ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:D542
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 129/2019)
8 Αυγούστου, 2019
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.]
1. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΥΠΟ ΚΡΑΤΗΣΗ ΤΟΝ xxx ALABDALLA KATA ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 11 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 5(1) ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΟY ΑΡΘΡΟΥ 6 ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ Ε.Ε, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 8 ΚΑΙ 9 ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2013/33/ΕΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ME ΤΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ ΔΙΕΘΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
_ _ _ _ _ _
Ν. Χαραλαμπίδου (και) και Ε. Ηρακλείδου (κα), για τον Αιτητή.
Π. Χαραλάμπους (κα), για Γενικό Εισαγγελέα.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Ο περί Προσφύγων Νόμος του 2000, Ν.6(Ι)/2000 (ο Νόμος), θεσπίστηκε προς τον σκοπό εναρμόνισης με σειρά Οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία και σε αναφορά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, αλλά και προς την αποτελεσματική εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΕ) Αριθ. 604/2013.
Κατ΄ ακολουθίαν του πιο πάνω Νόμου, άρθρο 9ΣΤ(1), απαγορεύεται η κράτηση αιτητή διεθνούς προστασίας λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή. Παρά ταύτα, είναι εφικτό, άρθρο 9ΣΤ(2), εφόσον αυτό κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, να τεθεί υπό κράτηση ο αιτητής κατόπιν γραπτού διατάγματος του αρμοδίου Υπουργού των Εσωτερικών, μεταξύ άλλων, άρθρο 9ΣΤ(2)(ε), «όταν απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης».
Η υπό κρίση περίπτωση, αφορά αναζήτηση έκδοσης προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus ad subjiciendum, με το οποίο να κηρύσσεται ως παράνομη η κράτηση του Αιτητή, η οποία εδράζεται στην πιο πάνω διάταξη. Το ιστορικό που περιβάλλει την παρούσα υπόθεση έχει ως ακολούθως:
Ο Αιτητής, υπήκοος Συρίας, γεννηθείς το έτος 1996, αφίχθηκε στην Κύπρο μαζί με δύο άλλα πρόσωπα, από το παράνομο αεροδρόμιο της Τύμπου στις 28.1.2019. Στις 8.2.2019 μετέβηκαν στο οδόφραγμα της οδού Λήδρας και ζήτησαν να αποταθούν για πολιτικό άσυλο. Την ίδια ημέρα οδηγήθηκαν στο κλιμάκιο της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Λευκωσίας, όπου λήφθηκαν φωτογραφίες και αποτυπώματά τους και συμπληρώθηκε και το σχετικό έντυπο παράτυπων μεταναστών. Ως είναι η συνήθης διαδικασία, ενημερώθηκαν τόσο το Γραφείο Τρομοκρατίας όσο και η Κυπριακή Υπηρεσία Πληροφοριών. Στα πλαίσια της μελέτης των εντύπων παράτυπων μεταναστών ηγέρθηκαν υποψίες, λόγω αντιφάσεων στις σχετικές συνεντεύξεις, ότι τα πιο πάνω πρόσωπα πιθανό να ενέχοντο σε θέματα λαθρομετανάστευσης. Ανακρίθηκαν περαιτέρω και διαπιστώθηκε ότι οι εν λόγω αλλοδαποί έφεραν τραύματα, τα οποία, όπως αυτοί ισχυρίσθηκαν, προκλήθηκαν από θραύσματα βόμβας και σφαιρών από μέλη του συριακού στρατού. Κατά τον έλεγχο του κινητού τηλεφώνου του Αιτητή διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν καταχωρημένες φωτογραφίες στις οποίες απεικονίζεται ο ίδιος να έχει στην κατοχή του όπλα ΑΚ47-Καλάσνικωφ. Σημειώνεται ότι και οι τρεις αλλοδαποί αρνήθηκαν να δώσουν τη συγκατάθεσή τους για την παραλαβή των κινητών τους τηλεφώνων ως τεκμηρίων και, ως εκ τούτου, οι αρμόδιες υπηρεσίες προχώρησαν στην έκδοση σχετικών ενταλμάτων έρευνας.
Ενόψει των ανωτέρω, εκδόθηκε, στις 11.2.2019, διάταγμα κράτησης του Αιτητή στη βάση του προαναφερθέντος άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του Νόμου. Έκτοτε, τελεί υπό κράτηση, η διάρκεια της οποίας προσβάλλεται μέσω της επιδίωξης του υπό εξέταση εντάλματος Habeas Corpus, δυνάμει του ΄Αρθρου 155.4 του Συντάγματος και κατ΄ ακολουθίαν του άρθρου 9ΣΤ(7)(α)(i) του Νόμου.
Το βασικό επιχείρημα του Αιτητή, όπως προωθήθηκε με επάρκεια από την ευπαίδευτη συνήγορό του, είναι ότι η διάρκεια της κράτησης είναι παράνομη στη βάση του εθνικού και ενωσιακού δικαίου. Προβάλλεται, πως το διάστημα κράτησης θα πρέπει να κριθεί υπό το φως των εγγυήσεων που παρατίθενται και στο προαναφερθέν άρθρο 9ΣΤ του Νόμου, ήτοι να περιορίζεται για όσο διάστημα ισχύει ο λόγος κράτησης και να δικαιολογείται από τις διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με τον λόγο κράτησης και οι οποίες θα πρέπει να εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις. Είναι η ουσία της εισήγησης ότι δεν παρουσιάστηκε ο,τιδήποτε από τους καθ΄ ων η αίτηση που να αποδεικνύει ότι λήφθηκαν ενέργειες για επαλήθευση των λόγων κράτησης του Αιτητή ή/και ότι επαληθεύθηκαν αυτοί οι λόγοι, έτσι ώστε να δικαιολογούν την κράτησή του για λόγους εθνικής ασφάλειας. Υπό το φως αυτών των θέσεων, προβάλλεται, ως τελική εισήγηση, ότι η συνεχιζόμενη κράτηση του Αιτητή δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό και ιδιαίτερα τον σκοπό για τον οποίο διατάχθηκε, ενώ κανένα μέτρο και καμία ενέργεια δεν λαμβάνεται εκ μέρους των Καθ΄ ων η αίτηση με βάση τη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου.
Η αντίθετη προσέγγιση της πλευράς των Καθ΄ ων η αίτηση, όπως αυτή αναπτύχθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο, εστιάζει στη θέση ότι η κράτηση του Αιτητή είναι καθόλα νόμιμη και σύμφωνη με τις διατάξεις του Νόμου και ειδικότερα του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε), καθότι κρίθηκε αναγκαία από την αρμόδια αρχή για λόγους προστασίας της εθνικής ασφάλειας. Υποστηρίχθηκε, περαιτέρω, ότι η περίοδος κράτησης του Αιτητή δεν είναι τέτοιας διάρκειας που να υποδηλοί είτε εγκατάλειψη του σκοπού για τον οποίο αυτή διενεργείται, είτε παράβαση των δικαιωμάτων του, ως αυτά προκύπτουν από τις σχετικές διατάξεις του Νόμου.
Είναι καλά γνωστό ότι το προνομιακό ένταλμα της επίδικης φύσης διασφαλίζει την ελευθερία του ατόμου, αγαθόν ύψιστο και κορυφαία προτεραιότητα κάθε δημοκρατικής κοινωνίας διεπόμενης από το κράτος δικαίου. Μέσω του εντάλματος Habeas Corpus παρέχεται αποτελεσματικός τρόπος άμεσης απελευθέρωσης από παράνομη ή αδικαιολόγητη κράτηση (Δημητράκης Χατζησάββα (1993) 1 ΑΑΔ 102, Ζανάς (2013) 1 ΑΑΔ 1156).
