ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:A198
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 433/2012)
27 Μαΐου, 2019
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
EΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ
ΤΗΣ PISSOURI FARMS LTD,
Εφεσειόντων,
ν.
1. ΑΧΙΛΛΕΑΣ Α. ΒΟΥΓΙΟΥΚΛΑΚΗΣ ΛΤΔ
(ΥΠΟ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ),
2. R.A. VOUGIOUKLAKIS LIMITED,
Εφεσιβλήτων.
_ _ _ _ _ _
Μ. Τερψοπούλου (κα) για Α.Γ. Παφίτης & Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.
Καμιά εμφάνιση, για τους Εφεσίβλητους 1.
Κ. Κώστα (κα) για Σπύρος Ιωάννου ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους 2.
Π. Μακρίδης για Χρυσαφίνης & Πολυβίου ΔΕΠΕ, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος, ενυπόθηκο δανειστή, Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ.
_ _ _ _ _ _
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Οι Εφεσείοντες εξασφάλισαν στις 20.2.2009 απόφαση σε αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας εναντίον της Εφεσίβλητης 1 για το ποσό των €31.455,83 πλέον τόκους και έξοδα. Τρία περίπου χρόνια αργότερα, στις 27.1.2012, καταχώρησαν αίτηση για ακύρωση μεταβίβασης ακίνητης περιουσίας εκ μέρους της Εφεσίβλητης 1 εταιρείας προς την Εφεσίβλητη 2. Ως νομικό έρεισμα της αίτησης καταγράφηκαν, ουσιαστικά, οι σχετικές διατάξεις του περί Δολίων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμου, Κεφάλαιο 62. Η αίτηση συνοδευόταν από ένορκο δήλωση του Διευθυντή των Εφεσειόντων. Ακολούθησε ακροαματική διαδικασία, στα πλαίσια της οποίας κατέθεσαν και αντεξετάσθηκαν τόσο ο ενόρκως δηλών, όσο και ο Διευθυντής της Εφεσίβλητης 2.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας την ενώπιόν του μαρτυρία και εξετάζοντας την αίτηση προς ακύρωση υπό το φως των νομικών αρχών που διέπουν το όλο ζήτημα, έκρινε ότι η επίδικη μεταβίβαση, υπό το φως των όλων γεγονότων, δεν θα μπορούσε να «.. ειδωθεί ως πράξη η οποία οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η μεταβίβαση ήταν δόλια ...». Συνακόλουθα, οδηγήθηκε στην απόρριψή της με έξοδα εις βάρος των Εφεσειόντων.
Η ως άνω κρίση, αμφισβητείται με πέντε λόγους έφεσης, κεντρικός άξονας των οποίων είναι η αμφισβήτηση της ορθότητας της αξιολόγησης της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Τίθεται, πιο αναλυτικά, ότι εσφαλμένα απερρίφθη πρωτοδίκως η μαρτυρία του μοναδικού μάρτυρα που πρόσφερε η πλευρά των Εφεσειόντων, όπως και ότι λανθασμένα και αδικαιολόγητα κρίθηκε ως αξιόπιστος ο μάρτυρας των Εφεσιβλήτων. Προστίθεται ακόμη ότι η πρωτόδικη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη και πλήττεται ως λανθασμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι Εφεσίβλητοι απέσεισαν το βάρος που τους αναλογούσε.
Υπό το φως των ενώπιόν μας λόγων έφεσης, κρίνουμε επιβεβλημένη την παράθεση των βασικών αρχών της νομολογίας επί του θέματος της δυνατότητας επέμβασης του Εφετείου στην αξιολόγηση των μαρτύρων από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Συνοψίσθηκαν ως ακολούθως στην απόφαση Παπανδρέας Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφεση Αρ. 45/2014, ημερ. 5.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:B470:
«Με δεδομένο ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου βασίζονται κυρίως πάνω στην αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας που παρουσιάζεται, μπορεί να αποτυπωθεί ως απόσταγμα της όλης σχετικής νομολογίας, ότι το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και συνακόλουθα της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει, στα πλαίσια της ενώπιόν του ζωντανής διαδικασίας την όλη συμπεριφορά των μαρτύρων. Η εξουσία του Εφετείου για επέμβαση στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, θα πρέπει πάντοτε να ασκείται με μεγάλη προσοχή, ακριβώς ώστε να μην εξουδετερώνεται το μεγάλο πλεονέκτημα που έχει το πρωτόδικο δικαστήριο της άμεσης επαφής με τους μάρτυρες. Ως εκ τούτου, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Σε σχέση με ζητήματα αντιφάσεων στη μαρτυρία, επέμβαση του Εφετείου χωρεί στην περίπτωση και μόνο όπου αυτές είναι τέτοιας μορφής που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Ως τέτοιες μπορούν να καθορισθούν οι αντιφάσεις οι οποίες, υπό το φως της φύσης της υπόθεσης και του ζητήματος που καλύπτουν, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή φανερώνουν διάθεση καταφυγής στο ψεύδος.»
Εξετάσαμε τις σχετικές εισηγήσεις της πλευράς των Εφεσειόντων υπό το πρίσμα των πιο πάνω αρχών. Δεν παρέχεται έδαφος επέμβασής μας στον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ούτε και διαπιστώνουμε λόγους που θα επέτρεπαν ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης ως προς την αποδοχή της μαρτυρίας του μάρτυρα των Εφεσιβλήτων και της αντίστοιχης απόρριψης αυτής που πρόσφερε η πλευρά των Εφεσειόντων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο της ενώπιόν του μαρτυρίας και σταθμίζοντας τις όποιες αντιφάσεις τέθηκαν ενώπιόν του ασχολήθηκε διεξοδικά με τις ουσιαστικές εκδοχές των διαδίκων και διατύπωσε με σαφήνεια τα ευρήματά του, έχοντας κατά νουν την ουσία των ενώπιόν του επιδίκων θεμάτων.
Το εύρημα του Δικαστηρίου περί προηγούμενης εγγραφής memo επί ακίνητης ιδιοκτησίας Διευθυντή της Εφεσίβλητης 1 η οποία βρίσκεται στην Ακτή του Κυβερνήτη, προς πλήρη εξασφάλιση του επίδικου χρέους, αποτέλεσε σημείο έντονης τριβής ενώπιόν μας. Η πλευρά των Εφεσειόντων προέβαλε ότι εσφαλμένα κατέληξε το Δικαστήριο ότι το ζήτημα αυτό δεν τελούσε υπό αμφισβήτηση, θέτοντας, περαιτέρω, ότι εν πάση περιπτώσει, δεν θα μπορούσε να επιβαρυνθεί προσωπική περιουσία Διευθυντή για χρέος της Εφεσίβλητης 1 εταιρείας.
Επί του πιο πάνω ζητήματος η μόνη μαρτυρία, περιορισμένης εμβέλειας και επιδερμικής μορφής, δόθηκε κατά την αντεξέταση του μάρτυρα της Εφεσίβλητης 2. Η οποιαδήποτε όμως περαιτέρω ενασχόληση μας με το θέμα αυτό είναι άνευ ουσιαστικής σημασίας, καθότι το υπόλοιπο μέρος της μαρτυρίας που έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αξιόπιστη, η οποία, ας σημειωθεί, περιλάμβανε και σχετικά τραπεζικά έγγραφα, ήταν ικανοποιητικό προς τεκμηρίωση της κατάληξής του ότι η επίδικη μεταβίβαση δεν ήταν δόλια, ήτοι προς τον σκοπό καταδολίευσης ή παρεμπόδισης του εξ αποφάσεως πιστωτή προς ανάκτηση του χρέους. Ηταν, πιο συγκεκριμένα, εύρημα του Δικαστηρίου ότι το επίδικο ακίνητο μεταβιβάσθηκε 17 ολόκληρους μήνες μετά την έκδοση απόφασης από την Εφεσίβλητη 1 προς την Εφεσίβλητη 2, έναντι συμφωνημένου τιμήματος €1.000.000,00 και αφού προηγουμένως είχαν γίνει όλες οι απαραίτητες ενέργειες προς εξασφάλιση των απαραίτητων πιστώσεων από τραπεζικά ιδρύματα, με υποθήκευση περιουσιακών στοιχείων του Διευθυντή της Εφεσίβλητης 2 αλλά και του ίδιου του επίδικου ακινήτου.
Υπό το φως των πιο πάνω, ορθά κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η υπό κρίση μεταβίβαση έγινε καλή τη πίστει και χωρίς πρόθεση καταδολίευσης ή παρεμπόδισης των εξ αποφάσεως πιστωτών - Εφεσειόντων προς ανάκτηση του χρέους.
Συμπληρώνουμε, ολοκληρώνοντας, ότι έκθετος προς απόρριψη είναι και ο λόγος έφεσης που καλύπτει και το ζήτημα της επαρκούς αιτιολόγησης της πρωτόδικης απόφασης. Στην L. Papaphilippou Co Ltd v. Λουκά, (2014) 1 ΑΑΔ, 1193, 1198-1199, αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Η δικαστική ανεξαρτησία και το αυτόνομο της δικαστικής κρίσης αφήνουν ευρύ πεδίο επιλογής του τρόπου συγγραφής μιας απόφασης. Η αναδίπλωση, όμως, της δικαστικής σκέψης με λογική αλληλουχία και ορθολογιστική προσέγγιση είναι επιβεβλημένη, ούτως ώστε να αποφεύγεται ο κίνδυνος απώλειας του απαιτούμενου ειρμού στη σκέψη του Δικαστηρίου και να αναδύεται με διαύγεια ο δικαστικός λόγος. Ενώ, λοιπόν, η δομή μιας δικαστικής απόφασης εναπόκειται στον ίδιο το Δικαστή, θα πρέπει η τελική αυτή δικαστική κρίση να διαπνέεται από μια λογική συνοχή έκθεσης μαρτυρίας, ανάλυσης και αξιολόγησης και υπαγωγής των ευρημάτων στο ισχύον νομικό καθεστώς (Ανδρέα Κωστάκη Στυλιανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 646, Δημήτρης Ευσταθίου και Alpha Bank Ltd, Πολιτική Εφεση Αρ. 241/2008, ημερ. 19.7.2012)».
Ο τρόπος συγγραφής δικαστικής απόφασης επαφίεται στην κρίση του δικαστή. Ο τρόπος έκφρασης δεν είναι τυποποιημένος και δεδομένου ότι υπάρχουν σε αυτήν τα βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία της αιτιολογημένης απόφασης και δεν διαστρεβλώνεται η εικόνα μέσα από αποσπασματική παράθεση της μαρτυρίας δεν υπάρχει ο,τιδήποτε το επιλήψιμο (Ομήρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 98). Όπως έχει τονισθεί επανειλημμένα μέσα από τη νομολογία, είναι η αιτιολόγηση της απόφασης που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εγκυρότητας της δικαστικής διεργασίας. Αιτιολόγηση η οποία εδράζεται στην ανάλυση της μαρτυρίας που παρουσιάζεται. Η έκταση δε της ανάλυσης ποικίλλει ανάλογα με το περιεχόμενο της μαρτυρίας και σε αναφορά με τα ουσιαστικά στοιχεία της κάθε ξεχωριστής περίπτωσης. Κατά κανόνα μια αιτιολογημένη απόφαση πρέπει να περιέχει αφ΄ ενός ανάλυση της μαρτυρίας υπό το φως των επίδικων θεμάτων και διατύπωση συγκεκριμένων ευρημάτων και, αφ΄ ετέρου, σαφή δικαστική απόφαση (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Κλεάνθους κ.ά. (1999) 2 ΑΑΔ 320).
Εντοπίζουμε ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση ενυπάρχουν όλα τα απαραίτητα στοιχεία μιας αιτιολογημένης απόφασης και δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε κενό, ικανό να οδηγήσει στην αμφισβήτηση της εγκυρότητάς της.
Καταληκτικά, οι λόγοι έφεσης κρίνονται ανυπόστατοι. Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των Εφεσειόντων, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΣΦ.