου ζητήματος, απόφαση που το Οικογενειακό Δικαστήριο είχε την εξουσία να λάβει.

 

Ως προς το ζήτημα των σχολίων που καταγράφονται στην υπό έλεγχο απόφαση και εφόσον ο Αιτητής αισθάνεται ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο επέδειξε  προκατάληψη κατά του προσώπου του και μπορεί να συνεχίζει να επιδεικνύει τέτοια, το κατάλληλο βήμα είναι το ίδιο το Οικογενειακό Δικαστήριο όπου μπορεί να προωθηθεί αίτημα για την εξαίρεση της δικαστού.

 

Κατά συνέπεια, η Αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

 

ΚΧ»Π

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο