ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A76
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 272/2012)
13 Φεβρουαρίου 2018
[Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΔΔ]
Μεταξύ:
ΣΟΛΩΝΑ ΜΙΚΡΟΜΜΑΤΗ
Εφεσείοντα
ΚΑΙ
1. ΚΩΣΤΑ Α. ΑΡΑΟΥΖΟΥ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΑΡΑΟΥΖΟΥ,
2. ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων
----------------
Δημήτρης Κούτρας με Μιχάλη Λουκά, για τον εφεσείοντα.
Κλειώ Πολυβίου (κα), για τους εφεσίβλητους.
----------------
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Ο πρώην εναγόμενος 1, Κυριάκος Αραούζος, ο οποίος στο μεταξύ έχει αποβιώσει και στην παρούσα αντιδικία εκπροσωπείται η περιουσία του από το διαχειριστή της, εργαζόταν ως χρηματιστής στο Χρηματιστηριακό Γραφείο S.B. Unigrowth, και ήταν χρηματιστής του εφεσείοντα. Σε αυτά τα πλαίσια κατόρθωσε να πετύχει την έκδοση δύο επιταγών επί της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, με εκδότη την S.B. Unigrowth και δικαιούχο τον εφεσείοντα, για το συνολικό ποσό των £37.000. Ακολούθως, έθεσε πλαστή οπισθογράφηση στις εν λόγω επιταγές και τις κατέθεσε σε δικό του λογαριασμό που διατηρούσε σε υποκατάστημα της Τράπεζας Κύπρου, εφεσίβλητης 2.
Όταν ο εφεσείοντας διαπίστωσε τα παραπάνω, καταχώρισε αγωγή, τόσο εναντίον του Κ. Αραούζου, όσο και εναντίον της Τράπεζας Κύπρου. Η αρχική απαίτηση αφορούσε και σε μια τρίτη επιταγή, η οποία όμως διευθετήθηκε. Ο δε Κ. Αραούζος δέχθηκε απόφαση για το σύνολο της απαίτησης. Κακώς η έφεση συμπεριέλαβε τον διαχειριστή της περιουσίας του ως εφεσίβλητο.
Ως εκ των άνω, η επίδικη διαφορά παραμένει μεταξύ του εφεσείοντα και της εφεσίβλητης 2 σε σχέση με την αποδοχή προς κατάθεση στον λογαριασμό του Κ. Αραούζου των εν λόγω δύο επιταγών. Ήταν η θέση του εφεσείοντα ότι η εφεσίβλητη 2 αμελώς «τοποθέτησε» το ποσό των επιταγών στο λογαριασμό του Κ. Αραούζου, ενώ δεν ήταν δικαιούχος των επιταγών και ότι αμελώς παρέλειψαν να ζητήσουν δελτίο ταυτότητας του Κ. Αραούζου ώστε να αποκαλύπτετο ότι δεν επρόκειτο για τον δικαιούχο εφεσείοντα.
Η εκδοχή αυτή του εφεσείοντα θέτει ζήτημα ευθύνης της εφεσίβλητης ως εισπράττουσας τράπεζας (collecting banker), σε σχέση με το χειρισμό επιταγών που της δόθηκαν από πελάτη της χωρίς να είχε ο ίδιος τίτλο επί των επιταγών. Τέτοια ευθύνη της τράπεζας έναντι του πραγματικού κυρίου της επιταγής, έχει ως έρεισμα το αστικό αδίκημα της ιδιοποίησης («conversion») ή την οιωνεί συμβατική υποχρέωση για χρήματα «ληφθέντα και εισπραχθέντα» («money had and received») (Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Γενικού Εισαγγελέα (2009) 1 ΑΑΔ 714, Chalmers and Guest on Bills of Exchange and Cheques, Seventh Edition, 3-075). Δεν είναι σ΄ αυτή τη βάση που τέθηκε εν προκειμένω η απαίτηση. Το ζήτημα αυτό ουδόλως απασχόλησε, ούτε βρίσκεται ενώπιον μας.
Το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή κρίνοντας ότι η τράπεζα δεν είχε καθήκον ελέγχου της γνησιότητας των οπισθογραφήσεων.
Μέγα μέρος της διαδικασίας και ουσιώδες μέρος της απόφασης αναλώθηκε σε σχέση με το κατά πόσο οι επιταγές ήταν διγραμμισμένες ή όχι, για να καταλήξει το Δικαστήριο στο τέλος, κρίνοντας τη μια «κανονική» επιταγή και την άλλη γενικώς διγραμμισμένη, ότι το ζήτημα αυτό «δεν είναι ιδιαίτερης σημασίας», εφόσον, σύμφωνα με το σκεπτικό του Δικαστηρίου, εάν θα ήταν και οι δύο διγραμμισμένες επιταγές, θα επρόκειτο για γενική διγράμμιση και έτσι θα μπορούσαν να κατατεθούν σε λογαριασμό άλλο από αυτό του δικαιούχου, όπως και κατατέθηκαν.
Ως προς δε το πραγματικό ερώτημα που είχε να αποφασίσει, το Δικαστήριο κινήθηκε σε λάθος πλαίσιο. Βασίστηκε στις πρόνοιες των άρθρων 60 και 82 του περί Συναλλαγματικών Νόμου Κεφ. 262, σε σχέση με την προστασία που ο νόμος παρέχει σε πληρώνουσα τράπεζα (paying banker) (βλ. Εθνική Τράπεζα, ανωτ., Carpenters' Co v. British Mutual Banking Co Ltd [1938] 1 K.B. 511). Το ζήτημα, όμως, προκειμένου για μια εισπράττουσα τράπεζα (collecting banker), όπως ορθά εισηγείται ο εφεσείοντας ότι ήταν εν προκειμένω η εφεσίβλητη 2, διέπεται από τις πρόνοιες του άρθρου 82Δ του εν λόγω Νόμου («Προστασία Τραπεζίτη που εισπράττει πληρωμή επιταγής, κλπ») που ορίζει ότι, όταν ο πελάτης δεν έχει τίτλο ή έχει ελαττωματικό τίτλο, και ο τραπεζίτης έχει πιστώσει τον λογαριασμό του πελάτη με καλή πίστη και χωρίς αμέλεια με το ποσό έγγραφης εντολής, περιλαμβανομένης επιταγής, εισπράττοντάς την για τον εαυτό του, δεν φέρει ευθύνη προς τον πραγματικό ιδιοκτήτη της επιταγής με το να εισπράξει πληρωμή επ΄ αυτής. Ορίζεται μάλιστα, περαιτέρω, στο εδάφιο 3 ότι για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, «τραπεζίτης δεν θα τύχει μεταχείρισης ως έχων ενεργήσει αμελώς λόγω μόνο της παράλειψής του να λάβει υπόψη απουσία οπισθογράφησης εγγράφου εντολής ή την αντικανονικότητα στην οπισθογράφηση εγγράφου εντολής».
Η παραπάνω πρόνοια αποτελεί επί λέξει εισαγωγή στο δικό μας Νόμο της αντίστοιχης πρόνοιας του άρθρου 4 του Cheques Act 1957 (Protection of bankers collecting payment of cheques, etc). Πριν τη θέσπιση του Νόμου εκείνου, το βάρος της «εισπράττουσας τράπεζας» ήταν ιδιαίτερα επαχθές, εφόσον είχε υποχρέωση ελέγχου της κανονικότητας κάθε οπισθογράφησης υπό την έννοια ότι ανταποκρίνεται ακριβώς με το όνομα του δικαιούχου που εμφανίζεται επί της επιταγής ως το πρόσωπο προς ον η πληρωμή ή η οπισθογράφηση (βλ. Bavins v. London and South Western Bank (1900) Q.B. 270). Έκτοτε, με αναφορά στην πρόνοια του εδαφίου (3), έχει αποκρυσταλλωθεί ότι:
«. bankers who pay and collect cheques for their customers can no longer incur liability by reason only of an absence of, or irregularity in, indorsements on a cheque .»
(Sheldon and Fidler΄s Practice and Law of Banking, σελ. 158)
«. the collecting banker is not to be treated as having been negligent by reason only of his failure to concern himself with absence of, or irregularity in, indorsement of an instrument»
(Chalmers and Guest, ανωτ., σελ. 763, 17-031)
Απαιτείται συνεπώς κάποιο περαιτέρω στοιχείο ώστε η παράβλεψη μιας αντικανονικής οπισθογράφησης (ή ακόμα και η παράβλεψη οπισθογράφησης κατά το ευρύτατο λεκτικό του νόμου που δεν είναι του παρόντος να συζητηθεί) να εκληφθεί ως αμελής ενέργεια.
Συμπερασματικά: Η ρύθμιση που εισήγαγε το άρθρο 82Δ έχει ως συνέπεια ότι η εισπράττουσα τράπεζα που πιστώνει με το ποσό επιταγής το λογαριασμό πελάτη της ο οποίος δεν έχει τίτλο επί της επιταγής, δεν έχει ευθύνη, αν αποδείξει ότι ενήργησε με καλή πίστη και χωρίς αμέλεια. Δεν θεωρείται δε, ότι ενήργησε με αμέλεια, μόνο λόγω της παράλειψης της να λάβει υπόψη την απουσία οπισθογράφησης ή την αντικανότητα στην οπισθογράφηση.
Όπως εξηγήθηκε από τον Diplock, LJ. στη Manfani & Co Ltd v. Midland Bank Ltd [1968] 1 W.L.R. 956, 972, η υπό εξέταση πρόνοια σκοπό είχε να αντικαταστήσει την αντίληψη του κοινοδικαίου περί απολύτου καθήκοντος της εισπράττουσας τράπεζας προς τον πραγματικό κύριο της επιταγής, με το περιορισμένο καθήκον επίδειξης εύλογης επιμέλειας ώστε να αποφεύγεται οτιδήποτε, που θα μπορούσε να προκαλέσει απώλεια ή ζημία στον πραγματικό κύριο, το οποίο ήταν ή θα μπορούσε να ήταν προβλεπτό. Έθεσε δε το κριτήριο ως εξής (σελ. 973):
«What the Court has to do is to look at all the circumstances at the time of the acts complained of and to ask itself: where those circumstances such as would cause a reasonable banker possessed of such information about his customer as a reasonable banker would possess, to suspect that his customer was not the true owner of the cheque?»
Το επίπεδο επιμέλειας που απαιτείται στα παραπάνω πλαίσια ορίζεται, κατ΄αρχάς, με αναφορά στην πρακτική των «προσεχτικών τραπεζιτών» («the practice of careful bankers», Byles on Bills of Exchange and Cheques, 29th Ed., σελ. 363, 23-073).
Στο Chalmers & Guest, ανωτ., με αναφορά στη σχετική νομολογία συνοψίζονται τα ακόλουθα (17-041, σελ. 771):
«In any event, the banker cannot be held liable merely because he has not subjected the customer's account to microscopic examination, or - unless there is something markedly irregular in the transaction - because he has not made a thorough inquiry into the history of each cheque, which would render banking business impracticable. To cashiers and clerks there must be attributed the degree of intelligence and care ordinarily required of persons in their position to fit them for the discharge of their duties; but "it is not expected that the officials of banks should also be amateur detectives". Evidence of the practice of bankers is admissible.»
Παρομοίως στο Byles on Bills of Exchange and Cheques, ανωτ., σελ. 366, αναφέρονται τα ακόλουθα:
«The collecting bank should be alert to the possibility that the cheque may bear on its face a warning that the customer may have misappropriated it [...]
Given the number of cheques that are handled every day, it is probably not practicable for cashiers of collecting banks to examine the signatures of drawers, of whom, in any event, they are likely to have no knowledge.
The practicalities of the bank's business are, of course, of considerable relevance. A cashier is not expected to have the same degree of insight as a manager, not the opportunity to make the kind of deductions that might put a manager on his guard. So if there is insufficient reason for a cheque to be referred by a cashier to higher authority, and for whatever reason no such referral in fact occurs, the bank is unlikely to be found negligent.»
Αναμφίβολο είναι ότι η οποιαδήποτε ερμηνεία της έννοιας της αμέλειας στα πλαίσια του άρθρου 82Δ δεν μπορεί να γίνει χωρίς να δοθεί η δέουσα σημασία στο εδάφιο (3) που ορίζει ότι η παράλειψη να ληφθεί υπόψη η αντικανονικότητα στην οπισθογράφηση δεν συνιστά από μόνη της αμέλεια (κατά το s. 4: «by reason only»). Χρειάζεται κάποιο στοιχείο για να ενεργοποιηθεί το καθήκον της τράπεζας να προβεί σε προσεχτική έρευνα προτού εισπράξει επιταγή.
Ως τέτοιο στοιχείο αναγνωρίζεται η παρουσίαση διγραμμισμένης επιταγής με την πρόσθετη ένδειξη «account payee» σε λογαριασμό άλλο από τον προς ον η πληρωμή (payee). (Byles, ανωτ., σελ. 366). Υπό τέτοιες περιστάσεις δημιουργείται, εκ πρώτης όψεως, μαρτυρία για αμέλεια εκ μέρους της εισπράττουσας τράπεζας (βλ. Law of Banking, Lord Chorley, 6th Ed. σελ. 133-134).
Το καθήκον επιμέλειας υπό την έννοια της προσεκτικής εξέτασης ενεργοποιείται επίσης όταν είναι έκδηλος ο κίνδυνος, όπως στην περίπτωση που ο πελάτης της τράπεζας, γνωστός ως εργοδοτούμενος ή αντιπρόσωπος άλλου, παρουσιάζει επιταγή προς είσπραξη (collection) η οποία εκδόθηκε από τρίτο προς τον εργοδότη ή αντιπρόσωπό του (Lloyds Bank Ltd v. E.B. Savory & Co, [1933] A.C. 201). (Η περίπτωση αυτή και άλλες παρόμοιες εξετάζονται στο Chalmers and Guest, ανωτ., 17-042, 17-043 υπό τους τίτλους «Misappropriation by employees, agents and other fiduciaries» και «Pre pro. Signatures»).
Δεδομένου ότι ενώ αποτέλεσε, εν προκειμένω, κοινό τόπο ότι οι οπισθογραφήσεις δεν ανήκαν στον εφεσείοντα έτσι ώστε να πρόκειται για παράνομη ιδιοποίηση τους, οπότε και η εφεσίβλητη είχε το βάρος να αποδείξει ότι ενήργησε με καλή πίστη και χωρίς αμέλεια, αυτή απέσεισε, υπό τις περιστάσεις, το βάρος αυτό προσφέροντας μαρτυρία εμπείρων τραπεζικών ότι, κατά την κρατούσα πρακτική, οι ταμίες, σε περιπτώσεις είσπραξης πληρωμής επιταγής, όπως η παρούσα, στη συνήθη πορεία των πραγμάτων δεν ελέγχουν κατά πόσο μια οπισθογράφηση είναι αυθεντική ή πλαστογραφημένη. Η πρακτική αυτή φαίνεται ορθή και ευρισκόμενη στο πνεύμα του άρθρου 82Δ, εάν δεν υπάρχουν περιστάσεις τέτοιες ώστε να ενεργοποιηθεί το καθήκον για περαιτέρω έρευνα, υπό την έννοια που εξηγήσαμε ανωτέρω.
Ορθή συνεπώς ήταν η κατάληξη του Δικαστηρίου παρά τη λανθασμένη προσέγγιση και σκεπτικό. Την οποία επέτεινε το ανεπίτρεπτο να ακούσει μαρτυρία όχι μόνο επί της τραπεζικής πρακτικής, που και πάλιν τούτο ήταν ζήτημα μαρτυρίας από τραπεζικούς, αλλά και επί της ερμηνείας του νόμου από το δικηγόρο κ. Χ. Λουκά (Μ.Ε.2), συγγραφέα του συγγράμματος «Τραπεζική Επιταγή». Είναι στοιχειώδες ότι οι νόμοι της χώρας ερμηνεύονται από το δικαστή και ότι είναι ανεπίτρεπτη η μαρτυρία νομικού ως εμπειρογνώμονα επί του ημεδαπού δικαίου. Το όλο σκηνικό δε, κατέληξε να είναι παράδοξο, εφόσον στο τέλος η ευπαίδευτη δικαστής αντιπαρέβαλε στα λεχθέντα υπό του κ. Χ. Λουκά ως Μ.Ε.2 τα όσα ο ίδιος αναφέρει ως νομικός συγγραφέας. Ενώ σε άλλο σημείο, για το ζήτημα των διγραμμισμένων επιταγών, άντλησε καθοδήγηση, όπως το έθεσε, από το συγγραφέα κ. Λουκά το οποίο είχε ενώπιον της ως Μ.Ε.2 προς αξιολόγηση.
Οι λόγοι έφεσης είναι ευρύτεροι. Στην ουσία όμως απαντούνται με τη διαπίστωση ότι η εφεσίβλητη ενήργησε ως εισπράττουσα τράπεζα, όπως ήταν η θέση του εφεσείοντα, με την οποία η εφεσίβλητη διαφώνησε, έχοντας, όμως, υπό τις περιστάσεις, την προστασία του άρθρου 82Δ. Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε περαιτέρω.
Εν κατακλείδι: Με τους δύο πρώτους λόγους ορθά υποβλήθηκε ότι η εφεσίβλητη ήταν εισπράττουσα τράπεζα και το ζήτημα της προστασίας της θα έπρεπε να είχε κριθεί με βάση το άρθρο 82Δ. Παρά ταύτα όμως, το αποτέλεσμα δεν είναι διαφορετικό και η έφεση εν τέλει απορρίπτεται. Υπό τις περιστάσεις δεν θα δοθεί διαταγή για έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται χωρίς διαταγή για έξοδα.
Μ.Μ. Νικολάτος, Π.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
/ΚΧ»Π