ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A130
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 234/2012)
26 Μαρτίου, 2018
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΚΕΣΤΑ
2. ΕΙΡΗΝΗΣ ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΚΕΣΤΑ, το γένος ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ ΛΟΪΖΟΥ
3. ΜΑΡΙΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗ ΒΟΤΣΗ, το γένος ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ ΛΟΪΖΟΥ
4. ΔΗΜΗΤΡΗ ΒΟΤΣΗ
Εφεσείοντες/Εναγόμενοι 2, 3, 4, 5
και
ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ
Εφεσίβλητοι/Ενάγοντες
_ _ _ _ _ _
Α.Μαθηκολώνης, για τους εφεσείοντες/εναγομένους
Στ.Πολυβίου, (κα), για εφεσίβλητους/ενάγοντες
_ _ _ _ _ _
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες-εναγόμενοι 2, 3, 4 και 5 αντίστοιχα, επιδιώκουν να ανατρέψουν την πρωτόδικη απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερ. 12.3.2012 με την οποία εκρίθη ότι οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες απέδειξαν την απαίτηση εναντίον των εφεσειόντων. Με βάση αξιολόγηση που προηγήθηκε το Δικαστήριο έκρινε ότι οι μάρτυρες της πλευράς των εφεσιβλήτων ήσαν αξιόπιστοι, ενώ η Μ.Υ.1 (εναγόμενη Ειρήνη Κέστα) δεν παρείχε έρεισμα αξιοπιστίας. Ως αποτέλεσμα εξεδόθη απόφαση ως ακολούθως:
α) Εναντίον των Εναγομένων 2 και 4 (δηλαδή του Χριστάκη Κέστα και της Μαρίας Δημήτρη Βότση) για το ποσό των ΛΚ100.000 δηλαδή σε 170.861,31 μειωμένο κατά ΛΚ43.779,85 δηλαδή 74.802,82 πλέον τόκο προς 9% επί του εν λόγω ποσού από 27.4.04 μέχρι εξοφλήσεως με κεφαλαιοποίηση των τόκων 2 φορές το χρόνο την 30/06 και 31/12 κάθε έτους.
β) Εναντίον των Εναγομένων 3 και 5 (δηλαδή της Ειρήνης Χριστάκη Κέστα και Δημήτρη Βότση) για το ποσό των ΛΚ100.000 δηλαδή σε 170.861,31 πλέον τόκο προς 9% επί του εν λόγω ποσού από 27.4.04 μέχρι εξοφλήσεως με κεφαλαιοποίηση των τόκων 2 φορές το χρόνο την 30/06 και 31/12 κάθε έτους.
γ) Διάταγμα του Δικαστηρίου διατάσσον την πώληση του ενυπόθηκου κτήματος του περιγραφομένου στη παράγραφο 5 της Εκθέσεως Απαιτήσεως προς ικανοποίηση της απαίτησης και εξόδων.
Πλέον έξοδα τα οποία να υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Η ανταπαίτηση απορρίπτεται χωρίς διαταγή για έξοδα.
Να σημειωθεί ότι εναντίον της πρωτοφειλέτριας-εταιρείας η οποία ήταν η εναγόμενη 1 στην πρωτόδικη διαδικασία, δηλαδή η Today's Woman Cosmetics Ltd εξεδόθη εκ συμφώνου απόφαση την 1η.11.2006 για το ποσό των ΛΚ100,000 πλέον τόκο προς 9% επί του εν λόγω ποσού από 27.4.2004 μέχρι εξοφλήσεως. Η εφεσίβλητη τράπεζα με δήλωση της την ίδια ημερομηνία περιόρισε την απαίτηση εναντίον των εναγομένων 2, 3, 4 και 5 στο πιο πάνω ποσό πλέον τόκους.
Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης οι εφεσείοντες - εναγόμενοι 2-5 προβάλλουν 19 λόγους Εφέσεως. Ενόψει του μεγάλου αριθμού των λόγων έφεσης θεωρούμε αναγκαία την ομαδοποίηση τους κατά θέμα.
Α΄ Ομάδα - Λόγοι που αφορούν το έργο της αξιολόγησης
Με τον 1ον και 2ον λόγο έφεσης οι εφεσείοντες προβάλλουν ότι η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου στις σελ.28 και 29, σε σχέση με την οποία επιδίκασε σε βάρος των εφεσειόντων το ως άνω ποσό, πλέον τόκους ως άνω είναι εσφαλμένη και
αναιτιολόγητη, με βάση την ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία και είναι αποτέλεσμα εσφαλμένης, ανεπαρκούς, ελλιπούς και αντινομικής αξιολόγησης της ολότητας της ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρίας στην βάση των δικογραφημένων θέσεων και ισχυρισμών των διαδίκων.
Με τον 3ον λόγο εφέσεως οι εφεσείοντες προβάλλουν ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει την συμπεριφορά των εφεσίβλητων και τις, ενέργειες τους με βάση τις οποίες χωρίς την γνώση ή την συγκατάθεση των εφεσειόντων, τροποποίησαν τους όρους λειτουργίας του επίδικου λογαριασμού ή και επέτρεπαν να χρεωθεί ο επίδικος λογαριασμός με χρεωπιστώσεις που εγίνοντο καθ' υπέρβαση ή και κατά παράβαση των ρητών ή και εξυπακουόμενων όρων της επίδικης συμφωνίας αλλά και των αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγομένης 1 εταιρείας. Επρόκειτο για συμπεριφορά ή και ενέργειες που είχαν σαν συνέπεια να καταστήσουν τις εγγυήσεις των εφεσειόντων άκυρες ή και που συνιστούσαν νόμιμους λόγους για την ακύρωση ή και τον τερματισμό των εγγυήσεων των εφεσειόντων ή και στην απαλλαγή τους από τις εγγυήσεις με βάση τις πρόνοιες των άρθρων 92, 91 και 97 του Περί Συμβάσεως Νόμου, Kεφ.149.
Με τον 4ον λόγο εφέσεως οι εφεσείοντες θεωρούν, ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε και διέταξε την πώληση του επίδικου ενυπόθηκου ακινήτου προς ικανοποίηση της απαίτησης και των εξόδων των εναγόντων, είναι εσφαλ΅ένη και αδικαιολόγητη ΅ε βάση την ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ΅αρτυρία και είναι αποτέλεσ΅α εσφαλ΅ένης, ανεπαρκούς, ελλιπούς και αντινομική αξιολόγησης της ολότητας της ενώπιον του Δικαστηρίου ΅αρτυρίας στην βάση των δικογραφη΅ένων θέσεων και ισχυρισ΅ών των διαδίκων.
Με τον 10ον λόγο εφέσεως οι εφεσείοντες προβάλλουν, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα και αναιτιολόγητα, με βάση την ενώπιον του μαρτυρία, στην σελ.21 της πρωτόδικης απόφασης του, κατέληξε στο εύρημα ότι η εφεσείουσα αρ.2, προσπάθησε να αποκρύψει και δεν συμπεριέλαβε στις λίστες που ετοίμασε, (Τεκμ.34 ) τις επιταγές που έλαβε και εξαργύρωσε ο Δημήτρης Βότσης (εφεσείοντας αρ.4) και που αναφέρονται στην πρωτόδικη απόφαση.
Με τον 11ον λόγο εφέσεως οι εφεσείοντες προβάλλουν, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα παρέλειψε ή και απέτυχε να αξιολογήσει ή και λάβει υπόψη του δικαστικά ή και ορθά ή και δεόντως τα έγγραφα και γενικά όλη την γραπτή μαρτυρία που κατατέθηκε με βάση την διαδικασία της έκδοσης subpoena duces tecum.
Β΄ Ομάδα - Λόγοι που αφορούν την καθυστέρηση έκδοσης της απόφασης
Με τον 5ον λόγο εφέσεως οι εφεσείοντες προβάλλουν, ότι η υπέρμετρη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην εκδίκαση της αγωγής αλλά και στην έκδοση της πρωτόδικης απόφασης από την ημερομηνία επιφύλαξης της υπόθεσης, συνιστά παραβίαση του θεμελιώδους συνταγματικού δικαιώματος των εφεσειόντων για την διάγνωση των δικαιωμάτων τους εντός εύλογου χρόνου και γενικά των δικαιωμάτων τους για δίκαιη δίκη με βάση το ΄Αρθρο 30(2) του Συντάγματος και του ’ρθρου 6(1) της Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με αποτέλεσμα η πρωτόδικη απόφαση να καθίσταται άκυρη. Η απόφαση επιφυλάχθηκε στις 14.4.2010 και εξεδόθη στις 12.3.2012, δηλαδή δύο σχεδόν χρόνια αργότερα.
Με τον 6ον και 7ον λόγο έφεσης οι εφεσείοντες προβάλλουν, ότι όλα τα ευρήματα επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων και γενικά της μαρτυρίας των δύο πλευρών, στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι εσφαλμένα ή και ακροσφαλή ως αποτέλεσμα της μεγάλης καθυστέρησης στην εκδίκαση της αγωγής και την έκδοση της απόφασης μετά την επιφύλαξη της και της εκ του γεγονότος αυτού και της εκ των πραγμάτων πραγματικής ή και αντικειμενικής αδυναμίας του Δικαστηρίου να αξιολογήσει ή και να εκτιμήσει δικαστικά την μαρτυρία, κάτι που προϋποθέτει την δυνατότητα του Δικαστηρίου να λάβει υπόψη του και να αξιολογήσει τη μαρτυρία όπως αυτή προσφέρεται μέσα από τη ζωντανή ατμόσφαιρα της πρωτόδικης δίκη.
Γ΄ Ομάδα - Νομικοί Λόγοι - Πλημμέλεια ευρημάτων
Με τον 8ον λόγο εφέσεως οι εφεσείοντες προβάλλουν, ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο με βάση την ενώπιον του ΅αρτυρία στην ολότητα της απέτυχε να την αξιολογήσει ορθά και δικαστικά και παρέλειψε να προβεί σε διαπιστώσεις ή και ευρή΅ατα πάνω σε α΅φισβητούμενα γεγονότα ή και όλες θέσεις και υπερασπίσεις των εναγο΅ένων ΅ε αποτέλεσ΅α η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να ΅η περιέχει τις απαραίτητες δικαστικές κρίσεις πάνω σε όλα τα επίδικα θέ΅ατα ή και ζητή΅ατα και γενικά πάνω στις εκδοχές και εισηγήσεις των δύο πλευρών.
Με τον 9ον λόγο εφέσεως προσβάλλεται ως εσφαλμένο, το εύρη΅α του πρωτόδικου δικαστηρίου στην σελ.21 της απόφασης ΅ε το οποίο το δικαστήριο αποφάσισε ότι ΅ε βάση τις καταστάσεις του επίδικου λογαριασ΅ού και γενικά την ενώπιον του Δικαστηρίου ΅αρτυρία οι εφεσίβλητοι απέδειξαν εκ πρώτης όψεως ότι το οφειλό΅ενο ΅έχρι τις 27/4/2004 ποσό ΅ετά των δεδουλευ΅ένων τόκων ανήρχετο στο ποσό των Λ.Κ.104,222.12 πλέον τόκο προς 9% ετησίως από 27/4/04 επί του ποσού των Λ.Κ.101,238.58 ΅έχρι εξοφλήσεως και ότι ως εκ τούτου το αποδεικτικό βάρος απόδειξης ΅ετατίθεται ανεπίτρεπτα στους ώ΅ους των εναγο΅ένων 2, 3, 4 & 5 να το ανατρέψουν εκ πρώτης όψεως.
Με τον 12ον λόγο εφέσεως προσβάλλεται ως εσφαλμένο το πρωτόδικο εύρημα ότι δεν ετίθετο ζήτη΅α εξυπακουό΅ενου όρου της συ΅φωνίας σύ΅φωνα ΅ε την εισήγηση και την θέση των εφεσειόντων.
Με τον 14ον λόγο έφεσης προσβάλλονται ως λανθασμένα επιμέρους ευρήματα του Δικαστηρίου σε σχέση κυρίως με τη μη πίστωση στον επίδικο λογαριασμό συγκεκριμένων εμβασμάτων. Ενώ με τον 15ον λόγο πλήττεται το εύρημα του Δικαστηρίου ότι τα Τεκμήρια Ω1 και Ω6 αποτελούν ζητήματα πού δεν είναι ΅έρος της δικογραφίας και ότι η σχετική ΅αρτυρία θα αγνοηθεί.
Με τον 16ον λόγο εφέσεως οι εφεσείοντες προσβάλλουν, ότι το εύρη΅α του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες ε΅ποδίζονται λόγω κωλύ΅ατος να α΅φισβητούν την εξουσία της τράπεζας να τι΅ήσει επιταγές που υπογράφησαν από τον Ρολάνδο Λοϊζου χωρίς δεύτερη υπογραφή, για τους λόγους που προβάλλει το Πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι εύρη΅α εσφαλ΅ένο και αδικαιολόγητο. Με τον 17ον λόγο εφέσεως οι εφεσείοντες προβάλλουν, ότι το Πρωτόδικου Δικαστηρίου προέβηκε σε αξιολόγηση της ενώπιον του ΅αρτυρίας ΅ε βάση εσφαλ΅ένη ή και πεπλανη΅ένη αντίληψη ή και θεώρηση ως· προς την έννοια και την εφαρ΅ογή του γενικού βάρους απόδειξης και του αποδεικτικού βάρους απόδειξης ΅ε αποτέλεσ΅α να αποφασίσει εσφαλ΅ένα ότι ΅ε βάση την ενώπιον του ΅αρτυρία οι εφεσίβλητοι κατόρθωσαν να αποδείξουν το υπόλοιπο του τρεχου΅ένου λογαριασ΅ού και γενικά τους ισχυρισ΅ούς τους και περαιτέρω το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλ΅ένα αποφάσισε ότι το βάρος απόδειξης ΅εταφέρθηκε στους εναγο΅ένους για να αποδείξουν την ΅η ύπαρξη υπολοίπου στον επίδικο λογαριασ΅ό. Εντέλει με τον 19ον λόγο έφεσης οι εφεσείοντες προσβάλλουν, ως εσφαλμένη και αναιτιολόγητη την απόρριψη της ανταπαίτησης. (Σημειώνεται ότι ο 13ος και 18ος λόγος έφεσης έχουν αποσυρθεί).
Ξεκινούμε την εξέταση των λόγων έφεσης της Α΄ Ομάδας.
Είναι δεδομένο από την ίδια την έκθεση υπεράσπισης ότι οι εφεσείοντες, είχαν παραδεχθεί ότι η εφεσίβλητη/τράπεζα είχε παραχωρήσει στην πρωτοφειλέτρια - εναγόμενη το δάνειο και ότι οι ίδιοι υπέγραψαν ως εγγυητές.
Ο κύριος μάρτυρας που αποτέλεσε τη βάση των ευρημάτων του Δικαστηρίου ήσαν ο Χριστόδουλος Παπαλαμπριανού, (ΜΕ1) υπάλληλος της τράπεζας στο τμήμα προβληματικών λογαριασμών. ΄Ηταν ένας εκ των υπευθύνων για την εποπτεία της κίνησης του επίδικου λογαριασμού. Αναφέρθηκε στην έγγραφο συμφωνία της εναγομένης 1 με την τράπεζα και την εγγύηση που δόθηκε από τους εφεσείοντες για το όριο τρεχουμένου λογαριασμού. Η εγγύηση δόθηκε δυνάμει συμφωνιών - τεκμ.3 και 4. Προς περαιτέρω εξασφάλιση υποθηκεύθηκε προς όφελος της τράπεζας κτήμα των εφεσειόντων (εναγομένων 3 και 4). Ο μάρτυρας κρίθηκε αξιόπιστος εφόσον σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο έδιδε πειστικές απαντήσεις στις ερωτήσεις και δεν υπήρχε οτιδήποτε στη μαρτυρία του από το οποίο να προκύπτει ότι δεν είπε την αλήθεια. Παρατηρείται επίσης από τα πρακτικά ότι δεν αμφισβητήθηκε ουσιαστικά η κύρια βάση της μαρτυρίας του. Επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε αξιόπιστη τη μαρτυρία της Α. Ευαγγέλου (ΜΕ2) υπαλλήλου της Τράπεζας Κύπρου που επίσης κατάθεσε για τις συμφωνίες και άλλα τεκμήρια.
Η κα Ματθαίου (ΜΕ3) υπάλληλος του κτηματολογίου που κατάθεσε τις δύο επίδικες υποθήκες δεν αντεξετάστηκε και ομοίως έγινε αποδεκτή η μαρτυρία της.
Ο Μ.Γεωργίου (ΜΕ4) υπάλληλος επίσης της τράπεζας κατάθεσε καταστάσεις λογαριασμών και ο Π.Μαρδουλίδης (ΜΕ5) υπάλληλος στο τμήμα, Corporate Banking, της τράπεζας. Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε σε λεπτομέρειες στη μαρτυρία τους και στα έγγραφα-τεκμήρια που τη στήριξε και εξήγησε γιατί τα αποδέχθηκε.
Ακόμη, ο Μιχάλης Χ΄Καλλής διευθυντής στο τμήμα δικαστικών υποθέσεων της τράπεζας κλητεύθηκε από τους εφεσείοντες με τη διαδικασία Subpoena Duces Tecum και παρουσίασε διάφορα έγγραφα.
Την ΜΥ1 εφεσείουσα Ειρήνη Κέστα το Δικαστήριο δεν την αποδέκτηκε και εξηγεί:
«Για τους Εναγόμενους 2,3,4 και 5 πρόσφερε μαρτυρία ως Μ.Υ.1 η Εναγόμενη 3. Εξέτασα με προσοχή την μαρτυρία της και διατηρώ τις επιφυλάξεις μου όσον αφορά την ειλικρίνεια της. Προσπάθησε να αποκρύψει και δεν συμπεριέλαβε στις λίστες που ετοίμασε Τεκμ. 34 τις επιταγές που έλαβε και εξαργύρωσε ο Δημήτρης Βότσης (Εναγόμενος 5) που φέρουν την υπογραφή του Ρ. Λοϊζου μόνο, ενώ θα έπρεπε να φέρουν 2 υπογραφές. Είναι οι επιταγές με αρ. 29601593 ημερ. 28.6.2002 για το ποσό των ΛΚ200, η επιταγή με αρ. 29601592 ημερ. 28.6.2002 για το ποσό των ΛΚ400 και η επιταγή με αρ. 32442907 ημερ. 28.6.2002 για το ποσό των ΛΚ1000. Επίσης όταν της υπεδείχθη ότι στις 10.7.02 έλαβε την επιταγή με αρ. 32442910 για ΛΚ56.14 με μόνη την υπογραφή του Ρ. Λοϊζου παρατήρησε ότι θεωρούσε πως μπορούσε να φέρει μόνο μια υπογραφή. Ενώ επιταγές που εκδόθηκαν προς τον Διευθυντή Εσωτερικών Προσόδων, προς τον Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων και προς το Φ.Π.Α. και έφεραν μιαν υπογραφή, δήλωσε πως δεν γνώριζε αν εκδίδοντο για τους σκοπούς της εταιρείας.
Ο Ρολάνδος Λοϊζου που θεωρείται μάρτυρας των Εναγομένων αντεξεταζόμενος επιβεβαίωσε την υπογραφή του σε επιταγές των Τεκμ. Ω(2) και Ω(5)».
Διαφάνηκε από την όλη εξέλιξη της διαδικασίας ότι τα επίδικα θέματα, που ήσαν τω όντι αμφισβητούμενα, ήσαν μόνο δύο.
- Πώς λειτουργούσε η επίδικη συμφωνία και η συμφωνία εγγυήσεων στην πράξη και
- εάν οι εφεσίβλητοι λειτουργούσαν τον επίδικο λογαριασμό και τον χρεωπίστωναν σύμφωνα με την απόφαση ή αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της πρωτοφειλέτριας εταιρείας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι:
Με την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας δανείου Τεκμ. 1 στις 21.3.2000 καταρτίστηκε επίσης το Τεκμ. 32 το οποίο αποτελεί την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Εναγομένης 1 με την οποία εξουσιοδοτούνται οι Ειρήνη Κέστα, Μαρία Βότση και Δημήτρης Βότσης ξεχωριστά ο καθένας να διαχειρίζονται και να δεσμεύουν με την υπογραφή τους τη λειτουργία του επίδικου λογαριασμού.
Ακολούθως στις 30.7.2001 λήφθηκε μια δεύτερη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγομένης 1 (Τεκμ. 33) με την οποία τροποποιήθηκε η προηγούμενη απόφαση (Τεκμ. 32) με την οποία καθορίστηκε ότι ο λογαριασμός της εναγομένης 1 θα μπορούσε να δεσμεύεται μόνο με την υπογραφή του Ρολάνδου Λοϊζου μαζί με ένα εκ των Μαρίας Βότση, Ειρήνης Κέστα και Αλέξανδρου Κέστα.
Τελικώς στις 15.10.2002 η προηγούμενη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγομένης 1 καταργήθηκε και από την κοινοποίηση της νέας (Τεκμ. 15) στην Τράπεζα την 1.11.2002 η δέσμευση της εναγομένης 1 μπορούσε να γίνει μόνο με την υπογραφή του Ρολάνδου Λοϊζου.
Επομένως, όπως ορθά παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, η εξουσιοδότηση κατά περιόδους είχε ως εξής:
(α) από τις 21.3.2000 μέχρι 29.7.2001 η διαχείριση του επίδικου λογαριασμού της εναγομένης 1 γινόταν μόνο με την υπογραφή ενός εκ των Ειρήνης Κέστα, Μαρίας Βότση και Δημήτρη Βότση ξεχωριστά (βλ. Τεκμ. 32),
(β) από τις 30.7.2001 μέχρι 1.11.2002 η διαχείριση του επίδικου λογαριασμού της εναγομένης 1 γινόταν από τον Ρολάνδο Λοϊζου μαζί με ένα εκ των Μαρίας Βότση, Ειρήνης Κέστα και Αλέξανδρου Κέστα (βλ. Τεκμ. 33),
(γ) από την 1.11.2002 την διαχείριση και την δέσμευση του είχε μόνο ο Ρολάνδος Λοϊζου με την υπογραφή του (βλ. Τεκμ. 15).
Στη συνέχεια, οι εφεσείοντες με επιστολή τους προς την Τράπεζα ημερ. 26.11.2002 ζήτησαν να απαλλαγούν από τις δοθείσες εγγυήσεις τους. Η Τράπεζα με επιστολή της ημερ. 27.11.2002 προς την εναγομένη 1 ακύρωσε το όριο του επίδικου λογαριασμού και πληροφόρησε τους εφεσείοντες ότι τους θεωρεί υπεύθυνους για τις υποχρεώσεις της εναγομένης 1. Η εναγομένη 1 με επιστολή της ημερ. 28.11.2002 πληροφορούσε την Τράπεζα ότι είχε αποφασίσει να κλείσει τον επίδικο λογαριασμό και σε περίπτωση οποιουδήποτε εμβάσματος να μην πιστώνεται και να ειδοποιείται αυτή.
Η τράπεζα με επιστολή της ημερ. 6.3.2003 προς τους εναγομένους τερμάτισε την λειτουργία του επίδικου λογαριασμού και τους κάλεσε όπως εξοφλήσουν ολόκληρο το χρεωστικό υπόλοιπο του.
Δεν έχουμε εντοπίσει ο,τιδήποτε το μεμπτό στη διεργασία σκέψης του Δικαστηρίου. Αντιθέτως, με ενάργεια κατέταξε τις επίδικες επιταγές σε συνάρτηση με το χρόνο και το περιεχόμενο της σχετικής εξουσιοδότησης της εταιρείας για τη λειτουργία του λογαριασμού και ορθά κατέληξε στα ευρήματα του. Θεωρούμε ότι δεν έχει ουσιαστική σημασία το πώς θα χαρακτήριζε το Δικαστήριο την υποχρέωση της τράπεζας να λειτουργήσει σε σχέση με τις χρεωπιστώσεις του λογαριασμού, ως εξυπακουόμενο ή άλλως πως όρο, αφού εν τοις πράγμασι δέχθηκε ότι οι εφεσίβλητοι θα έπρεπε στα επιμέρους θέματα που αφορούσαν τη διαχείριση του λογαριασμού να λάβουν υπόψη τις σχετικές εξουσιοδοτήσεις ως άνω. Εκτός βεβαίως εκεί που οι ίδιοι οι εφεσείοντες ως διαχειριστές του λογαριασμού αποδέχονταν τις σχετικές χρεωπιστώσεις.
Πλήρως δε αιτιολογημένα ανέφερε πως δέχεται τη θέση της τράπεζας, για κώλυμα, αμφισβήτησης των ποσών που είχαν χρεωθεί ως άνω στο λογαριασμό της εναγομένης 1 μόνο σε συνάρτηση με τους εναγομένους 3 και 5. Εν αντιθέσει θεώρησε ότι δεν στοιχειοθετείται κάτι τέτοιο για τους εναγομένους 2 και 4 για τους οποίους μείωσε αντίστοιχα το ποσό κατά ΛΚ43,799.85.
Το αιτιολόγησε δε ως εξής:
«Οι Εναγόμενοι 3 και 5 όπως είναι εύρημα μου εξαργύρωσαν ως δικαιούχοι επιταγές της Εναγομένης 1 που υπέγραψε ο Ρολάνδος Λοϊζος ενώ δεν ήταν εξουσιοδοτημένος (βλ. Λαϊκή Κυπρ. Τράπεζα Λτδ ν. Λ. Χαριλάου Λτδ κ.ά. (πιο πάνω, London Intercontinental Trust Ltd v. Barclays Bank Ltd [1980] 1 Lloyds´ Rep. 241 και για μια ευρύτερη ανάλυση δέστε το Σύγγραμμα Ellinger´s Modern Banking Law 4th ed. σελ. 442-449).
Οι Εναγόμενοι 2 και 4 δικαιούνται λόγω της λανθασμένης πληρωμής των επιταγών που κατέγραψε η Μ.Υ.1 στο Τεκμ. 34 και που συμποσούνται στις ΛΚ43.779,85 σε αφαίρεση του εν λόγω ποσού από το οφειλόμενο (βλ. Τσιακλίδης ν. Τράπεζα Κύπρου Λτδ (2005) 1 ΑΑΔ 768).»
Η αιτιολογία είναι πειστική και οι εφεσείοντες έχοντας το βάρος, δεν μας έπεισαν για το εσφαλμένο της κρίσης.
Ερχόμενοι να εξετάσουμε στη συνέχεια την Β΄Ομάδα των λόγων έφεσης, για την καθυστέρηση εκδίκασης και της έκδοσης της απόφασης από την ημερομηνία επιφύλαξης της και το παράπονο ότι αυτή η καθυστέρηση επέδρασε επί του έργου της αξιολόγησης, παρατηρούμε ότι ακριβώς στην ουσία του το όλο θέμα συναρτάται με το εάν το έργο της αξιολόγησης και η διεργασία της σκέψης του Δικαστηρίου παρουσιάζονται συγκροτημένα και επαρκή, με έμφαση στο ερώτημα εάν ο διαρρεύσας χρόνος επηρέασε ή επέδρασε επί της επάρκειας του έργου. Παρόμοιο θέμα είχαμε εξετάσει στην υπόθεση Εργατίδης ν. Γεν.Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Πολ.έφ.293/12, 7.2.2018, ECLI:CY:AD:2018:A67 όπου αναφέραμε τα εξής:
"Περαιτέρω, τέθηκε πως η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ο χρόνος που παρήλθε δεν αποτέλεσε εμπόδιο ούτε επηρέασε δυσμενώς τον εφεσείοντα ή το Δικαστήριο στην εξέταση και λήψη απόφασης, είναι εσφαλμένη. Η καθυστέρηση ήταν αδικαιολόγητα μεγάλη. Όμως όπως έχει νομολογηθεί, δεν οδηγεί αφ΄εαυτής σε ακυρότητα της απόφασης. Δεν έχει καθόλου καταδειχθεί ότι η καθυστέρηση είχε ως αποτέλεσμα την εσφαλμένη εκτίμηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων".
Παρά τη δυσαρέσκεια μας για το γεγονός πως πέρασε τόσος χρόνος, για έκδοση της απόφασης, το θέμα πρέπει να κριθεί υπό το πρίσμα του πιο πάνω ερωτήματος, όπως διατυπώνεται και στην Εργατίδης (ανωτέρω). Δεν έχουμε καμία αμφιβολία να διαπιστώσουμε ότι κανένα ρήγμα ή κενό δεν παρατηρείται ούτε στην αντίληψη του Δικαστηρίου, ούτε στη δομή της σκέψης και της κατάληξης του.
Συνεπώς οι λόγοι έφεσης και αυτής της ομάδας απορρίπτονται.
Σε συνάρτηση με τους λόγους της Γ΄ Ομάδας, εξετάζοντας τους προσεκτικά, ένα προς ένα, έχουμε την πεποίθηση πως συναρτώνται άμεσα ή έμμεσα με το έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας το οποίο ήδη εκρίθη θετικά, ώστε να μην έχει ουσιαστικό αντίκρισμα η πλειονότητα των λόγων έφεσης αυτής της ομάδας. Τα επιμέρους ευρήματα του Δικαστηρίου δεν μπορούν να πληγούν αφού στηρίζονται σε ανάλογα αποδεκτή μαρτυρία και ορθή νομική κατάταξη. Επίσης ο λόγος έφεσης επί του βάρους της απόδειξης, είναι εντελώς θεωρητικού χαρακτήρα, αφού εντέλει είναι η αξιοπιστία των μαρτύρων που καθόρισε το θέμα και τα ευρήματα του Δικαστηρίου συναρτώνται με αυτή. Εξάλλου μέρος της κύριας θέσης της υπεράσπισης έγινε αποδεκτό για δύο εναγομένους ως προς τη μείωση του ποσού ως άνω. Το ίδιο ισχύει για την γραπτή μαρτυρία που κατατέθηκε με βάση τη διαδικασία έκδοσης subpoena duces tecum, αφού διαφάνηκε ότι τα έγγραφα αυτά απασχόλησαν πρωτοδίκως κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας.
Για το θέμα του κωλύματος ήδη αναφερθήκαμε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με ορθή αναφορά στη νομολογία κατέταξε νομικά τις πιο πάνω πράξεις και ορθά εφάρμοσε τις αρχές του κωλύματος λόγω παραστάσεως. (βλ. Ιωάννου ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1999)1 Α.Α.Δ. 1522 και το Σύγγραμμα Nokes "Introduction to Evidence" 3rd ed. p.208). Oρθή επίσης ήταν η αντίληψη του ότι η μη συμπερίληψη του κανόνα του κωλύματος στη δικογραφία, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, δεν αποστερούσε από τους εφεσίβλητους το δικαίωμα να το εγείρουν. {Βλ. Stylianou v. Papacleovoulou (1982) 1 C.L.R. 542 (552)}. Περαιτέρω, ορθά και με αναφορά στην αποδεκτή μαρτυρία, εκρίθη τόσο η ισχύς των συμφωνιών, και των υποθηκών όσο και το υπόλοιπο του λογαριασμού, δυνάμει των σχετικών καταστάσεων και της μαρτυρίας. Εν πάση περιπτώσει, οι όλες συνθήκες της υπόθεσης και τα δεδομένα που προβλήθηκαν δεν συνηγορούσαν υπέρ της απαλλαγής των εγγυητών, ως η εισήγηση της υπεράσπισης δυνάμει του άρθρου 97 του περί Συμβάσεως Νόμου και ή άλλως πως. Αναφορικά δε με τα τεκμήρια Ω1-Ω6 δεν έχουμε πεισθεί από τους εφεσείοντες ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα «τα μεταχειρίστηκε».
Οι εφεσείοντες επανέρχονται και δια των λόγων αυτής της ομάδας στο θέμα του «εξυπακουόμενου» όρου της συμφωνίας για το θέμα της λειτουργίας του επίδικου λογαριασμού. Παρά το ότι από την εξέταση των λόγων έφεσης της Α΄Ομάδας προκύπτει η ορθότητα της πρωτόδικης δικανικής κρίσης επ΄αυτού, θα επαναλάβουμε ότι υιοθετούμε την προσέγγιση του Δικαστηρίου ότι στην παρούσα υπόθεση δεν τίθεται ζήτημα εξυπακουόμενου όρου, για τους λόγους που αναλυτικά παρατίθενται στην πρωτόδικη απόφαση.
΄Οπως βέβαια προκύπτει από την απόρριψη των θέσεων των εφεσειόντων, η ανταπαίτηση, ως εκ της μη υιοθέτησης της μαρτυρίας των εφεσειόντων, έπρεπε να απορριφθεί, όπως και έγινε.
Συνεπώς και οι λόγοι αυτής της ομάδας απορρίπτονται.
Στη βάση της πιο πάνω κρίσης μας η έφεση απορρίπτεται στην ολότητα της με έξοδα 2,500 πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, υπέρ των εφεσιβλήτων.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.