ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Λιάτσος, Αντώνης Οικονόμου, Τεύκρος Θ. για τον Εφεσείοντα Θ. Παπακυριακού (κα), για Γενικό Εισαγγελέα CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-10-02 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 414/17, 2/10/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:A426

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ  ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                      ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ  ΑΡ. 414/17

 

 

 

2 Οκτωβρίου, 2018

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΥ, Π. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΥ, Δ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

ΛΙΑΤΣΟΥ, Δ., ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.]

 

 

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 4 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ XXXXX ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ, ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΥ ΣΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ ΗΑBEAS  CORPUS

 

KAI

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΣΤΙΣ 22/11/2017 ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 147/2017

 

-------------

Αλ. Κληρίδης για Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης και Συνεργάτες,

          για τον Εφεσείοντα

Θ. Παπακυριακού (κα), για Γενικό Εισαγγελέα

Εφεσείοντας παρών

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:     Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Χριστοδούλου

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

      ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.:        Στις 8.12.1995 αρμόδιο Δικαστήριο της Πολιτείας Καλιφόρνια των ΗΠΑ επέβαλε στον εφεσείοντα διαδοχικές ποινές φυλάκισης 4 και 25 ετών μέχρι ισόβια, με πιστώσεις, για τα αδικήματα της χρήσης πυροβόλου όπλου και του φόνου εκ προμελέτης, καθώς και 7 ετών μέχρι ισόβια, χωρίς πιστώσεις, για το αδίκημα της απόπειρας φόνου.

 

      Η έκτιση των πιο πάνω ποινών άρχισε στις 2.1.1996 σε φυλακές των ΗΠΑ, αλλά στις 22.2.2012 ο εφεσείων μεταφέρθηκε στην Κύπρο για έκτιση του  υπολοίπου των ποινών που του επιβλήθησαν.  Και αυτό κατόπιν ικανοποίησης αιτήματος του δυνάμει των προνοιών της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τη Μεταφορά Καταδίκων, η οποία κυρώθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία με τον Ν.14/1986 (στο εξής ο Νόμος) και της οποίας συμβαλλόμενο μέρος είναι και οι ΗΠΑ.

 

      Ο εφεσείων, μετά τη μεταφορά του στις Κεντρικές Φυλακές, αιτήθηκε επανειλημμένως από τον Υπουργό Δικαιοσύνης την αποφυλάκισή του, προβάλλοντας ότι είχε εκτίσει ολόκληρη την ποινή του.  Χωρίς όμως επιτυχία καθότι στις 22.12.14 το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, απαντώντας σε σχετικό αίτημα του αντίστοιχου Υπουργείου της Κυπριακής Δημοκρατίας, διευκρίνισε ότι ο εφεσείων δικαιούταν εκπτώσεων στις 2 πρώτες ποινές - αυτές των 4 ετών φυλάκισης που ήταν καθορισμένη και των 25 ετών μέχρι ισόβια, με πιστώσεις - με αποτέλεσμα η έκτιση τους να έχει ολοκληρωθεί στις 10.11.13.  Όμως, σ΄ ό,τι αφορά την τρίτη διαδοχική ποινή - αυτή των 7 χρόνων χωρίς πιστώσεις - δεν δικαιούταν οποιασδήποτε πίστωσης και συνεπώς η συντομότερη ημερομηνία για την οποία δικαιούται να υποβάλει αίτημα αποφυλάκισης είναι η 10.11.2020.

 

      Η αντίδραση του εφεσείοντα στην απόρριψη του αιτήματος του για αποφυλάκιση εκδηλώθηκε με την καταχώριση της υπ΄ αρ. 63/16 αίτησης εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών, για έκδοση Habeas Corpus ad subjiciendum.  Χωρίς όμως επιτυχία, αφού Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου απόρριψε την αίτηση με αιτιολογημένη απόφαση ημερ. 27.7.16.

 

      Η απορριπτική για τον εφεσείοντα απόφαση στην πιο πάνω αίτηση (στο εξής η πρώτη αίτηση) εφεσιβλήθηκε με την Έφεση 259/16, πλην όμως, στις 14.9.17, η Έφεση αποσύρθηκε και απορρίφθηκε αφού οι δικηγόροι του εφεσείοντα, αποσύροντας την Έφεση, δήλωσαν ότι θα προχωρούσαν με νέα αίτηση.  Όπερ και έπραξαν στις 13.10.17, με την καταχώριση της υπ΄ αρ. 147/17 αίτησης για έκδοση Habeas Corpus ad subjiciendum (η δεύτερη αίτηση) εναντίον και πάλι της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά - αυτή τη φορά - μέσω τόσο του Διευθυντή των Κεντρικών Φυλακών όσο και του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως.  Με επιπρόσθετη διαφορά σε σχέση με την πρώτη αίτηση, ότι με τη δεύτερη ζητούσε και την κήρυξη του εδαφίου (γ) του άρθρου 5 του Νόμου ως αντισυνταγματικού.  Κατά τα άλλα οι δύο αιτήσεις είναι ουσιαστικά ταυτόσημες.

 

      Η αίτηση προσέκρουσε σε ένσταση της Δημοκρατίας, με την οποία προέβαλε αφενός ότι τα γεγονότα της υπόθεσης δεν στοιχειοθετούσαν βάσιμο λόγο θεραπείας και αφετέρου ότι  η αίτηση παραβίαζε την αρχή του δεδικασμένου και η καταχώριση της συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας λόγω του ότι είχε καταχωρίσει την πρώτη αίτηση η οποία και απορρίφθηκε, όπως απορρίφθηκε και η Έφεση που καταχώρισε κατ΄ ακολουθία της απόσυρσης της.

 

      Με την ολοκλήρωση των εκατέρωθεν προτάσεων η αίτηση οδηγήθηκε σε ακρόαση, με κατάληξη την απόρριψη της στη βάση παραβίασης της αρχής του δεδικασμένου.  Συναφώς, η αδελφή Δικαστής που εκδίκασε την αίτηση, επεσήμανε ότι «.στην παρούσα έχει δημιουργηθεί δεδικασμένο τόσο δια της απόφασης του Λιάτσου, Δ., όσο και δια της απόσυρσης της Έφεσης. Το ότι στην παρούσα παρεισφρύει (μάλιστα με γενικότητα)2 θέμα αντισυνταγματικότητας, ως άνω, δεν μπορεί να διαφοροποιήσει τα πράγματα, εφόσον δεδικασμένο δημιουργείται όχι μόνο στα θέματα τα οποία ηγέρθησαν στην πρώτη δίκη αλλά και εκείνα που θα μπορούσαν να εγερθούν ευθύς εξ αρχής. Εν προκειμένω τα γεγονότα και τα δεδομένα ήταν ταυτόσημα τόσο στην πρώτη όσο και στη δεύτερη αίτηση. Το ότι προστίθεται στην υπό κρίση αίτηση ως διάδικος «ο υπουργός δικαιοσύνης», δεν έχει καμία ουσιαστική σημασία, αφού η αίτηση στρέφεται εναντίον της Δημοκρατίας.».  Επί του προκειμένου παρέπεμψε και σε σχετική νομολογία (στις Σάββα Πλαστήρα Ιωάννου (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 390, David Lee Carter (Aρ.3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 403 και Level Tachexcavs Ltd (1995) 1 A.A.Δ. 1105) που, κατά την

­άποψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, επιβεβαίωναν τη θέση ότι όντως το διάβημα του εφεσείοντα παραβίαζε την αρχή του δεδικασμένου.

 

_________________________________________________

2        Οι λόγοι αντισυνταγματικότητας πρέπει να προβάλλονται εξειδικευμένα και συγκεκριμένα.  Η απλή επίκληση παραβίασης εντός συνταγματικού άρθρου δεν είναι αρκετή. (Βλ. Δημοκρατία ν. Καυκαρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598 και Φλωρίδη ν. ΕΤΕΚ Α.Ε. 27/2011, 3.11.2016)

      Τα όσα καταγράφονται πιο πάνω οριοθετούν το πλαίσιο για εξέταση των πέντε (5) Λόγων Έφεσης, με τους οποίους ο εφεσείων παραπονείται πως λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση του λόγω παραβίασης της αρχής του δεδικασμένου (Λόγοι Έφεσης 1, 4 και 5), λανθασμένα δεν εξέτασε την συνταγματικότητα του εδαφίου (γ) του άρθρου 5 του Νόμου (Λόγος έφεσης 3) και η απόρριψη της αίτησης του παραβιάζει τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης (Λόγος Έφεσης 2).

 

      Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του εφεσείοντα ανάπτυξαν τους προαναφερθέντες Λόγους Έφεσης εμπεριστατωμένα σε πολυσέλιδο περίγραμμα αγόρευσης, το οποίο υιοθέτησαν και κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης.  Το ίδιο έπραξε και η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσίβλητης προς υποστήριξη της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

      Αρχίζοντας από το ζήτημα του δεδικασμένου, η ουσία της επιχειρηματολογίας των συνηγόρων του εφεσείοντα έχει ως ακολούθως:-

 

      Η αρχή του δεδικασμένου δεν εφαρμόζεται αυστηρά - χαλαρώνει, όπως υποστηρίχθηκε κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης - σε υποθέσεις που αφορούν την ελευθερία του πολίτη, αλλά μπορεί να είναι εφαρμόσιμη όταν απολήγει σε κατάχρηση διαδικασίας ή έγερση σε μεταγενέστερη διαδικασία θεμάτων τα οποία θα μπορούσαν και επομένως όφειλαν να είχαν εγερθεί προς εκδίκαση σε προηγούμενη διαδικασία.  Παρέπεμψαν σχετικά στις σελ. 104 και 105 του συγγράμματος του Π. Αρτέμη «Προνομιακά Εντάλματα».

 

      Οι προϋποθέσεις οι οποίες θα πρέπει να συντρέχουν για την εφαρμογή της αρχής του δεδικασμένου τέθηκαν στην Καλφοπούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 55 και είναι 4:-  Η απόφαση πρέπει να είναι τελεσίδικη, να υπάρχει ταύτιση διαδίκων και ιδιότητας διαδίκων καθώς και ταύτιση επιδίκων θεμάτων.  Στην υπό κρίση περίπτωση ελλείπει το στοιχείο της ταύτισης ιδιότητας των διαδίκων εφόσον προστέθηκε ως διάδικος και ο υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, ο ρόλος και ιδιότητα του οποίου είναι διαφορετικός από το ρόλο και ιδιότητα του Διευθυντή των Κεντρικών Φυλακών.  Όπως ελλείπει και το στοιχείο της ταύτισης των επιδίκων θεμάτων καθότι  στη δεύτερη αίτηση επισυνάφθηκε η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Καλιφόρνιας Ιn re Jeanice D (1980) 28C 3d 210, Crim.21313, California Supreme Court, Oct.20 1980, την οποία ο εφεσείων δεν είχε υπόψη και ούτε ήταν εύλογο και εύκολο να την είχε όταν καταχώρισε την πρώτη αίτηση.   Η εν λόγω απόφαση είχε μεγάλη σπουδαιότητα για την τύχη της αίτησης του εφεσείοντα εφόσον με αυτή αποφασίστηκε ότι η ποινή φυλάκισης των 25 ετών μέχρι ισόβια δεν αποτελούσε ισόβια φυλάκιση, αλλά ποινή ακαθόριστου χρόνου, η οποία είναι άγνωστη στην κυπριακή έννομη τάξη.  Λαμβανομένου δε υπόψη ότι σύμφωνα με το άρθρο 9(3)[1] του Νόμου η εκτέλεση της ποινής διέπεται από το κράτος της εκτέλεσης - της Κύπρου - το στοιχείο αυτό, ως νέο επίδικο θέμα, εκθεμελίωνε την ύπαρξη δεδικασμένου.  Περαιτέρω, η ύπαρξη της πιο πάνω απόφασης και η ανάγκη προσκόμισης για αυτή σχετικής και φρέσκιας μαρτυρίας που άπτεται ερμηνείας αλλοδαπού δικαίου, επίσης εκθεμελίωνε το δεδικασμένο και επί του προκειμένου το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα καθοδηγήθηκε από την Carter (Αρ.3)  (ανωτέρω), τα περιστατικά της οποίας ήταν διαφορετικά από ό,τι στην παρούσα.  Με συνέπεια η άκαμπτη εφαρμογή του κανόνα του δεδικασμένου, υπό τα περιστατικά της υπόθεσης, να οδηγεί σε κατάφωρη αδικία σε βάρος του εφεσείοντα και η (δεύτερη) αίτηση του σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να κριθεί ως κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας.  Παρέπεμψαν επί του    προκειμένου στην Παμπορίδης ν. Κτηματικής Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1995) 1 Α.Α.Δ. 670, όπως και στο σύγγραμμα Τhe Doctrine of Res Judicata, των Spencer Bower and Turner, Second Edition, London Butter Worts 1969, Chapter VI, σελ. 168 και 169.

 

      Διαμετρικά αντίθετη είναι η θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσίβλητης, η οποία εισηγήθηκε ότι τα περιστατικά της υπόθεσης δεν  δικαιολογούσαν «χαλάρωση» της αρχής του δεδικασμένου.  Ό,τι όμως χρειάζεται, ως ουσία, να παραθέσουμε από την εμπεριστατωμένη αγόρευσης της είναι ότι με αναφορά στη νομολογία που περιέχεται στην πρωτόδικη απόφαση - αλλά και στις Harris v. Willis [1885] 15 C.B.710, Kλεάνθους κ.α. ν. Α.Τ.Η.Κ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 1005, Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2001) 3 Α.Α.Δ. 19, Theori and Another v. Djoni and another (1984) 1 C.L.R. 296, Kdough Ali Mohamad (2008) 1 A.A.Δ. 253 - υποστήριξε πως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ως κριθέν το ζήτημα της νομιμότητας της κράτησης του εφεσείοντα εφόσον συνέτρεχαν και οι τέσσερις καθιερωμένες από τη νομολογία προϋποθέσεις για ύπαρξη δεδικασμένου.  Το ότι προστέθηκε και ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως στην δεύτερη αίτηση δεν διαφοροποιεί τους διαδίκους.  Όπως δεν πλήττεται η αρχή του δεδικασμένου στη βάση της ούτω καλούμενης «νέας μαρτυρίας» που αφορά την απόφαση στην Ιn Re Jeanice D, την οποία ο εφεσείων με την απαραίτητη επιμέλεια μπορούσε εύκολα και εύλογα να παραθέσει στην πρώτη αίτηση.

 

      Έχουμε εξετάσει με την επιβαλλόμενη προσοχή την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας και αφού μελετήσαμε και τις σχετικές επί του θέματος αυθεντίες, καταλήξαμε ότι οι αιτιάσεις του εφεσείοντα δεν ευσταθούν και προς τούτο είναι αρκετό να επισημάνουμε τα ακόλουθα:-

 

      Σύμφωνα με πάγια επί του θέματος νομολογία, την οποία επικαλέστηκαν και οι δύο πλευρές ως ανωτέρω, η αρχή του δεδικασμένου εφαρμόζεται όταν συντρέχουν οι 4 προϋποθέσεις που επικαλέστηκε και ο κ. Κληρίδης.  Η νομιμότητα της κράτησης του εφεσείοντα αποφασίστηκε στην πρώτη αίτηση και η θέση του ότι εξέτισε και τις τρεις διαδοχικές ποινές που του είχε επιβάλει αρμόδιο Δικαστήριο των ΗΠΑ απορρίφθηκε με αιτιολογημένη απόφαση ημερ. 27.7.16.  Η απόφαση αυτή, με την απόσυρση και απόρριψη της Έφεσης του, κατέστη οριστική και τελεσίδικη.  Κατά συνέπεια η πρώτη νομολογιακή προϋπόθεση πληρούται και επ΄ αυτού ο κ. Κληρίδης δεν ήγειρε οποιοδήποτε λόγο διαφωνίας.  Όπως πληρούται και η δεύτερη - αυτή της ταύτισης διαδίκων - καθότι τόσο η πρώτη αίτηση όσο και η δεύτερη στρέφονταν εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Το ότι στην πρώτη αίτηση η Κυπριακή Δημοκρατία κατέστη διάδικος  μέσω του Διευθυντή των Κεντρικών Φυλακών και στη δεύτερη μέσω και του πολιτικού προϊσταμένου του, ποσώς διαφοροποιεί το ζήτημα.  Διάδικος και στις δύο ήταν η Κυπριακή Δημοκρατία και επιτυχία της αίτησης του εφεσείοντα, είτε αυτή εστρέφετο εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω μόνο του Διευθυντή των Κεντρικών Φυλακών είτε μέσω και του πολιτικού προϊσταμένου του, θα επέφερε το ίδιο αποτέλεσμα:-  Την αποφυλάκιση.  Κατά συνέπεια δεν συμφωνούμε ότι η προσθήκη και του Υπουργού Δικαιοσύνης εξάλειψε το στοιχείο της ταύτισης ιδιότητας διαδίκου λόγω διαφορετικού ρόλου και ιδιότητας των δύο προσώπων μέσω των οποίων κατέστη διάδικος η Κυπριακή Δημοκρατία, ως η σχετική θέση του κ. Κληρίδη.

 

      Τέλος δεν συμφωνούμε και με τη θέση ότι η επισύναψη στη δεύτερη αίτηση της απόφασης Ιn Re Jeanice D εξάλειψε το στοιχείο της ταύτισης των επιδίκων θεμάτων.  Και αυτό για τρεις λόγους.

 

      Ο πρώτος, επίδικο θέμα και στις δύο αιτήσεις ήταν κατά πόσο ο εφεσείων είχε εκτίσει ή όχι τις τρεις διαδοχικές ποινές που του επέβαλε το αρμόδιο Δικαστήριο των ΗΠΑ και όχι οι ισχυρισμοί  ή τα στοιχεία προς τεκμηρίωση του επίδικου θέματος.

 

      Ο δεύτερος, η απόφαση στη Ιn Re Jeanice D εκδόθηκε το 1980 και ο εφεσείων θα μπορούσε, επιδεικνύοντας την απαραίτητη επιμέλεια, να την επικαλεστεί στην πρώτη αίτηση και επί τούτου υπενθυμίζουμε αυτά που λέχθηκαν από την Ολομέλεια στην Carter (3), ανωτέρω:-  «Δημιουργείται δεδικασμένο όχι μόνο σε σχέση με όσα προβλήθηκαν στην πρώτη διαδικασία αλλά και σε σχέση με εκείνα που θα μπορούσαν να είχαν προβληθεί ως ενταγμένα στο πλαίσιο του αντικειμένου της αλλά δεν προβλήθηκαν», που επίσης τόνισε το πρωτόδικο Δικαστήριο στο απόσπασμα που παραθέσαμε ανωτέρω.  Και,

 

      Ο τρίτος,  καμιά επίδραση δεν θα μπορούσε να έχει στη νομιμότητα της κράτησης του εφεσείοντα η εν λόγω απόφαση.  Τούτο γιατί δεν τέθηκε υπό αμφισβήτηση ότι ο εφεσείων είχε ολοκληρώσει την έκτιση των δύο πρώτων ποινών - αυτές των 4 ετών και των 25 ετών μέχρι ισόβια - στις 10.11.13.   Κατά συνέπεια το γεγονός ότι το Ανώτατο Δικαστήριο της Καλιφόρνιας χαρακτήρισε την ποινή των 25 χρόνων μέχρι ισόβια ως  ποινή ακαθόριστου χρόνου, χαρακτηρισμός που αυτόδηλα ανατρέχει στο χρόνο αποφυλάκισης, δεν έχει  οποιαδήποτε  σημασία στο αίτημα του εφεσείοντα για αποφυλάκιση εφόσον το εμπόδιο για τη μη αποφυλάκιση του το δημιουργεί η τρίτη διαδοχική ποινή - αυτή των 7 ετών μέχρι  ισόβια - για την οποία δεν δικαιούται εκπτώσεων. 

 

      Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η πρώτη αίτηση δημιούργησε δεδικασμένο είναι ορθή και υπό τα περιστατικά της υπόθεσης δεν δικαιολογείται οποιαδήποτε «χαλάρωση» της αρχής του δεδικασμένου.  Έπεται ότι οι Λόγοι Έφεσης 1, 4 και 5 απορρίπτονται.

 

      Με τους εναπομείναντες δύο Λόγους Έφεσης καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο παράλειψη οφειλόμενης εξέτασης της συνταγματικότητας του άρθρου 5(γ) του Νόμου (Λόγος Έφεσης 3) η οποία, ως προβάλλεται, συνιστά παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης (Λόγος Έφεσης 2).

 

      Οι πιο πάνω Λόγοι Έφεσης προωθήθηκαν με άξονα τη θέση ότι ο εφεσείων είχε δυνάμει του Άρθρου  144.1[2] του Συντάγματος δικαίωμα να εγείρει θέμα αντισυνταγματικότητας του εν λόγω άρθρου του Νόμου και το πρωτόδικο Δικαστήριο αντίστοιχο καθήκον να εξετάσει το ζήτημα.  Δεν το εξέτασε κατά παράβαση του Άρθρου 179 του Συντάγματος, θεωρώντας εσφαλμένα ότι το ζήτημα παρείσφρυσε με γενικότητα στην αίτηση  παρόλο που η αντισυνταγματικότητα του άρθρου 5(γ) του Νόμου αναπτύχθηκε εκτεταμένα στις σελ. 57-63 του περιγράμματος αγόρευσης του εφεσείοντα.  Επικαλούμενος επί του προκειμένου πρόνοια του Άρθρου 144.1 ότι έχει δικαίωμα να εγείρει το θέμα της αντισυνταγματικότητας και κατ΄ έφεση, εισηγήθηκε ότι το άρθρο 5(γ) του Νόμου είναι αντισυνταγματικό καθότι «. ο Υπουργός Δ&Δ.Τ υπερέβη τις εξουσίες που του απονέμει το Άρθρο 54 του Συντάγματος ως Εκτελεστή Εξουσία και ενήργησε αντιθέτως της συνταγματικής υποχρέωσης που του επιβάλλει το Άρθρο 35 του Συντάγματος αφού ο ίδιος ενήργησε ως Δικαστική Εξουσία κατά παράβαση του Άρθρου 152 του Συντάγματος της Κ.Δ., αλλά και των Ν.14/60 και Ν. 33/64.»

 

      Θεωρούμε ότι δεν χρειάζεται να αναφερθούμε στην περί αντιθέτου επιχειρηματολογία της εφεσίβλητης, ούτε και στο κατά πόσο η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το θέμα της αντισυνταγματικότητας του άρθρου 5(γ) παρείσφρυσε στην αίτηση του εφεσείοντα κατά γενικό τρόπο.  Τούτο γιατί το όλο ζήτημα δεν κρίθηκε μόνο στη βάση αυτή, αλλά και στη βάση ότι «. δεδικασμένο δημιουργείται όχι μόνο στα θέματα τα οποία ηγέρθησαν στην πρώτη δίκη αλλά και σε εκείνα που θα μπορούσαν να εγερθούν εξ υπαρχής».  Όπως δε γίνεται αντιληπτό, η κρίση μας ότι ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε την αρχή του δεδικασμένου εκθεμελιώνει και τα δύο υπό αναφορά παράπονα του εφεσείοντα εφόσον από τις πρόνοιες του Άρθρου 144.1 του Συντάγματος ουδόλως απορρέει ότι η αρχή του δεδικασμένου δεν εφαρμόζεται όταν στη νέα διαδικασία εγείρεται θέμα αντισυνταγματικότητας που θα μπορούσε να εγερθεί στην προηγηθείσα διαδικασία.  Αντίθετη προσέγγιση θα οδηγούσε σε κατάχρηση διαδικασίας εφόσον θα παρείχετο δυνατότητα να εξετάζεται με νέα διαδικασία ένα επίδικο θέμα στη βάση αντισυνταγματικότητας, το οποίο θα μπορούσε να είχε εγερθεί και εξεταστεί στην προηγηθείσα διαδικασία.  Εν πάση περιπτώσει οι αιτιάσεις του εφεσείοντα ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως ενήργησε και ως Δικαστική Εξουσία κατά παράβαση του Άρθρου 35 του Συντάγματος δεν ευσταθούν.  Δυνάμει του Νόμου, η μεταφορά καταδικασθέντος από αλλοδαπό Δικαστήριο για έκτιση της ποινής του στην Κύπρο δεν συνιστά δικαστική πράξη αλλά ανάγεται σε εκτέλεση υποχρέωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας που απορρέει από τη Σύμβαση και η οποία έχει ανατεθεί στον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως.

 

      Υπό το φως των πιο πάνω η Έφεση στερείται ερείσματος και απορρίπτεται.

 

                                                                   Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.

 

                                                                   Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

                                                                   Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

                                                                   Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                                                   Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

 

 

/κβπ

 



[1] Άρθρο 9(3). Η εκτέλεση της καταδίκης θα διέπεται από το δίκαιο του Κράτους εκτέλεσης και το Κράτος αυτό θα είναι αποκλειστικά αρμόδιο να λαμβάνει όλες τις αρμόζουσες αποφάσεις.

[2] "144.1   Πας διάδικος δικαιούται, καθ' οιονδήποτε στάδιον της διαδικασίας συμπε­ριλαμβανομένης και της κατ' έφεσιν, να εγείρει ζήτημα αντισυνταγματικότητας νόμου ή αποφάσεως ή διατάξεως τινός αυτών ουσιώδους διά την διάγνωσιν της εκκρεμούς ενώπιον του δικαστηρίου υποθέσεως. Το δικαστήριον, ενώπιον του οποί­ου εγείρεται το ζήτημα, παραπέμπει παρευθύς τούτο ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και αναστέλλει την πρόοδον της διαδικασίας, μέχρις ου αποφανθή επ' αυτού το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο