ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Παναγή, Περσεφόνη Μιχαηλίδου, Δέσπω Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Ανδρέας Αριστείδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, με ’ννα Ματθαίου, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Εφεσείοντα. Χριστάκης Χριστοφίδης με Ηλία Στεφάνου, Παντελή Χριστοφίδη και Πέτρο Σταύρου, για τους Εφεσίβλητους (την υπόθεση χειρίστηκε ο Ηλίας Στεφάνου) CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-12-17 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΟΠΑΠ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. 133/2018, 17/12/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:A539

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ         

(Πολιτική Έφεση Αρ. 133/2018)

 

17 Δεκεμβρίου, 2018

 

[Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,

Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΚΑΤ΄ ΕΦΕΣΙΝ ΕΚ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ - ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 3/18 - ΗΜΕΡ. ΕΚΔΟΣΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 24.4.18

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΙΣ 11.12.17 ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΩΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΑΝΑΚΡΙΤΕΣ ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΡΧΗΓΕΙΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΝΑ ΠΡΟΒΟΥΝ ΣΕ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΑ ΓΡΑΦΕΙΑ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΟΠΑΠ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΟΠΑΠ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI

ΕΦΕΣΗ TOY ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ - ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΑ/ΚΑΘ΄ ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ, ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, ΤΗΣ Κ. Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ., ΗΜΕΡ. 24/04/2018, ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 3/2018

 

----------------------

Ανδρέας Αριστείδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, με ’ννα Ματθαίου, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Εφεσείοντα.

Χριστάκης Χριστοφίδης με Ηλία Στεφάνου, Παντελή Χριστοφίδη και Πέτρο Σταύρου, για τους Εφεσίβλητους (την υπόθεση χειρίστηκε ο Ηλίας Στεφάνου)

 

----------------------

   ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Π. Παναγή, Δ.

----------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

  

 ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:  Στις 11.12.2017, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, κατόπιν αιτήματος της Αστυνομίας το οποίο υποστηριζόταν από ένορκη δήλωση (όρκο) Λοχία της δύναμης, εξέδωσε ένταλμα έρευνας των γραφείων των εφεσιβλήτων, ΟΠΑΠ Κύπρου Λτδ, στη Λευκωσία.  Ο ΟΠΑΠ Κύπρου Λτδ (στο εξής «ο ΟΠΑΠ»), είναι κυπριακή ιδιωτική εταιρεία και 100% θυγατρική του ΟΠΑΠ Α.Ε. Ελλάδας. 

 

Το ένταλμα εκδόθηκε επί τη βάση ύπαρξης εύλογης αιτίας να πιστεύεται ότι στα εν λόγω γραφεία του ΟΠΑΠ υπήρχαν συγκεκριμένα έγγραφα, καθώς επίσης άλλα έγγραφα σε ηλεκτρονική μορφή που θα παρείχαν απόδειξη για τη διάπραξη αριθμών αδικημάτων, που καταγράφονται στον όρκο, τα οποία φέρονται να διαπράχθηκαν, στη Λευκωσία κατά τη χρονική περίοδο 1.1.2015 μέχρι 31.12.2016 από τον ΟΠΑΠ σε βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας.  

 

Το ένταλμα ακυρώθηκε τελικά από το Ανώτατο Δικαστήριο, ασκώντας πρωτοβάθμια δικαιοδοσία, κατόπιν αίτησης του ΟΠΑΠ για την έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσης certiorari.  Η ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης.

 

Πρωτοδίκως, οι δύο πλευρές διατύπωσαν σωρεία εισηγήσεων προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων τους. Μεταξύ άλλων, προωθήθηκε εκ μέρους του ΟΠΑΠ ότι δεν υπήρχε εύλογη υποψία εμπλοκής του στην τέλεση των υπό διερεύνηση αδικημάτων.  ’λλη εισήγηση, όπως σημειώνεται στην εκκαλούμενη απόφαση, ήταν η μη ύπαρξη μαρτυρίας διασύνδεσης του ΟΠΑΠ ή των εγγράφων στα οποία αποσκοπούσε το ένταλμα έρευνας, με τα αδικήματα που αναφέρονται στον όρκο.  Ούτε περιείχε ο όρκος στοιχεία που να αποκαλύπτουν τη διάπραξη αδικημάτων.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε, μετά από αναφορά σε νομολογία[1], ότι με βάση το περιεχόμενο του όρκου, το αίτημα της Αστυνομίας αποσκοπούσε στην εξασφάλιση τεκμηρίων προς το σκοπό να παράσχουν απόδειξη για τη διάπραξη των συγκεκριμένων αδικημάτων, γεγονός που καθιστούσε σαφές πως η περίπτωση ενέπιπτε στο εδάφιο (β) του άρθρου 27 του Κεφ.155 και όχι στο εδάφιο (α) αυτού «που απλά απαιτείται υποψία διάπραξης των αδικημάτων». Το εύλογο δε της υποψίας ως προς τη διάπραξη αδικήματος αποτελούσε αναγκαία πρωταρχική κρίση που θεμελιώνει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για έκδοση εντάλματος έρευνας.

 

Εξετάζοντας το περιεχόμενο του όρκου υπό το πρίσμα της νομολογίας και προνοιών του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι τα αόριστα και ασαφή, κατά την άποψη του, στοιχεία του όρκου δεν ήταν ικανά για να δημιουργήσουν την απαιτούμενη εύλογη υπόνοια διάπραξης των αδικημάτων για να θεμελιωθεί η δικαιοδοσία του εκδώσαντος το ένταλμα Δικαστηρίου στη βάση του άρθρου 27(β) του Κεφ.155 στο οποίο θεώρησε ότι ενέπιπτε η περίπτωση, ως έχει αναφερθεί, και δεν αμφισβητείται με την έφεση.

 

Πέραν τούτου, θεώρησε ότι ο όρκος δεν παρουσίαζε «ικανά στοιχεία σύνδεσης ή συσχετισμού των εγγράφων με τα αδικήματα που αναφέρονται στον όρκο».  Προέβη και σε άλλες διαπιστώσεις οι οποίες δεν χρειάζεται να μας απασχολήσουν για τους λόγους που θα φανούν σε κατοπινό στάδιο.   Για τους ίδιους λόγους, δεν χρειάζεται να αναφερθούμε στο περιεχόμενο του πολυσέλιδου όρκου, στον οποίο καταγράφεται εκτενώς η μαρτυρία στην οποία στηριζόταν το αίτημα της Αστυνομίας.  Για σκοπούς καλύτερης κατανόησης του σκεπτικού της απόφασης μας, όμως, θα υπενθυμίσουμε κάποιες νομολογιακές αρχές που διέπουν το θέμα της έκδοσης εντάλματος έρευνας και της αναθεώρησης του, κατ' επίκληση της  δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του ’ρθρου 155.4 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Το δικαίωμα του απαραβίαστου της κατοικίας κατοχυρώνεται από το ’ρθρο 16 του Συντάγματος και μόνο στις περιπτώσεις και κάτω από τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο ’ρθρο 16.2 είναι δυνατή η είσοδος ή έρευνα, δηλαδή «ειμή ότε και όπως ο νόμος ορίζει και κατόπιν δικαστικού εντάλματος δεόντως αιτιολογημένου». Οι προϋποθέσεις έκδοσης εντάλματος έρευνας τίθενται στο άρθρο 27 του Κεφ.155, το οποίο εναποθέτει το ζήτημα της έκδοσης του εντάλματος στη διακριτική ευχέρεια του δικαστή ο οποίος πρέπει να ικανοποιηθεί στη βάση ένορκης δήλωσης ότι:

 

 «.υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει -

           (α) οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση ΅ε το οποίο διαπράχτηκε ποινικό αδίκη΅α ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχτηκε· ή

           (β) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδική΅ατος· ή

           (γ) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησι΅οποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδική΅ατος.

[..]»

 

 

Οι νομοθετικές αυτές πρόνοιες αποσκοπούν στο να βοηθήσουν στην απονομή της δικαιοσύνης, επιτρέποντας στην Αστυνομία να εισέλθει στα υποστατικά που υποδεικνύονται στο αίτημα με σκοπό την ανεύρεση πράγματος ή πραγμάτων τα οποία σε κάποιο βαθμό θα παρέχουν απόδειξη ως προς τη διάπραξη του κατ' ισχυρισμό αδικήματος.  

 

Το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν αντικαθιστά την κρίση του εκδώσαντος το ένταλμα έρευνας δικαστή με τη δική του. Το κριτήριο κατά το αναθεωρητικό στάδιο περιορίζεται στο ερώτημα κατά πόσο ο εκδώσας το ένταλμα δικαστής θα μπορούσε να ικανοποιηθεί στη βάση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον για την ύπαρξη εύλογων λόγων να πιστεύεται ότι τα αναζητούμενα θα εντοπίζονταν στα υποστατικά των οποίων επιδιωκόταν η έρευνα και θα παρείχαν βοήθεια στη στοιχειοθέτηση αδικήματος. 

 

Η ύπαρξη «εύλογης αιτίας να πιστεύεται» αποτελεί προϋπόθεση δικαιοδοτικής φύσης.  Το αντικείμενο το οποίο εύλογα πιστεύεται ότι συνδέεται με ποινικό αδίκημα, συνδέεται επιτακτικά από το άρθρο 27 με τον τόπο για τον οποίο ζητείται το ένταλμα και όχι γενικά με το πρόσωπο του υπόπτου.  Επίσης, όπως ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε σχέση με το εδάφιο (β) του άρθρου 27, πρέπει να υπάρχει, διασύνδεση της μαρτυρίας με τα υπό διερεύνηση αδικήματα.  Σύμφωνα δε με τη νομολογία, το εύλογο ή μη της υποψίας ως προς τη διάπραξη αδικήματος μπορεί να εξεταστεί στο πλαίσιο κρίσης, αναφορικά με την ύπαρξη της εύλογης αιτίας που θεμελιώνει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου προς έκδοση εντάλματος έρευνας για ανεύρεση και κατάσχεση των πραγμάτων προς τα οποία αυτή συναρτάται, (βλ. Αναφορικά με την αίτηση του Συνδέσμου για την Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (1997) 1 ΑΑΔ 1014).

 

Περαιτέρω, η πρόνοια «θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος» στο εδάφιο (β) του άρθρου 27 απαιτεί τη σύνδεση ή τη συσχέτιση του αντικειμένου που θα αναζητηθεί με το υπό διερεύνηση αδίκημα.  Το κρίσιμο ερώτημα, ως έχει αναφερθεί, είναι κατά πόσο υπάρχει ικανό υλικό στον όρκο στη βάση του οποίου ο δικαστής στον οποίο υποβάλλεται αίτημα έκδοσης εντάλματος έρευνας, μπορεί να ικανοποιηθεί για την ύπαρξη εύλογων λόγων να  πιστεύεται πως αυτό που θα αναζητηθεί θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος που αναφέρεται στον όρκο, (βλ. την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αυστραλίας George v Rockett [1990] 170 C.L.R. 104, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστραλίας εξέτασε τον αντίστοιχο όρο «will afford evidence as to the commission of any offence»).  Στην υπόθεση R. V. Gillis 1 C.C.C. (3d) 545 λέχθηκε σε σχέση με την αντίστοιχη καναδέζικη πρόνοια:

 

«The objects or documents sought under the search warrant must be described with sufficient precision, not only with respect to their category, but also with respect to their relation to the offence for which they are to provide evidence»

 

(Η υπογράμμιση είναι δική μας)

 

 

(Βλ. και Re Worral 48 D.L.R. (2d) 673).

 

Η μη σύνδεση ή συσχέτιση του αντικειμένου με το αδίκημα, ως ανωτέρω, αποβαίνει μοιραία για την τύχη του αιτήματος[2].

 

Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο κρίνοντας ότι ο όρκος δεν «παρουσιάζει ικανά στοιχεία σύνδεσης ή συσχετισμού των εγγράφων με τα αδικήματα που αναφέρονται στον όρκο», θεώρησε ουσιαστικά ότι το υλικό που τέθηκε υπόψη του εκδώσαντος το ένταλμα δικαστή με τον όρκο, αντικειμενικά κρινόμενο, δεν ήταν ικανό να παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη των αδικημάτων ή οποιουδήποτε αδικήματος που αναφέρονται στον όρκο.  Κρίση η οποία δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης, με αποτέλεσμα να μην επιτρέπεται η εξέταση της ορθότητάς της.  Η διαπίστωση αυτή σφραγίζει την τύχη της έφεσης.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Παρά το αποτέλεσμα, δεδομένου του λόγου απόρριψης της έφεσης και ιδιαίτερα ότι δεν είχε εγερθεί από τους εφεσίβλητους, δεν εκδίδεται οποιαδήποτε διαταγή για τα έξοδα.

 

 

                                                          Π. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

                  

                                                          Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

                                                          Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

                                                          Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

                                                          Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙ’ΔΟΥ, Δ.

 

/ΣΓεωργίου



[1] Αναφορικά με την αίτηση του Μάριου Μυλωνά, Πολιτική Αίτηση Αρ.110/16, ημερομηνίας 15.3.2017, ECLI:CY:AD:2017:D81 και Αναφορικά με την αίτηση των Αντώνη Αντρέου & Σία ΔΕΠΕ κ.ά, Πολιτική Έφεση 348/15, ημερομηνίας 9.6.2017, ECLI:CY:AD:2017:A216

[2] Για το πότε θεωρείται ένα αντικείμενο ότι ανταποκρίνεται στην περιγραφή που τίθεται στο άρθρο 27(β), χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην υπόθεση George v. Rockett (ανωτέρω).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο