ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A71
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 398/2011
12 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2018
(ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στες)
ΜΕΤΑΞΥ:
ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ
ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΑΣ/ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ
και
ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ/ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ
--------------------
Α.Μ. Κλεάνθους, για την Εφεσείουσα
Κ. Κνώφος, για Κώστας Π. Δημητριάδης ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο
-------------------------------------
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Παρπαρίνο, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ. Η Εφεσείουσα/Ενάγουσα με αγωγή που κατεχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, αξίωνε εναντίον του Εφεσίβλητου/Εναγομένου τις ακόλουθες θεραπείες:
"Α. £5,308.01 ως οφειλόμενο υπόλοιπο λογαριασμού και/ή ως υπόλοιπο χρηματιστηριακών συναλλαγών και/ή ως η αξία αγοράς 13.000 μετοχές που έγινε την 12.09.2000.
Β. Ποσό £2,060.30 τόκοι μέχρι 30.6.2005 πλέον τόκο 11,50% ετησίως κεφαλαιοποιούμενου την 30η Ιουνίου και 31ην Δεκεμβρίου κάθε χρόνου μέχρι εξοφλήσεως, επί ποσού £7,368.31 από 01.07.2005 μέχρι εξοφλήσεως.
Γ. Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσεται η πώληση, ρευστοποίηση και/ή διάθεση δια δημοσίου πλειστηριασμού 8.000 μετοχών της Δωδώνης Εταιρεία Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου Λτδ, 4.800 μετοχών της εταιρείας Luis Cruises Line Ltd και 11.500 μετοχών της Πανδώρα Επενδύσεις Λτδ προς ικανοποίηση του χρέους και/ή της απαίτησης."
Μετά από ακροαματική διαδικασία, κατά την οποία κατέθεσε μόνο μία μάρτυρας για την Εφεσείουσα, το πρωτόδικο Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 8.9.2011 απέρριψε την αγωγή για δύο λόγους:
(α) Απουσία μαρτυρίας για το τι ακριβώς περιλάμβανε η ανάληψη και μεταφορά εργασιών από την Εθνική Χρηματιστηριακή Κύπρου Λτδ στην Ενάγουσα και αν ακόμη ήθελε διαφανεί ότι μεταξύ της Εθνικής Χρηματιστηριακής Κύπρου Λτδ και του Εφεσίβλητου υπήρξε συμφωνία, με ποια στοιχεία οι Ενάγοντες νομιμοποιούνταν να εγείρουν την αγωγή εναντίον του και να αξιώνουν το οφειλόμενο προς την Εθνική Χρηματιστηριακή Κύπρου Λτδ ποσό.
(β) Δεν έχει αποδεικτεί ότι ο Εφεσίβλητος με οποιοδήποτε τρόπο είτε προσωπικά είτε μέσω του Κυριάκου Χαραλάμπους έδωσε οδηγίες στην Εθνική Χρηματιστηριακή Κύπρου Λτδ για αγορά μετοχών.
Προσβάλλεται η πιο πάνω απόφαση από την Ενάγουσα ως εσφαλμένη για τέσσερις λόγους. Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ακολούθησε λανθασμένη νομική προσέγγιση και εφάρμοσε λανθασμένα νομικά κριτήρια για να αποφασίσει κατά πόσο η Ενάγουσα δεν είχε αγώγιμο δικαίωμα. Με το δεύτερο λόγο ότι εσφαλμένα και αδικαιολόγητα αποφάσισε ότι η Εφεσείουσα όφειλε να παρουσιάσει το άτομο που έλαβε εντολή αγοράς των μετοχών αγνοώντας το γεγονός ότι σε μεγάλες εταιρείες όπως η Εφεσείουσα, το αρχείο που τηρείται είναι επαρκής μαρτυρία. Με τον τρίτο λόγο προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψιν του ότι ενώπιον του είχε μόνο τη μαρτυρία της Εφεσείουσας καθότι ο Εφεσίβλητος δεν προσκόμισε μαρτυρία προς υποστήριξη της υπεράσπισης του και τέλος, με τον τέταρτο λόγο προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και κατά παράβαση συνταγματικής επιταγής δεν αιτιολόγησε για ποιο λόγο δεν έλαβε υπόψιν την περιστατική μαρτυρία και γενικά ότι η αιτιολογία της απόφασης είναι ελλιπής και ανεπαρκής.
Εξετάσαμε με πολλή προσοχή τα όσα τέθησαν και υποστηρίχθησαν ενώπιον μας από τους ευπαίδευτους συνηγόρους.
Η πρωτόδικος Δικαστής, αναφορικά με το ζήτημα που εγείρεται με τον πρώτο λόγο κατέληξε ότι η Εφεσείουσα δεν νομιμοποιείτο στην έγερση της αγωγής με το ακόλουθο σκεπτικό:
"Στην προκειμένη περίπτωση με δεδομένο ότι οι ενάγοντες βασίζουν την αγωγή τους σε συμφωνία που έγινε μεταξύ της Εθνικής Χρηματιστηριακής Κύπρου Λτδ και του εναγόμενου και όχι απευθείας μαζί τους, όφειλαν να αποδείξουν ότι υπεισήλθαν στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της Εθνικής Χρηματιστηριακής Κύπρου Λτδ αλλά και τον τρόπο που αυτό έγινε ώστε να νομιμοποιούνται στην έγερση της αγωγής για διευκόλυνση/πίστωση που σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των εναγόντων παραχωρήθηκε από την Εθνική Χρηματιστηριακή Κύπρου Λτδ στον εναγόμενο.
Από την ενώπιον μου μαρτυρία, δεν προκύπτει κάτι περισσότερο ή λιγότερο από το γεγονός της ανάληψης και μεταφοράς των εργασιών της Εθνικής Χρηματιστηριακής Κύπρου Λτδ στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ.
Το άρθρο 2 του περί Μεταβίβασης Τραπεζικών Εργασιών και Εξασφαλίσεων Νόμου 64(1)/97, καθορίζοντας τον όρο «μεταβιβαζόμενες εργασίες και επιχείρηση της εξαγορασθείσας Τράπεζας» αναφέρεται σε στοιχεία του ενεργητικού και παθητικού «όπως καθορίζονται στην σχετική συμφωνία μεταξύ εξαγορασθείσας Τράπεζας και αποκτώσας Τράπεζας.». Επομένως από μόνη της η πιο πάνω νομοθετική πρόνοια δεν είναι ικανοποιητική μαρτυρία ως προς το τι προνοούσε η συμφωνία μεταξύ των δύο τραπεζών.
Θα μπορούσε βέβαια, η απόδειξη του τι ακριβώς κάλυπτε η συμφωνία των δύο τραπεζών και κατά πόσο κάλυπτε την επίδικη συναλλαγή να ικανοποιείτο με την παρουσίαση στο Δικαστήριο της Γνωστοποίησης που απαιτεί το άρθρο 3 του προαναφερθέντα Νόμου, κάτι που δεν έπραξαν οι ενάγοντες. Σύμφωνα με το πιο πάνω άρθρο «Η δημοσίευση της γνωστοποίησης σύμφωνα με την παράγραφο (1) πιο πάνω θα αποτελεί τελεσίδικη μαρτυρία της μεταβίβασης και του χρόνου μεταβίβασης και φωτοτυπία ή άλλης μορφής αναπαραγωγή της σελίδας ή μέρους της σελίδας της Επίσημης Εφημερίδας της Κυπριακής Δημοκρατίας που περιέχει την εν λόγω γνωστοποίηση από το Γραμματέα της αποκτώσας Τράπεζας θα αποτελεί μαρτυρία της δημοσίευσης της γνωστοποίησης».
Συνεπώς, στην απουσία μαρτυρίας για το τι ακριβώς περιλαμβάνει αυτή η ανάληψη και μεταφορά εργασιών και αν ακόμα ήθελε διαφανεί ότι μεταξύ της Εθνικής Χρηματιστηριακής Κύπρου και του εναγόμενου υπήρξε συμφωνία, παραμένει το ερώτημα στην βάση ποιων στοιχείων οι ενάγοντες νομιμοποιούνται να εγείρουν την παρούσα αγωγή εναντίον του και να αξιώνουν το οφειλόμενο προς την Εθνική Χρηματιστηριακή Κύπρου Λτδ ποσό.
Συνεπακόλουθα, η πιο πάνω αποτυχία των εναγόντων διαγράφει και την τύχη της αγωγής η οποία οδηγείται σε απόρριψη. "
Διέφυγε όμως της πρωτόδικου Δικαστού ότι εδώ δεν επρόκειτο περί Μεταβίβασης Τραπεζικών Εργασιών και Εξαγορά Τράπεζας, αλλά αγορά των εργασιών Χρηματιστηριακής Εταιρείας .
Η διανοητική εργασία, συνεπώς, του πρωτόδικου Δικαστηρίου για να καταλήξει ως ανωτέρω, κρίνεται εσφαλμένη. Εσφαλμένη, επίσης, κρίνεται η διαπίστωση της ότι δεν προσήχθη μαρτυρία αναφορικά με το αντικείμενο της συμφωνίας αγοράς των εργασιών της Εθνικής Χρηματιστηριακής Κύπρου Λτδ από την Ενάγουσα. Η Μ.Ε.1 στην αντεξέταση της ανέφερε ότι "είχε ανάμειξη στην μεταφορά όλων των πελατών που διατηρούσαν κωδικό ή λογαριασμό με την Εθνική Χρηματιστηριακή Κύπρου. Ήταν υπεύθυνη στο να γίνουν ορθά όλες οι διαδικασίες της μεταφορά του πελατολογίου από την Εθνική Χρηματιστηριακή στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Κύπρου" και ότι ήταν "δική της αρμοδιότητα, ήταν υπεύθυνη στην μεταφορά του πελατολογίου..."
Η πιο πάνω μαρτυρία αν και επισημάνθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο και αναφέρθηκε στην απόφαση του, εντούτοις εκτιμήθηκε λανθασμένα ότι δηλαδή η Ενάγουσα δεν υπεισήλθε στα δικαιώματα και υποχρεώσεις της Εθνικής Χρηματιστηριακής Κύπρου Λτδ. Δεδομένης της παραδοχής της Υπεράσπισης, με δήλωση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι στις 20.2.2003 οι Ενάγοντες ανέλαβαν τις εργασίες της Εθνικής Χρηματιστηριακής Κύπρου Λτδ διερωτούμαστε ποια άλλη μαρτυρία αναζητούσε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Με την αγορά των εργασιών της Εθνικής Χρηματιστηριακής Κύπρου Λτδ υπό της Ενάγουσας και μεταφορά του πελατολογίου της πρώτης στη δεύτερη, χωρίς να αναφέρεται οιαδήποτε εξαίρεση ή επιφύλαξη, δεν παραμένει καμία αμφιβολία ότι η Ενάγουσα υποκατάστησε την Εθνική Χρηματιστηριακή Κύπρου Λτδ σ' όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις της (step in her shoes). Η νομιμοποίηση, συνεπώς, της Ενάγουσας στην έγερση της αγωγής ήταν φυσική απόρροια της άνω αγοράς.
Ο πρώτος λόγος Έφεσης επιτυγχάνει.
Τους υπόλοιπους τρεις λόγους θα τους συνεξετάσουμε καθότι συμπλέκονται και αφορούν ουσιαστικά την υπό του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιμετώπιση της προσφερθείσας υπό της Ενάγουσας μαρτυρίας.
Ένα από τα τεκμήρια που κατατέθησαν στο πρωτόδικο Δικαστήριο είναι και η υπό της Εφεσείουσας τηρουμένη κατάσταση λογαριασμού/Χρηματιστηριακή μερίδα που αφορά τον Εφεσίβλητο, Τεκμήριο 3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σχετικά με το Τεκμήριο 3 αναφέρει τα ακόλουθα στη σελ. 24 της απόφασης του:
"Από την μαρτυρία που έχει κατατεθεί ενώπιον μου και από την παράλειψη αντεξέτασης ως προς την ορθότητα ή νομιμότητα τήρησης του Τεκμηρίου 3, βρίσκω ότι η Χρηματιστηριακή μερίδα/Χρηματιστηριακός λογαριασμός (Τεκμήριο 3), κατατέθηκε δεόντως: τηρήθηκαν όλες οι προϋποθέσεις του περί Αποδείξεως Νόμου. Η νομιμότητα και η ορθότητα των καταγεγραμμένων συναλλαγών κατά τον ουσιώδη χρόνο, παρέμεινε αδιαμφισβήτητη. Δοθέντων πιο πάνω, καταλήγω ότι έχει αποδειχτεί, ανεξαρτήτως των πιο πάνω διαπιστώσεων μου που αφορούν την ύπαρξη συμφωνίας κτλ, ότι το ποσό που αναφέρεται στο Τεκμήριο 3 είναι το ποσό που αφορά τις συναλλαγές που έγιναν στις 12/9/2010 για την αγορά των μετοχών που περιγράφονται σε αυτό, το οποίο όμως διαφέρει από αυτό που αξιώνουν οι ενάγοντες στην παρ. Α της έκθεσης απαίτησης τους. "
Παρατηρούμε κατ' αρχήν ότι η διαπίστωση της, ότι το ποσό που αφορά τις συναλλαγές που έγιναν στις 12.9.2000 (και όχι 2010 ως λανθασμένα αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση) για την αγορά των μετοχών που περιγράφονται σ' αυτό διαφέρει από το ποσό που αξιώνεται με την θεραπεία "Α" στην Έκθεση Απαίτησης, είναι λανθασμένη. Από την εξέταση του Τεκμηρίου 3, διαπιστώνουμε ότι το οφειλόμενο ποσό στις 2.11.2001 είναι £5.308,01 και οι οφειλόμενοι τόκοι είναι £2.060,30 μέχρι 30.6.2005. Αμφότερα τα ποσά αυτά είναι ταυτόσημα προς τις αιτούμενες θεραπείες "Α" - "Β" στην Έκθεση Απαίτησης. Περαιτέρω, η αποδοχή του Τεκμηρίου 3 υπό της πρωτόδικου Δικαστού, ως αντίγραφο Τραπεζικού Βιβλίου, θα έπρεπε να οδηγήσει και στην αντιμετώπιση την οποία ο ίδιος ο Νόμος περί τούτου προβλέπει. Ο Περί Αποδείξεως Νόμος ΚΕΦ. 9, Άρθρο 22 προβλέπει:
"Τραπεζικά βιβλία
22.(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, αντίγραφο καταχώρισης σε τραπεζικά βιβλία γίνεται δεκτό σε όλες τις νομικές διαδικασίες ως εκ πρώτης όψεως απόδειξη τέτοιας καταχώρισης και των θεμάτων, δοσοληψιών και λογαριασμών που είναι καταχωρισμένα σ΄ αυτό."
Συνεπώς, η μαρτυρία αυτή αποδεικνύει την υπόθεση της Ενάγουσας εκτός εάν ανατρέπεται από άλλη μαρτυρία που ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι αυτή ανταποκρίνεται στην αλήθεια των πραγμάτων. Εδώ, ουδεμία άλλη μαρτυρία προσεφέρθη. Ο Εναγόμενος επέλεξε, όπως ήταν δικαίωμα του, να μην καταθέσει και να μην καλέσει μάρτυρα για υπεράσπιση του. (βλ. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Γιώργος Οικονόμου Π.Ε. 335/2009 ημερ. 17.10.2014, ECLI:CY:AD:2014:A786)
Τα ίδια, πιο πάνω, ισχύουν και για το Τεκμήριο 4 το οποίο είναι κατάσταση λογαριασμού της Ενάγουσας ημερ. 30.11.2005 όπου αναφέρεται ότι ο Εφεσίβλητος οφείλει το ποσό των £5.308,01.
Δοθέντων των πιο πάνω, αλλά και των άλλων τεκμηρίων ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπως το Τεκμήριο 5 που είναι Τραπεζική Επιταγή του Εναγομένου ημερ. 23.9.2000 με δικαιούχο την Εθνική Χρηματιστηριακή για το ποσό των £5.350, η οποία να σημειωθεί δεν τιμήθηκε για λόγους που αφορούν τον Εκδότη/Εφεσίβλητο και επίσης αναφέρεται και στην κατάσταση λογαριασμού Τεκμήριο 3, το Τεκμήριο 6 που είναι σύμβαση ενέχυρου και πληρεξούσιο έγγραφο ημερ. 15.1.2001 με την οποία ο Εφεσίβλητος ενεχυριάζει αριθμό μετοχών του σε τρεις εταιρείες για εξασφάλιση οφειλών του προς την Εθνική Χρηματιστηριακή Κύπρου Λτδ, δεν έπρεπε παρά να ικανοποιήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η εκδοχή της Ενάγουσας ήταν πιο πιθανή παρά όχι, με αποτέλεσμα να δικαιούται σε απόφαση (βλ. Μπούλος Μαρσές κ.α. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 1858). Εδώ υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μόνο μια εκδοχή ως προς τα γεγονότα η οποία εξεταζόμενη υπό το τεκμήριο που δημιουργεί το Άρθρο 22 του ΚΕΦ. 9 (άνω) και των υπόλοιπων Τεκμηρίων, Τεκμήρια 4, 5 και 6, ήταν αρκετά για να αποδείξουν την υπόθεση στο αναγκαίο επίπεδο.
Η Έφεση επιτρέπεται και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και αντικαθίσταται με την ακόλουθη απόφαση:
Απόφαση και Διάταγμα υπέρ της Εφεσείουσας και εναντίον του Εφεσίβλητου ως η Αξίωση υπό (Α), (Β), (Γ) πλέον έξοδα τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ' Έφεση όπως αυτά θα υπολογιστούν αντίστοιχα από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/γκ