ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Λιάτσος, Αντώνης Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Αλ. Ελευθερίου για Π. Αγγελίδης amp;amp;amp; Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-04-02 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΙΤΕΛΑ , Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 43/2019, 2/4/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:A121

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ.  43/2019)

 

2 Απριλίου, 2019

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ χχχχ ΜΙΤΕΛΑ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI KAI/H PROHIBITION

KAI

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 21.12.2018 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ Μ.Χ. ΚΑΙΖΕΡ, Δ., ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΥΠ΄ ΑΡΙΘΜΟ 9/2008 ΤΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ.

 

_ _ _ _ _ _

Αλ. Ελευθερίου για Π. Αγγελίδης & Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.

_ _ _ _ _ _

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.:  Με μονομερή αίτηση ζητήθηκε άδεια για καταχώρηση αίτησης διά κλήσεως, προς το σκοπό έκδοσης προνομιακού εντάλματος Certiorari για μεταφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο για ακύρωση απόφασης που εκδόθηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ημερομηνίας 21.12.2018, με την οποία ο Εφεσείων-αιτητής, καθ΄ ου η αίτηση στην Αίτηση Περιουσιακών Διαφορών υπ΄ αρ. 9/2008, κρίθηκε ένοχος για παρακοή δικαστικού διατάγματος. Ζητήθηκε επίσης προνομιακό ένταλμα Prohibition, το οποίο να απαγορεύει στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας να προχωρήσει στην εκδίκαση της πιο πάνω Αίτησης και, πιο συγκεκριμένα, σε ό,τι αφορούσε τη διαδικασία επιβολής ποινής.

 

Το ιστορικό της αίτησης παρακοής, αποτυπώνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση της πρωτόδικης διαδικασίας αναζήτησης προνομιακών ενταλμάτων. Το παραθέτουμε αυτούσιο:

 

«To Οικογενειακό Δικαστήριο, στα πλαίσια της Αίτησης Περιουσιακών Διαφορών υπ΄ αρ. 9/2008, στις 26.3.2014 εξέδωσε εκ συμφώνου διάταγμα με το οποίο διατασσόταν, μεταξύ άλλων, όπως ο εδώ αιτητής μεταβιβάσει στην αιτήτρια στην εν λόγω αίτηση, πρώην σύζυγο του, εντός ενός μηνός από την έκδοση του διατάγματος, το 1/3 μερίδιο του επί συγκεκριμένου ακινήτου. Στις 27.3.2018 η πρώην σύζυγος του αιτητή καταχώρισε αίτηση παρακοής, με την οποία ζητούσε την έκδοση διατάγματος εναντίον του, με το οποίο να διατάσσεται η «σύλληψη, φυλάκιση του .., επιβολή προστίμου ή κατάσχεση της περιουσίας του ... για ανυπακοή και/ή μη συμμόρφωση του προς το Διάταγμα του Δικαστηρίου που δόθηκε την 26.3.2014 ...». Ο αιτητής καταχώρισε γραπτή ένσταση, με την οποία ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι η αίτηση παρακοής ήταν αβάσιμη και παράτυπη και ότι τα αιτητικά της δεν ήταν επαρκώς διατυπωμένα και/ή έπασχαν και/ή  «δεν περιγράφουν επαρκώς και/ή καθόλου τις πράξεις που συνιστούν παρακοή διατάγματος». Περαιτέρω, ότι το εκδοθέν διάταγμα ήταν προϊόν παρατυπίας και/ή αντικανονικότητας και στερείτο νομικής ισχύος.  Η αίτηση παρακοής εκδικάστηκε και στις 21.12.2018 το Οικογενειακό Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση, την προσβαλλόμενη, με την οποία αφού εξέτασε και απέρριψε τους λόγους ένστασης, για τους λόγους που εξηγεί στην απόφασή του, έκρινε τον αιτητή ένοχο ηθελημένης παρακοής στο σύνολο του εν λόγω διατάγματος.  Να σημειωθεί ότι, προσεγγίζοντας  το ζήτημα της διατύπωσης του αιτητικού της αίτησης, το Οικογενειακό Δικαστήριο παρατήρησε ότι εφόσον η Αιτήτρια επικαλείτο με ξεκάθαρο τρόπο πως ο  Καθ΄ ου η αίτηση, εδώ αιτητής, δεν συμμορφώθηκε με ό,τι είχε διαταχθεί, η αίτηση παρακοής, ως κατηγορητήριο «θα πρέπει να διαβαστεί σε συνδυασμό με το περιεχόμενο του διατάγματος και στο βαθμό που ήθελε κριθεί  ότι αυτό έχει σαφείς διαταγές, τότε στη βάση αυτού του δεδομένου, να εξεταστεί κατά πόσο ο Καθ΄ ου η αίτηση έχει συμμορφωθεί με αυτές».» 

 

 

Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ο Εφεσείων προώθησε σειρά επιχειρημάτων, προκειμένου να τεκμηριώσει ότι οι ενέργειες του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ήταν παράνομες και/ή υπερέβαιναν τη δικαιοδοσία του. Εισηγήθηκε, περαιτέρω, ότι παραβιάστηκαν συνταγματικά του δικαιώματα, ήτοι ότι δεν διασφαλίσθηκε κατ΄ ελάχιστο το δικαίωμα του προς πληροφόρηση σε καταληπτή από αυτόν γλώσσα και με επαρκείς λεπτομέρειες των λόγων της αποδιδόμενης σε αυτόν κατηγορίας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στις βασικές αρχές που καλύπτουν τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις έκδοσης προνομιακών ενταλμάτων, απέρριψε την ενώπιόν του αίτηση, με το ακόλουθο σκεπτικό:

 

«Έχοντας εξετάσει με προσοχή την αίτηση και τα επιχειρήματα του ευπαίδευτου συνηγόρου του αιτητή, αφήνεται η εντύπωση ότι αυτό που επιδιώκεται ουσιαστικά είναι ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου, η οποία μπορεί να κριθεί μόνο στα πλαίσια αναθεώρησης της από το Εφετείο. Ειδικότερα για το ζήτημα της δυνατότητας αναζήτησης λεπτομερειών, για το οποίο έγινε αρκετός λόγος από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή, παρατηρώ ότι έχοντας αποφασίσει το Οικογενειακό Δικαστήριο ότι δεν υπήρχε ελαττωματικότητα στο «κατηγορητήριο», η εκ του περισσού αναφορά του πως αν υπήρχε ελαττωματικότητα ο αιτητής θα μπορούσε να αναζητήσει λεπτομέρειες σε περίπτωση δυσκολίας κατανόησης του «κατηγορητηρίου», δεν αποτελεί έκδηλη πλάνη ώστε να χορηγηθεί άδεια.

 

Πέραν των πιο πάνω, ο αιτητής με την ένστασή του στην αίτηση παρακοής, αμφισβήτησε την εν λόγω αίτηση, προβάλλοντας αριθμό λόγων γιατί δεν έπρεπε να τύχει της έγκρισης του Οικογενειακού Δικαστηρίου, μεταξύ άλλων, ότι ήταν παράτυπη και δεν περιγράφονταν σε αυτήν οι πράξεις που κατ΄ ισχυρισμό συνιστούσαν παρακοή διατάγματος, ως έχει αναφερθεί.  Θέσεις που προβλήθηκαν και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Με την ολοκλήρωση της διαδικασίας στην αίτηση για παρακοή με την επιβολή ποινής, όποια και αν είναι αυτή, ο αιτητής θα έχει το δικαίωμα έφεσης εναντίον της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου, κάτι που ο ίδιος δεν αμφισβητεί. Εισηγείται, όμως, ότι στην  περίπτωση του συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες συνίστανται στην «αντιφατικότητα στον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε την αίτηση παρακοής (εισήγηση ζήτησης λεπτομερειών από τον Καθ΄ ου η Αίτηση ως διαδικασία ανύπαρκτη σε ενδιάμεσες αιτήσεις, καθώς και το ότι η αίτηση παρακοής για σκοπούς διασαφήνισης της αποδιδόμενης κατηγορίας εκτιμήθηκε σε συνδυασμό με τη συνοδευόμενη ένορκη δήλωση και τεκμήρια αυτής .». Πρόκειται για λόγους  για τους οποίους αξιώνεται η άδεια και που δεν στοιχειοθετούν αυτοτελώς εξαιρετικές περιστάσεις. Ούτε οι υποθέσεις του αιτητή ότι θα του επιβληθεί ποινή στερητική της ελευθερίας από το Οικογενειακό Δικαστήριο, όταν ολοκληρωθεί η ενώπιον του διαδικασία, συνιστούν εξαιρετικές περιστάσεις.»

 

 

 

Η πρωτόδικη κρίση προσβάλλεται με έξι λόγους έφεσης, εν πολλοίς αλληλένδετους. Προωθείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα παρέλειψε να διαπιστώσει έλλειψη δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου προς εκδίκαση της αίτησης παρακοής, ότι εσφαλμένα παρέλειψε να αποφανθεί ότι η εν λόγο αίτηση παρακοής είναι ελαττωματική, ότι εσφαλμένα έκρινε πως δεν υπάρχει έκδηλη πλάνη στο πρακτικό της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου και ότι δεν παρατηρείται παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων του Εφεσείοντα και των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, ειδικότερα του δικαιώματος πληροφόρησης των λεπτομερειών κατηγορίας.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα κάλυψε σε έκταση τις θέσεις του και προώθησε τις σχετικές εισηγήσεις του τόσο μέσα από το πολυσέλιδο περίγραμμα που έθεσε ενώπιόν μας, όσο και κατά την αγόρευσή του στα πλαίσια της ακρόασης της παρούσας έφεσης.

 

Η ουσία των ζητημάτων που αφορούν τους λόγους έφεσης περιστρέφεται γύρω από τα όσα είχαν τεθεί και πρωτοδίκως. Θεωρούμε ότι η υπόμνηση των θεμελιωδών παραμέτρων που καλύπτουν τις προϋποθέσεις αναζήτησης θεραπείας δυνάμει της προνομιακής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου θα συμβάλει στην τελική κατάληξή μας:

 

Επιγραμματικά, συνιστά βασική αρχή ότι το Δικαστήριο στην πορεία εξέτασης αιτήσεων αυτής της μορφής δεν υπεισέρχεται στην ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, αλλά περιορίζεται στην εξέταση της νομιμότητάς της. Ο αιτητής θα πρέπει να αποδείξει ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και αφορά στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται, εκ πρώτης όψεως, από το πρακτικό του Δικαστηρίου, υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το νόμο, προκατάληψη, δόλος και παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.

 

Το νοηματικό εύρος της έννοιας του όρου «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» οριοθετήθηκε στην υπόθεση Re Kakos (1985) 1 CLR 250, 258, με αναφορά στην Land Securities Plc v. Metropolitan Police (1983) 2 All E.R. 254, ως ακολούθως:

 

«We remain wholly unconvinced that a prima facie case was made for leave to apply for an order of Certiorari. As the expression "prima facie" suggests, a convincing enough case must be made on first view. On second view, formed after hearing the other side, this impression may dissipate. A prima facie case is not an unanswerable one but one sufficiently cogent, or arguable, to merit an answer. On numerous occasions Courts were concerned to elicit and apply the concept in diverse circumstances. A particularly instructive approach to analysis of the concept, I found, with respect, that of Megarry, V.C., in Land Securities v. Metropolitan Police [1983] 2 All E.R. 254, 258. According to this approach, a prima facie case is made out if an arguable case is disclosed, without need arising at this initial or preliminary stage for consideration of any rebutting evidence.»

 

 

Ακόμη όμως και η διαπίστωση εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπόθεσης δεν είναι αρκετή προς ενεργοποίηση της προνομιακής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Οπου εντοπίζεται ότι υπάρχει εναλλακτικό ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, δεν παρέχεται άδεια για καταχώρηση αίτησης, εκτός εάν ο αιτητής, που φέρει το βάρος, αποδείξει ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, τέτοιες που να δικαιολογούν παρέκκλιση από το γενικό κανόνα. Εχει επίσης νομολογηθεί ότι η αρχή των εξαιρετικών περιστάσεων ισχύει γενικά, ανεξαρτήτως δηλαδή εάν ο λόγος για τον οποίο επιδιώκεται η ακύρωση ενός διατάγματος σχετίζεται με έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. Κρίνουμε σκόπιμη την παράθεση εκτενούς επί του προκειμένου αποσπάσματος από την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κα (2012) 1 ΑΑΔ 878, 887-890.

 

«Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι αποκρυσταλλωμένη και η αναφορά σε παλαιότερες και σε νεότερες προσεγγίσεις είναι κατά την άποψή μας αχρείαστη (βλ. Σύγγραμμα «Προνομιακά Εντάλματα», Π. Αρτέμη, Έκδοση 2004, σελ. 55-68). Ο κ. Πολυβίου για να υποστηρίξει τη θέση του περί ύπαρξης «ευρύτερης» προσέγγισης, έκαμε αναφορά σε απόσπασμα από το Σύγγραμμα Halsbury' s, Laws of England, 3η Έκδοση, Τόμος 11, σελ. 140, παρ. 265. Όμως το συγκεκριμένο απόσπασμα σε σχέση με το δικαιοδοτικής φύσης θέμα, υπήρξε αντικείμενο εξέτασης από τον Κωνσταντινίδη, Δ., στην υπόθεση Re Hellenger Trading Ltd, ανωτέρω, στην οποία κρίθηκε ότι:-

 

«Με προβλημάτισε ιδιαιτέρως, όμως, η εισήγηση πως θα έπρεπε να χορηγήσω άδεια παρά την ύπαρξη δυνατότητας άσκησης έφεσης, ενόψει της δικαιοδοτικής φύσης των σημείων που συζητήθηκαν. Κυρίως ενόψει του πιο κάτω αποσπάσματος από τους Halsbury's Laws of England, 3η έκδοση Τόμος 11 σελ. 140 §265. (Βλ. επίσης την 4η έκδοση, Τόμος Ι(ι) § 117, σημ. 22 και Bazu's Commentary on the Constitution of India 6η έκδοση Τόμος Ι σελ. 375.)

 

"Although the order is not of course it will though discretionary nevertheless be granted ex debito justitiae, to quash proceedings which the Court has power to quash, where it is shown that the court below has acted without jurisdiction or in excess of jurisdiction, if the application is made by an aggrieved party and not merely by one of the public and if the conduct of the party applying has not been such as to disentitle him to relief and this is the case even though certiorari is taken away by statute and although there is an alternative remedy."

 

Αυτή η πολύ γενική διατύπωση μεταδίδει πράγματι πως σε περιπτώσεις έλλειψης ή υπέρβασης δικαιοδοσίας, όταν η αίτηση προέρχεται από επηρεαζόμενο, εκδίδεται certiorari παρά την ύπαρξη εναλλακτικής θεραπείας. Δεν έχω δει να διατυπώνεται τέτοια γενική αρχή στις βασικές υποθέσεις πάνω στο θέμα. Έχω υπόψη μου τις αναφερθείσες από την Ολομέλεια στην Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41 και στη συνέχεια στη Σταύρου Μεστάνα (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469

 

Ο Κωνσταντινίδης, Δ., αφού ανέλυσε την αγγλική νομολογία, στην οποία στηρίχθηκε το πιο πάνω απόσπασμα, από το Halsbury' s Laws of England, ανωτέρω, κατέληξε ότι δεν υποστηρίζει την απολυτότητα με την οποία διατυπώνεται η παρατήρηση στο πιο πάνω Σύγγραμμα. Τελικά, κατέληξε πως:-

 

«.. ενώ η ύπαρξη εναλλακτικής θεραπείας δεν αποκλείει τη διεκδίκηση certiorari, αυτό, στο πλαίσιο της νομολογίας, μπορεί να γίνει μόνο αν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που να το δικαιολογούν. Όπως αντιλαμβάνομαι το θέμα, αυτό ισχύει γενικά, ανεξάρτητα δηλαδή από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα. Και εφόσον παρέχεται η δυνατότητα άσκησης έφεσης, που επίσης θα εκδικαστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, και δι' αυτής θα είναι δυνατή η παροχή πλήρους και εξ ίσου αποτελεσματικής θεραπείας, η αίτηση που απευθύνεται στο κατάλοιπο της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν δικαιολογείται.»

 

Η πιο πάνω προσέγγιση υιοθετήθηκε από το Νικήτα, Δ., στη Σπύρος Γεωργίου, Αίτηση Αρ. 3/2001, ημερ. 14.2.2001 και σε πολλές άλλες υποθέσεις που ακολούθησαν. Ο κ. Πολυβίου έκαμε επίσης αναφορά στη Larissa (Αρ. 1) (1997) 1 Α.Α.Δ. 534ως υποστηρίζουσα τις θέσεις του. Εκεί έγινε αναφορά από τον Καλλή, Δ., σε εξόφθαλμη υπέρβαση δικαιοδοσίας. Όπως υποδεικνύει ο Αρτέμης, Δ., όπως ήταν τότε, στην υπόθεση Re Ανδρέας Σάββα (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1941, ανεξάρτητα αν «με βάση παλαιότερη νομολογία, επικράτησε η άποψη ότι, όπου μεταξύ άλλων υπήρχε εξόφθαλμη υπέρβαση δικαιοδοσίας, τότε θα μπορούσε να εκδοθεί διάταγμα Certiorari, έστω και αν υπήρχε άλλο ένδικο μέσο, χωρίς την απόδειξη εξαιρετικών περιστάσεων», ακολούθησαν οι υποθέσεις Μεστάνας, ανωτέρω και Hellenger Trading Ltd,ανωτέρω, στις οποίες αποφασίστηκε όπως πάντοτε πρέπει να αποδεικνύεται η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα.

 

Αν και τα πιο πάνω αποφασίστηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο σε μονομελή σύνθεση, εντούτοις έτυχαν της έγκρισης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535, στην οποία το κατώτερο δικαστήριο κατόπιν αίτησης της εταιρείας B.M.T.L., εξέδωσε διάταγμα Mareva εναντίον της Fastact και άλλων εταιρειών, με το οποίο απαγορευόταν στη Fastact και στις άλλες εταιρείες να αποσύρουν χρήματα από τραπεζικό λογαριασμό. Ενώ το διάταγμα ήταν επιστρεπτέο στις 15.3.2002 για να καταχωρηθεί ένσταση, στις 7.3.2002 η Fastact και οι άλλες εταιρείες, καταχώρησαν αίτηση για ένταλμα Certiorari για ακύρωση του διατάγματος. Η άδεια χορηγήθηκε και στη συνέχεια, κατόπιν ακροάσεως εκδόθηκε ένταλμα Certiorari, με το οποίο ακυρωνόταν το διάταγμα Mareva στη βάση της έλλειψης δικαιοδοσίας. Μετά από έφεση της B.M.T.L. το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθετώντας την μέχρι τότε νομολογία, επέτρεψε την έφεση, αναφέροντας ότι.-

 

«Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα. (Βλ., μεταξύ άλλωνR. v. Secretary of State [1986] 1 All ER 717, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Στ. Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 και Χρ. Μιχαήλ και Στ. Μιχαηλίδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 247). Στη Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, διευκρινίστηκε, ορθά, ότι η αρχή αυτή "ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα". Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. (Βλ., επίσης, Σ. Μαρκίδης κ.ά.(2004) 1 Α.Α.Δ. 552). Αν δε, παρά τη μη ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για certiorari, η μη ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων συνιστά, a fortiori, λόγο απόρριψης της αίτησης.»

 

Ο κ. Πολυβίου μας κάλεσε να αποστούμε από την πιο πάνω πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Όμως δεν υπάρχει αντίστοιχος λόγος έφεσης.  Οι τέσσερις λόγοι έφεσης εστιάζονται στο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν εφάρμοσε τις ορθές νομικές αρχές, προφανώς όπως αυτές προκύπτουν από τη νομολογία. Όμως, ενόψει της ύπαρξης άλλου ένδικου μέσου στο τέλος της διαδικασίας, ο αδελφός μας Δικαστής εφάρμοσε πιστά την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως την περιγράψαμε πιο πάνω. Όμως, ακόμη και αν εγειρόταν ένα τέτοιο ζήτημα ως λόγος έφεσης, αυτός και πάλιν δεν θα ευσταθούσε, αφού δεν έχουμε πειστεί ότι συντρέχουν οποιοιδήποτε λόγοι για να αποστούμε από τη μέχρι σήμερα νομολογία μας, όπως αυτή συνοψίζεται ιδιαίτερα στη Re Hellenger Trading Ltd, ανωτέρω και επιβεβαιώθηκε από το διευρυμένο Εφετείο στη Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd, ανωτέρω.»

 

 

Με γνώμονα τις πιο πάνω αρχές εξετάσαμε με ιδιαίτερη προσοχή τους ενώπιόν μας λόγους έφεσης. Δεν εντοπίζουμε κανένα περιθώριο επιτυχίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σε πλήρη ευθυγράμμιση με τα κριτήρια που έχουν νομολογιακά καθιερωθεί και εξετάζοντας τα δεδομένα της επίδικης περίπτωσης, ορθά κατέληξε ότι ουσιαστική επιδίωξη του Εφεσείοντα ήταν ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου και ότι τα όποια παράπονα του  είναι δυνατό να αποτελέσουν αντικείμενο μεταγενέστερης έφεσης.

 

Ο Εφεσείων απέτυχε να αποδείξει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, ούτως ώστε να εντάξει την περίπτωσή του στα πλαίσια των προϋποθέσεων άσκησης της προνομιακής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Περαιτέρω, έστω και αν εντοπιζόταν συζητήσιμη υπόθεση,  απέτυχε να στοιχειοθετήσει συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων, δεδομένης της νομικής διάστασης του θέματος, όπως την έχουμε αναπτύξει αμέσως προηγουμένως και με αναφορά στα διαλαμβανόμενα στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου (ανωτέρω). Προσθέτουμε μόνο ότι η έκδοση προνομιακών ενταλμάτων δεν λειτουργεί ως υποκατάστατο της έφεσης ή άλλων ένδικων μέσων, ούτε είναι λόγος ενεργοποίησης της εφεδρείας της δικαιοδοσίας αυτής του Ανωτάτου Δικαστηρίου ο τυχόν σημαντικός χρόνος που απαιτείται για διεκπεραίωση εναλλακτικών διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένης της έφεσης. Εάν υπάρχει κάτι το εξαιρετικά επείγον, παρέχεται, βεβαίως, πάντοτε η ευχέρεια αναζήτησης ταχύτερης εκδίκασης των εφέσεων, μετά από σχετικό αίτημα.

 

Υπό το πρίσμα των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

                                                      Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.

 

                                                      Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

                                                      Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

                                                      Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                                      Τ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο