ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:A188
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. Ε52/2014 και Ε72/2014)
16 Μαΐου, 2019
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. E52/2014
1. xxxx ΜΠΟΥΛΟΥΤΑ,
2. xxxx ΧΙΛΙΑΔΑΚΗΣ,
Εφεσείοντες/Εναγόμενοι Αρ. 8 & 11
ΚΑΙ
1. xxxx ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ κ.ά.,
Εφεσίβλητοι/Ενάγοντες
__________________________________
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. E72/2014
1. xxxx ΜΠΟΥΛΟΥΤΑ,
2. xxxx ΧΙΛΙΑΔΑΚΗΣ,
Εφεσείοντες/Εναγόμενοι Αρ. 8 & 11
ΚΑΙ
xxxx ΒΛΑΣΙΟΥ,
Εφεσίβλητος/Ενάγοντας
Μ. Παναγίδης με Στ. Παπουή (κα) και Ν. Πελαβά (κα) για Χαβιαράς & Φιλίππου ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες-Αντεφεσίβλητους και στις δύο εφέσεις.
Ν. Νικολάου (κα) με Κ. Κληρίδη για Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους-Αντεφεσείοντες και στις δύο εφέσεις.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Το υποβληθέν από τους εφεσείοντες - εναγόμενους 8 και 11 -, στο πλαίσιο της αγωγής υπ' αρ. 6211/2012, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, αίτημα για παραμερισμό των διαταγμάτων έκδοσης και επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος, απορρίφθηκε.
Για σκοπούς πληρέστερης εικόνας των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης, σημειώνουμε τα πιο κάτω, όπως αυτά καταγράφονται στην εκκαλούμενη ενδιάμεση απόφαση ημερ. 6 Μαρτίου 2014:
″Με γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα (O.2, r.1), το οποίο καταχωρήθηκε στις 12.9.2012, οι Ενάγοντες αξιώνουν διάταγμα και αποζημιώσεις εναντίον 22 συνολικά Εναγομένων, μεταξύ των οποίων και οι Εναγόμενοι 8 και 11.
Στις 13.12.2012 καταχωρήθηκε μονομερής αίτηση από τους Ενάγοντες, με την οποία εξαιτούνταν την έκδοση διατάγματος σφράγισης και υποκατάστατης επίδοσης και επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας του κλητηρίου εντάλματος στους Εναγόμενους που διέμεναν μόνιμα στο εξωτερικό, με παράδοση στις αντίστοιχες διευθύνσεις τους στο εξωτερικό μέσω υπηρεσιών αγγελιοφόρων (courier service). Στις 23.1.2013 το Δικαστήριο, απαρτιζόμενο από άλλον αδελφό Δικαστή, εξέδωσε σχετικό διάταγμα.
Σύμφωνα με το λεκτικό του εν λόγω διατάγματος, διατασσόταν, μεταξύ άλλων, η «υποκατάστατη επίδοση Ειδοποίησης του Κλητηρίου Εντάλματος και/ή επίδοση Κλητηρίου Εντάλματος μετά πιστού αντιγράφου του παρόντος Διατάγματος στους Εναγόμενους ... 8, 11 .. στις πιο κάτω διευθύνσεις:
...........................
(γ) Για τον Εναγόμενο 8 xxxx Μπουλούτα, εξ Ελλάδος,. xxxxx, Ελλάδα.
(δ) Για τον Εναγόμενο 11, xxxx Χιλιαδάκη, εξ Ελλάδος, xxxx, Ελλάδα.
.........................
με παράδοση στις πιο πάνω διευθύνσεις μέσω υπηρεσιών αγγελιοφόρων (Courier Service) ...″
Να σημειωθεί ότι το εν λόγω διάταγμα δεν διέτασσε την επίδοση της αίτησης ημερ. 13.12.2012.
Ακολούθως, οι Εναγόμενοι 8 και 11, χωρίς να καταχωρήσουν Σημείωμα Εμφάνισης, καταχώρησαν την παρούσα αίτηση ημερ. 4.6.2013 («η Αίτηση»), με την οποία εξαιτούνται τα ακόλουθα:
1) Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να ακυρώνεται και/ή να παραμερίζεται το διάταγμα ημερομηνίας 23/01/2013 με το οποίο χορηγήθηκε άδεια στην Ενάγουσα για έκδοση και επίδοση Ειδοποίησης περί του Κλητηρίου Εντάλματος εκτός Δικαιοδοσίας Κύπρου στους αιτητές.
2) Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να ακυρώνεται και/ή να παραμερίζεται το διάταγμα ημερομηνίας 23/01/2013 με το οποίο χορηγήθηκε άδεια στην Ενάγουσα για υποκατάστατη επίδοση Ειδοποίησης του Κλητηρίου Εντάλματος στους αιτητές.
3) Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να ακυρώνεται και/ή να παραμερίζεται η δια υπηρεσίας ταχυμεταφοράς επίδοση της Ειδοποίησης περί του Κλητηρίου Εντάλματος στους αιτητές για τον λόγο ότι η κατά τα ανωτέρω επίδοση ήταν παράτυπη και/ή αντικανονική και/ή έγινε κατά παράβαση της ενδεδειγμένης διαδικασίας επίδοσης.
...........................″
Η εν λόγω αίτηση απορρίφθηκε και καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση, που αποτελείται από έξι λόγους έφεσης, μετά την απόσυρση ενός στο στάδιο της ακρόασης. Υπάρχει και αντέφεση αποτελούμενη από τρεις λόγους.
Με τον πρώτο λόγο αμφισβητείται η δικαστική κρίση ότι ο Κανονισμός (ΕΚ) αρ. 1393/2007, περί Επιδόσεως και Κοινοποιήσεως Δικαστικών και Εξωδίκων Πράξεων σε Αστικές ή Εμπορικές Υποθέσεις, δεν είναι εφαρμοστέος. Με το δεύτερο λόγο κρίνεται ως λανθασμένη η εφαρμογή της νομολογίας όπως αναφέρεται στην υπόθεση Alpha Bank Cyprus Ltd v. Si Senh Dau κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 1935. Το αίτημα των εφεσειόντων θα έπρεπε να κριθεί, αναφέρεται στον τρίτο λόγο έφεσης, υπό το φως της Διμερούς Σύμβασης Κύπρου - Ελλάδας. Με τον πέμπτο λόγο θεωρείται ότι η επίδοση με ταχυμεταφορέα δεν έπρεπε να κριθεί σύννομη. Η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει τη μονομερή αίτηση, (για επίδοση) ήταν παράτυπη, προσδιορίζεται με τον έκτο λόγο έφεσης. Η ίδια ένορκη δήλωση, κατά πόσο είχε προσδιορίσει την αιτία αγωγής δεν αποφασίστηκε, αναφέρεται στον έβδομο λόγο έφεσης.
Οι εφεσίβλητοι με το δικό τους εφετήριο υποστηρίζουν, με τον πρώτο λόγο, ότι λανθασμένα κρίθηκε πρωτοδίκως ότι δεν απαιτείτο καταχώριση εμφάνισης υπό διαμαρτυρία, πριν την προώθηση της αίτησης παραμερισμού της επίδοσης. Η έφεση πρέπει ν' απορριφθεί, αναφέρεται στο δεύτερο λόγο, γιατί και πάλι δεν υπάρχει σημείωμα εμφάνισης. Τέλος, το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι μπορεί να προωθηθεί η αίτηση παραμερισμού χωρίς εμφάνιση υπό διαμαρτυρία, είναι λανθασμένο (τρίτος λόγος).
Κατά το στάδιο της προδικασίας είχαμε εγείρει, και προς τις δύο πλευρές, το ερώτημα κατά πόσο η εκκαλούμενη απόφαση μπορεί να αμφισβητηθεί με έφεση, ενόψει της τροποποίησης που επήλθε στο άρθρο 25 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60), που σύμφωνα με τις αποφάσεις Wynne v. Mavronicola (2009) 1 Α.Α.Δ. 1138 και Hazlewood Investment & Finance Ltd v. Manuel a.o., Πολ. Έφ. Ε14/2017 και Ε209/2017, ημερ. 25 Φεβρουαρίου 2019, έχει αναδρομική ισχύ, όντας δικονομικής υφής.
Το ζήτημα αυτό θα μας απασχολήσει πρώτο, γιατί, ενδεχομένως, η έκβαση του θα κρίνει το σύνολο της έφεσης.
Η εμβέλεια εφαρμογής του νέου άρθρου 25(1) του Ν. 14/60, και ο τρόπος αντίκρισης εφέσεων οι οποίες χαρακτηρίζονται μεν ενδιάμεσες και επηρεάζουν ή όχι κατά τρόπο απολύτως καθοριστικό των δικαιωμάτων των διαδίκων, έχει αναλυθεί σε έκταση στην υπόθεση Oneworld Ltd v. OJSC Bank of Moscow, Πολ. Εφ. Ε50/2018, ημερ. 13 Δεκεμβρίου 2018.
Θεωρούμε ότι τα όσα αναφέρονται στην εν λόγω απόφαση αντικατοπτρίζουν και την προσέγγιση μας επί του προκείμενου και για το λόγο αυτό παραθέτουμε ένα εκτενές απόσπασμα από την απόφαση:
″Παραμένει προς εξέταση η υπαλλακτική θέση των Εφεσειόντων, σύμφωνα με την οποία η υπό κρίση ενδιάμεση απόφαση εμπίπτει στα διαλαμβανόμενα στην παράγραφο (γ) του πιο πάνω άρθρου, ότι δηλαδή είναι απόλυτα καθοριστική ως προς τα αποτελέσματά της για τα δικαιώματα των διαδίκων και, ως εκ τούτου, υπόκειται σε έφεση.
Δεδομένου ότι το υπό εξέταση ζήτημα παραπέμπει ευθέως σε ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του άρθρου 25(1), όπως προσφάτως τροποποιήθηκε από το Νόμο 109(Ι)/2017, κρίνουμε σκόπιμη συνοπτική παράθεση του ιστορικού του εν λόγω άρθρου, από της αρχικής εισαγωγής του, με τη θέσπιση του Νόμου το 1960, μέχρι και της τελευταίας, πιο πάνω, τροποποίησής του:
Από της θέσπισης του Νόμου 14/60 μέχρι και της τροποποίησής του με τον Τροποποιητικό Νόμο 118(Ι)/2008, το άρθρο 25(1) προέβλεπε:
«Τηρουμένου του διαδικαστικού κανονισμού, πάσα απόφασις δικαστηρίου ασκούντος πολιτικήν δικαιοδοσίαν θα υπόκειται εις έφεσιν εις το Ανώτατον Δικαστήριον.»
Το υπό αναφοράν άρθρο τροποποιήθηκε το 2008, τροποποιητικός νόμος 118(Ι)/2008, ως εξής:
«Τηρουμένου του διαδικαστικού κανονισμού, κάθε απόφαση ή διαταγή δικαστηρίου που ασκεί πολιτική δικαιοδοσία, ανεξάρτητα αν αυτή είναι καθοριστική ή δηλωτική για τα δικαιώματα των διαδίκων, είτε αυτή είναι ενδιάμεση είτε είναι τελική, υπόκειται σε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο:
Νοείται ότι διάδικος που δεν άσκησε εντός της καθορισμένης προθεσμίας έφεση εναντίον ενδιάμεσης απόφασης, δεν αποστερείται του δικαιώματος να εγείρει στο στάδιο της έφεσης εναντίον της τελικής απόφασης ζητήματα που αφορούν την ενδιάμεση απόφαση.»
Της πιο πάνω τροποποίησης προηγήθηκε παρεμβολή σειράς αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ερμηνευτικών της έννοιας του όρου «απόφαση» του άρθρου 25(1). Στην υπόθεση Λουκία Χρίστου Χαρούς ν. Βασιλικής Χρίστου Χαρούς, συζύγου Ηλία Καγιά (2003) 1 ΑΑΔ 1530, υιοθετήθηκε, από την πλειοψηφία της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η ερμηνεία του εν λόγω όρου όπως δόθηκε στη βασική επί του θέματος υπόθεση Χάσικος κ.α. ν. Χαραλαμπίδη (1990) 1 ΑΑΔ 389. Διευκρινίστηκε και επιβεβαιώθηκε ότι «απόφαση» σημαίνει «δικαστική απόφαση, ενδιάμεση ή τελική, καθοριστική για τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις των διαδίκων». Αυτές και μόνο οι αποφάσεις θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο έφεσης κατ΄ ακολουθία του εξεταζόμενου άρθρου 25(1). Ας σημειωθεί ότι στην Χάσικος (ανωτέρω) για πρώτη φορά από της θέσπισης του Ν.14/60, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε καθοριστικά την έννοια του όρου «απόφαση», προσδιορίζοντας ποιες από τις ενδιάμεσες αποφάσεις πρωτόδικων Δικαστηρίων υπόκεινται σε έφεση.
Είναι ουσιαστικά το αποτέλεσμα της Χαρούς (ανωτέρω) που οδήγησε, εξελικτικά, στην τροποποίηση του άρθρου 25(1), που επήλθε με τον Ν. 118(Ι)/2008.
Εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι στο αρχικό κείμενο του άρθρου 25 δεν γινόταν διαχωρισμός μεταξύ «ενδιάμεσης» και «τελικής» απόφασης. Ο διαχωρισμός επήλθε, ερμηνευτικά, ως ήδη λέχθηκε, στις κρίσιμες επί του ζητήματος αποφάσεις Χάσικος και Χαρούς (ανωτέρω). Κρίθηκε, όπως προαναφέραμε, ότι «απόφαση» στα πλαίσια του άρθρου 25(1), σημαίνει δικαστική απόφαση ενδιάμεση ή τελική, καθοριστική για τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις των διαδίκων. Είναι στην πορεία των τροποποιήσεων του εν λόγω άρθρου που γίνεται σαφής πλέον αναφορά σε «ενδιάμεση» και «τελική» απόφαση.
Εν τέλει, η πιο πρόσφατη τροποποίηση του άρθρου 25(1), διά του τροποποιητικού Νόμου 109(Ι)/2017, όχι μόνο ευθυγραμμίζεται με τον δικαστικό λόγο της απόφασης Χαρούς, αλλά κινείται και πέραν της νομολογιακής αυτής προσέγγισης, περιορίζοντας, νομοθετικά πλέον, το πεδίο άσκησης εφέσεων κατά ενδιάμεσων αποφάσεων όχι απλώς καθοριστικών ως προς το αποτέλεσμά τους για τα δικαιώματα των διαδίκων, αλλά απολύτως καθοριστικών.
Είναι υπό το φως της νέας νομοθετικής επιταγής και με καθοδήγηση την υφιστάμενη, προ της τροποποίησης του 2008, νομολογιακή προσέγγιση, που θα πρέπει να ερμηνεύεται και εφαρμόζεται το τροποποιημένο κείμενο του άρθρου 25(1)(γ) του Νόμου.
Στη Χαρούς (ανωτέρω) η πλειοψηφία της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε ότι τόσο ως ζήτημα νομολογιακής δέσμευσης, όσο και ως θέμα αρχής, η Χάσικος και μεταγενέστερες αποφάσεις στοιχειοθετημένες στον ίδιο λόγο, καθορίζουν ποιες ενδιάμεσες αποφάσεις πρωτόδικων Δικαστηρίων υπόκεινται σε έφεση. Έκρινε επίσης ότι οι διαπιστώσεις στην Price v. Gray (2002) 1 ΑΑΔ 424, συνιστούσαν απόκλιση από τον λόγο προγενέστερων δικαστικών αποφάσεων, αλλά και από τη σωστή ερμηνεία του όρου «απόφαση», ως καθορίζεται από τη νομολογία. Στην Cyprus Inv. & Sec. Corp. Ltd v. Παπαϊωάννου κ.ά. (2006) 1 ΑΑΔ 1368, κρίθηκε, κατ΄ ακολουθίαν υιοθέτησης των αρχών που τέθηκαν στις αποφάσεις Χαρούς και Χάσικος, ότι ενδιάμεση απόφαση με την οποία παραμερίστηκε απόφαση που λήφθηκε ερήμην των εναγομένων δεν ήταν καθοριστική των δικαιωμάτων των εναγόντων-εφεσειόντων και άρα μη εφέσιμη. Εισήγηση του συνήγορου των εφεσειόντων περί διαφοροποίησης, λόγω της υπέρ τους τελεσίδικης απόφασης και επηρεασμού των δικαιωμάτων τους με τον παραμερισμό, κρίθηκε ως εσφαλμένη με το σκεπτικό ότι η απόφαση είχε εκδοθεί ερήμην των εφεσιβλήτων και ότι στη δίκη που θα ακολουθούσε η αξίωση των εφεσειόντων στην αγωγή παρέμενε αλώβητη.
Σκοπός του τροποποιητικού Νόμου 109(Ι)/2017 είναι η αποφυγή αχρείαστων παρατάσεων και ο περιορισμός των διαδικαστικών διαδικασιών, καθώς και η αποτροπή ενθάρρυνσης αποσπασματικών εφέσεων και κατατεμαχισμού τους (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αστρασόλ Λτδ κ.ά., Π.Ε. 32/18, ημερ. 24.7.2018). Ορθή ερμηνευτική προσέγγιση του εξεταζόμενου άρθρου 25(1)(γ) του Νόμου, προσδιορίζει ως εφέσιμες τις ενδιάμεσες αποφάσεις οι οποίες, λόγω των εξαιρετικών περιστάσεων και δεδομένων που τις καλύπτουν, καθορίζουν κατά τρόπο απόλυτο και τελεσίδικο τα δικαιώματα των διαδίκων, επιδρώντας καταλυτικά σε αυτά. Όπου όμως τα δικαιώματα και οι απορρέουσες από αυτά αξιώσεις παραμένουν αλώβητα προς τελικό καθορισμό τους στα πλαίσια της δίκης, δεν παρέχεται δικαίωμα έφεσης κατ΄ ακολουθία του εξεταζόμενου άρθρου 25(1)(γ) του Νόμου.
Υπό το φως όλων των πιο πάνω, είναι η κατάληξή μας ότι η εφεσιβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση δεν είναι εφέσιμη, αφού οι αξιώσεις των δύο μερών, αγωγή και ανταπαίτηση, εξακολουθούν να υφίστανται και τα όποια δικαιώματα και νομικά και πραγματικά θέματα που εγείρονται, συνεχίζουν να αποτελούν επίδικα ζητήματα. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι διάδικοι θα έχουν την ευκαιρία να προβάλουν τις εκατέρωθεν θέσεις τους στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας, η οποία αναμένεται να λάβει χώραν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου".
Υποστηρίχτηκε και τονίστηκε ιδιαιτέρως από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων ότι το έναυσμα και η εναρκτήρια διαδικασία με την παραχώρηση αδείας για σφράγιση και επίδοση, επηρεάζει άμεσα και καθοριστικά τα δικαιώματα των εφεσειόντων. Αυτή η εναρκτήρια διαδικασία δεν μπορεί, πρόσθεσε ο συνήγορος, παρά να χαρακτηριστεί ότι ενέχει το στοιχείο του καθορισμού του δικαιώματος συμμετοχής σε μια δικαστική διαδικασία, συνεπώς, είναι εφέσιμο.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων μας παρέπεμψε στην υπόθεση Genzyme Corporation v. Kayat Trading Limited (2005) 1 Α.Α.Δ. 757, για να υποστηρίξει ότι εφέσεις οι οποίες αφορούν απόρριψη αίτησης για παραμερισμό αγωγής ή για απόρριψη και παραμερισμό επίδοσης αγωγής, δεν είναι καθοριστικές για τα δικαιώματα των διαδίκων, συνεπώς, δεν έχουν άμεσες επιπτώσεις για να θεωρηθούν ότι εξαιρούνται της εμβέλειας του άρθρου 25(1) του Ν. 14/60 και να χαρακτηριστούν ως εφέσιμες.
Στην υπό αναφορά υπόθεση Genzyme καταχωρήθηκε έφεση με την οποία προσβαλλόταν η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, με την οποία απέρριψε αίτηση της εφεσείουσας, εναγόμενης εταιρείας, με την οποία επεδίωκε την έκδοση διατάγματος για (α) απόρριψη και/ή παραμερισμό της αγωγής, (β) απόρριψη και παραμερισμό της επίδοσης και (γ) αναστολή κάθε διαδικασίας. Ο προβληθείς ισχυρισμός ήταν ότι τα κυπριακά δικαστήρια δεν είχαν δικαιοδοσία, ή ότι η Κύπρος δεν ήταν το κατάλληλο ή αρμόδιο δικαιοδοτικό (forum convenience).
Η πιο πάνω απόφαση εφεσιβλήθηκε και αποφασίστηκε, προδικαστικώς, κατά πόσο η πρωτόδικη απόφαση συνιστά εφέσιμη απόφαση. Το Εφετείο, απορρίπτοντας την έφεση, ανέφερε τα εξής:
″Η υπό κρίση απόφαση σαφώς δεν είναι τελική απόφαση και εμπίπτει στην κατηγορία ενδιάμεσων αποφάσεων, αφού έχει καταχωρηθεί μετά την έναρξη της διαδικασίας της αγωγής. Στην πιο πάνω απόφαση της πλειοψηφίας της Ολομέλειας δεν γίνεται διάκριση μεταξύ διαφορετικών τύπων ενδιάμεσων αποφάσεων, ανάλογα με το θέμα στο οποίο κάθε απόφαση αφορά. Η παρούσα αίτηση, στην οποία εκδόθηκε η υπό κρίση απόφαση, ανήκει στην τάξη εκείνων των αιτήσεων που, το κατά πόσο η απόφαση σ' αυτές είναι εφέσιμη, εξαρτάται από το αποτέλεσμα τους. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η αίτηση για συνοπτική απόφαση. Αν μεν εκδοθεί συνοπτική απόφαση τότε, αφού έχουν διαγνωσθεί τα δικαιώματα των διαδίκων, η απόφαση είναι εφέσιμη. Αν όμως απορριφθεί και δοθεί άδεια για υπεράσπιση, η απόφαση αυτή δεν είναι εφέσιμη, γιατί δεν δηλώνει, ούτε και καθορίζει τα δικαιώματα των διαδίκων. Το ίδιο ισχύει και στην παρούσα περίπτωση, όπου η αίτηση έχει απορριφθεί και έτσι η απόφαση δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστική ή δηλωτική των δικαιωμάτων των διαδίκων, τα οποία ουδόλως επηρεάζει, μη έχοντας άμεσες επιπτώσεις σ' αυτά, που εξακολουθούν να παραμένουν υπό κρίση.″
Όπως προκύπτει εκ των ανωτέρω, τίποτε το απολύτως καθοριστικό ως προς τα συγκεκριμένα δικαιώματα των εφεσειόντων δεν επηρεάζεται από την εκκαλούμενη απόφαση. Η δυνατότητα προώθησης της υπεράσπισης είναι δεδομένη. Συνεπώς, καταλήγουμε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι καθοριστική ή δηλωτική των δικαιωμάτων των εφεσειόντων, ούτε έχει άμεσες επιπτώσεις οι οποίες δεν θα μπορούν να εξεταστούν και αποφασιστούν κατά το στάδιο της εκδίκασης της υπόθεσης ή, αναλόγως, να αποτελέσουν αντικείμενο έφεσης εναντίον της τελικής απόφασης. Το αν καλώς ή κακώς είχαν συμπεριληφθεί ως διάδικοι, θα κριθεί στο πλαίσιο της αγωγής και εάν η αγωγή απορριφθεί θα δικαιούνται να διεκδικήσουν τη δικαστική δαπάνη για την οποία θα αναγκαστούν να υποβληθούν ως συνέπεια της συμμετοχής τους στην υπό κρίση αγωγή.
Ενόψει της κατάληξης ως προς το θέμα του εφέσιμου, δεν καθίσταται αναγκαίο να ασχοληθούμε με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης.
Με γνώμονα τα πιο πάνω, η εκκαλούμενη απόφαση κρίνεται ως μη εφέσιμη και οι εφέσεις απορρίπτονται. Αντίστοιχα, οι αντεφέσεις στερούνται πλέον αντικειμένου και επίσης απορρίπτονται.
Έχοντας υπόψη ότι κατά το στάδιο καταχώρισης των εφέσεων δεν είχε ακόμη θεσπιστεί η νέα τροποποίηση του άρθρου 25 του Ν. 14/60, συνεπώς, υπήρχε η δυνατότητα καταχώρισης έφεσης, που διαφοροποιήθηκε στη συνέχεια, κρίνουμε ότι δεν είναι ορθό να επιδικάσουμε οποιαδήποτε έξοδα. Η κάθε πλευρά να επωμιστεί τα έξοδα της.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/ΔΓ