Η προνομιακή δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 9ΣΤ(7)(α)(i) του Νόμου, οριοθετείται στη δυνατότητα προς έλεγχο της διάρκειας της κράτησης και όχι της νομιμότητας του διατάγματος κράτησης. Το διάταγμα κράτησης εκδόθηκε, όπως ήδη λέχθηκε, στις 11.2.2019 και, στις 4.4.2019, προσβλήθηκε με σχετική προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου. Κρίθηκε, με απόφαση ημερ. 25.4.2019, ότι η επίδικη κράτηση ήταν ορθή και δεν εντοπίσθηκε οποιαδήποτε κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας ή αυθαιρεσία από την πλευρά των Καθ΄ ων η αίτηση. Ως αποτέλεσμα η προσφυγή απορρίφθηκε και η προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι το επίδικο διάταγμα κράτησης, επικυρώθηκε. Η εν λόγω απόφαση προσβλήθηκε με έφεση, η οποία και εκκρεμεί. Περαιτέρω, στις 22.4.2019, ο Αιτητής προσήλθε στην Υπηρεσία Ασύλου για συνέντευξη σχετικά με τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του. Λίγες μέρες αργότερα, στις 7.5.2019, ετοιμάσθηκε έκθεση - εισήγηση σε αναφορά με το αίτημά του. Στις 28.5.2019, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε τον αποκλεισμό (exclusion) του Αιτητή από το καθεστώς του πρόσφυγα και της συμπληρωματικής προστασίας στη βάση των προνοιών του άρθρου 5(1)(γ)(ι) και του άρθρου 5(2)(α) του Νόμου. Στις 3.7.2019, παραδόθηκε «διά χειρός» στον Αιτητή η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσον η κράτηση του Αιτητή από τις 11.2.2019 αντιστρατεύεται τις πρόνοιες του άρθρου 9ΣΤ(4)(α) του Νόμου, κατά πόσο δηλαδή έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διαρκεί μόνο για όσο διάστημα ισχύει λόγος κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2) του εν λόγω άρθρου και επιπρόσθετα, κατά πόσο οι διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με τον λόγο κράτησης, εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις.
Παρόμοια ερωτήματα απασχόλησαν στην πολύ πρόσφατη απόφαση Αναφορικά με την Αίτηση του xxx xxx Mhammedi, Πολιτική Αίτηση 126/2019, ημερ. 5.8.2019, ECLI:CY:AD:2019:D344, η οποία καλυπτόταν με πανομοιότυπα με την παρούσα υπόθεση γεγονότα. Κρίθηκαν τα ακόλουθα:
«Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα (δηλαδή, από την κράτηση στις 10.1.19 μέχρι την καταχώρηση αίτησης προς έκδοση Habeas Corpus) εξετάστηκε η αίτηση του αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου και από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων με την προσφάτως εκδοθείσα απόφαση, στις 30.7.2019. Η Υπηρεσία Ασύλου είχε αποφασίσει όπως ανακαλέσει την παραχώρηση του καθεστώτος του πρόσφυγα στον αιτητή, λόγω του ότι αυτός αποτελεί απειλή για την ασφάλεια της Κυπριακής Δημοκρατίας, απόφαση που επιβεβαιώθηκε από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων με απόφαση της ημερομηνίας 30.7.2019. Προκύπτει συναφώς, ότι οι διοικητικές Αρχές έχουν εξετάσει το αίτημα του αιτητή για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας και στα δύο επίπεδα, επιβεβαιώνοντας ότι αυτός αποτελεί απειλή για την ασφάλεια της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η εισήγηση της κας Χαραλαμπίδου ότι θα έπρεπε σε περίπτωση που επιβεβαιώνονταν οι υποψίες να ακολουθήσουν άλλες διαδικασίες, δεν με βρίσκει, με όλο το σεβασμό, σύμφωνη. Η συνέχιση της κράτησης του αιτητή συνδέεται με την ολοκλήρωση των διοικητικών διαδικασιών σχετικά με το αίτημα του να τύχει διεθνούς προστασίας, όπως συνάγεται από το άρθρο 9ΣΤ(4)(β) του Νόμου. Οι διοικητικές διαδικασίες έχουν ολοκληρωθεί από τις διοικητικές Αρχές με την εξέταση του αιτήματός του και έκδοση απόφασης τόσο από την Υπηρεσία Ασύλου όσο και από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, στα πλαίσια των οποίων εξετάστηκε και το θέμα της επικινδυνότητας του αιτητή για την εθνική ασφάλεια. Η απόφασή τους, όμως, δεν θεωρείται τελική μέχρι τη λήξη της προθεσμίας των 75 ημερών που προβλέπεται για αμφισβήτησή της, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Μετά το πέρας αυτής της προθεσμίας, θα μπορεί να αποφασιστεί η περαιτέρω πορεία, εφόσον σε αυτό το στάδιο δεν μπορεί ούτε να διαταχθεί η απέλαση του αιτητή.
Ο έλεγχος της διάρκειας της κράτησης άπτεται των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης. Στην παρούσα περίπτωση θεωρώ πως δεν προκύπτει ότι οι Αρχές δεν ενήργησαν με τη δέουσα επιμέλεια ή ότι υπήρξε περιττή καθυστέρηση στην προώθηση των διαδικασιών που απαιτούντο.
Ως προς το ζήτημα που εγέρθηκε από την κα Χαραλαμπίδου ότι το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ δεν καλύπτει την περίπτωση κράτησης για σκοπούς εθνικής ασφάλειας, αποτελεί ζήτημα που αφορά τη νομιμότητα της κράτησης που δεν αποτελεί αντικείμενο εξέτασης στην παρούσα. Το ζήτημα αυτό εξετάστηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο, με αναφορά στην απόφαση του ΔΕΕ στην C-601/15 PPU και κατέληξε ότι μέτρο κράτησης βάσει του άρθρου 8 παρ. 3 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ ανταποκρίνεται σε σκοπό γενικότερου ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση. Σημειώνεται ότι το άρθρο 8 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων προστασία, το οποίο προβλέπει για τις περιπτώσεις κράτησης αιτητών διεθνούς προστασίας, έχουν ενσωματωθεί στο άρθρο 9ΣΤ του Νόμου. Δεν προτίθεμαι όμως να προβώ σε περαιτέρω εξέταση του θέματος που εκφεύγει των θεμάτων που άπτονται της παρούσας προνομιακής διαδικασίας.
Η παραπομπή της κας Χαραλαμπίδου στις ακόλουθες δύο αποφάσεις του ΕΔΑΔ A and Others v. The United Kingdom (ανωτέρω) και Al-Jedda v. The United Kingdom (ανωτέρω), που, κατά την εισήγησή της, αφορούν τη διάρκεια της κράτησης για σκοπούς προστασίας της εθνικής ασφάλειας δεν την βοηθούν. Στην υπόθεση A and Others v. The United Kingdom, ανωτέρω, κρίθηκε ότι άτομα που κρατούνταν για παρατεταμένη διάρκεια για λόγους εθνικής ασφάλειας, χωρίς οποιαδήποτε προοπτική απέλασης, κρατούνταν κατά παράβαση του άρθρου 5(1)(στ) της ΕΣΔΑ. Δεν θεωρώ ότι η υπόθεση εκείνη εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση. Εδώ η συνέχιση της κράτησης του αιτητή συνδέεται άμεσα με τους σκοπούς για τους οποίους διατάχθηκε εξ αρχής. Το γεγονός ότι, ενόσω δεν λήξει η προθεσμία για προσφυγή απαγορεύεται η απέλαση, δεν θεωρώ ότι καθιστά την κράτηση παράνομη. Ούτε και η Al-Jedda v. The United Kingdom βοηθά τον αιτητή. Εκεί, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έκρινε ότι η απεριόριστη κράτηση από τις βρετανικές δυνάμεις ιρακινού πολίτη, ο οποίος θεωρείτο απειλή για την ασφάλεια του Ιράκ (εν προκειμένω για περισσότερο από τρία χρόνια), χωρίς να του προσαχθούν κατηγορίες, παραβίαζε το άρθρο 5(1) της ΕΣΔΑ. Εν πάση περιπτώσει, θεωρώ ότι εκείνη η υπόθεση διαφοροποιείται και ως προς τα γεγονότα.»
Υιοθετώ την πιο πάνω προσέγγιση, η οποία έχει εφαρμογή και στην υπό κρίση περίπτωση, δεδομένης της ομοιότητας των γεγονότων που την περιβάλλουν. Ως θέμα γενικότερης θεώρησης, η συνέχιση της κράτησης είναι επιτρεπτή εκεί και μόνο όπου είναι αναγκαία για σκοπούς ολοκλήρωσης των διοικητικών διαδικασιών σε αναφορά με το προβληθέν αίτημα διεθνούς προστασίας. Η εύλογη περίοδος συναρτάται με τις ιδιαίτερες περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Εν προκειμένω, το κράτος ενήργησε με την εύλογη επιμέλεια και χωρίς περιττές καθυστερήσεις. Υπό το πρίσμα των γεγονότων που περιβάλλουν την εξεταζόμενη περίπτωση, δεν εντοπίζεται σε καμία περίπτωση να παρήλθε τέτοιο χρονικό διάστημα που να δικαιολογεί την επέμβαση του Δικαστηρίου προς την κατεύθυνση αποδοχής του αιτήματος για απελευθέρωση του Αιτητή.
Ούτε και τίθεται ζήτημα στο στάδιο αυτό, υποχρέωσης των Καθ΄ ων η αίτηση, λήψης περαιτέρω ενεργειών προς «επαλήθευση των λόγων κράτησης», όπως έθεσε η ευπαίδευτη συνήγορος του Αιτητή. Ο Αιτητής τελεί υπό κράτηση για λόγους εθνικής ασφάλειας και στη βάση των προνοιών του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε). Η επικινδυνότητά του και η εξέταση των σχετικών πληροφοριών απασχόλησαν τα αρμόδια σώματα και η νομιμότητα του διατάγματος κράτησης κρίθηκε ήδη από το αρμόδιο Δικαστήριο. Υπενθυμίζεται μόνο ότι η Διοίκηση δεν έχει υποχρέωση παροχής οποιωνδήποτε εξηγήσεων για την έκδοση διατάγματος κράτησης για σκοπούς ασφάλειας. Η εκτίμηση των στοιχείων ή πληροφοριών που ευλόγως προκαλούν ανησυχία για τη δημόσια ασφάλεια, είναι κατ΄ εξοχήν έργον και ευθύνη της Διοίκησης. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να ασκήσει ιδίαν κρίσιν περί της επικινδυνότητας αιτητή και η αρμοδιότητά του περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της όλης διαδικασίας (Bekefi κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 42/2013, ημερ. 30.6.2016), ECLI:CY:AD:2016:C317.
Παρεμβάλλω, προτού ολοκληρώσω, ότι η αναφορά στο άρθρο 9ΣΤ(4)(β) σε διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με λόγο κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2) του ιδίου άρθρου, αφορούν, κατά κύριο λόγο, στις περιπτώσεις έκδοσης διατάγματος κράτησης κατά τα διαλαμβανόμενα στις πρόνοιες του άρθρου 9ΣΤ(2)(α)(β)(γ)(δ) και (στ), όπου και ενεργοποιούνται οι διοικητικές διαδικασίες, οι οποίες έχουν άμεση σχέση με την όλη πορεία εξέτασης αίτησης για παραχώρηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται. Παρά την ιδιαιτερότητα που περιβάλλει την έκδοση εντάλματος σύλληψης αιτητή προς τον σκοπό προστασίας της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης, όπως έχει ήδη επεξηγηθεί, παραμένει βεβαίως σε κάθε περίπτωση ενεργή η υποχρέωση του κράτους προς εξέταση της κάθε ξεχωριστής περίπτωσης με την εύλογη επιμέλεια και χωρίς περιττές καθυστερήσεις.
Καταληκτικά, δεν εντοπίζεται παραβίαση των προνοιών του άρθρου 9ΣΤ(4) του Νόμου και, συνακόλουθα, η αίτηση απορρίπτεται.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΣΦ.