ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A345
AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 126/12
10 ΙΟΥΛΙΟΥ 2018
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.]
1. CHRISTAKIS IOANNOU MERKIS SERVICES LTD
2. ΙΩΑΝΝΟΥ
3. ΙΩΑΝΝΟΥ
ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΩΝ
και
HELLENIC BANK PUBLIC COMPANY LTD
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ
--------------------
Π. Βορκάς για κ. Μιχ. Ιωάννου για Εφεσείοντες
Σ. Κάσινος για κα Χρ. Χ'Γιώρκη για Εφεσίβλητη
-------------------------------------
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Παρπαρίνο, Δ.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ. Η Εφεσίβλητη/Ενάγουσα, Τραπεζικός Οργανισμός, εξασφάλισε απόφαση εναντίον των τριών Εφεσειόντων/Εναγομένων για τραπεζικές διευκολύνσεις προς την Εφεσείουσα 1. Οι Εφεσείοντες αρ. 2 και 3 ενήχθησαν υπό την ιδιότητα τους ως εγγυητές. Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατάθεσαν 3 μάρτυρες για την Εφεσίβλητη ενώ οι Εφεσείοντες επέλεξαν να μην καταθέσουν αλλά ούτε και να προσφέρουν μαρτυρία.
Οι Εφεσείοντες με την έφεση τους συναποτελούμενη από 7 λόγους, προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη. Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Εφεσίβλητη απέδειξε την υπόθεση της στο μέτρο του ισοζυγίου των πιθανοτήτων και έκδοση απόφασης για τα χρηματικά ποσά που αναφέρονται σ' αυτή είναι εσφαλμένη, αυθαίρετη, αντίθετη με την προσαχθείσα μαρτυρία, τις δικογραφημένες θέσεις και τον Περί Τόκου Νόμο 2/77. Με τον δεύτερο λόγο προσβάλλεται ως εσφαλμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδικη Συμφωνία ημερ. 30.3.1998 τερματίστηκε νόμιμα με τις επιστολές ημερ. 14.6.2004 και 1.9.2005 και ακόμη ότι είναι αντίθετο με την Έκθεση Απαιτήσεως. Με τον τρίτο λόγο προσβάλλεται η δικαιολογία του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την αποδοχή της μαρτυρίας των μαρτύρων της Εφεσίβλητης ότι δηλαδή επείσθη για την ειλικρίνεια τους. Επίσης προβάλλεται ότι αυτή είναι αντίθετη με την προσαχθείσα μαρτυρία. Με τον τέταρτο λόγο προβάλλεται ότι εσφαλμένα εκδόθηκε απόφαση εναντίον των Εφεσειόντων 2 και 3 αλληλέγγυα και/ή ξεχωριστά με την Εναγομένη 1 ενώ με τον πέμπτο ότι λανθασμένα κατέληξε το Δικαστήριο ότι ο χρόνος που παρήλθε από τον τερματισμό της επίδικης συμφωνίας μέχρι την καταχώρηση της αγωγής δεν μπορεί να θεωρηθεί υπέρμετρος σύμφωνα με τις νομολογιακές αρχές ώστε να κριθεί ως Υπεράσπιση. Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη, σύμφωνα με τον έκτο λόγο έφεσης, ενώ με τον έβδομο προσβάλλεται ως εσφαλμένη η αποδοχή των λογαριασμών, Τεκμ. 10 και 11, ως αποδεκτής μαρτυρίας της Εφεσίβλητης και είναι αντίθετη με την άλλη προσαχθείσα μαρτυρία και τον Περί Αποδείξεως Νόμο, ΚΕΦ. 9.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι υιοθέτησαν ενώπιον μας τα περιγράμματα αγορεύσεων τους και δεν πρόσθεσαν οτιδήποτε άλλο. Εξετάσαμε με προσοχή τα όσα διαλαμβάνονται σ' αυτά και ανατρέξαμε, όπου αυτό ήταν αναγκαίο στα πρακτικά της υπόθεσης και Τεκμήρια που κατατέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Αρχίζοντας την εξέταση μας από τον τελευταίο λόγο παρατηρούμε ότι αυτός είναι εντελώς αβάσιμος και θα πρέπει να απορριφθεί. Από τα πρακτικά φαίνεται ότι αμφότερα τα τεκμήρια, τα οποία είναι καταστάσεις λογαριασμού της Εφεσείουσας, κατατέθησαν από τους Μ.Ε.2 και 3 χωρίς ένσταση από τους Εφεσείοντες. Δεν προέβησαν επίσης σε καμία επιφύλαξη αναφορικά με το περιεχόμενο τους. Με δεδομένη αυτή την κατάσταση των πραγμάτων δεν μπορούν τώρα οι Εφεσείοντες να παραπονιούνται για την αποδεκτότητα των τεκμηρίων αυτών. Υπενθυμίζουμε ότι άλλο πράγμα είναι η αποδεκτότητα ενός εγγράφου και άλλο η αποδεικτική του αξία. Στην αιτιολογία του λόγου αυτού παρατηρείται μία σύγχυση αναφορικά με το θέμα αυτό. Από τη μια γίνονται αναφορές σε σχέση με την αποδεκτότητα τους και από την άλλη σε σχέση με την αποδεικτική τους αξία.
Ο λόγος έφεσης 7 αναφέρεται στην αποδεκτότητα των εγγράφων αυτών ως Τεκμήρια και για τους λόγους που έχουμε αναφέρει δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.
Σε σχέση με τον πρώτο λόγο είναι η εισήγηση των Εφεσειόντων ότι η προσαχθείσα μαρτυρία δεν αποδεικνύει τους δικογραφημένους ισχυρισμούς της Εφεσίβλητης για το άνοιγμα του λογαριασμού της Εφεσείουσας 1 και όριο παρατραβήγματος του λογαριασμού καθώς και την συμφωνία επί τούτου. Οι Μ.Ε.1 και 2 δεν είχαν προσωπική ανάμειξη στα θέματα αυτά και με τα Τεκμ. 10 -11 δεν αποδεικνύεται το ύψος του χρέους ενόψει και του γεγονότος ότι τα χρεωστικά υπόλοιπα στις καταστάσεις λογαριασμών Τεκμ. 10-11, στις αντίστοιχες ημερομηνίες είναι διαφορετικά ποσά χωρίς να δοθεί καμία εξήγηση πέραν τούτου.
Εξετάσαμε με προσοχή τα θέματα που εγείρονται , πλην όμως, όλα δεν έχουν στέρεη βάση. Στην παράγρ. 4 της Έκθεσης Απαίτησης αναφέρονται τα ακόλουθα:
"4. Μεταξύ των Εναγόντων και των Εναγομένων 1 υπογράφτηκε συμφωνία ημερομηνίας 30/3/1998 με την οποία οι Ενάγοντες συμφώνησαν όπως παρέχουν ή συνεχίσουν να παρέχουν δάνεια στον εν λόγω τρεχούμενο λογαριασμό και/ή άλλως πως δίδουν πίστωση ή παρέχουν τραπεζικάς ή άλλου είδους πιστωτικάς διευκολύνσεις στους Εναγομένους 1 για τόση περίοδο όση οι Ενάγοντες ήθελαν αποφασίσει κατά την κρίση των.
Οι Ενάγοντες με την υπογραφή της εν λόγω συμφωνίας παραχώρησαν στους Εναγομένους 1 όριο παρατραβήγματος μέχρι του ποσού των €17.086,01 (Λ.Κ.10.000)."
Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί συνομολόγησης της συμφωνίας ως άνω αλλά και της συμφωνίας εγγύησης των Εφεσειόντων 2 και 3 δεν εφεσιβάλλεται. Οι δύο αυτές συμφωνίες ημερ. 30.3.1998 (αμφότερες) παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο και είναι τα Τεκμ. 5 και 6. Επί των συμφωνιών αυτών στηρίζεται η απαίτηση της Εφεσίβλητης. Εφόσον λοιπόν το εύρημα αυτό δεν αμφισβητείται, η συμβατική σχέση μεταξύ των μερών έχει αποδειχθεί και όπως πολύ ορθά επεσήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο "η συνομολόγηση των επίδικων συμφωνιών μεταξύ των διαδίκων δεν έχει αμφισβητηθεί, λαμβανομένης υπόψιν και της θέσης του κ. Ιωάννου ότι δεν αμφισβητούνται οι υπογραφές επί των συμφωνιών και ουσιαστικά τίθεται θέμα ερμηνείας των όρων τους σε συνάρτηση με όσα ακολούθησαν τη σύναψη τους."
Όσον αφορά τη θέση ότι στα Τεκμ. 10-11 αναφέρονται διαφορετικά ποσά, χωρίς όμως να μας υποδειχθεί κάτι τέτοιο, επισημαίνουμε ότι η άνω θέση παραγνωρίζει ότι η κατάσταση λογαριασμού, Τεκμ. 10, είναι αναδομημένη κατάσταση του λογαριασμού χωρίς έξοδα και χωρίς ανατοκισμό με περαιτέρω συνέπεια τη φυσιολογική διαφορά στα τελικά ποσά που αναγράφονται στις δύο καταστάσεις λογαριασμού, Τεκμ. 10 και 11. Το τελικό ποσό δε που αποτελούσε και το ύψος του χρέους είναι το εμφαινόμενο στην αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού, Τεκμ. 10, που είναι €281.696,94 ενώ στο Τεκμ. 11 είναι €482.503,84. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε δε στο ποσό αυτό αναφέροντας τ' ακόλουθα:
"Η μαρτυρία του ΜΕ 1 και οι καταστάσεις λογαριασμού που κατατέθηκαν από τους ΜΕ 2 και ΜΕ 3 (Τεκμήρια 10 και 11), συνιστούν ικανοποιητικά αποδεικτικά στοιχεία για το υπόλοιπο του λογαριασμού. Ειδικότερα η κατάσταση λογαριασμού-Τεκμήριο 10 αναπαράχθηκε από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή των εναγόντων και ελέγχθηκε από την ΜΕ 2, η οποία βεβαίωσε ότι αυτή ήταν σύμφωνη με τις καταχωρηθείσες πληροφορίες και δεν περιλαμβάνει έξοδα και ανατοκισμό ενόσω κατά την αντεξέταση της ΜΕ 2 δεν αμφισβητήθηκε η ορθότητα της κατάστασης λογαριασμού, όπως υπεδείχθη και από την κα· Δημητρίου (βλ. Παπαγεωργίου κ.α. ν. Λαϊκής Κυπρ. Τράπεζας (Χρημ.) Λτδ (2003) 1(B) Α.Α.Δ. 961). Οι αόριστοι ισχυρισμοί στην έκθεση υπεράσπισης των εναγόμενων 1 περί παράνομων, αυθαίρετων και υπερβολικών χρεώσεων δεν προωθήθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία, ούτε και έγινε τέτοια υποβολή στους ΜΕ 2 και ΜΕ 3, που κατέθεσαν τις καταστάσεις λογαριασμού. Η μαρτυρία δε που έχει δοθεί από την ΜΕ 2 αναφορικά με τον τρόπο έκδοσης του Τεκμηρίου 10, όπως παρατέθηκε πιο πάνω, το καθιστά αποδεκτή μαρτυρία σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 5 Α του περί Αποδεϊξεως Νόμου, Κεφ. 9 (βλ. Κλώνη κ.α. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2003) 1(B) Α.Α.Δ. 714). Η εισήγηση του κ. Ιωάννου περί του αντιθέτου δεν μπορεί να ευσταθήσει, η δε νομολογία που επικαλέστηκε δεν εφαρμόζεται στις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης. Συγκεκριμένα, τόσο στην υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Σταυρινού (2005) 1(B) Α.Α.Δ 1390 όσο και στην υπόθεση Εθνική Τράπ. της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Coral Foods Ltd κ.α. (2008) 1(B) Α.Α.Δ. 956, οι εναγόμενοι αμφισβητώντας τους κατατεθέντες λογαριασμούς εκ μέρους των εναγόντων προσήξαν μαρτυρία που κατέδειξε ότι οι ενάγοντες δεν απέσεισαν το βάρος απόδειξης της απαίτησης τους, ενώ κάτι τέτοιο δεν έγινε στην παρούσα υπόθεση. Όπως προκύπτει από την αποδεκτή μαρτυρία της ΜΕ 2, το σημερινό υπόλοιπο του επίδικου τρεχούμενου λογαριασμού ανέρχεται στο ποσό των €281.696,94 πλέον τόκο προς 9% από 1.10.2011, που το αντίστοιχο του σε Κυπριακές λίρες είναι αρκετά μικρότερο του αξιούμενου από τους ενάγοντες ποσού στην έκθεση απαίτησης τους, εφόσον δεν συμπεριλαμβάνει έξοδα και ανατοκισμό."
Εδώ οι καταστάσεις λογαριασμού, Τεκμ. 10 και 11 κατατέθησαν άνευ ενστάσεως ως τεκμήρια. Ο Περί Αποδείξεως Νόμος, ΚΕΦ. 9, άρθρο 22 προβλέπει:
"Τραπεζικά βιβλία
22.-(1) Τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ παρόvτoς άρθρoυ, αvτίγραφo καταχώρισης σε τραπεζικά βιβλία γίvεται δεκτό σε όλες τις voμικές διαδικασίες ως εκ πρώτης όψεως απόδειξη τέτoιας καταχώρισης και τωv θεμάτωv, δoσoληψιώv και λoγαριασμώv πoυ είvαι καταχωρισμέvα σ' αυτό."
Με βάση λοιπόν το Τεκμ. 10, μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου αποδεικνύεται, μεταξύ άλλων, και το ύψος του οφειλόμενου ποσού, εφόσον δεν έχει ανατραπεί από άλλη μαρτυρία. Εδώ οι Εφεσείοντες επέλεξαν, όπως ήταν δικαίωμα τους, να μην καταθέσουν και να προσφέρουν καμία άλλη μαρτυρία προς αντίκρουση της άνω μαρτυρίας της Εφεσίβλητης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, συνεπώς, πολύ ορθά προσέγγισε το όλο θέμα και η παρέμβαση μας δεν είναι επιτρεπτή (βλ. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Γιώργος Οικονόμου, Π.Ε. 335/2009, ημερ. 17.10.2014, ECLI:CY:AD:2014:A786, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Παναγιώτου Π.ε. 398/2011 ημερ. 12.2.2018, ECLI:CY:AD:2018:A71, Φωτίου κ.α. ν. Alpha Bank Cyprus Ltd Π.Ε. 39/2012 ημερ. 3.5.2018). Ο λόγος Έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει.
Θα θέλαμε όμως να προσθέσουμε ότι τα όσα ο ευπαίδευτος συνήγορος αναφέρει στο περίγραμμα αγόρευσης του ότι δήθεν το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν του επέτρεψε να αντεξετάσει και διάφορα άλλα, δεν καλύπτονται από το λόγο Έφεσης αλλά ούτε και από την αιτιολογία του. Συνεπώς είναι ανεπίτρεπτα και μη εξεταζόμενα.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης οι Εφεσείοντες αμφισβητούν ως εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδικη συμφωνία ημερ. 30.3.1998 τερματίστηκε νόμιμα και με επιστολές ημερ. 14.6.2004, Τεκμ. 8 και 1.9.2005, Τεκμ. 9, στις 14.6.2004 και ότι αυτό προκύπτει από τη μαρτυρία. Περαιτέρω το εύρημα αυτό σύμφωνα με τους εφεσείοντες, είναι αντίθετο με την προσαχθείσα μαρτυρία και Έκθεση Απαιτήσεως.
Η παράγρ. 9 της Έκθεσης Απαίτησης έχει ως ακολούθως:
"9. Οι Ενάγοντες δυνάμει των όρων της μεταξύ των συμφωνίας ετερμάτισαν τον πιο πάνω λογαριασμό δια επιστολής τους ημερομηνίας 2/3/2001 και δια συστημένων επιστολών των ημερομηνίας 14/6/2004 και 1/9/2005 προς όλους τους Εναγόμενους και εκάλεσαν αυτούς να εξοφλήσουν το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού. Περαιτέρω πληροφόρησαν όλους τους Εναγομένους για την αλλαγή του χρεωστικού επιτοκίου με βάση τον πιο πάνω Νόμο στον 9 και στο 10,50% σταθερό από 14/6/2004 ως επίσης και για τον τρόπο υπολογισμού του τόκου και την κεφαλαιοποίηση τούτου δύο φορές ετησίως και τη χρέωση του την 30η Ιουνίου και 31 Δεκεμβρίου εκάστου έτους και κατέστησαν απαιτητόν παν οφειλόμενον ποσόν και κάλεσαν τους Εναγομένους όπως εξοφλήσουν παν οφειλόμενο υπόλοιπο πλέον τόκων."
Το εύρημα δε του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως αυτό αναγράφεται στη σελ. 17 της απόφασης του είναι ότι:
"Όσον αφορά τον τερματισμό της επϊδικης συμφωνίας, από το περιεχόμενο των επιστολών ημερομηνίας 14.6.2004 (Τεκμήριο 8) και 1.9.2005 (Τεκμήριο 9) είναι πρόδηλο ότι έγινε στις 14.6.2004. Το γεγονός αυτό προκύπτει από τη μαρτυρία και το Δικαστήριο δεν εμποδίζεται να προβεί σε τέτοιο εύρημα παρόλο που στην έκθεση απαίτησης αναφέρεται ως ημερομηνία τερματισμού η 2.3,2001 (βλ. σχετικά Καλλικάς ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ, Πολ. Εφ. Αρ. 21/2008 ημερομηνίας 14.7.2010). Συνεπώς οι ενάγοντες απέσεισαν το βάρος απόδειξης της απαίτησής τους βάσει των πιο πάνω δεδομένων."
Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι δεν είναι ορθός ο ισχυρισμός των Εφεσειόντων ότι το "εύρημα είναι αντίθετο με τον δικογραφημένο ισχυρισμό της παραγράφου 9 της Έκθεσης Απαίτησης όπου αναφέρεται ότι ο επίδικος λογαριασμός τερματίστηκε με επιστολή ημερ. 14.6.2004 και 1.9.2005 και οι Ενάγοντες κάλεσαν τους Εναγομένους να εξοφλήσουν την οφειλή τους".
Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απομόνωσε από την παράγρ. 9 ότι ο τερματισμός της επίδικης συμφωνίας έγινε στις 2.3.2001. Η ορθή ανάγνωση της άνω παραγράφου είναι ότι ο τερματισμός επήλθε ξεχωριστά και με τις τρεις επιστολές. Όπως όμως πολύ ορθά παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, από το περιεχόμενο των επιστολών ημερ. 14.6.2004 (Τεκμ. 8) και 1.9.2005 (Τεκμ. 9) προκύπτει αβίαστα ότι το τερματισμός επήλθε στις 14.6.2004 με την επιστολή ημερ. 14.6.2004 (Τεκμ. 8) όπου ρητά αυτό αναφέρεται. Η επιστολή ημερ. 2.3.2001, όπως αυτή είναι διατυπωμένη, κατέστησε όλο το οφειλόμενο ποσό απαιτητό χωρίς όμως να γίνεται αναφορά σε τερματισμό της επίδικης συμφωνίας. Αντίθετα, η επιστολή ημερ. 14.6.2004 (Τεκμ. 8) ρητά αναφέρεται σε τερματισμό του επίδικου λογαριασμού. Η επιστολή ημερ. 1.9.2005 (Τεκμ. 9) παραπέμπει στις δύο προηγούμενες επιστολές και ρητά αναφέρεται στον τερματισμό του λογαριασμού από 14.6.2004.
Παρόλο που η δικογράφηση της παραγρ. 9 της Έκθεσης Απαίτησης δεν είναι η καλύτερη, εντούτοις, ο τρόπος που είναι καταγραμμένη, επέτρεπε στο πρωτόδικο Δικαστήριο να αχθεί στο εύρημα στο οποίο ήχθη και το οποίο είναι ορθό σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία ενώπιον του. Ως αποτέλεσμα ο λόγος έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει.
Με τον τρίτο λόγο προσβάλλεται η αξιολόγηση των μαρτύρων της Εφεσίβλητης και αποδοχή της μαρτυρίας τους ως εσφαλμένη και αντίθετη με την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία.
Είναι γνωστές οι αρχές που διέπουν το θέμα επέμβασης του Εφετείου στην αξιολόγηση και ευρήματα πρωτόδικου Δικαστηρίου. Εκτενής αναφορά έγινε πρόσφατα στην απόφαση μας Φωτίου κ.α. ν. Αlpha Bank Cyprus Ltd, Π.Ε. 39/2012 ημερ. 3.5.2018. Εξετάσαμε με πολλή προσοχή τον λόγο έφεσης σε συνάρτηση με τα όσα εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος και είμαστε της γνώμης ότι στα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης δεν χωρεί επέμβαση μας.
Όπως πολύ ορθά επεσήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, εδώ δεν αμφισβητήθηκε η συνομολόγηση των επίδικων συμφωνιών πρωτοφειλέτη και εγγυητών. Η υπογραφή τους δεν τέθηκε σε αμφισβήτηση. Οι καταστάσεις λογαριασμού που φαίνεται το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό κατατέθησαν χωρίς ένσταση και σύμφωνα με το Άρθρο 22 του Περί Αποδείξεως Νόμου, ΚΕΦ. 9, αυτές αποτελούν, εκ πρώτης όψεως, απόδειξη των καταχωρηθέντων θεμάτων, δοσοληψιών και λογαριασμών. Δοθέντος δε ότι οι Εφεσείοντες επέλεξαν να μην προσφέρουν απολύτως καμία μαρτυρία, τότε η αποδεικτική αξία των καταστάσεων αυτών επαυξάνεται. Επίσης, σύμφωνα με τα όσα έχουμε αναφέρει νωρίτερα στην απόφαση μας το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για τερματισμό του επίδικου λογαριασμού και σύμβαση είναι ορθό και τέλος ουδεμία αντίθετη μαρτυρία τέθηκε από πλευράς Υπεράσπισης. Με αυτά τα δεδομένα είναι η γνώμη μας ότι πολύ λίγα έμειναν για να τίθεται θέμα αξιολόγησης και αποδοχής μαρτυρίας. Παρόλα ταύτα το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εμπεριστατωμένη και με πλήρη δικαιολόγηση της αποδοχής της μαρτυρίας που προσφέρθη για την Εφεσίβλητη και δεν αφήνει κανένα περιθώριο επέμβασης μας.
Με τον επόμενο λόγο έφεσης, οι Εφεσείοντες προβάλλουν ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση εναντίον των Εφεσειόντων 2 και 3 εγγυητών για ποσό €20.503,21 αντίστοιχο του ποσού των £12.000 πλέον τόκο προς 8% από 30.3.1998. Σύμφωνα με τους Εφεσείοντες το ποσό αυτό οφείλετο πριν την υπογραφή της εγγύησης τους στις 30.3.1998 και δη πριν το έτος 1993 και ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι δικογραφημένος. Επίσης ότι αυτοί δεν εγγυήθηκαν την έκδοση επιταγών από την Εφεσείουσα 1, που είχε ως αποτέλεσμα το οφειλόμενο υπόλοιπο και ότι μετεβλήθησαν οι όροι της δανειοδότησης χωρίς την συγκατάθεση και ενημέρωση τους και συνεπώς απηλλάγησαν. Ο επαίδευτος συνήγορος τω Εφεσειόντων εξειδικεύοντας την μεταβολή αναφέρθηκε στην μαρτυρία του Μ.Ε.1 ο οποίος είπε ότι δόθηκε στην Εφεσείουσα 1, πρωτοφειλέτιδα και άλλη διευκόλυνση ύψους £50.000 (€85.430,07) πλην του αρχικού ορίου των £10.000 (€17.086,01). Περαιτέρω αναφέρθηκε σ' άλλο μέρος της μαρτυρίας του Μ.Ε.1 για να εισηγηθεί ότι το χρεωστικό υπόλοιπο ύψους £14.027,17 προϋπήρχε της υπογραφής της εγγύησης.
Έχοντας εξετάσει με προσοχή όσα μας έχουν τεθεί, είμαστε της γνώμης ότι ο λόγος Έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε το όλο θέμα ως ακολούθως:
"..... Η θέση δε των Εναγομένων 2 και 3 ότι απαλλάγησαν από την δοθείσα εγγύηση, που βασίζεται στον ισχυρισμό ότι οι Ενάγοντες παρείχαν πιστώσεις πέραν του εγκεκριμένου ορίου και έδωσαν παρατάσεις χρόνου πληρωμής του οφειλόμενου από τους εναγόμενους 1 ποσού, δεν υποστηρίζεται από τις επίδικες συμφωνίες, δεδομένου ότι στον όρο 14 της συμφωνίας εγγυήσεως (τεκμήριο 6) προνοείται ακριβώς το αντίθετο (βλ. και Archbold Investments Ltd κ.α. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1084)."
Επίσης ότι:
"....δυνάμει της συμφωνίας ημερομηνίας 30.3.1998 οι εναγόμενοι 2 και 3 εγγυήθηκαν όλες τις υποχρεώσεις των εναγομένων 1, παρούσες ή μελλοντικές, απαιτητές ή όχι, προσωπικές ή κοινές με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο καθώς και άμεσες ή έμμεσες (Τεκμήριο 6) με αποτέλεσμα αυτοί να ευθύνονται για το ποσό των £12.000 πλέον τόκους προς 8% ετησίως, ως μέρος του οφειλόμενου από τους εναγόμενους 1 προς τους ενάγοντες ποσού και το οποίο αξιώνεται με την παρούσα αγωγή εναντίον τους."
Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατηρούμε στη συμφωνία εγγυήσεως ημερ. 30.3.1998, Τεκμ. 6, ότι οι Εφεσείοντες 2 και 3 εγγυήθηκαν ".... άπασας τας υποχρεώσεις του πρωτοφειλέτου προς την Τράπεζα, είτε αι υποχρεώσεις αυταί είναι παρούσαι ή μελλοντικαί, είτε αυταί κατέστησαν ή ενδέχεται να καταστώση απαιτηταί ...." (όρος 2) και "....η Τράπεζα δύναται καθ΄ οιανδήποτε στιγμήν και χωρίς να επηρεάζη την ισχύν της παρούσης εγγυήσεως και και/ή την ευθύνην μου βάσει της παρούσης εγγυήσεως να πράττη τα ακόλουθα: (α) Να τερματίζη και/ή ελαττώνη και/ή αυξάνη τας προς τον πρωτοφειλέτην παρεχομένας τραπεζικάς διευκολύνσεις. (β) Να δίδη προς τον πρωτοφειλέτην παρατάσεις χρόνου διά την υπ' αυτού εκτέλεσιν οιασδήποτε υποχρεώσεως" (όρος 14). Να σημειωθεί ότι οι Εφεσείοντες 2 και 3 ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο ο Διευθυντής και Γραμματέας της πρωτοφειλέτιδας εταιρείας, Εφεσείουσας 1.
Συνεπώς, δεν τίθεται θέμα μεταβολής όρων ή υποχρέωσης η οποία δεν καλύπτετο από την εγγύηση διότι προϋπήρχε. Αμφότερα προνοούντο στην εγγύηση. Ούτε κρίνεται βάσιμη η εισήγηση ότι οι εγγυητές δεν εγγυήθηκαν την έκδοση επιταγών από την Εφεσείουσα 1. Η έκδοση επιταγών περικλείεται στις Τραπεζικές διευκολύνσεις που παρείχε η Εφεσίβλητη σ' αυτήν (βλ. όρο 2). Η εισήγηση περί μη δικογράφησης του γεγονότος ότι προϋπήρχε ο λογαριασμός από το 1993 δεν είναι ορθή. Στην παράγρ. 3 της Έκθεσης Απαίτησης ρητά αναφέρεται το άνοιγμα του λογαριασμού "κατά ή περί το 1993".
Με τον πέμπτο λόγο Έφεσης προβάλλεται ως εσφαλμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο χρόνος που παρήλθε από τον τερματισμό της επίδικης συμφωνίας μέχρι την καταχώρηση της αγωγής του Ιουνίου του 2006 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως υπέρμετρος σύμφωνα με τις νομολογιακές αρχές ώστε να μπορεί να προβληθεί ως Υπεράσπιση. Σύμφωνα με την εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου από τις παράγρ. 3 και 4 της Έκθεσης Απαίτησης φαίνεται ότι η Εφεσίβλητη βασίζει την απαίτηση της σε αιτήματα της του 1993 και 1996 και σε συμφωνία ημερ. 30.3.1998. Διαχρονικά με την συμπεριφορά της η Εφεσίβλητη έδειξε ότι αποποιήθηκε και απεμπόλησε τα δικαιώματα της και θα ήταν άδικο να εκδοθεί απόφαση για εγγύηση που δόθηκε πριν 14 χρόνια.
Θα πρέπει εξ' αρχής να λεχθεί ότι οι ουσιώδεις ημερομηνίες αναφορικά με το εξεταζόμενο θέμα είναι η 14.6.2004 ημερομηνία τερματισμού της επίδικης σύμβασης και η 17.6.2006, ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής. Οι αναφορές του ευπαίδευτου συνηγόρου για προγενέστερες ημερομηνίες δεν μπορούν να αποτελέσουν βάση εξέτασης του ζητήματος καθότι θα ήταν παράλογο ν' αναμένετο από την Εφεσίβλητη να καταχωρήσει αγωγή εναντίον των Εφεσειόντων ενώ ο λογαριασμός συμβατικά ήταν εν ζωή, λειτουργούσε και δεν τερματίστηκε.
Οι υποθέσεις Καυκαρή ν. Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 203, Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 298, Βίκτωρος ν. Χριστοδούλου (1992) 2 Α.Α.Δ. 512 και Bunkat v. The Netherlands 26/1992/371/445 ημερ. 26.5.1993 επί των οποίων στηρίχθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων για να υποστηρίξει το λόγο έφεσης, δεν τον βοηθούν και δεν αφορούν το εξεταζόμενο θέμα. Όλες και οι 4 αποφάσεις αφορούν το εύλογο ή μη της διάρκειας της όλης εκκρεμοδικίας ήτοι τον χρόνο μετά την καταχώρηση του δικονομικού μέσου (αγωγή ή ποινική υπόθεση ή άλλου) μέχρι την αποπεράτωση του. Εδώ εκείνο που απασχολεί είναι ο χρόνος μέχρι την καταχώρηση της αγωγής.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε το θέμα ως ακολούθως στη σελ. 22:
"Εξετάζοντας, τέλος, την εισήγηση του κ. Ιωάννου αναφορικά με την αδικαιολόγητη καθυστέρηση καταχώρησης της υπό κρίση αγωγής πρέπει αρχικά να λεχθεί ότι παρόλο που τέτοιος ισχυρισμός δικογραφείται στην έκθεση υπεράσπισης των εναγομένων 2 και 3, δεν προσήχθη οποιαδήποτε μαρτυρία εκ μέρους τους ως προς τον επηρεασμό των δικαιωμάτων τους και περαιτέρω εφόσον δεν δικογραφείται οτιδήποτε σχετικό στην έκθεση υπεράσπισης των εναγομένων 1, δεν είναι ορθό να προωθείται στην αγόρευση του συνηγόρου. Ωστόσο, ακόμα και αν θα μπορούσε να εξετασθεί τέτοια εισήγηση, με βάση τη νομολογία που επικαλείται ο κ. Ιωάννου δεν μπορεί να ευσταθήσει, όπως θα επεξηγηθεί στη συνέχεια. Όπως έχει συνοψιστεί στην υπόθεση Nelson ν. Rye and another (1996) 2 All E.R. 186, οι παράγοντες που εξετάζονται όταν εγείρεται θέμα καθυστέρησης ως υπεράσπισης ώστε το Δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια και να απορρίψει την απαίτηση, είναι ο χρόνος της καθυστέρησης, η έκταση της βλάβης που υπέστη ο εναγόμενος από την καθυστέρηση καθώς και κατά πόσο η βλάβη προήλθε από τις ενέργειες του ενάγοντα. Το Δικαστήριο εξετάζοντας τους εν λόγω παράγοντες, μέσα στα πλαίσια των περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης, αποφασίζει κατά πόσο είναι δίκαιο ή όχι να απορρίψει την αγωγή. Σε περίπτωση που ο εναγόμενος έχει υποστεί ουσιαστική βλάβη, δεν είναι αναγκαίο γι' αυτόν να αποδείξει ότι αυτή προήλθε από την καθυστέρηση, ενόσω η γνώση του ενάγοντα ότι η καθυστέρηση θα προκαλέσει τέτοια βλάβη λαμβάνεται επίσης υπόψη.
Στην παρούσα υπόθεση, πέραν του ότι δεν έχει αποδειχθεί οποιαδήποτε βλάβη εκ μέρους των εναγόμενων 2 και 3 για την ισχυριζόμενη καθυστέρηση καταχώρησης της αγωγής, πολύ δε περισσότερο δεν υποδείχθηκε ότι οι εναγόμενοι 1 υπέστησαν ουσιαστική βλάβη, κρίνεται ότι ο χρόνος που παρήλθε από τον τερματισμό της επίδικης συμφωνίας μέχρι την καταχώρηση της αγωγής τον Ιούνιο του 2006, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι υπέρμετρος, σύμφωνα με τις νομολογιακές αρχές, ώστε να κριθεί ότι υπάρχει καθυστέρηση που μπορεί να προβληθεί ως υπεράσπιση. Όπως υπέδειξε και η κα Δημητρίου, οι εναγόμενοι 1, μέσω του διευθυντή τους-εναγόμενου 2, γνώριζαν για την κατάσταση του λογαριασμού τους και ωφελήθηκαν κατά το χρόνο που παρήλθε εφόσον από τον επίδικο λογαριασμό πληρώνοντο οι υποχρεώσεις τους, όπως οι ίδιοι ζητούσαν, από δε τους εναγόμενους 2 και 3 αξιώνεται μόνο το περιορισμένο ποσό της εγγύησης τους, το οποίο θα μπορούσαν να είχαν καταβάλει μόλις απαιτήθηκε εκ μέρους των εναγόντων, ώστε να μην επιβαρυνθούν με τους τόκους. Δεν προέκυψε άλλωστε ότι επήλθε ουσιαστική βλάβη αλλά ούτε και άλλη βλάβη στους εναγόμενους, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν θα μπορούσε να κριθεί, υπό τις περιστάσεις, ότι οι ενέργειες των εναγόντων προκάλεσαν οποιαδήποτε βλάβη στους εναγόμενους."
Παρόμοιο θέμα εξετάστηκε στην Νατάσα Χριστοφίδου ν. Δημ. Παπαχρυσοστόμου ως Διαχειριστή της περιουσίας της Θεοφίλης Παπαδοπούλου (2009) 1 Α.Α.Δ. 1360:
"Καταρχήν το ζήτημα της καθυστέρησης στην έγερση μιας αγωγής, ως λόγος υπεράσπισης, θα πρέπει να δικογραφείται με επαρκή λεπτομέρεια. Θα πρέπει δηλαδή, στην έκθεση υπεράσπισης, να εγείρεται αυτή η συγκεκριμένη υπεράσπιση του δικαίου της επιείκειας, δηλαδή θα πρέπει να αναφέρονται επαρκή στοιχεία σύμφωνα με τα οποία ο ενάγων, παρόλο που είχε πλήρη γνώση των γεγονότων, από τα οποία πηγάζει το αγώγιμο του δικαίωμα, καθυστέρησε την καταχώριση της αγωγής του με αποτέλεσμα να προκαλείται δυσμενής επηρεασμός στον εναγόμενο (Δέστε: Bullen and Leake and Jacob' s, Precedents of Pleadings, 12η έκδοση, σελ. 1154).
Είναι θεμελιωμένο ότι ένας ενάγοντας θα πρέπει να προωθήσει την αξίωση του χωρίς υπέρμετρη καθυστέρηση, σύμφωνα με το αξίωμα vigilantibus et non dormientibus lex succurrit. Το δίκαιο της επιεικείας δεν θέτει οποιοδήποτε συγκεκριμένο χρονικό όριο για την προώθηση ενός αγώγιμου δικαιώματος αλλά το δικαστήριο εξετάζει το ζήτημα υπό το φως των περιστάσεων της κάθε υπόθεσης. Κατά την εξέταση αυτή, με σκοπό να αποφασιστεί το κατά πόσον υπήρξε τέτοια καθυστέρηση που να συνιστά κώλυμα στην προώθηση της υπόθεσης (laches) τα κύρια σημεία που λαμβάνονται υπόψη είναι: (α) Η συγκατάθεση του ενάγοντα στην παράβαση των δικαιωμάτων του από τον εναγόμενο, μετά που ο ενάγοντας έχει πλήρη γνώση των ουσιωδών γεγονότων, και (β) οποιαδήποτε αλλαγή έχει συμβεί, στο μεταξύ, στον εναγόμενο, η οποία τον επηρεάζει δυσμενώς. Θεωρείται γενικά άδικο να παρέχεται σε ένα ενάγοντα θεραπεία, όταν εκείνος με τη συμπεριφορά του έχει δείξει ότι αποποιήθηκε ή απεμπόλησε τα δικαιώματα του (Δέστε: Halsbury's Laws of England, 3η έκδοση, τόμος 14, σελ. 641).
Η υπεράσπιση όμως της καθυστέρησης (laches) επιτρέπεται μόνον εκεί όπου δεν προνοείται παραγραφή του αγώγιμου δικαιώματος, από το Νόμο. Αν προνοείται, από το Νόμο, παραγραφή του αγώγιμου δικαιώματος μετά από την παρέλευση κάποιου συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος τότε ο ενάγοντας δικαιούται στην πλήρη χρονική περίοδο, την οποίαν προβλέπει ο Νόμος, πριν καταστεί η αξίωση του μη προωθήσιμη (unenforceable) (Δέστε: Halsbury's, ανωτέρω, παράγραφος 1181, σελ. 641).
Στην προκείμενη περίπτωση καθορίζεται περίοδος παραγραφής του αγώγιμου δικαιώματος που βασίζεται σε γραμμάτιο συνήθους τύπου τα 15 χρόνια από την ημερομηνία κατά την οποίαν προέκυψε το αγώγιμο δικαίωμα (Δέστε: Άρθρον 3(1) (α) του περί Παραγραφής Νόμου, Κεφ. 15). Επίσης δυνάμει του περί Αναστολής της Παραγραφής Νόμου 57/64 αναστάληκαν οι πρόνοιες της προαναφερόμενης νομοθεσίας. Η αναστολή (της παραγραφής) καταργήθηκε το 2002 δυνάμει του περί Αναστολής του Χρόνου Παραγραφής (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου 110(I)/2002. Σύμφωνα με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, έστω και αν η δικογράφηση της υπεράσπισης της καθυστέρησης και των γεγονότων πάνω στα οποία βασίζεται, ήταν επαρκής, πράγμα που στην προκείμενη περίπτωση δεν συμβαίνει, (διότι στην προαναφερόμενη παράγραφο 9 της έκθεσης υπεράσπισης και ανταπαίτησης της εναγόμενης 2-εφεσείουσας δεν εγείρεται τέτοιο ζήτημα επαρκώς), και πάλι η υπεράσπιση αυτή δεν θα μπορούσε να επιτύχει, εφόσον η ενάγουσα-εφεσίβλητη είχε δικαίωμα να εγείρει το αγώγιμο δικαίωμά της, που πηγάζει από το προαναφερόμενο γραμμάτιο, μέσα σε 15 χρόνια από την γέννησή του, δηλαδή από την 1.8.1988, και αυτό χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι πρόνοιες των προαναφερόμενων νόμων του 1964 και 2002. Η αγωγή καταχωρήθηκε στις 11.10.2000 και επομένως, εν πάση περιπτώσει, από την 1.8.1988 δεν είχαν συμπληρωθεί τα 15 χρόνια τα οποία προνοούνται για την εκπνοή του αγώγιμου δικαιώματος της αποβιώσασας. Επομένως ούτε και αυτός ο λόγος έφεσης μπορεί να επιτύχει."
Εις την παρούσα υπόθεση στην Έκθεση Υπεράσπισης της Εφεσείουσας 1 κανένας σχετικός ισχυρισμός δεν δικογραφείται. Δικογραφείται όμως στην Έκθεση Υπεράσπισης και Ανταπαίτηση των Εφεσειόντων 2 και 3 στην παράγρ. 2(μ):
"2(μ) Λόγω της μακράς καθυστέρησης στην έγερση της παρούσης αγωγής από τον χρόνο εις τον οποίο οι Ενάγοντες νομιμοποιούντο στην έγερση της αγωγής επηρεάσθηκαν τα δικαιώματα των Εναγομένων διότι όταν οι Εναγόμενοι στις 30.03.1998 έθεταν τις υπογραφές των ως εγγυητές στην συμφωνία δανείου γνώριζαν ότι η Εναγομένη αρ. 1 εταιρεία είχε αρκετά εισοδήματα από τις δραστηριότητες της, ήτο ανθούσα επιχείρηση με πολύ καλές προοπτικές και τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ενώ η συμφωνία δανείου είχε όριο λογαριασμού Λ.Κ.10.000 (€17.086,01) το ποσό του δανείου χωρίς να γίνει οποιαδήποτε ανανέωση ή τροποποίηση την 01.09.2005 ξεπερνούσε τις Λ.Κ.150.000 (€256.290,22) και τελικά ξεπέρασε το ποσό των Λ.Κ.171.694,98 (€293.358,29) ως και ανωτέρω αναφέρεται και μετά την εν λόγω εξέλιξη η οικονομική κατάσταση της Εναγομένης άλλαξε, η εταιρεία αντιμετώπισε σοβαρά οικονομικά προβλήματα με αποτέλεσμα να σταματήσει τις εργασίες της και έτσι οι Εναγόμενοι να μην έχουν την δυνατότητα να αξιώσουν συνεισφορά από την Εναγομένη αρ. 1 εταιρεία."
Παρατηρούμε συνεπώς ότι και αν ακόμα θεωρηθεί ότι η δικογράφηση της Υπεράσπισης αυτής είναι επαρκής, εντούτοις εξόφθαλμα φαίνεται ότι δεν ικανοποιείται η δεύτερη προϋπόθεση η οποία αφορά αλλαγή στάσης, στους Εφεσείοντες 2 και 3, η οποία τους επηρεάζει δυσμενώς, εφόσον ουδεμία μαρτυρία προσεφέρθη απ' αυτούς.
Επίσης και σχετικά με το αγώγιμο δικαίωμα καθορίζεται περίοδος παραγραφής σε 6 χρόνια σύμφωνα με το άρθρο 3(i)(d) και Άρθρο 5. Σημειώνεται ότι η αναστολή της παραγραφής που νομοθετήθηκε με τον Ν.57/64 καταργήθηκε το 2002 σύμφωνα με τον Περί Αναστολής του Χρόνου Παραγραφής (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμο, Ν.110(Ι)/2002. Ο Ν.110(Ι)/2002 τέθηκε σε ισχύ την 1.6.2005. Αυτό το νομικό καθεστώς ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο έγερσης της αγωγής και της Εφεσίβλητης. Εδώ η γένεση του αγώγιμου δικαιώματος έγινε με τον τερματισμό της σύμβασης στις 14.6.2004 και συνεπώς δεν είχαν συμπληρωθεί τα 6 έτη τα οποία προνοούνται για την εκπνοή του αγώγιμου δικαιώματος.
Ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον έκτο λόγο προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη διότι παρέλειψε να αιτιολογήσει δεόντως και επαρκώς την έκδοση της απόφασης.
Διαφωνούμε πλήρως με τον πιο πάνω λόγο ο οποίος καθόλου δεν έχει έρεισμα στην πρωτόδικη απόφαση. Η πρωτόδικη απόφαση είναι πλήρης και ορθή. Σ' αυτή γίνεται πλήρης ανάλυση της προσαχθείσας μαρτυρίας υπό το φως των δικογραφημένων επίδικων θεμάτων, προβαίνει σε στερεά ευρήματα τα οποία αποτελούν και προοίμιο της απόφασης και τέλος ξεκάθαρα γίνεται αναγγελία του αποτελέσματος. Εδώ, ενόψει της επιλογής των Εφεσειόντων να μην προσφέρουν μαρτυρία, απόλυτο δικαίωμα τους, υπήρχαν αναμφισβήτητα πραγματικά γεγονότα και η αξιολόγηση της μαρτυρίας όπου αυτό ήταν αναγκαίο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι παράλογη ή χαρακτηρίζεται από αοριστία ή είναι αυθαίρετη ή δεν είναι πλήρης ώστε να μπορεί να επέμβει το Εφετείο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντελήφθη πλήρως και ορθά τα επίδικα θέματα, εξέτασε την όλη μαρτυρία ενώπιον του με πληρότητα και δίκαιο τρόπο, τα ευρήματα του στηρίζονται σε αξιόπιστη και μη αμφισβητηθείσα μαρτυρία, είναι πλήρως δικαιολογημένα και η υπόθεση εκδικάσθη σύμφωνα με τις νομολογιακές αρχές και Νόμο.
Δι' όλους τους πιο πάνω λόγους η Έφεση απορρίπτεται με €2.700 έξοδα εις βάρος των Εφεσειόντων και υπέρ της Εφεσίβλητης.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/γκ