ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:D28
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 4/2019)
31 Ιανουαρίου 2019
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ GROUP DF HOLDINGS LTD, LETAN INVESTMENTS LTD, TOLEXIS TRADING LTD, TOLEXIS INTERNATIONAL LTD, OHNA HOLDINDS LTD, TITANIUM INTERNATIONAL LTD, XXXX ΣΙΟΥΦΤΑ, XXXX ΠΙΑΣ, XXXXX ΣΩΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ XXXX ΖΕΒΕΔΑΙΟΥ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
Η/ΚΑΙ PROHIBITION
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 27/12/2018 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 2956/2018 ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟΥ ΑΡ. 14/60 ΑΡΘΡΑ 21, 29, 32, 47 ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 3-9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
ΝΟΜΟΥ ΚΕΦ. 6
------------------------------------------------
Α. Χαβιαράς, για τους Αιτητές.
-----------------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εξέδωσε στις 27.12.2018 στη βάση μονομερούς αιτήσεως αριθμό προσωρινών απαγορευτικών διαταγμάτων μεγάλης εμβέλειας και με αναφορά σε μεγάλης αξίας περιουσιακά στοιχεία. Η έκδοση των διαταγμάτων έγινε στη βάση κατάθεσης εγγύησης ύψους €500.000 «... προς ενίσχυση της Αιτήσεως αυτής .. διά μέσου της Μ. Α. υπό ή εκ μέρους της Αιτήτριας για τυχόν ζημιές ήθελαν προκληθεί από την έκδοση του διατάγματος και όπως εντός 30 ημερών από σήμερα (27/12/2018) η Αιτήτρια παράσχει τραπεζική εγγύηση για το πιο πάνω ποσό της έγκρισης του Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού.». Τα διατάγματα ορίσθηκαν επιστρεπτέα στις 10.1.2019.
Με αφορμή τον τρόπο με τον οποίο το Δικαστήριο χειρίσθηκε το ζήτημα της κατάθεσης εγγύησης, καταχωρήθηκε η υπό κρίση αίτηση με σκοπό να ληφθεί άδεια για την καταχώρηση διά κλήσεως αίτησης προς έκδοση ενταλμάτων Certiorari και/ή Prohibition. Μια είναι ουσιαστικά η βάση της επιδιωκόμενης άδειας: ότι υπάρχει προφανές νομικό σφάλμα και/ή ελάττωμα στο φάκελο της διαδικασίας επί τω ότι το Δικαστήριο κατά παράβαση των προνοιών του άρθρου 9(2) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6, απαίτησε από τη Μ.Α., δικηγόρο και τρίτο πρόσωπο στην όλη διαδικασία, να καταθέσει εγγύηση, αντί να ζητήσει από την ίδια την αιτήτρια εταιρεία που επιδίωξε την έκδοση των διαταγμάτων να αναλάβει προσωπική υποχρέωση αποζημίωσης των εναγομένων/παρόντων αιτητών. Κακώς το Δικαστήριο, κατά την εισήγηση, δέχθηκε τη διαβεβαίωση του εν λόγω προσώπου ότι είχε εξουσιοδότηση από την ενάγουσα στην Αγωγή υπ΄ αρ. 2956/2018 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού να παράσχει εκ μέρους της εταιρείας εγγύηση προς εξασφάλιση τυχόν αποζημίωσης των εναγομένων. Με την αποδοχή της κατάθεσης εγγύησης εκ μέρους της δικηγόρου Μ.Α., οι αιτητές υπέστησαν ζημιές για την περίοδο που μεσολάβησε μεταξύ της έκδοσης και σύνταξης των διαταγμάτων μέχρι την προσκόμιση τραπεζικής εγγύησης σε περίοδο τριάντα ημερών όπως διέταξε το Δικαστήριο.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών υποστηρίζοντας την αίτηση υπέδειξε ακριβώς το αυστηρό λεκτικό του άρθρου 9(2) του Κεφ. 6, το οποίο ομιλεί για προσωπική υποχρέωση του αιτητή να παράσχει εγγύηση και παρέθεσε τη σχετική νομολογία επί του θέματος, η οποία, ως και ο ίδιος δέχθηκε, δεν είναι ακόμη σαφώς αποκρυσταλλωμένη. Εισηγήθηκε ότι εάν ακυρωθούν τα διατάγματα από το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι ζημιές που τυχόν θα έχουν υποστεί οι αιτητές δεν θα μπορούν να καλυφθούν από την κα Μ. Α. για το μεσοδιάστημα της εκ μέρους της ανάληψης παροχής της εγγύησης μέχρι την κατάθεση της τραπεζικής εγγύησης. Ερωτηθείς κατά πόσο παρέχεται άλλο ένδικο μέσο, μεταξύ των οποίων είναι και η εκκρεμούσα στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού διαδικασία των προσωρινών διαταγμάτων, απάντησε ότι οι αιτητές είχαν εμφανισθεί στις 10.1.2019 όταν είχαν οριστεί επιστρεπτέα τα διατάγματα, αλλά δεν είχαν δηλώσει ότι θα καταχωρήσουν ένσταση εφόσον θεωρήθηκε ορθότερο να κατατεθεί η υπό κρίση αίτηση για μεταφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο της απόφασης του Δικαστηρίου και τον χειρισμό του αναφορικά με το θέμα της εγγύησης.
Το άρθρο 9(2) του Κεφ. 6, ορίζει ότι πριν το Δικαστήριο εκδώσει διάταγμα λόγω κατεπείγοντος ζητήματος ή άλλων ιδιαίτερων περιστάσεων, «... πρέπει να απαιτεί από το πρόσωπο που ζητά αυτό, όπως αναλάβει προσωπική υποχρέωση, με ή χωρίς εγγυητή ή εγγυητές, όπως το Δικαστήριο θεωρεί σκόπιμο, για να εξασφαλιστεί η υποχρέωση του για αποζημίωση του προσώπου εναντίον του οποίου ζητείται το διάταγμα.».
Η νομολογία στο ζήτημα έχει ως εξής: Στην K.M. Technologies (Overseas) Ltd κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 117, χορηγήθηκε άδεια ακριβώς για το λόγο ότι δεν είχε διαταχθεί η ανάληψη προσωπικής υποχρέωσης για κατάθεση με ή χωρίς εγγυητές, εγγυήσεως, αλλά είχε επιτραπεί ο αιτητής να καταχωρήσει εγγύηση μέσω των δικηγόρων του. Στη συνέχεια όμως και μετά την ακρόαση της καταχωρηθείσας διά κλήσεως αιτήσεως, το Δικαστήριο με την απόφαση του στην K.M. Technologies (Overseas) Ltd κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 263, δεν προχώρησε να εξετάσει περαιτέρω και να αποφασίσει το ζήτημα για το λόγο που έδωσε άδεια, αλλά απέρριψε την αίτηση για άλλους λόγους που αφορούσαν στο ότι υπήρχε άλλο ένδικο μέσο και, επομένως, δεν χωρούσε προνομιακή θεραπεία.
Στην προηγηθείσα απόφαση στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2005) 1 Α.Α.Δ. 1178, έγινε αναφορά στο αυθεντικό Αγγλικό κείμενο του άρθρου 9(2), δόθηκε δε σημασία στη λέξη «recognicance» και εκφράστηκε η θέση ότι αυτό υποδηλοί υποχρέωση που αναλαμβάνει το πρόσωπο που υπογράφει και δεσμεύεται από αυτή, τέτοια δε υποχρέωση είναι προσωπική και ορθά το Ελληνικό κείμενο μεταφράστηκε και αναφέρεται σε «προσωπική» υποχρέωση. Εκδόθηκε ένταλμα Certiorari και διότι η εγγύηση είχε δοθεί από τον ενάγοντα στην υπόθεση υπό την ιδιότητα του ως διευθυντή εταιρείας όπως είχε καθορίσει το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η εγγύηση θα μπορούσε να δοθεί από τον ενάγοντα ή την εταιρεία Magnum Investments Ltd εκ μέρους του.
Μεταγενέστερα, εκδόθηκε η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Seamark Consultancy Services Limited v. 1. Joseph P. Lasala and Other (2007) 1 Α.Α.Δ. 162, όπου, μεταξύ άλλων, είχε τεθεί και το ερώτημα κατά πόσο η αύξηση της εγγύησης κατά την πρωτόδικη διαδικασία με την παροχή τραπεζικής εγγύησης ήταν ορθή. Αποφασίστηκε ότι οι ενάγοντες είχαν συμμορφωθεί με τον όρο που είχε επιβάλει το Δικαστήριο και δεν υπήρχε οτιδήποτε που δεν συνήδε με το άρθρο 9(2) του Κεφ. 6. Η Πλήρης Ολομέλεια διαφοροποίησε την απόφαση στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ - ανωτέρω - επί των γεγονότων της, δεδομένου ότι στην υπόθεση εκείνη είχε τροποποιηθεί το αρχικό διάταγμα πάνω σε μονομερή βάση παρά την εμφάνιση των αντιδίκων, με αποτέλεσμα να δοθεί δικαίωμα να υπογράψει την εγγύηση η εταιρεία, αντί ο ίδιος ο αιτητής προσωπικά, ο οποίος και ήταν κάτοικος Κύπρου.
Τέλος και πιο πρόσφατα, εκδόθηκε η απόφαση στην Erin Resources S.A. (2013) 1 Α.Α.Δ. 391, όπου θεωρήθηκε ότι η απόφαση στη Seamark διαφοροποίησε την προηγούμενη απόλυτη προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο ζήτημα της παροχής εγγύησης ούτως ώστε να μην υφίστατο λόγος να χορηγηθεί προνομιακό ένταλμα Certiorari προς ακύρωση διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου που προέβλεψε την παροχή εγγύησης υπό ή εκ μέρους του δικηγορικού γραφείου που εκπροσωπούσε τους ενάγοντες και που ενεργούσε ως οι αντιπρόσωποι τους στη Δημοκρατία. Κρίθηκε δε ότι το ζήτημα αφορούσε την ουσία και την ορθότητα της απόφασης για την οποία το ενδεικνυόμενο μέτρο ήταν η έφεση και δεν αφορούσε υπέρβαση δικαιοδοσίας.
Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω, είναι πρόδηλο ότι η άδεια δεν μπορεί να χορηγηθεί. Κατ΄ αρχάς, και πολύ σημαντικό, είναι το δεδομένο ότι υπάρχει εναλλακτική θεραπεία. Η θεραπεία αυτή συνίσταται στο γεγονός ότι υπάρχει το επιστρεπτέο στάδιο στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Τα εκδοθέντα διατάγματα είχαν ήδη οριστεί επιστρεπτέα στις 10.1.2019, ημέρα σημειώνεται, που οι εδώ αιτητές καταχώρησαν και την υπό κρίση αίτηση. Είναι αδιάφορο για σκοπούς των προνομιακών ενταλμάτων κατά πόσο οι αιτητές εμφανιζόμενοι ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου δήλωσαν ότι δεν θα καταχωρούσαν ακόμη ένσταση ή χρειάζονταν περισσότερο χρόνο για μελέτη. Η δυνατότητα υφίστατο και υφίσταται πάντοτε να καταχωρηθεί η σχετική ένσταση, να εγερθεί και το υπό συζήτηση σημείο και να αποφασιστεί αναλόγως από το εκδώσαν τα διατάγματα Δικαστήριο. Νομικά αυτό σημαίνει, όπως είναι πολύ καλά γνωστό, ότι διαθεσίμου εναλλακτικής θεραπείας, δεν συζητείται η χορήγηση προνομιακού εντάλματος, έστω και αν υπάρχει συζητήσιμο θέμα. Η εξαίρεση περί ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων δεν έχει εδώ εφαρμογή δεδομένου ότι δεν υπάρχουν τέτοιες περιστάσεις, αλλά ούτε και αναφέρονται τέτοιες στην αίτηση, έκθεση ή ένορκη δήλωση.
Με την απόφαση του Δικαστηρίου μετά το επιστρεπτέο των διαταγμάτων υπάρχει βεβαίως και το ορθόδοξο μέσο της έφεσης προς αναθεώρηση της όποιας κατάληξης του. Το προνομιακό ένταλμα δεν είναι διαθέσιμο ως υποκατάστατο της έφεσης. Δεν υπάρχει εδώ υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας. Το κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε βεβαίως με αρμοδιότητα και εντός δικαιοδοσίας. Επομένως, δεν είναι δυνατόν να τρέχουν δύο παράλληλες διαδικασίες καταχρηστικά.
Ούτε και συμφωνεί το Δικαστήριο με τη θέση ότι πρωτοδίκως υπήρξε παρανομία εμφανής επί του πρακτικού. Οι λέξεις «προσωπική υποχρέωση», δεν είναι δυνατόν στο σύγχρονο και γρήγορο κόσμο των διεθνών εμπορικών συναλλαγών να ερμηνεύονται όπως προηγουμένως όταν οι δοσοληψίες λίγο ή πολύ περιορίζονταν στα στενά πλαίσια της επικράτειας της Δημοκρατίας. Το «recognizance» στο Αγγλικό κείμενο ή η εγγύηση, δεν παύει να είναι προσωπική διότι δίνεται εκ μέρους του αιτητή. Αυτός αναλαμβάνει στην ουσία την υπόσχεση να καλύψει τυχόν ζημιές στον εναγόμενο ή τον καθ΄ ου, προκαλούμενες από την έκδοση διατάγματος. Εξ ου και η ελαστικότερη προσέγγιση που σταδιακά παρατηρείται στη νομολογία που αναφέρθηκε προηγουμένως. Διάδικος που είναι στο εξωτερικό και επείγεται για προσωρινό μέτρο και θεραπεία δεν έχει πάντοτε τη δυνατότητα ή πολυτέλεια να επισκέπτεται τη Δημοκρατία και να αναμένει την έκδοση προσωρινού διατάγματος, εάν και εφόσον δοθεί, για να υπογράψει προσωπικώς εγγύηση είτε ως φυσικό πρόσωπο, είτε εκ μέρους εταιρείας.
Σημασία έχει η εγγύηση που δίδεται να είναι ικανή να καλύψει τυχόν ζημιές. Η εγγύηση δίδεται κατά τον τρόπο που το Δικαστήριο «θεωρεί σκόπιμο» (άρθρο 9(2) του Κεφ. 6), και δίδεται προς ικανοποίηση του Πρωτοκολλητή και προς το Δικαστήριο. Η εγγύηση σύμφωνα με το σύγγραμμα των O'Hare & Browne: Civil Litigation 12η Έκδ. σελ. 367, δίδεται όχι προς τον καθ΄ ου η αίτηση, αλλά προς το Δικαστήριο το οποίο έχει διακριτική ευχέρεια κατά πόσο θα ενεργοποιήσει ή όχι την εγγύηση (Cheltenham & Gloucester Buibling Society v. Ricketts (1993) 1 W.L.R. 1545 και Goldman Sachs International Ltd v. Lyons, The Times, February 28, 1995). Οι υποθέσεις αυτές έχουν κυρίως σχέση με την έρευνα και τον τρόπο που μπορεί το Δικαστήριο να καθορίσει μετά την ακύρωση του προσωρινού ενδιάμεσου μέτρου και που ενδεχομένως έχει προκαλέσει ζημιά στον εναγόμενο, ώστε να διαπιστωθεί πράγματι η ύπαρξη ζημιάς, (δέστε David Bean: Injunctions, 8η Έκδ. σελ. 83-85, παρ. 6.04-6.07).
Στο Annual Practice 1958, Τόμος 1, σελ. 1206, στα σχόλια του O.50 r.6, η οποία περιέχει την πρόνοια ότι επί αιτήσεως για παροχή διατάγματος ex parte ή διά κλήσεως, το Δικαστήριο μπορεί να το εκδώσει «upon such terms and conditions as the Court may think just», εξηγείται ότι σε κάθε τέτοια περίπτωση το Δικαστήριο ζητά «an undertaking as to damages» και ότι αυτό «... is properly given by the plaintiff's counsel, even though the plaintiffs are a limited company ...». Στο πιο πάνω σύγγραμμα του David Bean: Injunctions σελ. 24-25, παρ. 3.03-3.07, εξηγείται ότι έχει επικρατήσει από καιρό η πρακτική να τίθεται όρος στον ενάγοντα-αιτητή να αναλαμβάνει την καταβολή αποζημιώσεων όποτε χορηγείται ενδιάμεσο μέτρο, κυρίως επί μονομερούς αιτήσεως και μάλιστα αναμένεται προς τούτο ο αιτητής να αποκαλύπτει τη δική του φερεγγυότητα ως προς την ικανότητα να αποπληρώσει τυχόν ζημιές εάν και εφόσον βέβαια αυτές τεκμηριωθούν. Προστίθεται δε, ότι σε περίπτωση που η φερεγγυότητα του αιτητή διαφοροποιείται κατά τρόπο που επηρεάζει την ικανότητα του να καλύψει τις ζημιές, οφείλει να το αποκαλύψει στον εναγόμενο, (Staines v. Walsh (2003) EWHC 1486). Είναι επίσης δυνατό όπου τα διαθέσιμα μέσα προς κάλυψη της ζημιάς τίθενται εν αμφιβόλω, το Δικαστήριο να διατάξει την ενίσχυση της εγγύησης με την κατάθεση ασφάλειας ή χρημάτων στο Δικαστήριο ή ακόμη και πρόσθετη εγγύηση από τρίτο πρόσωπο πλέον φερέγγυο. Έτσι, αν μια ενάγουσα εταιρεία είναι θυγατρική εταιρεία πιθανόν να διαταχθεί προς ενίσχυση της εγγυήσεως η παροχή πρόσθετης εγγύησης από τη μητρική εταιρεία.
Όλα τα πιο πάνω, που δεν συνηθίζονται ακόμη στην Κύπρο, καταγράφονται για να δείξουν ότι το ζήτημα δεν μπορεί να εξαντλείται στην ανάληψη εγγύησης «προσωπικά» και μόνο από τον αιτητή κατά το άρθρο 9(2) του Κεφ. 6. Άλλωστε, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής και η πρόνοια του άρθρου 32(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60, που αναφέρει ότι οποιοδήποτε παρεμπίπτον διάταγμα, (και εννοείται βεβαίως είτε επί μονομερούς είτε επί κλήσεως αιτήσεως), δύναται να εκδοθεί «... υπό τοιούτους όρους και προϋποθέσεις ως το δικαστήριον θεωρεί δίκαιον ...». Πρόνοια που παραπέμπει στο αμέσως επόμενο εδάφιο (3), για την καταβολή «ευλόγου αποζημιώσεως» όταν φανεί ότι το διάταγμα εκδόθηκε επί ανεπαρκών λόγων. Πρόνοια που συνδυάζεται ή και ταυτίζεται με τα όσα προηγουμένως αναφέρθηκαν επί της Αγγλικής πρακτικής.
Εδώ, στην παράγραφο 85 της ένορκης δήλωσης της Μ.Α. που υποστηρίζει την αίτηση για τα εκδοθέντα προσωρινά διατάγματα, ρητά καταγράφηκε ότι υπάρχει εξουσιοδότηση εκ μέρους των αιτηθέντων τα διατάγματα, υπογραφής ανάληψης υποχρέωσης δέσμευσης για οποιοδήποτε ποσό και σε περίπτωση που το Δικαστήριο ήθελε προκρίνει την κατάθεση τραπεζικής εγγύησης, τότε ζητείτο ένας μήνας για την παρουσίαση τέτοιας τραπεζικής εγγύησης λόγω του χρονοβόρου των διαδικασιών.
Προκύπτει ότι οι αιτητές είχαν αναλάβει αυτή την «προσωπική» εγγύηση ακόμη και με την αυστηρή θεώρηση του πράγματος, αλλά και η εκ μέρους της κας Μ.Α. υπογραφή εγγύησης έγινε από και εκ μέρους των αιτητών. Αυτό δεν εκφεύγει ούτε του λεκτικού, ούτε του πνεύματος του άρθρου 9(2) του Κεφ. 6, ούτε του άρθρου 32 του Νόμου αρ. 14/60, στο οποίο επίσης στηρίχθηκε η αίτηση. Οποιεσδήποτε ζημιές τυχόν προκληθούν στο μεσοδιάστημα του ενός μηνός μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης σε τυχόν αίτηση για την κάλυψη τέτοιων ζημιών, αλλά οι παρόντες αιτητές, πέραν της ενστάσεως, μπορούσαν να ζητήσουν είτε με την ένσταση τους, είτε με ξέχωρη αίτηση, τη διαφοροποίηση του τρόπου με τον οποίο το Δικαστήριο χειρίστηκε το θέμα της εγγύησης.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